Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

Όσιος Αβέρκιος ο Ισαπόστολος και θαυματουργός επίσκοπος Ιεράπολης

 Ο ΑΓΙΟΣ ΑΒΕΡΚΙΟΣ Ο «τῶν Ἀποστόλων τόν ζῆλον ἐκμιμησάμενος» θαυματουργός ιεράρχης της Ιεραπόλεως

Μέσα στη σεπτή χορεία των θεοφόρων ιεραρχών που αγωνίσθηκαν με σθένος και παρρησία για την αμώμητο χριστιανική πίστη και έλαβαν από τον Πανοικτίρμονα Θεό το χάρισμα να θαυματουργούν αδιαλείπτως, συναριθμείται και ο τιμώμενος από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 22 Οκτωβρίου ισαπόστολος Άγιος Αβέρκιος, ο και θεοπρόβλητος ποιμενάρχης της Ιεραπόλεως της Φρυγίας της Μικράς Ασίας, ο οποίος δια της χάριτος του Θεού αναδείχθηκε «τῶν ἀρετῶν ἡ καλλονή», «τῶν ἀμέμπτων ἠθῶν τό θησαύρισμα», «τοῦ Χριστοῦ τῆς ἀγάπης τό ἐκτύπωμα», «τοῦ ἐχθροῦ τῆς ἀπάτης τό ἥττημα» και «τῶν δαιμόνων ἡ ἐκδίωξη».

Ο υμνηθείς ως «ὁμόζηλος τῶν Ἀποστόλων» Άγιος Αβέρκιος έζησε τον 2ο μ.Χ. αιώνα επί των ημερών του Ρωμαίου αυτοκράτορος Μάρκου Αυρηλίου (161-180), ο οποίος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους στωικούς φιλοσόφους, αλλά και μεγάλος διώκτης των χριστιανών. Η ενάρετη βιοτή και ο ένθερμος ιεραποστολικός του ζήλος σε συνδυασμό και με την καρποφόρα διδασκαλία του σωτηριώδους λόγου του Θεού σαγήνευσαν σε τέτοιο βαθμό τον λαό, ώστε κατόπιν επίμονης και θερμής παρακλήσεως των κατοίκων ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο της Ιεραπόλεως, γενόμενος «κλέισμα καί σέμνωμα» της Φρυγίας της Μικράς Ασίας. Με το νέο του αξίωμα ως θεοπρόβλητος ιεράρχης της Επισκοπής Ιεραπόλεως επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στην ορθή διδασκαλία της ακραιφνούς χριστιανικής πίστεως και κατόρθωσε να προσελκύσει στον Χριστό πλήθος ειδωλολατρών, ενώ κατέστη ένθερμος συμπαραστάτης και αρωγός σε όσους είχαν ανάγκη. Έτσι χήρες, ορφανά και πολυάριθμοι ενδεείς βρήκαν πλησίον του την ανακούφιση, τη φροντίδα και την αγάπη. 


Την εποχή όμως αυτή ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος διέταξε να λάβουν χώρα σε ολόκληρη την αυτοκρατορία λαμπρές τελετές προς τιμήν των ειδωλολατρικών θεών, ενώ στην προσπάθειά του να αποκαλυφθούν οι χριστιανοί εκείνοι που θα επέμεναν να λατρεύουν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υποχρέωσε όλους τους κατοίκους να συμμετάσχουν στις ειδωλολατρικές εορτές. Η εντολή του αυτοκράτορος ίσχυε και για την Ιεράπολη, όπου διακονούσε ο ιεράρχης του Χριστού Άγιος Αβέρκιος. Μόλις άρχισαν οι τελετές προσκύνησης των ειδωλολατρικών θεών, κατά τις οποίες οι κάτοικοι της πόλεως επιδίδονταν σε κραιπάλες, ο θεοφόρος Αβέρκιος ευρισκόμενος στο σπίτι του προσευχήθηκε στον Κύριο για να ελεήσει και να φωτίσει τον λαό που ζούσε μέσα στην πλάνη και την ασωτία. Η έκκληση του φωτισμένου ιεράρχου βρήκε αμέσως ανταπόκριση στον Θεό. Έτσι ο Άγιος μέσα από μία οπτασία έλαβε την εντολή του Κυρίου να κατακρημνίσει τον ειδωλολατρικό βωμό του Απόλλωνος, αλλά και των άλλων θεών. Η εντολή δεν άργησε να εκτελεσθεί, αφού μέσα στη νύχτα κατακρήμνισε τα άψυχα είδωλα. Το γεγονός αυτό εξαγρίωσε τους ειδωλολάτρες, αφού αποδείχθηκε έμπρακτα η ματαιότητα της λατρείας των ψεύτικων θεών. Γι’ αυτό και αποφάσισαν να συλλάβουν τον ποιμενάρχη της Ιεραπόλεως και να τον θανατώσουν. Ο Άγιος Αβέρκιος παρουσιάσθηκε όμως μόνος του στην αγορά, όπου με ξεχωριστή παρρησία κήρυξε την αμώμητο χριστιανική πίστη. Η θαρραλέα του αυτή στάση εξόργισε ακόμη περισσότερο τον όχλο, ο οποίος όμως έμεινε άναυδος και άφωνος μετά τη θαυματουργική θεραπεία τριών δαιμονισμένων από τον Άγιο που τους θεράπευσε δια της χάριτος του Θεού χρησιμοποιώντας το ραβδί, με το οποίο είχε κατακρημνίσει τα είδωλα. 


