Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

Βίος και πολιτεία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (13 Νοεμβρίου)

 

Σημειώσεις από το Συναξάρι του Συμεών του Μεταφραστού (10ου αιώνα)




 
Στις 13 Νοεμβρίου Γιορτάζει Η Εκκλησία Την Κοίμηση Του Αγίου Ιωάννου Του Χρυσοστόμου Που Μεταφέρθηκε Από Τις 14 Σεπτεμβρίου Λόγω Της Δεσποτικής Εορτής Της Υψώσεως Του Τιμίου Σταυρού. 
 
ΠΡΟΟΙΜΙΟ: ΓΕΝΝΗΣΗ, ΑΝΑΤΡΟΦΗ, ΣΠΟΥΔΕΣ, ΑΣΚΗΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ
 
Στο προοίμιο του Βίου αυτού τονίζει ο Συμεών τη γενική αλήθεια ότι ο βίος των αγίων είναι πάρα πολύ ωφέλιμος για τους χριστιανούς γιατί αποτελεί «παράκληση προς αρετή.» Αυτό, λέγει, ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου γιατί ο άγιος αυτός μίλησε γι αυτό που έζησε.
 
1) Καταγωγή και πρώτη ανατροφή: ο άγιός Ιωάννης ο Χρυσόστομος καταγόταν από εθνικούς, έλληνες γονείς, που έγιναν χριστιανοί ύστερα από τη δική του βάπτιση. Τον πατέρα του που ήταν ανώτερος αξιωματικός στο ρωμαϊκό στρατό τον λέγανε Σεκούνδο και τη μητέρα του Ανθούσα. Τον άγιό μας τον βάπτισε ο επίσκοπος Αντιοχείας Μελέτιος. Την πρώτη ανατροφή του και την παιδεία του την έλαβε στην Αντιόχεια. Εκεί έμαθε την ελληνική γραμματική και τα βασικά εγκύκλια γράμματα. Εκεί επίσης σπούδασε τη ρητορική κοντά στο περίφημο σοφιστή Λιβάνιο και τη φιλοσοφία στον καθηγητή Ανδραγάθιο. Ωστόσο ο πατέρας του πέθανε πρόωρα και τον μεγάλωσε η χήρα μητέρα του.
 
2) Φοιτητής στην Αθήνα: Μετά τις σπουδές του στην Αντιόχεια ήρθε στην Αθήνα για περαιτέρω σπουδές στη φιλοσοφία κοντά στους σοφιστές, και είχε την ευκαιρία να περιηγηθεί ολόκληρη την Ελλάδα. Στην Αθήνα έγινε και το πρώτο κατόρθωμά του, η δημόσια συζήτησή του με τον σπουδαίο σοφιστή Ανθέμιο, πού κατέληξε στην μεταστροφή του Ανθέμιου στην χριστιανική πίστη. Τέτοια ήταν η επιτυχία του πού τον αναζήτησε ο τότε επίσκοπος των Αθηνών να τον καταστήσει διάδοχό του.
 
3) Επάνοδος στην Αντιόχεια: Για να αποφύγει την χειροτονία του έφυγε ο Ιωάννης από την Αθήνα και επανήλθε στην Αντιόχεια. Εδώ επέλεξε τον ασκητικό βίο μαζί με το φίλο του Βασίλειο πού ήταν και αυτός από την Αντιόχεια. Στην απόφασή του όμως αυτή εναντιώθηκε η μητέρα του που του ζήτησε να μην την καταστήσει χήρα για δεύτερη φορά! Δεν μπόρεσε να αποφύγει την προτροπή της μητέρας του. Την υπάκουσε μέχρι το θάνατό της. Αμέσως μετά διαίρεσε την πατρική περιουσία του σε τρία μέρη και την μεταβίβασε α) στους πτωχούς, β) στις εκκλησίες που στερούνταν τα απαραίτητα λειτουργικά εφόδια και γ) στο δημόσιο (τα ακίνητα, ελευθερώνοντας τους δούλους που εργάζονταν σε αυτά).
 
4) Αναγνώστης και ασκητής: Στην συνέχεια έγινε αναγνώστης και ασκητής και άρχισε να μελετάει και να ερμηνεύει τις Γραφές με αποτέλεσμα να συναρπάζει τον κόσμο με τα κηρύγματά του. Η σκέψη του όμως ήταν στραμμένη στην ασκητική ζωή. «Τήν ερημίαν ηγείτο του παντός αξίαν», θεωρώντας την σαν κρυμμένο πολύτιμο θησαυρό γιατί εκεί αναζητούσε την παρουσία του Θεού. Έτσι, ακολούθησε τον δρόμο της αδελφής του που είχε ήδη γίνει μοναχή. Εγκατέλειψε την πόλη και προς «τον ησύχιον βίον αυτομολεί» δηλ. έγινε μοναχός από μόνος του. Εδώ επιδόθηκε στην μελέτη της Βίβλου και συνέγραψε τα πρώτα του έργα: τους Περί Ιερωσύνης Λόγους, που εξηγεί ποιος πρέπει να είναι ο ιερέας και τι είναι η χριστιανική ιερωσύνη, το Περί Παρθενίας, που εξηγεί πως η πνευματική ζωή ξεπερνάει τα σωματικά πάθη, το Είς Σταγείριον Μοναχόν δαιμονιζόμενον (σεληνιαζόμενο), που εξηγεί ότι οι δοκιμασίες που επιτρέπει ο θεός στην ζωή των πιστών οφείλονται σε κάποια μυστική πρόνοιά του που θα τους αποκαλυφθεί στον μέλλοντα αιώνα, τούς Περί κατανύξεως δύο λόγους εις Δημήτριον και Στελέχιον, και το Προς Θεόδωρον εκπεσόντα πού εξηγεί ότι όταν πέσει κανείς πνευματικά πάλι μπορεί να σηκωθεί. Εκτός από αυτά στο πρόγραμμά του είχε την καθημερινή επίσκεψη των ασθενών.
 
5) Τα πρώτα του θαύματα: Στο ασκητήριο του αγίου συνέβησαν και διάφορα θαυμαστά γεγονότα. Ο γέροντας Ησύχιος, που ήταν συνασκητής του, βλέπει σε όραμα τον απόστολο Ιωάννη και τον απόστολο Πέτρο να δίνουν στον Ιωάννη αντίστοιχα ένα τόμο (το Ευαγγέλιο) και τα κλειδιά (της αποστολικής εξουσίας)! Ακολουθούν τα θαύματα: 6) η θεραπεία ενός περιφανή Αντιοχέα που έπασχε από ημικρανία. 7) Η θεραπεία κάποιου άρχοντα Αρχέλαου της Αντιόχειας που έπασχε από λέπρα που τον έκανε να αφιερωθείστον Χριστό και να υποκινήσει και άλλους άρχοντες να κάνουν το ίδιο. 8) Η θεραπεία του Εύκλεου πού είχε χάσει την όρασή του από το ένα μάτι του και αποκαταστάθηκε με την επέμβαση του αγίου. 9) Η θεραπεία κάποιας Αντιοχειανής Χριστίνας που αιμορροούσε για επτά έτη και ελευθερώθηκε με την προσευχή του αγίου. Και τέλος, 10) η εξουδετέρωση ενός φονικού λιονταριού που είχε φονεύσει και καταβροχθίσει πολλούς αντιοχειανούς γεωργούς χρησιμοποιώντας σαν μοναδικό μέσο το σημείο του σταυρού.
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος - Mονή Xιλανδαρίου, Άγιον Όρος


