Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

Η Κατάθεση της Τιμίας Ζώνης της Υπεραγίας Θεοτόκου - Όρθρος & Θεία Λειτουργία 31/8/2020


Θεοτόκε ἀειπάρθενε, τῶν ἀνθρώπων ἡ σκέπη, Ἐσθῆτα καὶ Zώνην τοῦ ἀχράντου σου σώματος, κραταιὰν τῇ πόλει σου περιβολὴν ἐδωρήσω, τῷ ἀσπόρῳ τόκῳ σου ἄφθαρτα διαμείναντα, ἐπὶ σοὶ γὰρ καὶ φύσις καινοτομεῖται καὶ χρόνος, διὸ δυσωποῦμέν σε, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δώρησαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος. Σήμερα 31 Αυγούστου η εκκλησία μας εορτάζει την Ανάμνηση της καταθέσεως της Αγίας Ζώνης της Υπεραγίας Θεοτόκου. Σύμφωνα με την παράδοση, η Αγία Ζώνη φτιάχτηκε από τρίχες καμήλας από την ίδια την Θεοτόκο, και μετά την Κοίμησή της, κατά την Μετάστασή της στους ουρανούς, την παρέδωσε στον απόστολο Θωμά. Μετά, την Τιμία Ζώνη ανάλαβαν να διαφυλάξουν δύο πτωχές ευσεβείς γυναίκες στα Ιεροσόλυμα. Η Παναγία, λίγο πριν την Κοίμηση της, είχε δώσει εντολή στον Ευαγγελιστή Ιωάννη να μοιράσει σε αυτές και τις δύο εσθήτες της. Το έργο της διαφύλαξης από γενιά σε γενιά συνέχισε μία ευλαβής παρθένος καταγομένη από την οικογένεια αυτή. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Αρκαδίου, γιού του Μ. Θεοδοσίου, έγινε η μεταφορά της Τιμίας Ζώνης στην Κωνσταντινούπολη. Την κατέθεσε σε μία υπέροχη λειψανοθήκη, την οποίαν ονόμασε «αγίαν σορόν». Η κατάθεση έγινε στις 31 Αυγούστου και αυτό το γεγονός εορτάζομε. Μετά από λίγα χρόνια ή κόρη του Αρκαδίου, αυτοκράτειρα Πουλχερία, ανάγειρε τον λαμπρό ναό των Χαλκοπρατείων και κατάθεσε εκεί την Τιμία Ζώνη. Η ίδια η αυτοκράτειρα την διακόσμησε με χρυσή κλωστή, έτσι όπως σώζεται μέχρι σήμερα. Τον επόμενο αιώνα, άγνωστο πότε και με ποιόν τρόπο, μεταφέρθηκε η Τιμία Ζώνη στην Ζήλα της Καππαδοκίας, νότια της Αμασείας. Στήν Κωνσταντινούπολη μεταφέρθηκε ξανά στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Α΄ (527-565), κτήτορα της Αγίας Σοφίας. Ο διάδοχός του Ιουστίνος Β΄ και η σύζυγός του Σοφία ανακαίνισαν τον ναό των Χαλκοπρατείων και ανήγειραν παρεκκλήσιο της Αγίας Σοροῦ. Πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα φυλασσόταν ἡ Τιμία Ζώνη. Γύρω στο 1150 η Τιμία Ζώνη βρισκόταν στο Μεγάλο Παλάτι της Κωνσταντινουπόλεως, στο ναό του Αγίου Μιχαήλ. Μάλλον είχε τεμαχιστεί και τεμάχια είχαν μεταφερθεί στους ναούς της Πόλης. Τον 12ο αιώνα, στα χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180), καθιερώθηκε επίσημα η εορτή της Αγίας Ζώνης την 31η Αυγούστου, ενώ παλαιότερα εορταζόταν μαζί με την εορτή της Ιεράς Εσθήτος της Θεοτόκου, την 2α Ιουλίου. Μετά την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους της Δ΄ σταυροφορίας, το 1204, κάποια τεμάχια αρπάχτηκαν από τα στίφη των βαρβάρων και μεταφέρθηκαν στη Δύση. Ευτυχώς δεν χάθηκαν όλα. Είναι σίγουρο ότι ένα μέρος της Τιμίας Ζώνης παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη και μετά την ανακατάληψή της το 1261 από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο φυλάσσονταν στο ναό των Βλαχερνών. Η μαρτυρία ανώνυμου Ρώσου προσκυνητή στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ετών 1424-1453 είναι και η τελευταία σχετικά με την ύπαρξη της Αγίας Ζώνης στην Βασιλεύουσα. Είναι άγνωστο, τί απέγινε στη συνέχεια μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453. Το μεγαλύτερο τμήμα της Τιμίας Ζώνης, που σώζεται σήμερα, φυλάσσεται στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, η οποία έφτασε στην Μονή με περιπετειώδη τρόπο. Μία άλλη παράδοση διασώζεται την πληροφορία ότι η Τιμία Ζώνη αφιερώθηκε από τον αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ τον Καντακουζηνό (1341-1354), ο οποίος, στη συνέχεια, παραιτήθηκε, ντύθηκε το μοναχικό ράσο κι έγινε μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ στην ίδια Μονή. Τα θαύματα που πραγματοποιεί η Τιμία Ζώνη είναι πολλά. Βοηθά ειδικά τις στείρες γυναίκες να αποκτήσουν παιδιά.Την ευχή και την ευλογία της Υπεραγίας Θεοτόκου να έχουμε.



ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ - ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ι´ 38 - 42 38 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτοὺς καὶ αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά. γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἴκον αὐτῆς. 39 καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ. 40 ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται. 41 ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· 42 ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ’ αὐτῆς. ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΑ´ 27 - 28 27 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας. 28 αὐτὸς δὲ εἶπε· Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν.


Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα - ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ι´ 38 - 42 38 Καθώς δε ο Κυριος με τους μαθητάς του επήγαιναν προς την Ιερουσαλήμ, εμπήκε ο Ιησούς εις ένα χωριό. Καποια δε γυναίκα, ονόματι Μαρθα, τον υπεδέχθη στο σπίτι της. 39 Είχε δε αυτή και αδελφήν, ονόματι Μαρίαν, η οποία εκάθισε κοντά εις τα πόδια του Ιησού και ήκουε την διδασκαλίαν του. 40 Η δε Μαρθα, από την μεγάλην της επιθυμίαν και προθυμίαν να περιποιηθή αξίως τον διδάσκαλον, απερροφάτο από τας πολλάς ασχολίας. Εις κάποιαν στιγμήν εστάθη κοντά στον Ιησούν και είπε· “Κυριε, δεν σε μέλει που η αδελφή μου με αφήκε μονήν να ετοιμάσω τα του φαγητού δια σε και τους μαθητάς σου; Πες της λοιπόν να με βοηθήση”. 41 Απήντησε δε ο Ιησούς και είπε· “Μαρθα, Μαρθα, εφορτώθηκες πολλές φροντίδες, ταλαιπωρείσαι και κουράζεσαι δια να ετοιμάσης πολλά. 42 Ενα όμως είναι το χρησιμώτερον και απαραίτητον, η πνευματική τροφή, την οποίαν προσφέρω εγώ. Η δε Μαρία εδιάλεξε την καλήν μερίδα, την πνευματικήν, η οποία και δεν θα της αφαιρεθή ποτέ από κανένα. Διότι αι ωφέλειαι από την πνευματικήν τροφήν είναι αιώνιαι και αναφαίρετοι”. ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΑ´ 27 - 28 27 Ενώ δε έλεγε αυτά, κάποια γυναίκα από το πλήθος ενθουσιασμένη από την διδασκαλίαν του, έβγαλε φωνήν μεγάλην και είπε· “μακαρία η κοιλία που σε εβάσταξε και οι μαστοί, τους οποίους εθήλασες. Μακαρία η μητέρα, που σε εγέννησε και σε έθρεψε”. 28 Και αυτός είπε· “βεβαίως μακαρία είναι η μητέρα μου, αλλά επίσης μακάριοι είναι όλοι όσοι ακούουν τον λόγον του Θεού και τον φυλάσσουν”.


The Gospel According to Luke 10:38-42, 11:27-28 At that time, Jesus entered a village; and a woman called Martha received him into her house. And she had a sister called Mary, who sat at the Lord's feet and listened to his teaching. But Martha was distracted with much serving; and she went to him and said, "Lord, do you not care that my sister has left me to serve you alone? Tell her then to help me." But the Lord answered her, "Martha, Martha, you are anxious and troubled about many things; one thing is needful. Mary has chosen the good portion, which shall not be taken away from her." As he said this, a woman in the crowd raised her voice and said to him, "Blessed is the womb that bore you, and the breasts that you sucked!" But he said, "Blessed rather are those who hear the word of God and keep it!" St. Paul's Letter to the Hebrews 9:1-7 BRETHREN, the first covenant had regulations for worship and an earthly sanctuary. For a tent was prepared, the outer one, in which were the lampstand and the table and the bread of the Presence; it is called the Holy Place. Behind the second curtain stood a tent called the Holy of Holies, having the golden altar of incense and the ark of the covenant covered on all sides with gold, which contained a golden urn holding the manna, and Aaron's rod that budded, and the tables of the covenant; above it were the cherubim of glory overshadowing the mercy seat. Of these things we cannot now speak in detail. These preparations having thus been made, the priests go continually into the outer tent, performing their ritual duties; but into the second only the high priest goes, and he but once a year, and not without taking blood which he offers for himself and for the errors of the people.


ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Θ´ 1 - 7 1 Εἶχε μὲν οὖν καὶ ἡ πρώτη σκηνὴ δικαιώματα λατρείας τό τε Ἅγιον κοσμικόν. 2 σκηνὴ γὰρ κατεσκευάσθη ἡ πρώτη, ἐν ᾗ ἥ τε λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ ἡ πρόθεσις τῶν ἄρτων, ἥτις λέγεται Ἅγια. 3 μετὰ δὲ τὸ δεύτερον καταπέτασμα σκηνὴ ἡ λεγομένη Ἅγια Ἁγίων, 4 χρυσοῦν ἔχουσα θυμιατήριον καὶ τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης περικεκαλυμμένην πάντοθεν χρυσίῳ, ἐν ᾗ στάμνος χρυσῆ ἔχουσα τὸ μάννα καὶ ἡ ῥάβδος Ἀαρὼν ἡ βλαστήσασα καὶ αἱ πλάκες τῆς διαθήκης, 5 ὑπεράνω δὲ αὐτῆς Χερουβὶμ δόξης κατασκιάζοντα τὸ ἱλαστήριον· περὶ ὧν οὐκ ἔστι νῦν λέγειν κατὰ μέρος. 6 Τούτων δὲ οὕτω κατεσκευασμένων εἰς μὲν τὴν πρώτην σκηνὴν διὰ παντὸς εἰσίασιν οἱ ἱερεῖς τὰς λατρείας ἐπιτελοῦντες, 7 εἰς δὲ τὴν δευτέραν ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ μόνος ὁ ἀρχιερεύς, οὐ χωρὶς αἵματος, ὃ προσφέρει ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων, Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα - ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Θ´ 1 - 7 1 Λοιπόν η πρώτη διαθήκη, που εσυμβολίζετο από την σκηνήν του μαρτυρίου, είχε λατρευτικάς διατάξεις, όπως επίσης και το επίγειον θυσιαστήριον. 2 Διότι είχε κατασκευασθή το πρώτον τμήμα της σκηνής, όπου υπήρχε η επτάφωτος χρυσή λυχνία και η τράπεζα και οι άρτοι, τους οποίους απέθεταν επάνω εις αυτήν ως προσφοράν προς τον Θεόν. Και αυτό το πρώτον τμήμα της σκηνής, που εκλείετο προς την αυλήν με το πρώτον παραπέτασμα, ελέγετο Αγια. 3 Εν συνεχεία δε προς τα Αγια υπήρχε δεύτερον εσωτερικόν καταπέτασμα, έπειτα από το οποίον ήτο το τμήμα της σκηνής, που ελέγετο Αγια Αγίων. 4 Αυτά είχαν χρυσόν θυμιατήριον και την κιβωτόν της διαθήκης, η οποία ήτο ολόγυρα σκεπασμένη από παντού με χρυσόν. Μεσα εις αυτήν υπήρχεν η χρυσή στάμνα, που περιείχε το μάννα, από εκείνο που ο Θεός έδιδεν στους Εβραίους εν τη ερήμω, και η ράβδος του Ααρών, που δια θαύματος Θεού είχε βλαστήσει, και αι πλάκες της Διαθήκης, επάνω εις τας οποίας ήτο χαραγμένος ο δεκάλογος. 5 Επάνω δε από την κιβωτόν υπήρχον δύο χρυσά Χερουβίμ, συμβολίζοντα την δόξαν του Θεού, και τα οποία έρριπταν την σκιαν των πτερύγων των και εκάλυπταν το επάνω μέρος της κιβωτού, που ελέγετο ιλαστήριον. Δι' αυτά όμως τώρα δεν είναι καιρός να ομιλήσωμεν ιδιαιτέρως. 6 Ενώ, λοιπόν αυτά έτσι είχαν κατασκευασθή, εις μεν το πρώτον μέρος της σκηνής, δηλαδή εις τα Αγια, εισήρχοντο πάντοτε οι ιερείς, δια να τελούν τας διαφόρους λατρευτικάς τελετάς. 7 Εις δε το δεύτερον τμήμα της σκηνής, εις τα Αγια των Αγίων, εισήρχετο μία φορά το έτος, κατά την επίσημον ημέραν του εξιλασμού, μόνος ο αρχιερεύς και αυτός όχι χωρίς να είναι εφωδιασμένος με το αίμα της θυσίας, το οποίον επρόσφερε δια την εξιλέωσιν του εαυτού του και των αμαρτημάτων, τα οποία από άγνοιαν είχε διαπράξει ο λαός.

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Φανούριος

 Οὐράνιον ἐφύμνιον, ἐν γῇ τελεῖται λαμπρῶς, ἐπίγειον πανήγυριν νῦν ἑορτάζει φαιδρῶς, ἀγγέλων πολίτευμα· ἄνωθεν ὑμνῳδίαις εὐφημοῦσι τοὺς ἄθλους, κάτωθεν Ἐκκλησίᾳ τὴν οὐράνιον δόξαν· ἣν εὗρες πόνοις καὶ ἄθλοις τοῖς σοῖς Φανούριε ἔνδοξε.

Ο Άγιος Φανούριος είναι από τους πιο αγαπητούς αγίους στις καρδίες των ελλήνων, όπου κάθε χρόνο η εκκλησία μας πανηγυρίζει την μνήμη του στις 27 Αυγούστου. Σύμφωνα με τα στοιχεία από τον μέγα συναξαριστή του Κων/νου Χ. Δουκάκη (1891), δεν γνωρίζουμε πληροφορίες για τους γονείς του, σε ποιον καιρό έζησε και με ποιους άρχοντες έδωσε την αληθινή ομολογία επειδή ο βίος του έχει χαθεί. Το μόνο το οποίο είναι γνωστό είναι ότι τον καιρό που οι αγαρηνοί εξουσίαζαν την Ρόδο, ήθελαν να χτίσουν τα τείχη της πόλης όπου οι προηγούμενοι πολέμιοι τα είχαν κατεδαφίσει. Άρχισαν, λοιπόν να στέλνουν εργάτες έξω απ' το νότιο μέρος του φρουρίου για να μαζέψουν πέτρες απ' τα μισογκρεμισμένα σπί­τια των κατοίκων, με στόχο να χτιστούν ξανά τα νέα τείχη της πόλης τους. Εκεί σκάβοντας στον τόπον εκείνον βρήκαν μία ωραία εκκλησία αλλά με μισογκρεμισμένη την μια της πλευρά, στην οποία βρήκαν πολλές εικόνες οι οποίες όμως ήταν φθαρμένες από την πολυκαιρία. Η μόνη εικόνα που ήταν γερή και είχε τόσο ζωντανά χρώματα που φαινόταν σαν να την είχαν ζωγραφίσει εκείνη την ημέρα ήταν του Αγίου Φανουρίου. Μετά την εύρεση του ναού καλέστηκε ο αρχιερέας του τόπου Νείλος ο Β' ο Διασπωρινός (1355 - 1369 μ.Χ.) άνθρωπος αγιότητας και λόγιος ο οποίος διάβασε τα γράμματα της εικόνας τα οποία έλεγαν “ο Άγιος Φανούριος”. Ηαυθεντική εικόνα που βρέθηκε διασώζεται έως σήμερα στην Ρόδο (Εικ 1, Εικ 2) είναι δε αγιογραφημένη με σύνθετη τεχνοτροπία όπου στη μεγαλύτερη έκταση του κεντρικού μέρος είναι αγιογραφημένος ολόσωμος ο Άγιος, φορώντας στρατιωτική στολή και κρατώντας στο δεξί του χέρι σταυρό όπου πάνω από αυτόν υπάρχει μία αναμμένη λαμπάδα. Γύρω της εικόνας υπάρχουν 12 μικρότερες παραστάσεις των μαρτυρίων που υπέστη ο Άγιος.


Εικόνα 1: Η γνήσια εικόνα του Αγίου Φανουρίου, που βρέθηκε στη Ρόδο γύρω στα 1355-1369 μ.X

Εικόνα 2: Η γνήσια εικόνα του Αγίου Φανουρίου, που βρέθηκε στη Ρόδο γύρω στα 1355-1369 μ.X


Οι παραστάσεις από αριστερά προς τα δεξιά είναι ακόλουθες:

1. Ο Άγιος παρουσιάζεται όρθιος μπροστά στον ηγεμόνα και φαίνεται να υπερασπίζεται με θάρρος και τόλμη την Πίστη του. 
 2.Στην σκηνή αυτή ο Άγιος παρουσιάζεται στην φυλακή γονατιστός προσευχόμενος νιώθοντας την θεία παρηγοριά και λαμβάνοντας το φως της Χάριτος του Τριαδικού Θεού. 
 3.Στην επόμενη παράσταση της αγιογραφίας φαίνεται περιτριγυρισμένος στο μέσο από στρατιώτες που τον έχουν γυμνό καθισμένο και με σιδερένια εργαλεία τρυπούν τον θώρακα και τα πλευρά του. 4.Στην συνέχεια, ο Άγιος παρουσιάζετε δεμένος εξεταζόμενος εμπροσθέν του εικονίζονται ένας ηγεμόνος και ένας στρατιώτης ο οποίος πίσω του κρατάει μια μεγάλη πέτρα χτυπώντας τον για ν' αναγκασθεί να υποκύψει και ν' αρνηθεί τον Κύριο. 
 5.Στην σκηνή αυτή απεικονίζεται ο Άγιος στο έδαφος και στρατιώτες τον χτυπούν με μαστίγια για να κάμψουν το ακμαίο ηθικό του. 
 6. Ο Άγιος παρουσιάζετε ακινητοποιημένος στο μέσο και δύο λιοντάρια τον έχουν περικυκλώσει.
 7. Ο Άγιος παρουσιάζετε καταπλακωμένος από ένα τεράστιο λίθο καταμήκος του σώματός του, βέβαιοι πια οι δήμιοι πως θα τον αποτελειώσουν. 
 8. Η σκηνή παρουσιάζει τον Άγιο μπροστά σε βωμό, όπου οι δήμιοι του τον προτρέπουν να θυσιάσει, βάζοντας στις παλάμες του αναμμένα κάρβουνα. Σε αυτήν διακρίνεται ένας διάβολος που έχει τη μορφή δράκου, που πετά στον αέρα και κλαίει για την αποτυχία του. 
 9.Στην σκηνή αυτή οι δήμιοι του Αγίου με μανία και σκληρότητα καίουν με αναμμένες λαμπάδες το ολόγυμνο σώμα του, όπου φαίνεται έτσι η καρτερικότητα και η αληθινή αγάπη του για τον Κύριο. 10.Στην παράσταση αυτή ο Άγιος Φανούριος βρίσκεται και πάλι στη φυ­λακή και προσεύχεται με δάκρυα στον θεό, για να τον ενισχύσει ν' αντέξει μέχρι τέλους τα βασανι­στήρια. 
 11. Η προτελευταία σκηνή παρουσιάζει τον Άγιο μέσα σ' ένα μεγάλο καμίνι να στέκεται όρθιος πάνω σ' ένα σκαμνί και να τον περιζώνουν φλόγες και καπνοί. Ο Άγιος φαίνεται να προσεύχεται αδιάκοπα στον Θεό 
12. Η τελευταία σκηνή είναι πιθανόν το τέλος του μαρτυρίου του όπου οι άγριοι βασανιστές του χρησιμο­ποιούν και μηχανικά μέσα για να φθάσουν στο κορύφωμα του μαρτυρίου του. Έχουν δέσει τον Άγιο πάνω σ' ένα κύλινδρο με ατσάλινα καρφιά κι αυτό καθώς περιστρέφεται, του συντρίβει τα κόκαλα. Υποφέρει εκείνος αγόγγυστα κι έτσι άκαμπτος κι ανυποχώρητος παραδίδει την ψυχή αυτού στα χέρια του Πανάγαθου Θεού και λαμβάνει τον αμάραντο στέφανον. 