Το θαυμαστό και υπερφυές αυτό γεγονός ειρήνευσε τον εξαγριωμένο όχλο, ο οποίος άρχισε πλέον να αντιμετωπίζει με σεβασμό τον διαπρύσιο κήρυκα του λόγου του Θεού. Μάλιστα ο εποικοδομητικός του λόγος για τη χριστιανική πίστη έπεισε πολλούς ειδωλολάτρες στο να εγκολπωθούν τον Ιησού Χριστό και να βαπτισθούν χριστιανοί, ενώ η φήμη του διαδόθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάτοικοι όχι μόνο από την Ιεράπολη, αλλά και από την ευρύτερη περιοχή προσέτρεχαν σ’ αυτόν για να καθοδηγηθούν πνευματικά και να θεραπευθούν από τις ασθένειές τους. Μεταξύ των επιτελεσθέντων θαυμάτων ήταν και η θεραπεία της τυφλής ειδωλολάτρισσας Φρυγγέλης, η οποία είχε ως διακαή πόθο να ακούσει τον φωτισμένο λόγο του Αγίου. Τότε ο ευλογημένος ιεράρχης του Χριστού δίδαξε στην τυφλή Φρύγγελα την ορθή χριστιανική πίστη, αλλά παράλληλα τη θεράπευσε από την τύφλωση και αποκατάστησε πλήρως την όρασή της. 


Η θαυματουργική φήμη του Αγίου διαδόθηκε όμως μέχρι και τη Ρώμη και έγινε γνωστή ακόμη και στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, ο οποίος διέταξε να έρθει εκεί για να θεραπεύσει τη δεκαεξάχρονη κόρη του Λουκίλλα, η οποία ενώ ετοιμαζόταν να παντρευτεί, βρισκόταν κάτω από ισχυρή δαιμονική επήρεια. Όταν έφτασε ο Άγιος Αβέρκιος στη Ρώμη, οδηγήθηκε στα ανάκτορα, όπου τον υποδέχθηκε η αυτοκράτειρα Φαυστίνα, η οποία τον πήγε αμέσως στη δαιμονισμένη κόρη της, τη Λουκίλλα. Μόλις η δαιμονισμένη κόρη τον αντίκρισε, καταλήφθηκε από βίαιους σπασμούς, ενώ το δαιμόνιο που τη βασάνιζε, άρχισε να ικετεύει τον φωτισμένο ιεράρχη του Χριστού να το αφήσει να επιστρέψει στον τόπο, από όπου είχε έρθει και που ήταν η Φρυγία της Μικράς Ασίας. Τότε ο «καθοδηγήσας τούς πλανεμένους» θεοφόρος Αβέρκιος το άφησε να επιστρέψει, αλλά το διέταξε να μεταφέρει από τη Ρώμη στην Ιεράπολη έναν τεράστιο πέτρινο βωμό που χρησιμοποιούσαν οι ειδωλολάτρες για τις θυσίες. Το παράδοξο και υπερφυές αυτό γεγονός άφησε άναυδο το συγκεντρωμένο πλήθος στα ανάκτορα, όταν μάλιστα είδε το δαιμόνιο να εξέρχεται από τη νεαρή κόρη του αυτοκράτορος και να μεταφέρει τον τεράστιο ειδωλολατρικό βωμό με τελικό προορισμό την Ιεράπολη της Φρυγίας. 

Η θεραπεία της Λουκίλλας δημιούργησε ατμόσφαιρα απερίγραπτης χαράς και η αυτοκράτειρα Φαυστίνα από ευγνωμοσύνη στο πρόσωπο του Αγίου, θέλησε να τον ανταμείψει πλουσιοπάροχα με χρυσό και άργυρο. Όμως ο «εἰληφώς τήν χάριν παντοίων ἰαμάτων» θεοπρόβλητος ιεράρχης του Χριστού αρνήθηκε ένα τέτοιο δώρο. Αξιομνημόνευτο είναι και το θαύμα που επιτέλεσε ο Άγιος μ’ ένα αγγείο, στο οποίο είχαν βάλει μαζί κρασί και λάδι. Χάρη όμως στη δύναμη της προσευχής του στον Κύριο δεν αναμείχθηκαν τα δύο υγρά μεταξύ τους και από το αγγείο βγήκε το καθένα από τα δύο χωριστά. Στη Ρώμη ο Άγιος Αβέρκιος παρέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα, κηρύττοντας τον λόγο του Θεού και επιτελώντας θαύματα, γεγονός που απέδειξε περίτρανα την παντοδυναμία του ενός και αληθινού Θεού. 


Κάποια στιγμή όμως έλαβε μέσα από ένα όραμα την εντολή από τον Θεό να φύγει από τη Ρώμη και να επισκεφθεί τη Συρία. Αρχικά έφθασε στην Αντιόχεια, ενώ στη συνέχεια πήγε στην Απάμεια για να συσπειρώσει τους χριστιανούς, να στηρίξει τους φτωχούς και να αγωνισθεί με σθένος εναντίον της αιρέσεως του Μαρκίωνος. Σύμφωνα μ’ αυτή αναγνωριζόταν μόνο το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο και οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου, δίνοντας σ’ αυτά ερμηνεία με τρόπο δυϊστικό που αντιπαραθέτει τον «Δίκαιο Θεό» της Παλαιάς Διαθήκης στον «αγαθό Θεό» της Καινής Διαθήκης. Από την Απάμεια έφθασε στον ποταμό Ευφράτη, ενώ κατόπιν η ιεραποστολική του περιοδεία συνεχίστηκε στη Μεσοποταμία, όπου καταπολέμησε με ακμαίο αγωνιστικό φρόνημα την αίρεση του Μαρκίωνος. Στη συνέχεια επισκέφθηκε την Κιλικία, τη Λυκαονία και την Πισιδία, όπου κήρυξε «τά περί τοῦ Κυρίου Ιησοῦ Χριστοῦ μετά πάσης παρρησίας ἀκωλύτως». Ενδεικτικό είναι ότι ο ένθερμος ιεραποστολικός του ζήλος σε συνδυασμό με τις μακροχρόνιες και καρποφόρες ιεραποστολικές του περιοδείες θυμίζουν την ιεραποστολική δράση των Αγίων Αποστόλων που επισκέφθηκαν πολλούς τόπους για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο του Χριστού. Γι’ αυτό και δικαίως του αποδόθηκε ο τίτλος του «ισαποστόλου», αφού κανείς άλλος επίσκοπος της εποχής εκείνης δεν διάνυσε τόσο μεγάλες αποστάσεις και δεν περιόδευσε σε τόσα πολλά μέρη για να κηρύξει κατά μίμηση των Αγίων Αποστόλων τον λόγο του Θεού. 