 
Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΔΙΑΚΟΝΟΣ ΚΑΙ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ
 
10) Αναχωρητής στην έρημο, επιστροφή στην Αντιόχεια και χειροτονία του σε διάκονο: Έχοντας γίνει περιφανής και περιβόητος τα 4 αυτά χρόνια στην Μονή του, δραπετεύει αλλού για να μείνει αφανής. Αναχωρεί σε ερημικό τόπο για δύο χρόνια. Εδώ όμως αρρωσταίνει σοβαρά από την νηστεία και τις κακουχίες. Έτσι η θεία πρόνοια τον οδηγεί πίσω στην Αντιόχεια όπου χειροτονείται διάκονος από τον Αντιοχείας Μελέτιο και υπηρετεί την εκκλησία για 5 χρόνια.
 
11) Ο Χρυσόστομος χειροτονείται πρεσβύτερος: Όταν ο Μελέτιος πήγε στην Κωνσταντινούπολη για την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (το 381 μ.Χ.) τότε ο Χρυσόστομος ξαναγύρισε στην Μονή του. Εκεί τον βρήκε ο νέος πατριάρχης Αντιοχείας, ο Φλαβιανός, που διαδέχτηκε τον Μελέτιο, και τον έπεισε να επιστρέψει στην Αντιόχεια, όπου τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Το έκανε αυτό ο Φλαβιανός γιατί πήρε θεία προσταγή από κάποιον άγγελο! Το ότι η κλήση του Χρυσοστόμου στην ιεροσύνη ήταν θεοπρόστακτη φάνηκε και από ένα ακόμη θαύμα που έγινε την στιγμή της χειροτονίας του. Μια ολόλευκη περιστερά ήρθε και κάθισε επάνω στην κεφαλή του την στιγμή εκείνη που υποδήλωνε την ξεχωριστή χάρη του Αγίου Πνεύματος που του δόθηκε.
 
12) Η διακονία του ως πρεσβυτέρου: Η διακονία του ως πρεσβυτέρου τον ανέδειξε σε «χρυσόστομο» (τον κληρικό με το χρυσό στόμα), λόγω των εκπληκτικών ομιλιών και κηρυγμάτων του που βασίζονταν στην εξήγηση των βιβλικών κειμένων. Παράλληλα όμως με το έργο της διδαχής ανέπτυξε και έργο ποιμαντικό και κοινωνικό πού περιλάμβανε ιδιαίτερη φροντίδα για τούς ασθενείς και τους στερημένους. Και η περίοδος αυτή στέφθηκε με θαύματα. Αναφέρονται: 13) Η θεραπεία του γιου κάποιας Ευκλείας στην Αντιόχεια πού έγινε ύστερα από μετάνοια των γονέων του. 14) Η θεραπεία της γυναίκας ενός αιρετικού Μαρκιωνιστού άρχοντα της Αντιόχειας πού έπασχε από μακροχρόνια νόσο δυσεντερίας και μεταστράφηκε στην ορθόδοξη πίστη και η ίδια και ο άντρας της. Ο σεισμός πού επακολούθησε και είχε σαν συνέπεια την καταστροφή του ναού των Μαρκιωνιστών, που τον ύβριζαν διότι είχε συμβάλει στην μεταστροφή του ομοϊδεάτη τους άρχοντα, και την μεταστροφή όλων τους στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Και τέλος η επιστροφή πολλών άλλων ειδωλολατρών στην χριστιανική πίστη στην περιοχές του όρους Αμμανού και του όρους Κάσιου.
 
15) Ο Χρυσόστομος στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης: Η διακονία του Χρυσοστόμου στην Αντιόχεια τελείωσε όταν επήλθε ο θάνατος του πατριάρχη Νεκταρίου στην Κωνσταντινούπολη. Τότε ο αυτοκράτορας Αρκάδιος έγραψε στον Φλαβιανό Αντιοχείας και ζήτησε τον Ιωάννη για τον θρόνο της εκκλησίας στην βασιλεύουσα. Επακολούθησε η αντίδραση του Ιωάννη και του λαού, αλλά ο Φλαβιανός τους καθησύχασε. 16) Έτσι ήλθε ο Ιωάννης στην Κωνσταντινούπολη όπου του έγινε παλλαϊκή υποδοχή. Χειροτονήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου από τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας. Τότε κήρυξε και τον πρώτο λόγο του στην βασιλεύουσα πού έδωσε την πρώτη γεύση της μεγαλοσύνης του. 17) Τότε έγινε και το πρώτο θαύμα του στην εκκλησία, η απελευθέρωση ενός δαιμονισμένου που παρουσιάστηκε στο μέσον της εκκλησίας.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος



Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
 
Α) ΤΟ ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΟ ΕΡΓΟ
 
18) Η διακονία του Χρυσοστόμου στην Κωνσταντινούπολη: Το πρώτο ποιμαντικό έργο του Χρυσοστόμου ήταν έργο ανακαινιστικό και είχε σαν στόχο τα ανθρώπινα ήθη. Μίλησε ανοιχτά εναντίον των συνεισάκτων (των γυναικών που συζούν με αγάμους), εναντίον της πλεονεξίας και του άδικου πλουτισμού, εναντίον της ασωτίας, της αλαζονείας, της κενοδοξίας, της αργολογίας, της επιορκίας και γενικά της υβριστικής στάσης ενάντια στον Θεό. 19) Σαν άριστος γεωργός έσπειρε και καλλιέργησε με τους λόγους του και την συμπεριφορά του την αρετή, την ελεημοσύνη, την μεγαλοψυχία, την κοινωνικότητα, την γενναιοδωρία (την οποία απαίτησε σαν ποιμενάρχης από τους πλουσίους), την ταπεινοφροσύνη (την οποία αποκαλούσε μητέρα των αρετών), την σωφροσύνη, την παρθενία και, πάνω από όλα, την αγάπη (την οποία θεωρούσε βασίλισσα των αρετών). Τέτοια ήταν τα λόγια του ώστε όποιος τον άκουγε θεωρούσε την ψυχή του ακριβές αντίγραφο του αποστόλου Παύλου («της Παύλου τε ψυχής εκμαγείον είναι νομίσαι την εκείνου ψυχήν»). 20) Το έργο του ήταν επίσης ιεραποστολικό. Η φροντίδα του επεκτεινόταν σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου και αγκάλιαζε όλες τις εκκλησίες, στα πέρατα της γης («αυτώ κατά Παύλον η μέριμνα πασών των εκκλησιών ην»). Αναφέρεται ιδιαίτερα το έργο του στη Φοινίκη, στους Κέλτες που ήσαν αρειανοί, στους Σκύθες, στους Μαρκιωνιστές, κ.τ.λ. 21) Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το οικονομικό έργο του. Περιέκοψε τα αναλώματα της εκκλησίας, δηλ. τις υπερβολικές και μη αναγκαίες δαπάνες, και κατεύθυνε τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους στα έργα φιλανθρωπίας, στα νοσοκομεία, στην πρόνοια για τις χήρες, στους ηλικιωμένους, στους πτωχούς και στερημένους και γενικά στα έργα ελεημοσύνης. Όσον αφορά στο προσωπικό του έργο ήταν έργο αδάπανο. Δεν λάβαινε μέρος σε συμπόσια. Δεν έτρωγε με κανένα. Γιατί; Γιατί ήταν ασκητικός, γιατί ήθελε να μείνει απροσωπόληπτος, να μη διακονεί τραπέζας αλλά τον λόγο του Θεού και να καταγίνεται σε αδιάλειπτη προσευχή. Ήταν μιμητής του Παύλου («ούτω πολύς αυτώ και απόρρητος ο προς Παύλου πόθος, ώστε αρμοζόντως ειπείν, τούτο είναι, Ιωάννην Παύλον, όπερ Παύλω Χριστός ετύγχανε, μάλλον δε και Ιωάννη κατά Παύλον Χριστός. Επεί και τοιούτοι κακείνου δια Χριστόν οι προς Παύλον έρωτες»).