Αυτά τα 12 μαρτυρικά σημεία που ήταν ζωγραφισμένα στην εικόνα κατάλαβε ο αρχιερέας πώς ο Άγιος ήταν μάρτυρας. Ο καλός και ευλαβής αρχιερέας έστειλε ανθρώπους στον ηγεμόνα του τόπου να του δώσουν τον Ιερό Ναό για να τον ανακαινίσει αλλά δεν δέχθηκε. Ο αρχιερέας πήγε μόνος του τότε στην Κωνσταντινούπολη στον Σουλτάνο και εκεί του παραχωρήθηκε η οριστική άδεια για να χτιστεί και να ανακαινισθεί ο Ιερός Ναός. 

 O Άγιος και τα Θαύματά του.

  Ένα από τα θαύματα τα οποία έχουν καταγραφεί στην ιστορία ήταν τον καιρό που το νησί της Κρήτης δεν είχε χριστιανό αρχιερέα αλλά λατίνο. Βρισκόταν δηλαδή υπό την κυριαρχία των Λατίνων (1204 - 1669 μ.Χ.) οι οποίοι με πονηριά δεν άφηναν να γίνει νέος μητροπολίτης ούτε επίσκοπος ούτε Ιερέας όταν απεβίωναν οι παλαιότεροι. Η κίνηση αυτή είχε πονηρό σκοπό για να μπορέσουν με τον καιρό να γυρίσουν τους ορθόδοξους σε παπικά δόγματα. Όσοι χριστιανοί ήθελαν εκείνο τον καιρό να ιεροθούν πήγαιναν στο νησί των Κυθήρων για να χειροτονηθούν. Κάποια στιγμή ταξίδεψαν από την Κρήτη τρεις διάκονοι και πήγαν στον αρχιερέα των Κυθήρων και αφού τους χειροτόνησε, κατά την διάρκεια της επιστροφής τους αιχμαλώτισαν οι αγαρηνοί στο πέλαγος και τους έφεραν στο νησί της Ρόδου όπου τους πούλησαν πάλι σε αγαρηνούς.
 Οι δύστυχοι εκείνοι χειροτονηθέντες ιερείς θρηνούσαν για τη συμφορά τους ημέρα και νύχτα. Εκεί άκουσαν από ντόπιους για τα μεγάλα θαύματα του Αγίου Φανουρίου και αμέσως προσευχήθηκαν με θερμά δάκρυα προς τον Άγιο δεόμενοι να τους ελευθερώσει από την αιχμαλωσία. Πήραν την άδεια από τους αφέντες τους να πάνε να προσκυνήσουν στο ναό του Αγίου και καθώς βρέθηκαν και οι τρεις μπροστά στην εικόνα του, έπεσαν με δάκρυα για να τους ελευθερώσει από τα χέρια των αγαρηνών. Ο Άγιος είδε τα δάκρυά τους και άκουσε τη δέηση τους και την πρώτη εκείνη νύχτα εμφανίστηκε μπροστά στους αγαρηνούς αφέντες τους και τους πρόσταξε να αφήσουν τους δούλους του Θεού ελεύθερους διαφορετικά θα τους βρει μεγάλη δοκιμασία. Οι Αγαρηνοί νόμιζαν ότι αυτό που είδαν ήταν προϊόν μαγείας και τους έβαλαν αλυσίδες και υπέστησαν βαρύτερα βάσανα. 
Ο Άγιος ήρθε ξανά την επόμενη νύχτα και τους ενθάρρυνε λέγοντας τους ότι αύριο θα τους ελευθερώσει. Έπειτα φανερώθηκε στους αγαρηνούς και ελέγχοντας αυτούς αυστηρώς είπε ότι αν και αύριο δεν τους ελευθερώσετε θα δείτε τη δύναμη του Θεού και μετά έφυγε ο Άγιος. Όσοι ήταν σε εκείνα τα τρία σπίτια όλοι τυφλώθηκαν και έμειναν παράλυτοι με δριμύτατους πόνους και ξημέρωσαν βασανιζόμενοι μικροί και μεγάλοι. Ρωτώντας τους συγγενείς τους τι να κάνουν, αποφάσισαν να καλέσουν τους τρεις ιερείς και να τους ρωτήσουν αν είναι δυνατόν να τους γιατρέψουν. Όταν εμφανίστηκαν οι Ιερείς απάντησαν ότι εμείς θα παρακαλέσουμε τον Θεό και εκείνος θα κάνει το θέλημά του. 
 Την τρίτη νύχτα παρουσιάστηκε πάλι ο Άγιος Φανούριος στους Αγαρηνούς και τους ανακοίνωσε πως αν δεν έστελναν οι τρεις άρχοντες γραπτώς στο ναό το γράμμα απελευθέρωσης τότε ούτε υγεία θα είχαν ούτε το ποθούμενο φως. Τότε συμβουλεύτηκαν τους συγγενείς τους και τους φίλους τους και έστειλαν το απελευθερωτικό γράμμα και αφήσαν και τα τρία έμπροσθεν στην εικόνα του Αγίου και ο του θαύματος μόλις γύρισαν οι απεσταλμένοι από τον Ιερό Ναό βρέθηκαν υγιείς οι παράλυτοι και οι τυφλοί, οι οποίοι βλέποντας το μεγάλο θαύμα έδωσαν τα έξοδα του ταξιδιού στους Ιερείς και τους έστειλαν στην πατρίδα τους. Οι δε ιερείς ζωγράφισαν την εικόνα του Αγίου Φανουρίου και την πήραν στη Κρήτη δοξολογώντας και ευχαριστώντας τον Άγιο για την ευεργεσία του.

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

Τα εγκώμια της κοιμήσεως της Θεοτόκου

 

Στάσις Πρώτη

Ἡ Ἁγνὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης βαβαί, ἡ Θεὸν ἐν τῇ γαστρί Σου χωρήσασα καὶ κυήσασα ἀφράστως ἐπὶ γῆς.

Μαριὰμ πῶς θνήσκεις, πῶς τῷ τάφω οἰκεῖς, τῆς ζωῆς τὸν χορηγὸν ἡ γεννήσασα, τοὺς νεκροὺς ἑξαναστήσαντα φθορᾶς;

Μέτρα γῆς ὁ στήσας, Θεὸς Λόγος, ἁγνή, χωρητὸς τῇ Σῇ νηδὺϊ ἐγένετο· πῶς ἐν τάφῳ σμικροτάτῳ Σὺ χωρεῖς;

Τὸν ὡραῖον κάλλει, παρὰ πάντας βροτούς, ἡ γεννήσασα ἀνείδεος φαίνεται, ὑποκύπτουσα θεσμοῖς τοῖς φυσικοῖς.

Διά Σοῦ ὁ Ἅδης, ἐγυμνώθη, Σεμνή, καὶ ἡμεῖς δόξαν Θεοῦ ἐνεδύθημεν· πῶς οὖν κύπτεις τοῖς τῆς φύσεως θεσμοῖς;

Διά Σοῦ τὸ κέντρον, τοῦ θανάτου, Σεμνή, συνετρίβη καὶ φθορᾶς ἀπηλλάγημεν· πῶς οὖν θνήσκεις καὶ λογίζῃ ἐν νεκροῖς;

Χώραν ἀχωρήτου, τοῦ Θεοῦ Μαριάμ, χρηματίσασαν καὶ Ἅγιον τέμενος, νῦν καλύπτει Σὲ ἀγρὸς Γεθσημανῆς.

Ὑπό γῆν κατῆλθες, ἐπὶ γῆς τὸν Χριστὸν, ἡ κυήσασα ὡς βρέφος, θεόνυμφε, ἵνά σώσῃ ἐκ θανάτου τοὺς βροτούς.

Ἀπορεῖ καὶ φύσις, καὶ πληθὺς νοερά, τὸν ἐν Σοί, Παρθενομῆτορ μυστήριον, τῆς ἐνδόξου καὶ ἀῤῥήτου Σου ταφῆς.

Ὤ θαυμάτων ξένων, ὢ πραγμάτων καινῶν! ἡ πνοῆς μου τὸν δοτῆρα κυήσασα, ἄπνους κεῖται καὶ κηδεύεται νεκρά.

Ἀποστὸλων δῆμος, θεαρχίῳ βουλῇ, πρὸς Σὲ ἣκει μεταρσίως αἰρόμενος, τοῦ κηδεῦσαί Σου τὸ σῶμα τὸ σεπτὸν.

Νοερῶν συντρέχει, στρατιῶν ἡ πληθύς, Ἀποστὸλοις σὺν Ἁγίοις κηδεῦσαι Σέ τὴν Πανάχραντον Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

Ἐξουσίαι, Θρόνοι, Χερουβείμ, Σεραφείμ, Κυριότητες, Ἀρχαὶ σὺν Δυνάμεσι, τὴν Σὴν κοίμησιν ὑμνοῦσιν εὐλαβῶς.