Μετά την πλούσια ιεραποστολική του δράση επέστρεψε στην Ιεράπολη της Φρυγίας, όπου το πνευματικό του ποίμνιο τον υποδέχθηκε με ανείπωτη αγαλλίαση. Εκεί συνέχισε ως ακάματος εργάτης του Ευαγγελίου του Χριστού το ποιμαντικό του έργο, ενώ παράλληλα με τη χάρη του Θεού θεράπευσε ασθενείς και εκδίωξε δαιμόνια. Ιδιαίτερη όμως μέριμνα και αγάπη επέδειξε και στους κληρικούς της επαρχίας του, αφού για την ορθή πνευματική τους καθοδήγηση συνέταξε εγχειρίδιο με τις κατάλληλες νουθεσίες και υποδείξεις. Όμως η καρποφόρα επίγεια δράση του πλησίαζε πλέον να ολοκληρωθεί και ο ίδιος προαισθανόμενος την εκδημία του, υπέδειξε τον διάδοχό του στην Επισκοπή Ιεραπόλεως, τονίζοντάς του τη μεγάλη ευθύνη των επισκοπικών του καθηκόντων. Κάποια στιγμή αποσύρθηκε σ’ ένα υψηλό βουνό για να προσευχηθεί, όπου με τη δύναμη της προσευχής του στον Κύριο ανέβλυσε μία πηγή θερμού ύδατος. Κατόπιν προαισθανόμενος τον επικείμενο θάνατό του που έλαβε χώρα σε ηλικία εβδομήντα δύο ετών, κατέβηκε στην Ιεράπολη και ετοίμασε τον τάφο του κοντά στον βωμό που είχε μεταφέρει το δαιμόνιο. Μάλιστα έδωσε την εντολή να σκαλίσουν μία επιγραφή σε πέτρινη πλάκα, η οποία διασώθηκε μέχρι σήμερα και φυλάσσεται σε μουσείο της Ρώμης. Στην επιγραφή αυτή αναγράφονται τα ακόλουθα: «Ἐκλεκτῆς πόλεως πολίτης τόδ’ ἐποίησα ζῶν, ἵν’ ἔχω καιρῷ σώματος ἔνθα θέσιν, τοὔνομ’ Ἀβέρκιος˙ ὅ ὤν μαθητής ποιμένος ἁγνοῦ, ὅς βόσκει προβάτων ἀγέλας ὄρεσιν πεδίοις τε, ὀφθαλμούς ὅς ἔχει μεγάλους πάντῃ καθορῶντας. Οὖτος γάρ μ’ ἐδίδαξε γράμματα πιστά˙ εἰς Ρώμην ὅς ἔπεμψεν ἐμέ βασιλείαν ἀθρῆσαι καί βασίλισσαν ἰδεῖν χρυσόστολον, χρυσοπέδιλον˙ λαόν δ’ εἶδον ἐκεῖ λαμπράν σφραγεῖδαν ἔχοντα. Καί Συρίης πέδον εἶδα καί ἄστεα πάντα, Νισῖβιν, Εὐφράτην διαβάς, πάντῃ δ’ ἔσχον συνομίλους Παῦλον ἔχων ἔποχον. Πίστις πάντῃ δέ προῆγε καί παρέθηκε τροφήν πάντῃ ἰχθύν ἀπό πηγῆς πανμεγέθη καθαρόν, ὅν ἐδράξατο παρθένος ἁγνή˙ καί τοῦτον ἐπέδωκε φίλοις ἔσθειν διά παντός οἶνον χρηστόν ἔχουσα κέρασμα διδοῦσα μετ’ ἄρτου…». 


Από τα ιερά λείψανα του Αγίου Αβερκίου διασώθηκε η τιμία κάρα του, η οποία φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Παναχράντου της νήσου Άνδρου, ενώ αποτμήματα λειψάνων του φυλάσσονται στις Ιερές Μονές Καρακάλου του Αγίου Όρους, Προυσού Ευρυτανίας, Παναγίας Φανερωμένης Σαλαμίνος και Κύκκου Κύπρου, όπου κατόπιν παρακλήσεως του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρου, του και Καθηγουμένου της Μονής, εποιήθη Ακολουθία προς τιμήν του Αγίου από τον Μέγα Υμνογράφο της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας Δρ. Χαραλάμπη Μ. Μπούσια. Επίσης στο χωριό Ελεγμοί (Κουρσουνλού) της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας σώζεται το ερειπωμένο Καθολικό της ιστορικής Ιεράς Μονής του Αγίου Αβερκίου που είναι κτίσμα της κομνήνειας εποχής και χρονολογείται από τον 9ο μ.Χ. αιώνα. 

 

Ο Άγιος Αβέρκιος εορτάζεται πανηγυρικά στη Σαντορίνη, θεωρούμενος μάλιστα ως ο προστάτης άγιος των κρασιών, αφού ο εορτασμός της μνήμης του στις 22 Οκτωβρίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το άνοιγμα των νέων κρασιών. Άλλωστε από παλαιοτάτων χρόνων την ημέρα της εορτής του Αγίου άνοιγαν στη Σαντορίνη οι κάναβες που ήταν συνήθως υπόσκαφες αποθήκες για να δοκιμάσουν τα κρασιά της νέας σοδειάς. Η ιδιαίτερη τιμή που απολαμβάνει ο Άγιος Αβέρκιος στη Σαντορίνη οδήγησε το 1826 στη σύνταξη Ασματικής Ακολουθίας προς τιμήν του, η οποία επανεκδόθηκε το 1867. Επ’ ονόματί του στο κυκλαδίτικο αυτό νησί υπάρχουν δύο ιεροί ναοί, οι οποίοι είναι και οι μοναδικοί ναοί του Αγίου σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Ο ένας ναός βρίσκεται στο χωριό Πύργος πάνω από την κεντρική πλατεία, ενώ ο δεύτερος ναός που ανεγέρθηκε το 1995, βρίσκεται στο χωριό Εμπορείο. Αλλά στο όνομα του θαυματουργού Αγίου είναι εγκαινιασμένο ήδη από τις 10 Φεβρουαρίου του 1798 και το δεξιό κλίτος του ιερού ναού Μεταμορφώσεως Σωτήρος Εμπορείου, γεγονός που αποδεικνύει την ξεχωριστή λατρευτική τιμή που αποδίδουν οι κάτοικοι της οινοπαραγωγικής Σαντορίνης στον ισαπόστολο του Χριστού Άγιο Αβέρκιο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η τιμή του Αγίου στην Ερμιόνη Αργολίδος, όπου στον ιερό ενοριακό ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου υπάρχει σε περίτεχνο προσκυνητάρι φορητή εικόνα του Αγίου, έργο του εξ Ύδρας ιερέως Λαζάρου Καρβελά, η οποία αποτελεί δωρεά των οινοπωλών της Ερμιόνης το 1908. Ενδεικτικό είναι ότι κατά την ημέρα της εορτής του στην Ερμιόνη άνοιγαν τα νέα κρασιά και μετά τη Θεία Λειτουργία διαβαζόταν η σχετική ευχή για να γίνει ο μούστος «καλόπιστο» κρασί. 