Ο Απόστολος Παύλος υπαγορεύει στο αυτί του Αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου.
Εικόνα από το Αγιογραφείο της ΙΜΜ Βατοπαιδίου.

22) Η ερμηνεία των επιστολών του απ. Παύλου από τον Χρυσόστομο: Όταν καταπιάστηκε με την ερμηνεία των επιστολών του απ. Παύλου είχε αγωνία μήπως και δεν τις ερμήνευε με τρόπο που ανταποκρινόταν στον σκοπό του αποστόλου. Προσευχόταν λοιπόν να του δοθεί κάποια θεία απάντηση. Έτσι και έγινε και μάλιστα με τρόπο εξαιρετικά θαυμαστό. Κάποιος αυλικός άρχοντας έπεσε άδικα σε δυσμένεια, απολύθηκε από τον βασιλιά και εκδιώχθηκε από την βασιλεύουσα. Ζήτησε λοιπόν την βοήθεια του αγίου, γιατί γνώριζε, όπως όλοι οι αδικούμενοι, ότι μόνο αν μεσολαβούσε εκείνος θα υπήρχε περίπτωση να αποκατασταθεί. Ο ποιμένας του είπε να τον επισκεφθεί την νύχτα προς αποφυγή σύλληψής του και εκείνος υπάκουσε. 23)Όταν προσήλθε στο επισκοπείο του άνοιξε ο Πρόκλος, ο οποίος και έσπευδε να ειδοποιήσει τον άγιο. Τον είδε όμως από την χαραμάδα της πόρτας σκυμμένο να ασχολείται με την ερμηνεία των επιστολών του Παύλου. Είδε επίσης και κάποιον άλλον άνδρα, φαλακρό και με πλατειά γένια, που έμοιαζε με τον προφήτη Ελισαίο, να στέκεται πίσω από τους ώμους του και να του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. Σκέφτηκε ότι κάποιος είχε έλθει από έξω χωρίς να του γίνει αντιληπτός και αυτός μιλούσε τώρα στον άγιο. Γύρισε λοιπόν και είπε στον νυχτερινό επισκέπτη να περιμένει. Περνούσε όμως η ώρα και έτσι ξαναπήγε ο Πρόκλος να δει τι συμβαίνει. Ξαναβλέπει τον άγιο να συνομιλεί με τον άγνωστο επισκέπτη. Εν τω μεταξύ όμως ξημέρωσε και χτύπησε το σήμαντρο για τον Όρθρο. Ζήτησε λοιπόν ο Πρόκλος από τον άρχοντα να έλθει την άλλη ημέρα το βράδυ. Έτσι και έγινε. Πάλι όμως βρέθηκε ο Πρόκλος αντιμέτωπος με το ίδιο θέαμα. Όπως ήταν φυσικό, φάνηκε σαν να έχασε την εμπιστοσύνη του ο επισκέπτης στην ειλικρίνεια του Πρόκλου. Εκείνος τον διαβεβαίωσε ότι του έλεγε την αλήθεια και του ζήτησε να υπομείνει και να ξαναδοκιμάσει το επόμενο βράδυ. Έτσι και έγινε. Πάλι όμως τον πρόλαβε το σήμαντρο και ο όρθρος στην αυγή της νέας ημέρας! Βαρύθυμος ο επισκέπτης αποχώρησε χωρίς να διαβεβαιώσει την αυριανή του επάνοδο. Ο Πρόκλος με τη σειρά του αποφάσισε να λάβει τα μέτρα του, να μην φαει, ούτε να κοιμηθεί, αλλά να ξαγρυπνήσει στην πόρτα ώστε να μην εισέλθει στο εξής κανένας άλλος στα δώματα του αγίου. Ήλθε το επόμενο βράδυ, ήλθε και ο επισκέπτης. Ο Πρόκλος τον διαβεβαίωσε ότι ήταν ο πρώτος και μοναδικός επισκέπτης και πήγε να ειδοποιήσει τον κύριό του. Αντίκρισε όμως το ίδιο θέαμα. Τότε κατάλαβε ότι το θέαμα δεν ήταν ανθρώπινο αλλά θείο! Γύρισε λοιπόν και εξήγησε το γεγονός στον νυχτερινό επισκέπτη, που απεχώρησε και πάλι με μεγάλη λύπη. Αργότερα καλεί ο άγιος τον Πρόκλο και τον ρωτά αν ήλθε κάποιος επισκέπτης που περίμενε από μέρες. Ο Πρόκλος του δίνει εξηγήσεις. Ο άγιος απορεί και τον ρωτά πως ήταν ο συνομιλητής του πού είδε ο Πρόκλος. Εκείνος με την σειρά του τού δείχνει την εικόνα του Παύλου που κρεμόταν απέναντί του. Αυτός ήταν! Τότε κατάλαβε ο άγιος Χρυσόστομος την σημασία αυτού του θαύματος. Ήταν η θεία απάντηση στο ερώτημά του που περίμενε. Πήρε λοιπόν θάρρος και έφερε εις πέρας την ερμηνεία όλων των επιστολών του απ. Παύλου. Ωστόσο τον επισκέφτηκε και πάλι ο άρχοντας και με την μεσολάβηση του αγίου ποιμένα αποκαταστάθηκε από τον βασιλιά.
 