Θνήσκεις νεκρωθεῖσα, ἀνθρώπινῳ θεσμῷ ἡ τῆς φύσεως τοὺς ὅρους νικήσασα, τῷ Σῷ τὸκῳ Μητροπάρθενε Ἁγνή.

Νοεραὶ Σε τάξεις, ἠπλωμένην νεκράν, ὃτε εἶδον ἐκπλαγεῖσαι Πανάχραντε, ἐκαλύπτοντο ταῖς πτέρυξιν αὐτῶν.

Ὕμνοις οὐρανίοις, ἐμελώδουν, Σεμνή, τὴν τριήμερον ταφήν Σου οἱ Ἄγγελοι καὶ τὴν δόξαν ἐμεγάλυνον τὴν Σήν.

Οὐρανὸς ὡς ἄλλος, ἀνεδείχθη, Ἁγνή, δεξαμένη τὸ Σὸν σκῆνος τὸ ἄχραντον ἡ ἁγία καὶ σεπτὴ Γεθσημανῆ.

Ὅπου γὰρ τὸ σκῆνος, τῆς Μητρὸς τοῦ Θεοῦ, κατοικεῖ ἐκεῖ χορεῖαι αὐλίζονται, οὐρανίων οὐσιῶν πανευλαβῶς.

Τὴν γὰρ Σὴν γαστέρα, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πλατυτέραν οὐρανῶν ἀπειργάσατο καὶ τὴν μήτραν θρόνον θεῖον ἀληθῶς.

Τούς τοῦ Λόγου μύστας θάμβος εἶχεν, Ἁγνή, Σὲ νεκρὰν οὖσαν καὶ ἄφωνον βλέποντας, χρηματίσασαν Μητέρα τῆς Ζωῆς.

Τάφος μὲν καλύπτει, τὸ Σόν, σκῆνος, Ἁγνή, τὴν δὲ θείαν Σου ψυχὴν χειριζόμενος, ὁ Υἱός Σου ἀγκαλίζεται λαμπρῶς.

Βασιλὶς καὶ πόλου, καὶ τῆς γῆς ἀληθῶς, εἰ καὶ τάφῳ σμικροτάτῳ συγκέκλεισαι, ἐγνωρίσθῃς πάσῃ κτίσει Μαριάμ.

Νύμφην τοῦ Ὑψίστου, καὶ Μητέρα σαφῶς, Ἰησοῦ τοῦ Θεοῦ Λόγου γινώσκομεν, κἂν ἐν τάφῳ Σὲ ὁρῶμεν ὡς φθαρτήν.

Ἄνθος ἀφθαρσίας, καὶ Μητέρα Θεοῦ, οἴδαμέν Σε καὶ κηρύττομεν, Ἄχραντε, κἂν ἐν τάφῳ σὲ ὀρῶμεν ὡς θνητήν.

Κλεῖς τῆς βασιλείας, τοῦ Θεοῦ ἀληθῶς, ἐγνωρίσθῃς τοῖς πιστοῖς Ἀειπάρθενε, κἂν ὁ τάφος Σὲ καλύπτῃ ὡς νεκράν.

Πύλη σωτηρίας, ἐγεννήθῃς ἡμῖν, ἀρχηγὸς τὲ νοητῆς ἀναπλάσεως, κἂν ὑπείκῃς τῇ τῆς φύσεως φθορᾷ.

Στάμνον τήν τὸ μάννα, δεξαμένη τὸ πρίν, τὸ οὐράνιον ὁ τάφος Σὲ δέχεται, νῦν, Παρθένε, τὴν αἰτίαν τῆς ζωῆς.

Ῥάβδος ἡ τὸ ἄνθος, τὸ εὐῶδες Χριστόν, ἐξανθήσασα τῷ τάφῳ νῦν τέθαπται, ἵνα φύσῃ σωτηρίας τὸν καρπόν.

Παρὰ τὴν κοιλάδα, τοῦ κλαυθμῶνος τὸ Σόν, κατετέθη σκῆνος, Ἄχραντε, σύμβολον παρακλήσεως κλαιόντων τῆς ἔκ Σοῦ.

Ἔνθα γὰρ ἡ κρίσις, ζώντων τε καὶ νεκρῶν, τὸ Σὸν σκῆνος κατετέθη Πανάμωμε, ὡς δυσώπησις μεγίστη τοῦ Κριτοῦ.

Σὺ γὰρ μόνη πέλεις, ἐν θνητοῖς ἀληθῶς, Ἀναστάσεως τὸν τύπον ἐκλάμπουσα, Σὺ καὶ μόνη τῶν πταιόντων ἱλασμός.

Θρόνος τοῦ Ὑψίστου γενομένη Ἁγνή, ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανὸν μεταβέβηκας, μεταστᾶσα εἰς αἰώνιον ζωήν.

Ἤνικα ἐπέστη, Ἀποστὸλων πληθύς, τῇ κηδεύσει Σου βοῶντες ἐκόπτοντο τὴν Σὴν στέρησιν θρηνοῦντες γοερῶς.

Τὸν ἐχθρόν Σῷ τὸκῳ, θανατώσασα πρίν, ἀθανάτους εἰς σκηνὰς μεταβέβηκας, νεκρωθεῖσα νόμῳ φύσεως βροτῶν.

Ἔχαιρον χορείαι, οὐρανίων νοῶν, ἀπὸ γῆς Σε φερομένην δεχόμεναι, εἰς οὐράνια σκηνώματα Ἁγνή.

Ὡς ἔτεκες πάλαι, ὑπὲρ λόγον καὶ νοῦν, οὕτω καὶ μετέστης νῦν Ἄχραντε, παραδόξως ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανούς.

Τέρπονται, Παρθένε, οὐρανὸς τε καὶ γῆ· διὰ γὰρ Σου τῆς ἑνώσεως ἔτυχον, ὑψωθείσης εἰς τὰ ἄνω θαυμαστῶς.

Περιβεβλημένη, νῦν παρέστῃς Θεῷ καὶ πεποικιλμένη ἐν χαρίσιν, ὡς βασίλισσα καὶ Μήτηρ τοῦ Θεοῦ.

Ἄγγελος Κυρίου, πρὸ τριῶν ἡμερῶν παραγίνεται πρὸς Σὲ τὴν Πανάμωμον, τὴν μετάστασιν γνωρίζων Σοι τὴν Σήν.

Προσκομίζει κλάδον, φοίνικος Σοι σεμνή, σύμβολον τῆς Σῆς ἀνυψώσεως, ὁ Ἀρχάγγελος πεμφθεὶς ἐξ οὐρανοῦ.

Ὤ χαρᾶς ἀπείρου, ἧς ἐπλήσθης Ἁγνή, τοῦ Ἀγγέλου Γαβριήλ Σοι μηνύσαντος, τὴν μετάστασιν τὴν Σὴν πρὸς οὐρανόν.

Κλίνουσι τοὺς κλάδους τὰ τοῦ ὄρους φυτά, καὶ προσνέμουσι τὸ σέβας Πανάχραντε, ὡς Δεσποίνῃ Σοι πληροῦντα τὴν τιμήν.

Ἅσωμάτων στίφη, οὐρανόθεν Σεμνή, τὴ Σιών πανευλαβῶς παραγίνεται, σὺν Δεσπότῃ τῷ οἰκείῳ ἐπὶ Σε.

Τῇ σεπτῇ ἐμψύχῳ, τοῦ Θεοῦ κιβωτῷ, τολμήσαντος προσψαῦσαι ἀπέκοψεν, ὁ Ἀρχάγγελος τάς χείρας τρομερῶς.

Δάκρυσι καὶ θρήνοις, γοεροῖς ἐπὶ Σοί πᾶσαι αἱ Σαί φίλαι ἐκόπτοντο, τὴν μετάστασιν μὴ φέρουσαι τὴν Σήν.

Ὡς ἐκεῖναι τὸτε, καὶ ἡμεῖς νῦν θερμῶς, ἰκετεύομεν τοὺς δούλους Σου Δέσποινα, μεταστᾶσα μή ἐᾲσης ὀρφανούς.

Νεῦσον οὐρανόθεν, καὶ ἡμῖν τοῖς ἐν γῇ, καὶ καταπέμψον τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῖς τιμῶσί Σου τὴν κοίμησιν Ἁγνή.

Ὢ χαρίτων βρύσις, ὢ θαυμάτων πηγή, ὡς ἀμέτρητον τὸ ἔλεος ἔχουσα, μὴ ἐλλείπῃς κατοικτείρουσα ἡμᾶς.

Προφητῶν ἀπάντων, νῦν πληροῦνται ἐν Σοί, αἱ προῤῥήσεις Παναμώμητε Δέσποινα, μεταστάσῃ εἰς τὴν ἄληκτον ζωήν.

Νῦν παρέστης ὄντως, καθὼς ψάλλει Δαβίδ, ὁ προπάτωρ Σου Πανύμνητε Δέσποινα, ὡς βασίλισσα τῷ θρόνῳ τοῦ Θεοῦ.

Ἔδει γὰρ Σε ὄντως, ἀνελθεῖν εἰς μονάς, οὐρανίους καὶ σκηνώματα σύσσωμον, ὡς παστάδα Θεοῦ Λόγου καὶ σκηνήν.

Ὁ Θωμὰς ἐκλείπει, τῆς κηδείας τῆς Σῆς, κατὰ θείαν εὐδοκίαν Πανάχραντε, ὅπως γνῶμεν τὴν μετάστασιν τὴν Σήν.

Προσκυνῆσαι θέλων, καὶ αὐτὸς εὐλαβῶς, τὸ πανάχραντον καὶ ἅγιον σκῆνος Σου, εὗρε τούτου γὲ τὸν τάφον Σου κενόν.

Πιστοὶ πάντες δεῦτε, καὶ ἡμεῖς εὐλαβῶς, τῇ κηδεύσει τῆς Δεσποίνης συνδράμωμεν, ἀπαιρούσης ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανόν.