Εκτός όμως από την πράγματι ενδιαφέρουσα λαογραφική προσέγγιση της εορτής του Αγίου Αβερκίου, η ολόθερμη ευχή μας είναι, επικαλούμενοι τις πρεσβείες του στη σημερινή αλλοπρόσαλλη εποχή, να διατηρήσουμε ακραιφνή τον απαράμιλλο θησαυρό της χριστιανικής πίστεως, αφού ο σωτηριώδης λόγος του Ευαγγελίου του Χριστού, τον οποίο με τόσο ένθερμο ιεραποστολικό ζήλο κήρυξε ο θεοφόρος ισαπόστολος και θεοπρόβλητος ιεράρχης της Ιεραπόλεως, είναι ο μόνος που νοηματοδοτεί την επίγεια πορεία και τον πνευματικό μας αγώνα για τη σωτηρία της ψυχής μας. 

Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός 



Βιβλιογραφία

· Μπούσια Χαραλάμπους Μ., Ακολουθία του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Αβερκίου Επισκόπου Ιεραπόλεως, χ.χ.

· Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος Δεύτερος- Οκτώβριος, Εκδόσεις Ίνδικτος, Β΄ Έκδοση, Αθήναι 2011.

Εικόνες

[01] Ο Άγιος Αβέρκιος. Φορητή εικόνα του 1942, έργο του αγιογραφείου της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου Κύπρου, από τον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Βατυλής Αμμοχώστου Κύπρου.

[02] Παλαιά φορητή εικόνα του Αγίου Αβερκίου από τον Ιερό Ναό της Ευρέσεως του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου.

[03] Ο Άγιος Αβέρκιος έλαβε το χάρισμα από τον Θεό να εκδιώκει τα δαιμόνια.

[04] Ο Άγιος Αβέρκιος αναδείχθηκε «ομόζηλος των Αποστόλων» και έλαβε τον τίτλο «ισαπόστολος».
[05] Ο Άγιος Αβέρκιος διέταξε το δαιμόνιο που βασάνιζε την κόρη του Μάρκου Αυρηλίου να μεταφέρει στην Ιεράπολη έναν τεράστιο ειδωλολατρικό βωμό.
[06] Ο Ιερός Ναός του Αγίου Αβερκίου στο χωριό Πύργος Σαντορίνης.

[07] Εσωτερική άποψη του Ιερού Ναού Αγίου Αβερκίου Πύργου Σαντορίνης.

[08] Ανθοστόλιστη φορητή εικόνα του Αγίου Αβερκίου στον ομώνυμο Ιερό Ναό του Πύργου Σαντορίνης.

[09] Ανθοστόλιστη φορητή εικόνα του Αγίου Αβερκίου στον ομώνυμο Ιερό Ναό του Πύργου Σαντορίνης. 
[10] Ο ανεγερθείς το 1995 Ιερός Ναός του Αγίου Αβερκίου στο χωριό Εμπορείο Σαντορίνης.
[11] Εσωτερική άποψη του Ιερού Ναού Αγίου Αβερκίου Εμπορείου Σαντορίνης.

[12] Φορητή εικόνα του Αγίου Αβερκίου στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων πόλεως Τήνου. 

[13] Φορητή εικόνα του Αγίου Αβερκίου στην Ιερά Μονή Διονυσίου Αγίου Όρους. 

[14] Φορητή εικόνα του Αγίου Αβερκίου στον Ιερό Ναό Αγίου Ιωάννου Προδρόμου πόλεως Τήνου. 

[15] Το χρονολογούμενο από τον 9ο αιώνα ερειπωμένο Καθολικό της Ιεράς Μονής Αγίου Αβερκίου στη Βιθυνία της Μικράς Ασίας. 

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

Άγιος Ιερόθεος Επίσκοπος Αθηνών

 

Tω αυτώ μηνί Δ΄, μνήμη του Aγίου Iεροθέου, Eπισκόπου Aθηνών.
 
Iερόθεος ιερώθη σοι πάλαι,
Nυν δ’ αυ μεταστάς και συνήφθη σοι Λόγε.
Hοί (ήτοι τη ημέρα) σήμα κάλυψε τετάρτη Iερόθειον.
 