24) Η αυστηρή ποιμαντορία του αγίου και το κόστος της! Ο άγιος δεν έπαψε στις ομιλίες του και στις προσωπικές επαφές του να ελέγχει αυστηρά τους κληρικούς και τους λαϊκούς. Τους έλεγχε για το βίο τους και την συμπεριφορά τους, γιατί ο ζήλος του για την εκκλησία και την αγιότητά της ήταν σαν φωτιά πού έκαιγε μέσα στα σωθικά του. Έτσι ο επιεικής και ηπιότατος ποιμενάρχης φάνηκε στους ασυναίσθητους πολίτες βαρύς και αποβλητέος. Σε αυτήν την δυσφορία προστέθηκαν και άλλες. 25) Ο πρωθυπουργός Ευτρόπιος, που ήταν προηγουμένως θερμός υποστηρικτής του Χρυσοστόμου, έγινε ξαφνικά αντίπαλός του. Συμφώνησε με τις αρχές, αντίθετα με τον ποιμενάρχη, να καταργηθεί το άσυλο της προσφυγής στην εκκλησία, γιατί το χρησιμοποιούσαν αυτό πολλοί αδικημένοι πού πρόστρεχαν στον άγιο ποιμένα για συμπαράσταση και βοήθεια. Δεν ήξερε ο Ευτρόπιος, λέγει ο συναξαριστής, ότι ακόνιζε το μαχαίρι εναντίον του εαυτού του! Όταν αργότερα χρειάστηκε να προσφύγει ο ίδιος στην εκκλησία βρήκε το δρόμο κλειστό. Ποιος έσπευσε τότε να τον ελεήσει; Ο άγιος ποιμένας! Και έτσι φανερώθηκε πόσο φιλεύσπλαχνος, συγκαταβατικός και φιλάνθρωπος ήταν ο ιερός Χρυσόστομος. 26) Μια άλλη παρόμοια περίπτωση είναι η υπόθεση των αιρετικών Αρειανών της Πόλεως. Πώς τους απομάκρυνε ο άγιος, αλλά και πως διευθετήθηκε η υπόθεσή τους με την μεσολάβηση του αγίου. 27) Εν τω μεταξύ ο άγιος συνέχιζε απρόσκοπτα τις καυστικές ομιλίες του, των οποίων η αυθεντία σφραγιζόταν κατά την τέλεση της θείας Λειτουργίας με την φανέρωση (στην Αναφορά) του Παναγίου Πνεύματος (!), όπως έλεγαν πολλοί μάρτυρες. 28) Η αυθεντία του αγίου ποιμένα τονίζεται και σε μια άλλη εκπληκτική ιστορία πού αναφέρει σαν παράδειγμα ο συναξαριστής. Είχε ο άγιος μεταστρέψει στην ορθόδοξη πίστη ένα Μακεδονιανό αιρετικό που δεν πίστευε στην θεότητα του αγίου Πνεύματος, όχι όμως και την γυναίκα του η οποία προσπάθησε να αποδείξει στον άνδρα της ότι δεν υπήρχε διαφορά ανάμεσα στην θεία κοινωνία των Ορθοδόξων και των Μακεδονιανών. Ήλθε λοιπόν στην θεία Λειτουργία των Ορθοδόξων με τον άνδρα της προφασιζόμενη ότι είχε δεχθεί την ορθή πίστη και όταν της πρόσφερε ο άγιος τον «θείον άρτον» εκείνη τον έκρυψε και τον αντικατέστησε με ένα άλλον καθαγιασμένον από τους Μακεδονιανούς. Όταν όμως τον έβαλε στο στόμα της, τότε διαπίστωσε ότι ο δικός της ο άρτος μετατράπηκε σε πέτρα! 29) Μια άλλη περίπτωση που αναφέρει ο συναξαριστής είναι η περίπτωση του Γότθου (μισθοφόρου) στρατηγού Γαϊνά πού ήταν αιρετικός αρειανός και πρόβαλε αξιώσεις για τον εκκλησιασμό των αρειανών στρατιωτών που υπηρετούσαν στον ρωμαϊκό στρατό του Βυζαντίου. Ο άγιος αντιμετώπισε τις αξιώσεις του και τον αποστόμωσε. 30) Τέλος η αυστηρή ποιμαντορία του Ιερού Χρυσοστόμου φαίνεται στην φροντίδα για την κανονική τάξη την οποία προσπάθησε να επιβάλει και πέραν από τα όρια της βασιλεύουσας. Η περίπτωση της καθαιρέσεως του Αντωνίνου Εφέσου και ορισμένων άλλων μικρασιατών επισκόπων του είναι χαρακτηριστική. Η ανάρρηση του Αντωνίνου στον αποστολικό θρόνο της Εφέσου και η όλη μητροπολιτική ποιμαντορία του δεν ήσαν μόνο σιμωνιακή αλλά και καταδυναστευτική, όπως κατέδειξαν οι επτά σοβαρές κατηγορίες πού πρόβαλε εναντίον του στην σύνοδο ο επίσκοπος Ουαλεντινουπόλεως Θεόφιλος. Ο Χρυσόστομος πήγε επί τόπου και επέβαλε την κανονική τάξη – κάτι πού ήταν απαραίτητο αλλά τού στοίχισε ακριβά αργότερα όταν ξέσπασε η κρίση στην εκκλησία και ο διωγμός εναντίον του. 31) Μετά την επιστροφή του στην έδρα του συνέχισε χωρίς υποστολή το συνηθισμένο έργο του, την προστασία των χηρών, την φροντίδα των ορφανών, την βοήθεια στους αδικημένους, την καθοδήγηση όλων στην αρετή, δηλ. στην επιμέλεια της ψυχής, και στο καθημερινό κήρυγμα του θείου λόγου πού έρεε σαν ανοιχτός κρουνός με πλούσιο γάργαρο νερό.

Oμιλίες Iωάννου του Xρυσοστόμου - 1335 μ.Χ. - Mονή Bατοπαιδίου, Άγιον Όρος


 
Β) Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
 
31) Η Κρίση στην Εκκλησία: Το κόστος της συνεπούς και ακέραιης διακονίας του ι. Χρυσοστόμου άρχισε να μεγαλώνει με το ξέσπασμα μιας κρίσης στην εκκλησία πού χαρακτηρίζεται από τον συναξαριστή σαν μια άγρια λαίλαπα. Και η αιτία; Ποια ήταν η αιτία; Ήταν «το πάθος της φιλαργυρίας», πού πολεμούσε ο άγιος και την χαρακτήριζε σαν το «κακοηθέστατο και ανελευθερώτατο των άλλων παθών πάντων». Οι μεγαλόσχημοι δούλοι στο πάθος αυτό ήσαν εκείνοι πού κίνησαν τον πόλεμο και προκάλεσαν την κρίση. Πρώτη στον πόλεμο αυτό ήταν «η πρώτη των εραστών του πλούτου η (βασίλισσα) Ευδοξία», αν και ποτέ δεν αναφέρθηκε ο άγιος σε αυτήν ή σε άλλους προσωπικά όταν έλεγχε την φιλαργυρία γενικά. Εκείνη όμως που άκουγε το λόγια του τα έπαιρνε προσωπικά. Πως λοιπόν άρχισε ο πόλεμος εναντίον του αγίου ποιμένα;
 