Ἐξοδίοις ὕμνοις, καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν ταφήν, τῆς Πανάγνου εὐλαβῶς ἀνυμνήσωμεν, σὺν ἀνδράσι θεολήπτοις ψαλμικῶς.

Τράπεζα ἡ θεία, ἡ βαστάσασα πρίν, εὐθηνίας ἱλασμὸν νῦν μεθίστασαι, εἰς σκηνώματα τὰ θεῖα τῆς τρυφῆς.

Ἡ χρυσή λυχνία, ἡ το ἄχραντον φῶς, δεξαμένη νῦν εἰς ὕψος ἀνάγεται, εἰς σκηνὴν τὴν ἐνδοτέραν τοῦ Θεοῦ.

Κλῖμαξ ἡ ἁγία, ἣν προεῖδε σαφῶς, Ἰακὼβ δι᾿ ἧς κατέβη Ὕψιστος, ἀνυψοῦται ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανόν.

Γέφυρα ὑψοῦται, ἡ μετάγουσα πρίν, ἐκ θανάτου πρὸς ζωὴν τὴν ἀκήρατον, τοὺς θανόντας παραβάσει τοῦ Ἀδάμ.

Νῦν οὗν συγχορεύει, οὐρανοῖς τὰ ἐν γῇ καὶ ἀνθρώποις συναυλίζονται Ἄγγελοι, Σοῦ Παρθένε μεταστάσης πρὸς Θεόν.

Ἤλαμπας ἡ θεία, τοῦ ἀῤῥήτου φωτός, φρυκτωροῦσα οὐρανόθεν τοὺς δούλους Σου, μὴ ἐλλείπῃς Ἀγαθὴ τοὺς ἐπὶ γῆς.

Ὡς νεφέλη κούφη, ὑψουμένη, Ἁγνή, μεταρσίως πρὸς Θεὸν τῶν χαρίτων Σου, ἀεὶ ῥαῖνε τὰς ψεκάδας ἐφ᾿ ἡμᾶς.

Ἐν εὐδίῳ ὅρμῳ, τῆς ἀῤῥήτου χαρᾶς, νῦν ὁρμοῦσα ἐπικούρει Θεόνυμφε, καὶ ἡμῖν χειμαζομένοις ἐπὶ γῆς.

Ἐν σκηναῖς Ὑψίστου, κατοικοῦσα Ἁγνή, τὴν σκηνὴν ἐν ᾗ Θεὸς μεγαλύνεται, ἐν γῇ σκέπε λυτρουμένη πειρασμῶν.

Βασιλέων σκῆπτρα, ὀρθοδόξων Ἁγνή, καὶ λαοῦ Σου εὐσεβοῦς κέρας κράτυνον, ὡς δεσπόζουσα ἁπάντων τῶν κτιστῶν.

Ὥσπερ ἐπὶ πόλον, οὐρανοῦ Ἀγαθή, τὸν ἀσάλευτον ὁρῶσιν οἱ πλέοντες, οὕτω πάντες ἀτενίζομεν πρὸς Σε.

Ἱερέων πέλεις, καύχημα εὐλαβῶν, ἐκκλησίας τὸ ἀκραδάντον στήριγμα, καὶ ὁσίων ἀσκητῶν ἡ ἀρωγός.

Καὶ Θεοῦ Μητέρα, καὶ Παρθένον Ἁγνήν, οἱ ὀρθόδοξοι ἀεὶ Σε κηρύττομεν, καὶ δοξάζομεν τὸ κράτος Σου Σεμνή.

Ποταμοὺς χαρίτων, ἀναβρύει ἡμῖν, ὁ Σὸς τάφος καὶ πηγάζει ἰάματα, κἄν τοῦ σκήνους Σου ὁρᾶται νῦν κενός.

Ἐπί Σὲ θαῤῥοῦμεν, οἱ πιστοὶ ἀσφαλῶς, ὡς πρεσβείαν πρὸς τὸν Κύριον ἔχοντες, ἀπροσμάχητον καὶ σκέπην κραταιάν.

Κοινωνοὺς γενέσθαι, καὶ ἡμᾶς Ἀγαθή, βασιλείας τοῦ Υἱοῦ Σου ἀξίωσον, μεσιτεύουσα ἀλήκτως πρὸς αὐτόν.

Εἰ γὰρ παραβάται, τῶν αὐτοῦ ἐντολῶν, καθ᾿ ἑκάστην ἀνοήτως γινόμεθα, ἀλλ᾿ οὐδέποτε ἀρνούμεθα αὐτόν.

Ἀγαθὴ γὰρ ὄντως Μήτηρ οὖσα Υἱοῦ, ἀγαθοῦ καὶ φιλανθρώπου ἀγάθυνον, ὡς φιλάγαθος Παρθένε καὶ ἡμᾶς.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι.

Ἀνυμνοῦμεν Λόγε Σὲ τὸν πάντων τὸν Θεόν, σὺν Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ Σου Πνεύματι καὶ δοξάζομεν οἱ πάντες εὐσεβῶς.

Καὶ νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Μακαρίζομεν Σέ, Θεοτὸκε, Ἁγνή, καὶ τιμῶμεν τὴν ἁγίαν Σου κοίμησιν, καὶ τὴν ὕψωσιν ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν.

Ἡ Ἁγνὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης βαβαί, ἡ Θεὸν ἐν τῇ γαστρί Σου χωρήσασα καὶ κυήσασα ἀφράστως ἐπὶ γῆς.

Στάσις Δευτέρα

Ἄξιόν ἐστι,μεγαλύνειν Σὲ τὴν Θεοδόχον, τὴν τῶν ἀρετῶν ταμεῖον ὑπάρξασαν, καὶ χαρίτων ἁπασῶν τῶν τοῦ Θεοῦ.

Οἴκος τοῦ Θεοῦ, χρηματίσασα ἡ Θεοτὸκος, τοῦ παντὸς τὸν συνοχέα χωρήσασα, νῦν μεθίσταται οἴκειν τοὺς οὐρανούς.

Ἤρθης ἀφ᾿ ἡμῶν, ἡ πανσέβαστος Παρθενομήτωρ, ἀλλά Σοῦ ἡ εὐλογία μεμένηκε, καὶ ἡ χάρις ἐφ᾿ ἡμᾶς τοὺς εὐσεβεῖς.

Κλῖμαξ ἀληθῶς, ὁ Σὸς τάφος γέγονὲ Σοι, κόρη δι᾿ ἧς ἀπὸ γῆς μεταβέβηκας, εἰς τὴν ἄληκτον ζωὴν καὶ χαρμονήν.

Θαῦμα ἀληθῶς, πῶς ἡ ἄναδρος θηλάζεις βρέφος, πῶς καὶ νεκροφόρος καθίστασαι, ἡ Μητρόθεος ἐκτὸς διαφθορᾶς.

Ἤρω, Μαριάμ, κατὰ φύσεως βροτείας νίκην, τὸν Χριστὸν ἀσπόρως κυήσασα, ἀλλὰ θνήσκεις νόμῳ φύσεως βροτῶν.

Κλῖμαξ πρὸς Θεόν, ὁ Σὸς Τάφος, Παναγία πέλει, ἄγουσα τοὺς πίστει ὑμνοῦντας Σε, καὶ τιμῶντας Σου τὴν κοίμησιν σεπτῶς.

Οὕτως ὁ αἰθήρ, ἠγιάσθη Σῇ ἀνόδῳ, Κόρη, ὥσπερ ἐφωτίσθη τὸ πρότερον, ἡ γῆ πᾶσα ἐν τῷ τὸκῳ Σου Ἁγνή.

Ὕμνους καὶ ᾠδάς, ἐξοδίους ὥσπερ μύρα, Κόρη, ἐπικήδειά Σοι προσφέροντες, ἐξαιτούμεθα πταισμάτων ἱλασμόν.

Οἶκος ὁ παρών, ἡ σεπτὴ ἐν ᾧ σορός Σου κεῖται, καὶ ψυχῆς καὶ σώματος, Ἄχραντε, ἰατρεῖον ἀσφαλὲς ἡμῖν ἐστι.

Ἔνθα οἱ χοροί, Ἀποστόλων τὲ καὶ τῶν Ἀγγέλων, ἵσταντο κυκλοῦντες ἐν ᾄσμασι, παριστάμεθα, Παρθένε καὶ ἡμεῖς.

Ἄγομεν εἰς νοῦν, τὴν παράταξιν ἐκείνην τότε, ἣν τῶν Ἀποστόλων ὁ θίασος, καὶ Ἀγγέλων ἐπετέλει Σοι λαμπρῶς.

Φόβῳ καὶ χαρᾲ καὶ ἡμεῖς ὥσπερ ἐκεῖνοι τὸτε, πάρεσμεν τῷ τάφῳ Σου, Ἄχραντε ἐκπληττόμενοι τὴν κοίμησιν τὴν Σήν.

Γόνιμος ὡς γῆ, ἀεὶ δείκνυται Παρθενομῆτορ, πᾶσι τοῖς θερίζειν ἐθελοῦσι, σωτηρίαν ἡ σεπτὴ Γεθσημανῆ.

Κάτω μὲν ὁ Σός, τοῦ Υἱοῦ Σου δὲ ὁ Τάφος ἄνω, τῶν πιστῶν Ἁγνή, τὸν νοῦν αἴρουσι, καὶ ἀνάγουσιν ἐκ γῆς εἰς οὐρανόν.

Ὄρος Ἐλαιῶν, ὥσπερ βάθρον, ἔχει Σου τὸν Τάφον, ὡς στεφάνην δ᾿ ἄνωθεν ἔστεπται, ἴχνος, Πάναγνε ποδὸς τοῦ Σοῦ Υἱοῦ.

Δῆλον οὖν ἡμῖν, ὦ Παρθένε, μη ἰσχύειν δίχα, Σοῦ τῆς μεσίτριας ὀρθοβατεῖν τοῖς πανσέπτοις ἴχνοις τοῦ Χριστοῦ.