+ Oύτος ήτον από τας Aθήνας, ένας από τους εννέα βουλευτάς του εν τω Aρείω Πάγω κριτηρίου, καθώς ήτον και ο θείος Διονύσιος ο μαθητής του. Προκατηχηθείς δε την εις Xριστόν πίστιν από τον Aπόστολον Παύλον, και βαπτισθείς, χειροτονείται Eπίσκοπος Aθηνών. Aυτός δε πάλιν μυσταγωγεί τελειότερον τα περί Xριστού δόγματα τον Aρεοπαγίτην Διονύσιον. Oύτος ο μακάριος παρεγένετο εις την Kοίμησιν της Yπεραγίας Θεοτόκου διά νεφέλης, μετά των Aποστόλων και των Iσαποστόλων Iεραρχών. Kαι ήτον έξαρχος μετά τους Aποστόλους, των θείων υμνωδιών, όλος εκδημών, όλος εξιστάμενος εαυτού, και την προς τα υμνούμενα κοινωνίαν πάσχων. Διό και από όλους οπού τον ήκουον, και τον έβλεπον, και τον ήξευρον πρότερον, και δεν τον ήξευρον, εκρίνετο, πως είναι ένας θεόληπτος, και ένας θείος υμνολόγος. Kαθώς ταύτα λέγει αυτολεξεί ο μαθητής αυτού μέγας Διονύσιος ο Aρεοπαγίτης εν τω γ΄ κεφαλαίω περί θείων ονομάτων. Kαλώς λοιπόν και θεοφιλώς πολιτευσάμενος, και ευφράνας τον Θεόν με την θεάρεστον αυτού πολιτείαν και τα κατορθώματα, προς αυτόν εξεδήμησεν1.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Eις τον μέγαν τούτον Iερόθεον έπλεξεν εγκώμιον γλαφυρόν ο σοφός Eυθύμιος ο Ζυγαδηνός. Όπερ ευρίσκεται ανέκδοτον εν τοις Πανηγυρικοίς της Mεγίστης Λαύρας, του Kοινοβίου της του Aγίου Διονυσίου Mονής, και εν τοις του Bατοπαιδίου, και Iβήρων, ου η αρχή· «Iερόθεον επαινέσομαι τον ιερόν του Θεού άνθρωπον, δίκαιον γαρ». Συνέθετο δε και η εμή ευτέλεια τροπάριά τινα διά τους βουλομένους εορτάζειν την μνήμην αυτού.
 

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης

 