31) Η αντιπαράθεση της Βασίλισσας Ευδοξίας και του ιερού Χρυσοστόμου: Η αρχή της αντιπαράθεσης ήταν η περίπτωση του Πατρίκιου Θεοδέριχου του οποίου την περιουσία προσπάθησε να δημεύσει και να προσεταιρισθεί η βασίλισσα Ευδοξία. Του ζήτησε να την δανείσει χρήματα για κοινωνικούς (ανθρωπιστικούς) σκοπούς. Αυτός αρνήθηκε και κάτω από τις πιέσεις της βασίλισσας κατέφυγε στον άνθρωπο του Θεού. Ο άγιος λύτρωσε τον Πατρίκιο με την επέμβασή του και εκείνος τότε αφιέρωσε τον πλούτο του στην Εκκλησία. Τότε επενέβη η Ευδοξία και κατηγόρησε τον άγιο ότι ήταν εκείνος φιλοχρήματος. Και ο άγιος την ανταπάντησε ότι η δωρεά του Πατρικίου δόθηκε στον Χριστό. Εκείνον θα λυπήσεις και τον εαυτόν σου θα βλάψεις αν αντισταθείς σε αυτήν την δωρεά. «Τούτο πρώτον τη Ευδοξία σπέρμα της προς αυτόν (τον Χρυσόστομον) απεχθείας», σημειώνει ο συναξαριστής. 32) Μια άλλη περίπτωση αντιπαράθεσης συνδέεται με κάποια χήρα Καλλιτρόπη που κατοικούσε στην Αλεξάνδρεια και έπεσε θύμα του Αυγουστάλιου (Ρωμαίου Διοικητού) Παυλακίου. Εκείνη τον πηγαίνει σε δίκη στην βασιλεύουσα και εκείνος μετατρέπει την δίκη σε βάρος της. Τότε προσφεύγει η Καλλιτρόπη στη βασίλισσα, και εκείνη χρησιμοποιεί την περίσταση για να εισπράξει χρήματα (Ταύτα η φιλοχρήματος εκείνη και ανελεύθερος και χρυσώ ζώσα, χρυσόν ορώσα, χρυσόν πνέουσα, χρυσόν νυκτός και μεθ’ ημέραν φανταζομένη»)! Η τελευταία επιλογή της χήρας είναι «ο πάντων λιμένας», ο άγιος στον οποίον και καταφεύγει. Ο άγιος ποιμένας ζητά από την βασίλισσα να επιστρέψει τα χρωστούμενα στην χήρα. Η Ευδοξία του ζητάει να μην ανακατευτεί στην υπόθεση. Εκείνος επιμένει, και εκείνη στέλνει δύο εκατόνταρχους να τον συλλάβουν. Εκείνοι σπεύδουν να εκτελέσουν την βασιλική εντολή, βλέπουν όμως όραμα ταξιάρχη αγγέλου που τους προειδοποιεί ότι προστατεύει τον άγιο! Η Ευδοξία δεν έχει άλλη επιλογή. Υποχωρεί. Χρησιμοποιεί όμως άλλο μέσο. Στέλνει τον Φρουμέντιο να τον μεταπείσει. Ο άγιος παραμένει αμετακίνητος, αλλά μεσολαβεί για να πάρει η χήρα τελικά το οφειλόμενο!33) Η βασίλισσα αντεπιτίθεται. Στέλνει μήνυμα στον άγιο να περιορισθεί στα εκκλησιαστικά και να μην αναμιγνύεται στα πολιτικά. Εκείνος της απαντά ότι δεν ανακατεύεται, αλλά απλά ελέγχει την αδικία, επιτιμά και παρακαλεί, γιατί αυτός είναι ο ρόλος του επισκόπου. Ο επίσκοπος οφείλει να διδάσκει εναντίον των παθών, όπως η φιλαργυρία και να υποστηρίζει το δίκαιο. Η Ευδοξία αποφασίζει να εξοντώσει τον άγιο. Πώς; Κινεί εναντίον του κληρικούς και λαϊκούς, αυλικούς και γυναίκες. Οι θερμότεροι εταίροι αγωνιστές ήσαν ο πατριάρχης Θεόφιλος Αλεξανδρείας και οι Αντιοχειανοί επίσκοποι, Ακάκιος Βερροίας, Αντίοχος Πτολεμαΐδος, και ο Σεβηριανός Γαβάλων. Επίσης 2 πρεσβύτεροι και πέντε διάκονοι. Με άλλα λόγια χρησιμοποιεί η βασίλισσα συμμορία και συνομωσία.
 
34) Ο αρνητικός ρόλος του Θεοφίλου Αλεξανδρείας: Η αντιπαράθεση του Θεοφίλου με τον Χρυσόστομο έχει βαθιές ρίζες, τις οποίες παρουσιάζει ο συναξαριστής. Αρχίζει με την διαμάχη του Θεοφίλου με δύο καταξιωμένους ιερείς του, τον Πέτρο και τον Ισίδωρο. Ο Θεόφιλος κατηγόρησε τον πρώτο ότι δέχτηκε μια Μανιχαία (αιρετική) γυναίκα σε κοινωνία. Ο Πέτρος υποστήριξε ότι η γυναίκα αυτή είχε μεταστραφεί στην Ορθοδοξία και έφερε σαν μάρτυρά του τον Ισίδωρο πού είχε χειροτονήσει ο μ. Αθανάσιος. Ο Θεόφιλος καθαίρεσε τον Πέτρο χωρίς λόγο και ζητούσε δικαιολογία για να τιμωρήσει τον Ισίδωρο. Η αφορμή δόθηκε όταν έλαβε ο Ισίδωρος 1000 χρυσά από την Θεοδότη την αδελφή του Υπάρχου Θεοδώρου για φιλανθρωπικούς σκοπούς με την παράκληση να μην μάθει τίποτε για αυτό ο Θεόφιλος που θα χρησιμοποιούσε τα χρήματα αυτά για κτίρια. Όταν πληροφορήθηκε περί τούτου ο Θεόφιλος τότε σχεδίασε την τιμωρία του Ισιδώρου. Τον κατηγόρησε γραπτώς στην σύναξη των πρεσβυτέρων ότι είχε περιπέσει στην ασέλγεια των σοδομιτών. Ο Ισίδωρος που ήταν 80 χρονών ζήτησε να παρουσιαστεί μάρτυρας. Ο Θεόφιλος πλήρωσε 15 χρυσά σε κάποιο νέο για να ψευδομαρτυρήσει με μέσο την αδελφή του. Ο νέος αυτός το είπε στην μητέρα του και η μητέρα του στον Ισίδωρο. Ο Ισίδωρος κατέφυγε στο θυσιαστήριο, αλλά ο Θεόφιλος τον απόβαλε. Έτσι άφησε την ενορία του και γύρισε στο μοναστήρι του στην Νιτρία όπου ήταν και πριν ως νέος. Αλλά ούτε και εκεί θα έμενε ήσυχος ο Ισίδωρος γιατί και εκεί θα τον καταδίωκε (λέγει ο συναξαριστής) ο Θεόφιλος, η μάλλον ο εχθρός και πολέμιος πάντων (ο διάβολος) δια αυτού (του Θεοφίλου). Πως έγινε αυτό; Η αφορμή ήταν κάποιο ζήτημα που είχε τότε ανακύψει στα μοναστήρια της Αιγύπτου.
 