Τόμος Σὺ καινός, ἐν ᾧ γέγραπται ὁ θεῖος λόγος· βίβλῳ τῆς ζωῆς τοὺς ὑμνοῦντας Σε, ἐγγραφῆναι καθικέτευε Ἁγνή.

Ῥήτορες δεινοί, οὐδὲ Ἄγγελοι, Παρθενομῆτορ, σθενοῦσιν ἀξίως ὑμνῆσαι Σε, τὴν ὑπέρτιμον Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

Γῆς ὁ κατ᾿ ἀρχάς, μόνῳ νεύματι πήξας τὸν γύρον, ἐν γαστρί Σου βρέφος ἐχώρησε, καὶ ἐποίησε Σεἄλλον οὐρανόν.

Ὅλον τὸν Ἀδάμ, προσλαμβάνει ἐκ γαστρός Σου, θέλων, ἐκτεμεῖν ῥιζόθεν παρακοήν, ὁ Υἱός Σου, τὴν φυεῖσαν ἐν ἡμῖν.

Νόμου ἡ σκιά, ἐπεπαύθη, ὦ Παρθενομῆτορ, νόμου τὸν δοτῆρα τεκούσης Σου τὸν φωτίζοντα ἡμᾶς τοὺς εὐσεβεῖς.

Νόμοι ἐπὶ Σε, οἱ τῆς φύσεως, Ἁγνή Παρθένε, σφόδρα παραδόξως καινίζονται, ὡς κυήσασαν Θεὸν Ἐμμανουήλ.

Ἄμπελος ἡμῖν, Ζωηφόρος ἀνεδείχθη μόνη, φύσασα τὸν βότρυν τὸν πέπειρον, τὸν εὐφραίνοντα ἡμᾶς τοὺς εὐσεβεῖς.

Βάτον ἐν Σινᾷ, ἀκατάφλεκτον εἶδέ Σε πάλαι, Μωϋσῆς γαστρί Σου τὸ θεῖον πῦρ, ὡς χωρήσασα ἀφλέκτως Μαριάμ.

Ὄρος Δανιήλ, ἀλατὸμητον εἶδε Σε Κόρη, ἐξ οὗ ἀχειροτμήτως ὁ ἄτμητος, Χριστὸς τέτμηται, ἡ πέτρα τῆς ζωῆς.

Πύλη νοητή, τῆς ἐν γῇ φανερωθείσης Κόρη ἐκ τοῦ ὕψους θείας ἀνατολῆς, ἀνεδείχθης, Θεονύμφευτε, πιστοῖς.

Φῶς τὸ ἐκ φωτός, τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ, Παρθένε, τέτοκας τὰ πέρατα φαίνουσα πλανωμένοις γενομένη ὁδηγός.

Ἔστησας ὁρμήν, τοῦ θανάτου καὶ φθορᾶς, Παρθένε, τὸν Θεὸν ἀσπόρως κυήσασα, τὸν ἀθάνατον δοτῆρα τῆς ζωῆς.

Σῶμα καὶ ψυχήν, ὑπερένδοξε Ἁγνὴ Παρθένε, ἄσπιλα Θεῷ διετήρησας· δι᾿ ὅ κάλλους Σου ἠράσθη ὁ Χριστὸς.

Στύλος φωταυγής, καὶ νεφέλη δροσοφόρος, Κόρη, γέγονας δροσίζουσα τὸν φλογμόν, καὶ φωτίζουσα τὸν ζοφόν τῶν παθῶν.

Ἄρουραν, Ἁγνή, εὐθηνοῦσαν οἴδαμεν Σε πάντες, εὐφορίαν οἰκτιρμῶν ἐκβλαστάνουσαν, καὶ χαρίτων τοῖς προστρέχουσιν εἰς Σέ.

Στάχυν ἀληθῶς Σὺ ἐβλάστησας τὸν Θεῖον Λόγον, οὖσα ὄντως χώρα ἀνήροτος, τὸν τροφέα τῶν ψυχῶν ἡμῶν, Ἁγνή.

Ὄρθρος φαεινός, ἐχρημάτισας, Παρθένε, πᾶσι, φέρουσα ὡς ἥλιον τὸν Χριστὸν, τὸν ἀγνοίας σκότος λύσαντα ἡμῖν.

Χαῖρε Μαριάμ, δι᾿ ἧς ἔλαμψε χαρὰ τῷ κόσμῳ καὶ ἀρὰ ἡ καθ᾿ ἡμῶν ἐξωστράκισται, τὸν Σωτῆρα κυησάσης ἐπὶ γῆς.

Θαῦμα ἀληθῶς, πολυθρύλητον ἀγγέλων πέλεις, καὶ τραυματισμὸς πολυθρήνητος, τῶν δαιμόνων, ὦ Μητρόθεε Ἁγνή.

Δένδρον ἀληθῶς, ἀγλαόκαρπον, Κόρη, ἐγένου ἐξ οὗ πάντες τρέφονται οἱ πιστοί, τὸν οὐράνιον δρεπόμενοι καρπόν.

Ὕψος λογισμοῖς, δυσανάβατον τοῖς ἀνθρωπίνοις, βάθος Κόρη δὲ δυσθεώρητον, τοῖς Ἀγγέλων χρηματίζεις ὀφθαλμοῖς.

Μόνη ἐκλεκτή, ἐχρημάτισας Θεῷ, Παρθένε· τοιγαροῦν Σοὶ μόνῃ ἐποίησε μεγαλεῖα, ὥσπερ ἔφης ὁ Θεός.

Ὅλη εἶ καλή, καὶ οὐκ ἔστι Σοι, Παρθένε, μῶμος, κράζει ὁ Νυμφίος ὀπίσω Σου, εὐπρεπείας τοῦ Σοῦ κάλλους ἐρασθείς.

Δύναμιν πολλαί, θυγατέρες τῷ Θεῷ, Παρθένε, ἐποιήσαντο Σὺ πάσας δὲ ἀληθῶς, ὑπερῇρας καὶ ὑπέρκεισαι πασῶν.

Ἄδομεν Σοι οὖν, μελῳδήματα καρπὸν χειλέων, καὶ ὑμνολογοῦμεν τὴν δόξαν Σου, μεγαλύνοντες τὸν τὸκον Σου, Ἁγνή.

Ῥεῖθρα τῆς ζωῆς, τὴν προέχουσαν Θεοῦ σοφίαν, ἐν γαστρί Σου σχοῦσα, Πανάμωμε, ζωτικοὺς καὶ ἡμῖν πήγασον κρουνούς.

Μέτοχοι ζωῆς, τῆς ἀφθάρτου τε καὶ ἀϊδίου, τῷ Σῷ τὸκῳ πάντες γεγόναμεν· δι᾿ ὅ ᾄδομεν τὸ χαῖρε Σοι Σεμνή.

Ὥσπερ οὗν ἡμεῖς, τῆς καρδίας κλίνομὲν Σοι γόνυ, οὕτω καὶ αὐτὴ πρὸς ἡμᾶς τὸ οὗς, κλῖνον, Δέσποινα, τοὺς Σοὺς θεραπευτάς.

Ὥσπερ οἱ νεκροί, διὰ Σοῦ ζωοποιοῦνται, Κόρη, οὕτω καὶ ἡμᾶς ζωοποίησον, νεκρωθέντας πλημμελήμασι πολλοῖς.

Γνώμην καὶ βουλήν, προσδοκίαν τὲ καὶ σῶμα, Κόρη, ἅμα τῇ ψυχῇ καὶ τῷ Πνεύματι, ἀνατίθεμεν πρὸς Σὲ ὁλοσχερῶς.

Ὡς γὰρ προσφυγῇ ἐπὶ Σοί θαῤῥοῦντες μόνῃ, Κόρῃ, μὴ χρηστῆς ἐλπίδος ἐκπέσοιμεν, ἀλλὰ τύχοιμεν τῆς Σῆς ἐπαρωγῆς.

Ῥάβδον ἀγαθήν, τῆς δυνάμεως, ἁγία Κόρη, ἅπασιν ἡμῖν ἑξαπόστειλον, τοῖς προσφεύγουσι τῇ σκέπῃ Σου θερμῶς.

Ἄλλην γὰρ ἡμεῖς, οὐ γιγνώσκομεν, Ἁγνή, προστάτιν, πλήν Σου τῆς τεκούσης τὸν Πλαστουργόν, πρὸς ὅν πρέσβυν Σέ προβάλλομεν θερμόν.

Πλούτισον ἡμᾶς ταῖς ἰδέαις τῶν καλῶν, Παρθένε, τοὺς ἀφρόνως ἤδη πτωχεύσαντας, παραβάσεσι τῶν θείων ἐντολῶν.

Εἴσαγε ἡμᾶς, εἰς ὁδοὺς τῆς μετανοίας, Κόρη, ὀφθαλμοὺς νοὸς καταυγάζουσα, Σαῖς πρεσβείαις, Μαριάμ, φωτιστικαῖς.

Ἄνασσα παντός, τοῖς σοῖς δούλοις ἰλέωσαι πᾶσι, ταῖς Σαῖς μεσιτείαις τὸν Κύριον, ὅταν μέλῃ κρῖναι πάντας τοὺς βροτούς.

Ἴθυνον ἡμᾶς, πρὸς λιμένας σωτηρίους, Κόρη, τοὺς χειμαζομένους ἐν κλύδωνι, ψυχοφθόρων παραπτώσεων δεινῷ.

Ὄμβρῳ οἰκτιρμῶν, τῶν Σῶν, ἄνανδρε, Θεοκυῆτορ, τῆς ψυχῆς ἡμῶν τὴν αὔλακα πότισον, χέρσωθεῖσαν ταῖς ἀκάνθαις τῶν παθῶν.

Ἄνοιξον ἡμῖν τοῦ ἐλέους Σου τὴν θύραν, Κόρη, νῦν προσκαλουμένοις Σὸν ὄνομα, ὡς ἀνθρώπων ταχυνή καταφυγή.

Δέξαι τὸν καιρόν, τῆς νηστείας τῇ ταφῇ Σου, Κόρη, ἀντὶ σμύρνης, ἣν προσηγάγομεν, καὶ δὸς νέκρωσιν ἡμῖν τὴν τῶν παθῶν.