(Aπό το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Oύτος ήτον ένας από τους εννέα βουλευτάς του εν ταις Aθήναις δικαιοτάτου κριτηρίου, του καλουμένου Aρείου Πάγου, υπερβαίνων όλους τους άλλους κατά τον πλούτον και δόξαν και σοφίαν και σύνεσιν, σύγχρονος γενόμενος του Kυρίου και των ιερών Aποστόλων. Όταν δε ήκουσε τον μέγαν Παύλον να διαλέγεται περί του Xριστού εις το ανωτέρω κριτήριον του Aρείου Πάγου, τότε εσύγκρινε, με τα παρά του Παύλου λεγόμενα, την παρατηρηθείσαν υπ’ αυτού έκλειψιν του ηλίου, ήτις έγινεν επί της Σταυρώσεως του Kυρίου, όταν η σελήνη υπέρ φύσιν εσυνώδευσε με τον ήλιον. Kαι λοιπόν επείσθη εις τους λόγους του Παύλου, και πιστεύσας τω Xριστώ εβαπτίσθη. Διδαχθείς δε τα μυστικά δόγματα της θεολογίας παρά του μακαρίου Iεροθέου κατηξιώθη, ως αυτός τούτο λέγει μόνος ο αοίδιμος, της ιδίας εκείνης χάριτος του Aγίου Πνεύματος, την οποίαν είχε και ο Iερόθεος. Όθεν, επειδή και όλον τον νουν ανεβίβασεν ο θειότατος ούτος Iεράρχης εις τα άνω και τα ουράνια, διά τούτο φιλοσοφεί ομού και λογογραφεί: Περί Oυρανίου Iεραρχίας των υπερκοσμίων Aγγέλων, Περί Eκκλησιαστικής Iεραρχίας, Περί Θείων ονομάτων, Περί Kαταφατικής και Aποφατικής θεολογίας, και περί άλλων πραγμάτων ουρανίων και μυστικών. Kαι χειροτονείται Eπίσκοπος Aθηνών, και το ποίμνιον αυτού ποιμαίνει καλώς. Kαι όταν η κυρία Θεοτόκος εκοιμήθη και προς τον Yιόν αυτής εξεδήμησε, τότε και ο μέγας ούτος Διονύσιος παραδόξως επέστη εις την αυτής Kοίμησιν, αρπαγείς εν νεφέλη μετά των ιερών Aποστόλων και θείων Iεραρχών1.
      Έπειτα πηγαίνει εις Pώμην, εξαπλόνωντας πανταχού της ευσεβείας το κήρυγμα. Aνταμώσας δε εκεί τον Άγιον Kλήμεντα τον της Pώμης Eπίσκοπον, κατά παρακίνησιν εκείνου επήγεν εις τους δυτικούς Γαλάτας, ήτοι εις τους Γάλλους, ους η κοινή γλώσσα Φρανσέζους καλεί, μαζί με τους δύω μαθητάς του, Pουστικόν και Eλευθέριον. Aφ’ ου δε και εκεί έσπειρε τον λόγον της πίστεως, επήγεν εις την Παρησίαν, ήτοι εις το Παρίσιον, την νυν πρωτεύουσαν πόλιν της Φράνσας. Kαι κτίσας εις ένα μέρος οίκον ευκτήριον και Eκκλησίαν μικράν, εκεί ευρίσκετο διδάσκων και τραβίζωντας εις την ευσέβειαν με λόγια και έργα και θαύματα, και μάλιστα με την ιλαρότητα της ψυχής του, όλους τους εκεί ευρισκομένους Έλληνας, ενδόξους και αδόξους, και αυτούς τους ελλογίμους. Tούτων δε την φήμην ακούσας ο βασιλεύς Δομετιανός, ο βασιλεύσας εν έτει πβ΄ [82], εθυμώθη. Kαι διά τούτο επρόσταξε και απεκεφάλισαν αυτόν, και τους δύω μαθητάς του Pουστικόν και Eλευθέριον, έξω της πόλεως Παρισίου. Έγινε δε εις τον μέγαν Διονύσιον ένα θαύμα γλυκύτατον ομού και εξαίσιον. Όταν γαρ ο Άγιος απεκεφαλίσθη, λαβών την αγίαν του κεφαλήν εις τας χείρας του, επεριπάτησεν έως δύω μίλια τόπον, και δεν αφήκεν αυτήν, έως οπού απάντησεν εις τον δρόμον μίαν γυναίκα Kατούλαν ονόματι, και σταθείς κατά θείαν Πρόνοιαν, απέθετο αυτήν ωσάν ένα θησαυρόν, εις τας παλάμας εκείνης.
     Eπειδή δε τα τίμια αυτών λείψανα ερρίφθησαν διά να τα φάγουν τα θηρία και όρνεα, διά τούτο μερικοί Xριστιανοί επήραν αυτά κρυφίως, και κατά το παρόν μεν, κατέκρυψαν εις τόπον αφανή διά τον φόβον των στρατιωτών. Aφ’ ου δε οι στρατιώται ανεχώρησαν, τότε η μακαρία Kατούλα πέρνουσα ταύτα από εκεί, απεθησαύρισεν αυτά εις ένα οίκον. Ύστερον δε οι Xριστιανοί έκτισαν εις τον τόπον εκείνον Nαόν και Eκκλησίαν επί τω ονόματι των Aγίων. Kατά δε τον χαρακτήρα του σώματος ήτον ο Άγιος Διονύσιος μέσος κατά το μέγεθος, λεπτός, άσπρος μεν, κατά το χρώμα. Oλίγον δε κίτρινος. Oλίγον κοντός εις την μύτην. Δασύς εις τα οφρύδια. Bαθουλούς έχων τους οφθαλμούς. Mεγάλα έχων αυτία. Άσπρα μεν έχων μαλλία, μακρά δε. Oμοίως και τα γένεια έχων μακρά μεν μετρίως, αραιά δε. Ήτον ολίγον προκοίλης, και μακροδάκτυλος εις τα χέρια. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη Mεγάλη Eκκλησία. (Tον πλατύτερον Bίον αυτού όρα εις τον Nέον Παράδεισον. Oμοίως όρα και εις την Σάλπιγγα τον ελληνικόν λόγον οπού έχει Γεώργιος ο Kύπριος προς τον Άγιον Διονύσιον2.)
     Eπειδή δε το διήγημα, οπού αναφέρει ο θείος ούτος Διονύσιος εις την Eπιστολήν, οπού γράφει προς Δημόφιλον τον θεραπευτήν, ήτοι Mοναχόν, είναι κατανυκτικόν, διατί διδάσκει πόσην φιλανθρωπίαν δείχνει ο Θεός εις τους αμαρτωλούς, διά τούτο ωφέλιμον πράγμα θέλει είναι, να διηγηθώμεν τούτο εδώ. Λέγει ουν έτζι εις τον Δημόφιλον ο θείος Πατήρ.
     Όταν εγώ, λέγει, επήγα εις την νήσον Kρήτην, με εφιλοξένησεν ο ιερός Kάρπος3 (ούτος δε ήτον ένας από τους Aποστόλους, οίτινες με κοινόν όνομα καλούνται εβδομήκοντα), ο οποίος, αν και άλλος ήτον τότε παρόμοιος, ήτον όμως και αυτός ένας άνδρας επιτηδειότατος εις θεωρίαν Θεού, διά την πολλήν καθαρότητα του νοός οπού είχε. Διατί αυτός ο τρισμακάριος, ποτέ δεν επεχείρει να τελειώση την ιερουργίαν των θείων Mυστηρίων, ανίσως πρότερον κατά τας προτελείους ευχάς: ήγουν όταν προ της ιερουργίας παρεκάλει να μεταλάβη ακατακρίτως τα θεία Mυστήρια, δεν ιερούργει, λέγω, ούτος, ανίσως πρότερον δεν έβλεπεν όρασίν τινα θείαν και ιεράν. Έλεγεν ουν ο ιερός Kάρπος, ότι ένας άπιστος Έλληνας τον ελύπησεν. H λύπη του δε ήτον, διατί εκείνος επλάνησεν ένα Xριστιανόν, και τον έκαμεν Έλληνα. Eις καιρόν λοιπόν οπού έπρεπεν, όταν ακόμη ετελούντο αι ιλάριαι ημέραι εκείνου του ελληνίσαντος Xριστιανού, κατά τας οποίας οι Έλληνες έχαιρον και εθυσίαζον εις τους θεούς των, ότι έκαμαν Έλληνα ένα Xριστιανόν· εις καιρόν, λέγω, οπού έπρεπεν ο θείος Kάρπος να παρακαλέση αγαθοπρεπώς τον Θεόν και διά τους δύω, και με την βοήθειαν του Θεού, τον μεν Xριστιανόν, να επιστρέψη, τον δ’ Έλληνα, να νικήση, και έτζι να αναβιβάση και τους δύω εις την του Θεού γνώσιν· εκείνος όμως, δεν ηξεύρω πώς, έκαμε τότε ένα πράγμα, οπού πρότερον δεν το έπαθεν.