35) Ωριγενισμός και ανθρωπομορφιανισμός: Το ζήτημα αυτό αφορούσε στο κατά πόσον θα μπορούσε να γίνει παραδεκτός ο ανθρωπομορφιανισμός της θεολογίας της Παλαιάς Διαθήκης, δηλ. αν ο Θεός έχει ανθρώπινη σωματική μορφή, η όχι. Ο Θεόφιλος αποκήρυττε τους ανθρωπομορφιανούς, δηλ. τους απλοϊκούς (αμαθείς) μοναχούς που έλεγαν ότι ο Θεός είχε σωματική ανθρώπινη μορφή. Όταν έμαθαν την στάση του Θεοφίλου αποφάσισαν οι μοναχοί αυτοί να τον εκθρονίσουν. Εκείνος τότε προσπάθησε να ξεγελάσει τούς μοναχούς με λογοπαίγνιο λέγοντάς τους ότι έτσι τους είδε με τον νου του στον Θεό, και έτσι αποσόβησε την οργή τους. Εκείνοι του ζήτησαν να αποκηρύξει ρητά τον Ωριγένη. Εκείνος όμως επαμφοτέριζε, μιλώντας και έτσι και αλλιώς, ενώ όφειλε σαν επίσκοπος να διδάξει ότι ο Θεός είναι ασώματος και η μόνη σωματική μορφή του είναι η ενσάρκωση του Λόγου του. Δηλαδή γίνεται ορατός ο Θεός μόνον δια μέσου της ανθρωπότητας του Χριστού, όχι όμως στην θεότητά του.
 
36) Οι Μακροί Αδελφοί (ηλικιωμένοι μοναχοί): Οι τέσσερις διακεκριμένοι μοναχοί γνωστοί ως Μακροί, ο Διόσκορος, ο Αμμώνιος, ο Ευσέβιος και ο Ευθύμιος είχαν άριστη σχέση με τον Θεόφιλο, ο οποίος τους εκτιμούσε βαθύτατα και τους είχε σαν κόρη των οφθαλμών του και στενούς συνεργάτες του στην Αλεξάνδρεια, όσον καιρό ήταν πραγματικός θεόφιλος (φίλος Θεού). Όταν όμως έγινε φιλάργυρος και φιλόχρυσος τα πράγματα άλλαξαν και έτσι οι μακροί αδελφοί γύρισαν πίσω στην μονή τους. 37)Όταν έμαθε ο Θεόφιλος γιατί γύρισαν στην μονή τους αποφάσισε να τους τιμωρήσει. Τους διέβαλε στους ανθρωπομορφιανούς, λέγοντάς τους ότι ήσαν Ωριγενιστές, δηλ. πίστευαν ότι «τό θείον είναι ασώματον». Εκείνοι ήλθαν στην Αλεξάνδρεια για να απολογηθούν αλλά ο Θεόφιλος τους καταδίκασε και τους απόβαλε («αυτούς τε άμα και τον θείον Ισίδωρον αναθεματίσας αποκηρύττει»). Έπειτα χειροτονεί κάποια ανθρωπάρια και τα χρησιμοποιεί εναντίον των μακρών αδελφών εγχειρίζοντας τους λίβελους εναντίον τους, τους οποίους είχε συντάξει ο ίδιος! 38) Έτσι επάνω σε αυτή τη βάση ζητά ο Θεόφιλος από τον Ρωμαίο Αυγουστάλιο (Διοικητή) να απελάσει τους οσίους άνδρες ως κακοδόξους. Ακολουθεί ο διωγμός των μοναχών και η καταστροφή της μονής τους. Οι ίδιοι ξέφυγαν τον διωγμό γιατί κρύφτηκαν στο φρέαρ της μονής. 39) Στην συνέχεια έρχονται οι όσιοι γυμνοί στην Αλεξάνδρεια. Τους βλέπει και ξεσηκώνεται ο λαός που προβαίνει σε βανδαλισμούς, απαιτώντας την έκδοση και δίκη του Θεοφίλου. Εκείνος κρύβεται από φόβο για την οργή του λαού. Η επέμβαση του άρχοντα σώζει τους οσίους πατέρες. Εκείνοι όμως αποχωρούν στα Ιεροσόλυμα όπου ζητούν την υποστήριξη του επισκόπου Ιεροσολύμων Σιλβανού. Ο Θεόφιλος το μαθαίνει και γράφει αμέσως στον Σιλβανό να μην τους δεχθεί χωρίς την δική του συγκατάβαση ούτε εκκλησιαστικά ούτε ιδιωτικά. Γι αυτό και εκείνοι αποφάσισαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους από τα Ιεροσόλυμα στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσουν εκεί το δίκιο τους. Με την άφιξή τους εκεί προσέρχονται στον γλυκό και ελεήμονα ποιμένα, αναφέροντάς του τα όσα υπέστησαν. Ο άγιος πληροφορείται τα πάθη τους και τους επιτρέπει να μείνουν στον ναό της αγίας Αναστασίας χωρίς όμως να κοινωνούν στα άχραντα μυστήρια πρίν κριθεί εκκλησιαστικά και επίσημα η περίπτωσή τους.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος


 
40) Χρυσόστομος, Μακροί αδελφοί και Θεόφιλος: Ακολουθεί το γράμμα του Χρυσοστόμου στον Θεόφιλο με το οποίο του ζητά να συγχωρήσει τους μοναχούς. Ο Θεόφιλος όμως αγνοεί την έκκληση του Χρυσοστόμου και καταγγέλλει τους μακρούς αδελφούς στον βασιλιά, στέλνοντάς του λίβελους που είχε έντεχνα συλλέξει εναντίον τους. Οι μοναχοί με την σειρά τους υποβάλλουν τα δικά τους γράμματα στον άγιο. Εκείνος γράφει πάλι στον Θεόφιλο, που καταλαμβάνεται από μανία εναντίον του αγίου. Τον εγκαλεί με πικρόχολο γράμμα ότι δεν έχει δικαίωμα να δικάζει υπερόρια, παραβαίνοντας τους κανόνες της Συνόδου της Νίκαιας (325) και να ανακατεύεται σε υποθέσεις που αφορούν την εκκλησία του. Τότε αναγκάζονται οι μοναχοί να γράψουν υπομνήματα στον βασιλιά για την υπόθεσή τους. Ο βασιλιάς γράφει στον άρχοντα της Αλεξάνδρειας και του ζητά να στείλει τον Θεόφιλο στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης γράφει και στον Ιννοκέντιο Ρώμης να στείλει αντιπροσώπους για να ασχοληθούν με την διαμάχη του Θεοφίλου με τους μοναχούς της Νιτρίας. Οι συκοφάντες ομολογούν στις αρχές ότι όλα αυτά είναι κατασκευάσματα του Θεοφίλου. Εκείνος για να αποφύγει την φυλάκιση επανέρχεται στο ίδιο τέχνασμα. Δωροδοκεί τους άρχοντες! Διαδίδει επίσης ότι ο Ιωάννης έδωσε κοινωνία στον Διόσκορο. Έτσι πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη όχι για να κριθεί αλλά για να κρίνει! Πηγαίνει με πολλούς επισκόπους και πείθει τον Επιφάνιο Κύπρου να γράψει στον Ιωάννη να απόσχει από τα βιβλία του Ωριγένη. Ο άγιος διαβλέπει τις ραδιουργίες αλλά εμπιστεύεται τον εαυτόν του στον Κύριο.
 