Δέξαι καὶ ᾠδάς, ἃς προσάγομεν Σοι, Παναγία, ὡς εὐώδη μύρα, τῷ τάφῳ Σου, παριστάμενοι νυνὶ δουλοπρεπῶς.

Οἴδαμεν, Ἁγνή, ὡς οὐδὲν Σοι ἄξιον τελοῦμεν, ὧν ἡμῖν παρέχεις Σὺ δωρεῶν, ἴσας ψάμμῳ κἂν προσάγωμεν ᾠδάς.

Ἅπας γάρ, Ἁγνὴ ὕμνος καὶ ᾠδή ἡττῶνται, τῶν ἀπειραρίθμων χαρίτων Σου, καὶ τῶν δώρων, ὧν καρπούμεθα ἡμεῖς.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι.

Δόξα τῷ Πατρί, σὺν Υἱῷ τὲ καὶ τῷ Παναγίῳ Πνεύματι, προσάγομεν εὐσεβῶς τῇ Τριάδι τῇ Ἁγίᾳ καὶ Σεπτῇ.

Καὶ νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἄξιόν ἐστι,μεγαλύνειν Σὲ τὴν Θεοδόχον, τὴν τῶν ἀρετῶν ταμεῖον ὑπάρξασαν, καὶ χαρίτων ἁπασῶν τῶν τοῦ Θεοῦ.

Στάσις Τρίτη

Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, ὕμνον τῇ ταφῆ Σου, προσάγουσι, Παρθένε.

Νέκρωσιν ὑπέστης, κηύσασα, Παρθένε, τὸν νεκρωτὴν τοῦ Ἅδου.

Θανοῦσα, ἀθανάτους, μετέβης πρὸς σκηνώσεις, ἐχθρὸν ἡ θανατοῦσα.

Σκιρτῶσιν αἱ καρδίαι, τῶν εὐσεβούντων πάντων, ἐπὶ τῇ Σῇ κηδεύσει.

Ἡ γῆ πανηγυρίζει, ὁ οὐρανὸς χορεύει, Σου ἄνω αἰρομένης.

Ἐπεῖγῃ ὦ Παρθένε, ἀπαίρειν εἰς τὰ ἄνω, ὑπὲρ τῶν κάτω οὖσα.

Ἵνα τὸ κάλλος βλέπῃς, τοῦ Σοῦ Υἱοῦ, Παρθένε, πρὸς οὐρανοὺς μετέστης.

Ἐζώωσας, Παρθένε, τὰ πέρατα τοῦ κόσμου, τῇ Σῇ σεπτῇ κοιμήσει.

Ὁ τάφος Σου κηρύττει, Παρθένε, τὴν ταφήν Σου, καὶ τὴν μετάστασίν Σου.

Σὲ καθορᾶν δοκοῦμεν, ἁγία Θεοτὸκε, σῶμα τὸ Σὸν ὁρῶντες.

Ἐν οὐρανῶ ἐστάναι, νομίζομεν Παρθένε, ἐστῶτες τῷ ναῷ Σου.

Ἱκέτευε τὸν κτίστην, σὺν τοῖς ἁγίοις πᾶσι, καὶ τοῖς γεννήτορσί Σου.

Ὅπως καταξιώσῃ, χαρᾶς ἀνεκλαλήτου τοὺς ὀρθοδόξους πάντας.

Πάντες οἱ λαοὶ Σε, Δέσποιναν, Παρθένε, καλοῦσι προσκυνοῦντες.

Καὶ ὄντως, ὦ Παρθένε, αἱ γενεαὶ πᾶσαι, μακαρίζουσί Σε.

Τῶν χριστοκτὸνων μόνον, τὸ γένος, Θεοτόκε, τὰ νῶτα Σοι ἐκστρέφει.

Φυλαὶ λοιπαὶ καὶ γλῶσσαι, τὸν τάφον Σου κυκλοῦσι, Σὲ ἀνυμνολογοῦσαι.

Πάντες ἐξαιτοῦνται, τὴν σκέπην Σου, Παρθένε, καὶ τὴν ἀντίληψίν Σου.

Οὐ γὰρ κατησχυμένος ἀπέρχεταί Σου, Κόρη, πᾶς ὃς Σοι προστρέχει.

Ἀγαθοῖς καὶ φαύλοις, παρέχεις τὰς αἰτήσεις, μιμήσει τοῦ Υἱοῦ Σου.

Πάντες γὰρ ἐθέλεις, σωθῆναι μετάσχοντας τῆς Σῆς μεγαλωσύνης.

Οἴδαμὲν Σε, Κόρη, φιλάνθρωπον οἱ πάντες, οἵα Θεοῦ Μητέρα.

Τίς ἐξειπεῖν ἰσχύει, Παρθενομῆτορ μόνη, τὰς θείας ἀρετάς Σου.

Τίς δ᾿ ἐπαριθμήσει, τὰς Σὰς εὐεργεσίας, ἃς πᾶσιν ἐπινέμεις.

Ὅσα γὰρ θέλεις πράττεις, τὰ πάντα δυναμένη, ὡς Μήτηρ τοῦ Ὑψίστου.

Ζῶσι καὶ τεθνεῶσι, πρόστηθι οὖν Κόρη, ἡμῖν τοῖς Σὲ ὑμνοῦσιν.

Ἀπάλλαξον Παρθένε ἡμᾶς αἰωνίου, πυρὸς καὶ τῆς γεέννης.

Μόνη Σὺ προστάτις, πενήτων ὀρφανῶν τέ, καὶ τῶν χηρῶν ὑπάρχεις.

Σὺ γὰρ Μαρία πέλεις, ὁ γλυκασμὸς Ἀγγέλων, χαρὰ τῶν θλιβομένων.

Χριστιανῶν Σε σκέπην, μάλιστα καὶ Μητέρα, κηρύττομεν οἱ πάντες.

Εἰς βάθη τῆς κακίας, πεσόντας, Θεοτόκε, ἔγειρον Σαῖς πρεσβείαις.

Εὐόδωσον, Παρθένε, πρὸς τρίβους τοῦ Κυρίου, τοὺς Σὲ εὐλαβουμένους.

Κακοῖς κεκρατημένους, Παρθένε, μὴ παρίδῃς, εἰς τέλος ἀπολέσθαι.

Ἐν γνώσει καὶ ἁγνοίᾳ, πταίομεν καθ᾿ ἑκάστην, Σοὶ τὲ καὶ τῷ Υἱῷ Σου.

Ἀλλὰ μὴ ἀποῤῥίψῃς ἀπὸ τοῦ Σοῦ προσώπου, ἡμᾶς, Παρθενομῆτορ.

Δυσώπει τὸν Υἱόν Σου, οἰκτεῖραι ἡμᾶς πάντας, ἐν τῇ μελλούσῃ κρίσει.

Οἴδαμεν, ὡς ἰσχύει, ἡ Σὴ πρεσβεία, Κόρη, πρὸς τὸν ἐκ Σοῦ τεχθέντα.

Εὐμενῆ πολλάκις, αὐτὸν ἀγανακτοῦντα εἰργάσω ἡμῖν μόνη.

Ταῖς Σαῖς πρεσβείας κλίνει, τιμῶν Σε ὡς Μητέρα, ἀξίαν πάσης δόξης.

Σὲ καὶ ἡμεῖς ἀξίως, ἐκ πόθου προσκυνοῦμεν, καὶ ἀνυμνολογοῦμεν.

Διὰ Σου καὶ γὰρ, Κόρη, ἀνεπλάσε τὸ γένος, ἡμῶν ὁ Θεὸς Λόγος.

Διὰ Σου καὶ σώζει, τοὺς Σοὶ προσπεφευγότας, πανύμνητε Μαρία.

Ὄργανον γὰρ πέλεις, βροτῶν τῆς σωτηρίας, Θεῷ ἐκλελεγμένον.

Ἀγάθυνον οὖν πάντας, ὡς οἶδας, τοὺς Σοὺς δούλους, Παρθένε, Θεοτὸκε.

Ἔῤῥαναν τὸν Τάφον, μύροις τὸν Σὸν σκῆνος, κηδεύσαντες Παρθένε.

Ἔῤῥαναν τὸν Τάφον, οἱ κηδεύσαντές Σε, ἄνθεσι καὶ μύροις.

Ἔῤῥαναν τὸν Τάφον, μύροις Θεοτὸκε οἱ κηδεύσαντές Σε.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι.

Ὦ Τριὰς Ἁγία, Πατὴρ Υἱὸς καὶ Πνεῦμα, τοὺς λατρευτάς Σου σῶσον.

Καὶ νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ὦ Παναγία Μῆτερ, σκέπε καὶ φρούρει πάντας, τοὺς ἐπὶ Σὲ θαῤῥοῦντας.

Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, ὕμνον τῇ ταφῆ Σου, προσάγουσι, Παρθένε.

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

Live : Ανάμνηση Θαύματος του Αγίου Σπυρίδωνος - Όρθρος & Θεία Λειτουργία (11/8/2020)

 Στις 11 Αυγούστου εκάστου έτους η εκκλησία μας σε ανάμνηση της θαυματουργικής επέμβασης του Αγίου Σπυρίδωνος λιτανεύει στην Κέρκυρα το σεπτό του σκήνωμα .