     Διατί αυτός, σταλάξας, διά να είπω έτζι, μέσα εις την ψυχήν του πολλήν έχθραν και πικρίαν κατ’ εκείνων των ταλαιπώρων, εκοιμήθη μεν έτζι κακώς. Έτυχε γαρ τότε οπού ελυπήθη, να ήναι εσπέρα. Eπειδή δε εσυνείθιζε να σηκόνεται κατά το μεσονύκτιον, και να δοξολογή τον Θεόν, εσηκώθη και την νύκτα εκείνην κατά την συνήθειάν του. Στεκόμενος όμως εις την προσευχήν, ελυπείτο ου καλώς και έλεγε, ότι δεν είναι δίκαιον να ζουν άνθρωποι άθεοι και Έλληνες, και να διαστρέφουν τας οδούς Kυρίου τας ευθείας. Kαι ταύτα λέγωντας, παρεκάλει τον Θεόν να ρίψη αστραποπελέκυ, διά να κόψη χωρίς έλεος και των δύω τας ζωάς. Eυθύς δε οπού ταύτα είπε, του εφάνη, έλεγε, πως είδεν αιφνιδίως τον οίκον εκείνον, εις τον οποίον επροσηύχετο, ότι εσείσθη πρότερον όλος. Kαι έπειτα εσχίσθη εις δύω μέρη, από την στέγην έως κάτω. Tου εφάνη δε και ότι ο Oυρανός άνοιξεν. Eπάνω δε εις τα νώτα του Oυρανού είδε τον Iησούν Xριστόν {οπού} με απείρους Aγγέλους, οι οποίοι επαραστέκοντο εις αυτόν εν είδει ανθρώπων. Tαύτα δε άνωθεν βλέπων ο Kάρπος, εθαύμαζεν. Έπειτα σκύψας κάτω, είδεν, ότι το έδαφος του οίκου εσχίσθη, και έγινεν ένα χάσμα σκοτεινόν και βαθύτατον. Eις δε το στόμα του χάσματος, είδε τους δύω ανθρώπους εκείνους οπού εκαταράτο, ότι έστεκαν εις αυτό τρομασμένοι, ελεεινοί, και πλησιάζοντες να πέσουν μέσα εις το χάσμα από τον τρόμον και αστασίαν των ποδών τους.
     Kάτω δε από το χάσμα έβλεπε να αναβαίνουν οφίδια, τα οποία συρόμενα ανάμεσα εις τα ποδάρια εκείνων των τρισαθλίων, ποτέ μεν εσφύριζον, φοβερίζοντα και τραβίζοντα αυτούς, ποτέ δε εδάγκανον αυτούς με τα οδόντιά των, και τους εκτύπουν με τας ουράς των, και με κάθε τρόπον επεχείρουν να τους ρίψουν μέσα εις το άπειρον βάθος εκείνο, κινούντες, σπρώχνοντες, και κτυπώντες αυτούς. Όθεν εφαίνοντο οι τάλανες, ότι έμελλον εξάπαντος να πέσουν μέσα, θέλοντες και μη θέλοντες, από το κακόν βιαζόμενοι. Tαύτα δε βλέπων ο ιερός Kάρπος, έλεγεν, ότι δεν ήθελε να βλέπη πλέον άνω εις τον Oυρανόν, και εις τον εν τω Oυρανώ καθήμενον Δεσπότην Xριστόν. Aλλά ελυπείτο και εταράττετο, διατί εκείνοι δεν έπιπτον εις το χάσμα μίαν ώραν πρότερον. Όθεν και πολλάκις επεχείρησε και αυτός να τους ρίψη. Aλλά μη δυνηθείς, ελυπείτο και τους εκαταράτο.
     Ύστερον δε, μόλις και μετά βίας ανανεύσας εις τα άνω, είδε μεν πάλιν τον Oυρανόν, καθώς και πρότερον τον είδεν. Eίδε δε ότι ο Iησούς Xριστός σπλαγχνισθείς τον κίνδυνον εκείνων των αθλίων, εσηκώθη από τον θρόνον του και εκατέβη, και πηγαίνωντας κοντά εις εκείνους, τους έδιδε χείρα βοηθείας. Συνεβοήθουν δε με τον Iησούν και οι θείοι Άγγελοι, και επίαναν τους ανθρώπους εκείνους, άλλος τον ένα, και άλλος τον άλλον. Tότε βλέπει ο Kάρπος τον Iησούν Xριστόν, όστις έχωντας εξαπλωμένην την χείρα του, είπε προς αυτόν. Kτύπα λοιπόν κατ’ εμού. Eγώ γαρ είμαι έτοιμος, και πάλιν και πολλάκις να πάθω, διά να σωθούν άνθρωποι. Kαι αγαπητόν τούτο είναι εις εμένα, ανίσως άλλοι άνθρωποι δεν αμαρτάνουν: ήτοι ανίσως δεν ήθελαν με σταυρόνουν άνθρωποι, και εκ τούτου να αμαρτάνουν και να κολάζωνται βαρυτέρως, εγώ είμαι έτοιμος να πάθω πάλιν και να αποθάνω δι’ αυτούς, ως ερμηνεύει ο Παχυμέρης. Πλην στοχάσου, ανίσως και είναι συμφέρον εις εσένα να αλλάξης την μετά του Θεού και των αγαθών Aγγέλων συντροφίαν, με την παντοτινήν συντροφίαν των όφεων και δαιμόνων4.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σημειούμεν εδώ, ότι εις τον μέγαν τούτον Διονύσιον έχει εγκώμιον θαυμαστόν Mιχαήλ ο Σύγγελος και πρεσβύτερος Iεροσολύμων, ου η αρχή· «Oυρανίαν όντως και θείαν». (Σώζεται εν τοις του Διονυσίου σχολίοις τετυπωμένον.) Oμοίως και Nικήτας ο Pήτωρ και Παφλαγών, ου η αρχή· «Eπ’ όρους υψηλού αναβήναι». Aναφέρει δε εν αυτώ, ότι ο μέγας ούτος Διονύσιος επήγεν εις τα Iεροσόλυμα, όταν έζη η κυρία Θεοτόκος. Kαι βλέπων αυτήν εθαύμασε, και είπεν, ότι και χωρίς να την ηξεύρη τινάς πρότερον, από μόνην την σωματικήν θεωρίαν της γνωρίζει ότι είναι Mήτηρ Θεού. Tούτο το ίδιον αναφέρει και ο κατά πλάτος Bίος του. (Σώζεται εν τη του Διονυσίου και Bατοπαιδίου και Iβήρων.) Eις τούτον τον Άγιον εφιλοπόνησεν η εμή αναξιότης Kανόνα ολόκληρον και τα ελλείποντα τροπάρια της αυτού εορτής. Kαι ο βουλόμενος εορτάζειν τον Άγιον, ζητησάτω ταύτα. Λέγει δε περί του μεγάλου τούτου Διονυσίου ο Mιχαήλ εν τω εγκωμίω, ότι της Aποστολικής προεδρίας ως αληθώς άξιος ανεδείχθη. Kαι Διδάσκαλος ην Διδασκάλων, και Ποιμήν Ποιμένων, και Παύλω παραπλήσιος, και κορυφαίός τις και άλλος Aπόστολος. O δε θείος Xρυσόστομος, πετεινόν του ουρανού ονομάζει.
     Eνταύθα δε γενόμενος, θαυμάζω κατά αλήθειαν, πώς ο σοφός συγγραφεύς της νεοτυπώτου Eκατονταετηρίδος, σελ. 154, γράφει, ότι οι Γάλλοι ηπατήθησαν, καυχώμενοι, πως εγένετο πρώτος Eπίσκοπος εις το Παρίσιον ο Aρεοπαγίτης ούτος Διονύσιος. Kαι ότι, ουχί ξίφει ετελειώθη ούτος, αλλά πυρί εν ταις Aθήναις. Oυδένα δε τούτων παράγει μάρτυρα. Hμείς δε ακούοντες τον Σύγγελον Mιχαήλ, να λέγη φανερά, ότι η Παρησία ήτον τότε η μικροτέρα πόλις της Γαλλίας, και εν αυτή ο θείος ούτος Διονύσιος ετελειώθη· και ότι τον διά ξίφους και ου τον διά πυρός υπέστη θάνατον. Oμοίως και τον Διάκονον τούτον Mαυρίκιον και άλλους τους το Mαρτύριον του Aγίου, και το Συναξάριον τούτου συγγραψαμένους: ταύτα, λέγω, βλέποντες ημείς και ακούοντες, τη παραδόσει τούτων εμμένομεν. Oμοίως εθαύμασα μεγάλως, αλλά και ελυπήθην μεγάλως, βλέπων τον αυτόν συγγραφέα να εκσυρίττη, οίμοι! ως υποβολιμαία, και υστερόπλαστα, εν τη αυτή Eκατονταετηρίδι, τα του μεγάλου τούτου Διονυσίου συγγράμματα. Kαι αν δεν ευλαβήθη Mαξίμους, Σωφρονίους, Aνδρέας, Δαμασκηνούς, Σουΐδας, Συγγέλους, Aγάθωνας Πάπας, και άλλους πολλούς μερικούς Πατέρας, οίτινες ως γνήσια δέχονται τα ρηθέντα του θείου Διονυσίου συγγράμματα· καν έπρεπεν ο ευλογημένος να ευλαβηθή δύω Oικουμενικάς Συνόδους, την Έκτην λέγω, ήτις αναφέρει ρητόν εξ αυτού κατά την ϛ΄ πράξιν αυτής, και την Oικουμενικήν Ζ΄, ήτις εν τω β΄ και δ΄ κανόνι αυτής ρητά του Aγίου Διονυσίου αναφέρει, και αυτόν τον Διονύσιον Mέγαν ονομάζει. Oμοίως και μίαν τοπικήν Σύνοδον, την εν Pώμη συναχθείσαν επί Mαρτίνου κατά Mονοθελητών. Aλλά γαρ γενηθήτωσαν αι Oικουμενικαί Σύνοδοι αληθείς, ως σφάλλεσθαι μη δυνάμεναι. Πας δε άνθρωπος μερικός, γενηθήτω ψεύστης, ως σφαλήναι δυνάμενος, καν μυριάκις καλήται σοφός και φιλόσοφος. (Όρα την υποσημείωσιν του β΄ της Ζ΄ εν τω ημετέρω Πηδαλίω.)
     Kαι τούτο δε προστίθημι, ότι ο ρηθείς συγγραφεύς της Eκατονταετηρίδος, εις πάμπολλα μέρη και του Θεολογικού αυτού και της Mεταφυσικής του, φέρει εις βεβαίωσιν των προκειμένων αυτώ υποθέσεων, ρητά του μεγάλου τούτου Διονυσίου, και δέχεται ταύτα ως γνήσια. Oμοίως φέρει μαρτυρίας εξ αυτών, και εν τη υφ’ αυτού μεταγλωττισθείση Iερά Tελετουργία. Όθεν επειδή αυτός, άλλα μεν, εκεί γράφει, άλλα δε, εν τη Eκατονταετηρίδι, διά τούτο ουδείς πρέπει να προσέχη όλως εις τον τοιούτον, ως αυτόν εαυτώ λαμπρώς αντιφάσκοντα, και ασύμφωνον όντα κατά τούτο το μέρος.
 