41) Χρυσόστομος και Ευδοξία: ο αμπελώνας της χήρας του Θεογνώστου. Ο Θεόγνωστος ήταν άρχοντας πού τον διέβαλαν στον βασιλιά και δήμευσαν την περιουσία του. Αποβλήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά πέθανε καθ’ οδό προς τον προορισμό του. Η χήρα γυναίκα του απευθύνθηκε στον Μέγα Ποιμένα. Ο Μέγας με την σειρά του την φροντίζει και την προστατεύει συνδέοντάς την με ξενώνα της Εκκλησίας. Η Ευδοξία όμως την προκαλεί και την εμπλέκει σε νέα περιπέτεια. Προσπαθεί να της πάρει τον αμπελώνα της. Επεμβαίνει όμως ο άγιος. Τον εγκαλεί η Ευδοξία ότι αγνοεί τους νόμους. Εκείνος πηγαίνει αυτοπροσώπως και μιλάει στην Ευδοξία, ζητώντας της να μην μιμηθεί την γυναίκα του Αχαάβ. Εκείνη έξαλλη εναντίον του προχωρεί σε κκατάσχεση του αμπελώνα της χήρας χωρίς αποζημίωση. Τότε ο Μέγας Ποιμένας ειδοποιεί τους θυρωρούς του ναού να μην επιτρέψουν την είσοδο στην βασίλισσα. 42) Μετά από λίγο στην γιορτή του Σταυρού γίνεται κοσμοσυρροή. Προσέρχεται και η βασίλισσα, αλλά οι θυρωροί δεν της επιτρέπουν την είσοδο, σύμφωνα με την εντολή του Μεγάλου Ποιμένα. Η Ευδοξία αποκαλεί την πράξη αυτή «ύβριν». Ένας από τους παρεστώτες κτυπά με το ξίφος την θύρα του ναού και παραλύει η δεξιά του! Οπότε η Ευδοξία επιστρέφει στα δώματά της. Ο παράλυτος στο χέρι προσέρχεται στον Μέγα Ποιμένα και δηλώνει μετάνοια. Θεραπεύεται ύστερα από νίψη του χεριού του σε λουτήρα σύμφωνα με την οδηγία του αγίου.
 
43) Ο Επιφάνιος Κύπρου και ο Χρυσόστομος: Σύμφωνα με τον Συναξαριστή ο Επιφάνιος ήλθε στην Κωνσταντινούπολη πολύ πριν έλθει ο Θεόφιλος. Ήρθε με τα αντιωριγενικά συγγράμματά του. Δεν ζήτησε να συναντήσει τον Χρυσόστομο γιατί ήταν (κακώς) πληροφορημένος για την στάση του έναντι του ωριγενισμού. Γύρισε παντού στην Πόλη, χειροτόνησε διάκονο και αρνήθηκε την φιλοξενία του Χρυσοστόμου που τον προσκάλεσε. Ο άνθρωπος του Θεού του υπενθύμισε το εκκλησιαστικό έθος ότι όφειλε να καταλύσει μαζί του. Εκείνος του απήντησε ότι θα το έκανε αυτό μόνον εάν καταδίκαζε τον ωριγενισμό. Ο Μέγας του διαμήνυσε ότι το ζήτημα του ωριγενισμού έπρεπε να διερευνηθεί με νηφαλιότητα και όχι με προπέτεια. Εν τω μεταξύ πληροφορήθηκε η Ευδοξία την διαφωνία αυτή των δύο αρχιερέων και προσκαλεί τον Επιφάνιο να συγκαλέσει σύνοδο κατά του αλαζόνα Ιωάννη που δέχεται κάποιο αντιεκκλησιαστικό δόγμα. Μάλιστα τού διαμήνυσε τα εξής: «Σοι των εκκλησιών πασών την αρχήν δίδωμι και αξιώ σύνοδον κατ’ αυτού εγείραι και του θρόνου, καθάπερ εστί δίκαιον, καθελείν». Με τα λόγια αυτά έδειχνε τον θυμό της. Η απάντηση του Επιφανίου ήταν αποστομωτική. «Τέκνον, εάν ο Ιωάννης κατηγορηθεί για αίρεση και δεν προσέλθει αν κληθεί, η αντίθετα εάν αποδείξει ότι είναι καθαρός από αυτήν, ή και εάν ακόμη μετανοήσει για την αίρεση αυτή δεν μπορώ να τον καταδικάσω γιατί η βασιλεία δεν κρίνει την ιεροσύνη. Επίσης, οι βασιλείς πρέπει να είναι αμνησίκακοι. Τότε η Ευδοξία από τη μεγάλη λύπη της ξεστόμισε κάτι τελείως παράλογο και επικίνδυνο! «Αν ο Ιωάννης δεν κατακριθεί για την υπεροψία του, τότε θα διατάξω να ανοιχθούν οι ναοί των ειδώλων και να αναβιώσει η ειδωλολατρία». Στο σημείο αυτό εύλογα διερωτάται ο συναξαριστής: «Τι περισσότερο έκανε η Ηρωδιάδα όταν πίστεψε στον θάνατο του άλλου εκείνου Ιωάννη»; Βέβαια η διαφορά ανάμεσά τους έχει να κάνει με τα πάθη τους. Η Ηρωδιάδα είχε το πάθος της ακολασίας. Η Ευδοξία όμως είχε το πάθος της πλεονεξίας. Και οι δυο τους αρνήθηκαν τον έλεγχο και επιδίωξαν την απαλλαγή. Ωστόσο ο Επιφάνιος που κατάλαβε πόσο απαράδεκτα ήταν όλα αυτά είπε τότε: «Εγώ δεν έχω απολύτως καμιά θέση σε μια τέτοια κρίση». Έτσι αποχώρησε για την έδρα του. Κατά τον συναξαριστή είναι μάλλον ψεύτικη η φήμη, ότι συναίνεσε και αυτός στην καθαίρεση του Χρυσοστόμου. Αλλά ούτε και ο Χρυσόστομος τα γνώριζε αυτά. Και έτσι ίσως να έγινε τούτο κατά θεία οικονομία, για να φανερωθεί κάτι άλλο, η πατερική αυθεντία και αγιότητα και η δική του και η του Επιφανίου. Ίσως να ευχήθηκαν ο ένας στον άλλο να μην ξαναγυρίσουν ζωντανοί στο θρόνο τους, το οποίο και έγινε! Απεβίωσαν και οι δύο εκτός έδρας και έτσι, ή αυτό ήταν θεία οικονομία γιατί φανερώνει ότι ήσαν και οι δυο τους άγιοι για αυτό και εκπληρώθηκε η επιθυμία τους , ή μπορεί να ήταν και μια κακιά φήμη για κάτι που ποτέ δεν έγινε.
 