Σύμφωνα με τον μέγα συναξαριστή του Δουκάκη (1894 - σελ 178-179 ).: https://drive.google.com/file/d/1LLxJQcST6ZDcb3Pd_FxritYPglqOg_oN/view?usp=sharing Oι αγαρηνοί την 24η Ιουνίου του 1716, πραγματοποίησαν την πρώτη τους επίθεση στην Κέρκυρα με επικεφαλής τον Καπουδάν Χοντζά πασά· «Οι σκληροί ούτοι επολιόρκησαν εξαίφνης την πόλιν διά ξηράς και διά θαλάσσης. Αφού δε ήρχισεν ο βαρβαρικός πόλεμος, με πύρ και με σίδηρον κατέθλιβον την πόλιν και τους πολίτες και μετά παρέλευσιν πεντήκοντα ημερών, εν αίς σφοδραί μάχαι είχον γίνει, οι βάρβαροι εβουλεύθησαν να συγκεντρώσωσι τάς δυνάμεις των, και να επανέλθωσιν κατά της πόλεως Κερκύρας», αναφέρει η διήγηση των θαυμάτων του Άγιου Σπυρίδωνος. Ωστόσο, σύμφωνα με τη διήγηση, ο λαός της Κέρκυρας, αν και είχε μεγάλη αγωνία και ανείπωτο ψυχικό πόνο, δεν απελπίστηκε. «Πάντες δε οι πιστοί με στεναγμούς και δάκρυα εν νυκτί και ημέρα, τον Ιεράρχην ικέτευον», και πράγματι, οι προσευχές και οι δεήσεις των κατοίκων του νησιού εισακούστηκαν. «Ότε δε τα των Αγαρηνών στρατεύματα, επανήλθον προς επίθεσιν εις το ακρότειχον της πόλεως, μετ’ ολίγον πολλοί εξ αυτών κακοί κακώς ηφανίσθησαν, και διά των πρεσβειών του Ιεράρχου διεσκορπίσθησαν. Μετά τούτο δε μεγαλυτέραν σκληρότητα και απάνθρωπον φόνον έπνεον οι βάρβαροι επαπειλούντες εναντίον της πόλεως άλλην επιδρομήν και πανάλεθρον αιχμαλωσίαν και θάνατον. Αι δεήσεις δε και αι προσευχαί από τους πιστούς δεν έλειψαν, διά των οποίων μετά πολλής ευλαβείας, επεκαλούντο την του κοινού Πατρός προστασίαν και σκέπην διό και του σκοπού δεν απέτυχον. Ενώ λοιπόν οι Κερκυραίοι περιέμενον την εκ των βαρβάρων παντελή απώλειαν, φαίνεται, όρθρου βαθέος, προς τους εχθρούς ο μέγας πατήρ ημών Σπυρίδων μετά πλήθους στρατιάς ουρανίου καί, επέχων εις την δεξιάν αστραπόμορφον ξίφος, εδίωκε με θυμόν αυτούς. Τοιούτον λοιπόν παράδοξον ιδόντες οι Οθωμανοί στρατιώται, ευθύς ετράπησαν εις φυγήν, και συγκρουόμενοι μεταξύ των εφοβούντο μήπως αοράτως πληγωθώσιν. Έφυγον λοιπόν και συνετρίβησαν από φόβον, άνευ πολέμου, ή πυρός, ή μαχαίρας, ή άλλου τινός διώκοντος, ειμή μόνης της αοράτου δυνάμεως του σωτήρος ημών Θεού, διά των θερμοτάτων ευχών του θαυματουργού Σπυρίδωνος. Αφού λοιπόν ανεχώρησαν τα πεζικά και ιππικά τάγματα, απέπλευσε και ο στόλος αυτών έτσι δε διέμενεν ελευθέρα η Κέρκυρα. Το δε πρωΐ ενώ περιέμενον οι πολίται την συνήθη μάχην, δεν είδον ουδένα, ειμή σιωπήν και ησυχίαν. Περίεργοι λοιπόν επελθόντες εις τάς σκηνάς των εχθρών, εννόησαν το θαύμα· και σκιρτώντες μετ’ ευφροσύνης, ηγάλλοντο διά το καινόν και παράδοξον επειδή όχι μόνον τους έβλεπον τους Ισμαηλίτας φεύγοντας, αλλά και τα υπάρχοντα αύτών ελαφυραγώγησαν εκείνοι δε και ενώ έφευγον, αναφανδόν ωμολόγουν, ότι από τινα σεβάσμιον μοναχόν, δηλαδή τον Σπυρίδωνα, ός τις άνεφάνη εις τον αιθέρα με ένδοξον στόλον στρατιάς ουρανίου, ετράπησαν εις ταχυτάτην φυγήν. Έδραμον δε πάντες μετ’ ευλαβείας, εις τον του αγίου ναό, δοξάσαντες τον Θεόν και ευχαριστούντες τον Ιεράρχην». Η πολιορκία των Τούρκων, που άρχισε στις 24 Ιουνίου, έληξε τα ξημερώματα της 11ης Αυγούστου του 1716, με θαυματουργική επέμβαση του Αγίου Σπυρίδωνος, αφού, καθόλη τη νύχτα της 10ης Αυγούστου, ο Άγιος με την παρουσία αγγελικών δυνάμεων, κατατρόπωνε τους εχθρούς. Το θαυμαστό αυτό σημείο της Χάρης του Θεού ανάγκασε τους Ενετούς να αναγνωρίσουν τον Άγιο ως ελευθερωτή της Κέρκυρας. Κατόπιν, με απόφαση του Βενετού Γενικού Καπιτάνου Ανδρέου Πιζάνη, καθιερώθηκε όπως κατά την 11η Αυγούστου να γίνεται Λιτανεία του ιερού σκηνώματος του Αγίου Σπυρίδωνος, πολιούχου της Κέρκυρας. Παρακολουθήστε σε ζωντανή μετάδοση από τον Ιερό Ναό των Αγίων Ισιδώρων Λυκαβηττού τον Όρθρο και την Θεία Λειτουργία εις Ανάμνηση Θαύματος του Αγίου Σπυρίδωνα.Greek Orthodox Divine Liturgy Service (Live stream). Το εκκλησάκι των Αγίων Ισιδώρων βρίσκεται στην δυτική πλευρά του λόφου Λυκαβηττού Αθηνών κτισμένο μέσα στο μεγαλύτερο σπήλαιο τού λόφου. The small church of Saint isidoroi belongs to the Holy Archdiocese of Athens and is located on the west side of Lycabettus Hill in Athens, built inside the largest cave on the hill. ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΑ´ 23 - 27 23 Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ ἱερὸν προσῆλθον αὐτῷ διδάσκοντι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ λέγοντες· Ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς; καὶ τίς σοι ἔδωκεν τὴν ἐξουσίαν ταύτην; 24 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἐρωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ λόγον ἕνα, ὃν ἐὰν εἴπητέ μοι, κἀγὼ ὑμῖν ἐρῶ ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. 25 τὸ βάπτισμα τὸ Ἰωάννου πόθεν ἦν, ἐξ οὐρανοῦ ἢ ἐξ ἀνθρώπων; οἱ δὲ διελογίζοντο παρ’ ἑαυτοῖς λέγοντες· Ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ ἡμῖν, διατὶ οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· 26 ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων, φοβούμεθα τὸν ὄχλον, πάντες γὰρ ἔχουσι τὸν Ἰωάννην ὡς προφήτην. 27 καὶ ἀποκριθέντες τῷ Ἰησοῦ εἶπον· Οὐκ οἴδαμεν. ἔφη αὐτοῖς καὶ αὐτός· Οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ.


ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ - ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙΕ´ 29 - 38 29 Ἐπεὶ τί ποιήσουσιν οἱ βαπτιζόμενοι ὑπὲρ τῶν νεκρῶν, εἰ ὅλως νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται; τί καὶ βαπτίζονται ὑπὲρ τῶν νεκρῶν; 30 τί καὶ ἡμεῖς κινδυνεύομεν πᾶσαν ὥραν; 31 καθ’ ἡμέραν ἀποθνήσκω, νὴ τὴν ὑμετέραν καύχησιν ἣν ἔχω ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. 32 εἰ κατὰ ἄνθρωπον ἐθηριομάχησα ἐν Ἐφέσῳ, τί μοι τὸ ὄφελος; εἰ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν. 33 μὴ πλανᾶσθε· φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί. 34 ἐκνήψατε δικαίως καὶ μὴ ἁμαρτάνετε· ἀγνωσίαν γὰρ Θεοῦ τινες ἔχουσι· πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω. 35 Ἀλλ’ ἐρεῖ τις· πῶς ἐγείρονται οἱ νεκροί; ποίῳ δὲ σώματι ἔρχονται; 36 ἄφρον, σὺ ὃ σπείρεις οὐ ζῳοποιεῖται, ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ· 37 καὶ ὃ σπείρεις, οὐ τὸ σῶμα τὸ γενησόμενον σπείρεις, ἀλλὰ γυμνὸν κόκκον, εἰ τύχοι σίτου ἤ τινος τῶν λοιπῶν· 38 ὁ δὲ Θεὸς αὐτῷ δίδωσι σῶμα καθὼς ἠθέλησε, καὶ ἑκάστῳ τῶν σπερμάτων τὸ ἴδιον σῶμα.


The Gospel According to Matthew 21:23-27 At that time, when Jesus entered the temple, the chief priests and the elders of the people came up to him as he was teaching, and said, "By what authority are you doing these things, and who gave you this authority?" Jesus answered them, "I also will ask you a question; and if you tell me the answer, then I also will tell you by what authority I do these things. The baptism of John, whence was it? From heaven or from men?" And they argued with one another, "If we say, 'From heaven,' he will say to us, 'Why then did you not believe him?' But if we say, 'From men,' we are afraid of the multitude; for all hold that John was a prophet." So they answered Jesus, "We do not know." And he said to them, "Neither will I tell you by what authority I do these things."
Epistle Reading - St. Paul's First Letter to the Corinthians 15:29-38 Brethren, what do people mean by being baptized on behalf of the dead? If the dead are not raised at all, why are people baptized on their behalf? Why am I in peril every hour? I protest, brethren, by my pride in you which I have in Christ Jesus our Lord, I die every day! What do I gain if, humanly speaking, I fought with beasts at Ephesos? If the dead are not raised, "Let us eat and drink, for tomorrow we die." Do not be deceived: "Bad company ruins good morals." Come to your right mind, and sin no more. For some have no knowledge of God. I say this to your shame. But some one will ask, "How are the dead raised? With what kind of body do they come?" You foolish man! What you sow does not come to life unless it dies. And what you sow is not the body which is to be, but a bare kernel, perhaps of wheat or some other grain. But God gives it a body as he has chosen, and to each kind of seed its own body.