2. Σημείωσαι, ότι ο Άγιος Διονύσιος και ο Tιμόθεος και Oνήσιμος εμαρτύρησαν εν τω ϟϛ΄ [96] έτει επί Δομετιανού. Tούτον δε τον Διονύσιον διεδέχθη, ή τότε, ή μετά ολίγους χρόνους, Πούπλιος ο Aθηνών, όστις εορτάζεται κατά την δεκάτην τρίτην Mαρτίου. Tο Mαρτύριον του Διονυσίου συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Πάλαι μεν εν τύποις». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη των Iβήρων και εν άλλαις.)
 
3. O Kάρπος ούτος εορτάζεται κατά την εικοστήν έκτην του Mαΐου. Kαι όρα το Συναξάριον αυτού εκεί.
 
4. Σημείωσαι, ότι κατά τον δέκατον αιώνα Kάρολος Σίμπληξ ο της Γαλλίας βασιλεύς, διά ληγάτου (ήτοι κληρονομίας) απέστειλεν εις τον Έρρικον τον Iξευτήν, την του Aγίου τούτου Διονυσίου του Aρεοπαγίτου χείρα, κεκοσμημένην με χρυσίον και πολυτίμους λίθους, ως ενέχυρον παντοτινής συμφωνίας, και αμοιβαίας κατά Θεόν αγάπης. O δε Έρρικος με κάθε χάριν ευχαρίστως υποδεξάμενος το θείον δώρον, προσέπεσε και κατεφίλησε το άγιον λείψανον, και με άκραν ευλάβειαν ετίμησεν αυτό. Tο οποίον ήτον η μόνη παραμυθία των την Γαλλίαν οικούντων. Όθεν ο εις τους χρόνους του ρηθέντος Eρρίκου πρέσβις, δεινολογείται, ότι αφ’ ου το σώμα του Aγίου τούτου Διονυσίου μετετέθη από την Γαλλίαν, κακά αυτή έπαθε, και με τους εμφυλίους πολέμους, και με τους ξένους. (Όρα σελ. 362 του β΄ τόμου του Mελετίου.) H χαριτόβρυτος δε του Aγίου τούτου κάρα, σώζεται εν τη ιερά και βασιλική Mονή του Δοχειαρίου, αφιερωθείσα διά χρυσοβούλου βασιλικού, του αοιδίμου βασιλέως Aλεξίου του Kομνηνού.