44) Ο Θεόφιλος στην Κωνσταντινούπολη: Λίγο αργότερα έρχεται ο Θεόφιλος στην Κωνσταντινούπολη με πολλούς επίσκόπους κατά πρόσκληση της Ευδοξίας. Συγκεντρώνεται πλήθος από κακούς ανθρώπους πού ήθελαν την καθαίρεση του σοφού ποιμένα. Ποιοι ήσαν αυτοί; Αμαρτωλές ψυχές, ένοχοι τους οποίους είχε αποδείξει ανάξιους για την ιεροσύνη η αδέκαστη γνώμη του Ιωάννη. Συναντήθηκαν μυστικά με την Ευδοξία, αντάλλαξαν δώρα και συνωμότησαν εναντίον του αγίου. Έβαψαν τις ψυχές τους με το αίμα αθώου, χωρίς να απλώσουν τα χέρια τους επάνω του και χωρίς να μάθει τίποτε ο βασιλιάς Αρκάδιος. Βρήκαν λοιπόν την αφορμή που ζητούσαν, χωρίς όμως να υπάρχει καμιά αλήθεια σε αυτήν. Κήρυττε ο Μέγας Ποιμένας για τους ιερείς του αίσχους που έφαγαν στο τραπέζι της Ιεζάβελ, όπως λέγει ο Ηλίας στο βιβλίο των Βασιλειών (Γ΄, 18:1συν). Πήραν τα λόγια του ο Θεόφιλος και η συμμορία του και τα μετέφεραν στον βασιλιά, ερμηνεύοντάς τα ότι δήθεν αναφέρονταν σ’ αυτούς και στην βασίλισσα. Λυπάται ο βασιλιάς και ενδίδει στο αίτημα της καταδίκης του αγίου που του είχε υποβληθεί. Έτσι ετοιμάζεται σύνοδος με τους αντιφρονούντες. Δύο διάκονοι που είχαν καθαιρεθεί από τον άγιο, ο ένας για μοιχεία και ο άλλος φόνο, αποκαθίστανται στον βαθμό τους και δίνουν ψεύτικους λίβελους διαβολών κατά του Πατριάρχη.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, 1894 μ.Χ. - Φανάρι, Κωνσταντινούπολη



 
Η ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΙ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΞΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
 
45) Η ψευδοσύνοδος στη Δρύ και η πρώτη εξορία του Χρυσοστόμου: Γίνεται σύναξη στην Δρύ (403), στον αγρό του Ρουφίνου κοντά στην Χαλκηδόνα, όπου έρχεται ο Θεόφιλος και οι Αντιοχειανοί επίσκοποι, Σεβηριανός, Ακάκιος και Αντίοχος. Ο Χρυσόστομος είχε 40 επισκόπους με το μέρος του που απορούσαν πώς ήταν δυνατόν ο Θεόφιλος που είχε κληθεί στην Πόλη για να κριθεί, πέτυχε να μεταπείσει τους άρχοντες και να ποζάρει σαν κριτής των άλλων. Τους έλεγε όμως ο Χρυσόστομος να μην μικροψυχούν γιατί στην βασιλεία των ουρανών εισέρχεται κανείς ύστερα από πολλές θλίψεις. Έλεγε επίσης ότι κανείς δεν πρέπει να αφήσει την Εκκλησία για χάρη του. Ζητά μόνον να τον μνημονεύουν στις προσευχές τους. Ζητά επίσης να μην διακόψουν την κοινωνία, για να μην γίνει σχίσμα, όχι όμως να υπογράψουν την καθαίρεσή του, γιατί δεν είχε κάνει κανένα παράπτωμα. Ακολουθεί η κλήση του να παρουσιασθεί στη σύνοδο και να απολογηθεί για τούς λίβελους που έχουν κατατεθεί εις βάρος του. Τον καλούν απλά σαν Ιωάννη και όχι σαν αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Ο Χρυσόστομος στέλνει αντιπροσωπία τριών επισκόπων και δύο πρεσβυτέρων (όπως αναφέρει η επιστολή του προς τον πάπα Ρώμης Ιννοκέντιο), τονίζοντας ότι δεν αποφεύγει την κρίση αλλά τον δηλωμένο εχθρός και φανερό πολέμιο, και ότι δεν μπορεί κανονικά να δικάζει ο εξ Αιγύπτου τους εν Θράκη επισκόπους. Ο Θεόφιλος όμως συνέχισε την αντικανονική διαδικασία εναντίον του. Κακοποίησε τους απεσταλμένους του Χρυσοστόμου χωρίς να σεβαστεί την ιερατική τους ιδιότητα. Έπειτα ειδοποίησε τον βασιλιά ότι επειδή αρνήθηκε ο Χρυσόστομος να προσέλθει στην σύνοδο και να απαντήσει στις σοβαρές κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον του, καθαιρέθηκε σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες και κατά συνέπεια πρέπει το κράτος να τον απελάσει από την Πόλη. Τότε ξεσηκώθηκε ο λαός υπέρ του Χρυσοστόμου με διαμαρτυρίες προς τον βασιλιά εναντίον του Θεοφίλου. Ο άγιος όμως (όπως έγραψε στον Ιννοκέντιο) δέχθηκε να τον απομακρύνουν από την Πόλη αργά το βράδυ για να αποφευχθεί μεγαλύτερο κακό στον λαό, αφού πρώτα δήλωσε ότι ζητούσε να συγκληθεί κανονική σύνοδος για να εξετάσει τα άτοπα συμβάντα. Τον αποβίβασαν πέρα από το στόμιο της Προποντίδας, στην Πραίνετο. Ωστόσο γράφει ο Θεόφιλος στον Ιννοκέντιο για να τον ενημερώσει σχετικά με την καθαίρεση. Επίσης καταδικάζει τον Ηρακλείδη της Εφέσου (που είχε αντικαταστήσει τον σιμωνιακό Αντωνίνο) χωρίς να τον καλέσει να απολογηθεί, και προκαλεί και σωρεία άλλων ατοπημάτων και ταραχών. Ξεσηκώνεται λοιπόν ο κόσμος της βασιλεύουσας εναντίον και εκείνος αναχωρεί κρυφά για την Αίγυπτο για να αποφύγει τον διωγμό. Ταυτόχρονα συμφιλιώνεται με τους Μακρούς Αδελφούς και παραδέχεται τα βιβλία του Ωριγένη τα οποία είχε προηγουμένως απορρίψει.
 
46) Η επιστροφή του Χρυσοστόμου από την πρώτη εξορία του: Τότε πού έγιναν αυτά συνέβη ένα βράδυ να γίνει δυνατός σεισμός στην Πόλη από τον Θεό που δημιούργησε ρήγματα στους βασιλικούς κοιτώνες. Ο λαός το είδε αυτό σαν θεομηνία και φώναζε να ανακληθεί ο άγιος ποιμένας. Αυτό ακριβώς έπραξε ο βασιλιάς. Ανακάλεσε τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο στην θέση του. Έμαθε ο κόσμος για την επιστροφή του στις 13 Νοεμβρίου και κατέκλυσε τους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Ήταν σωστή λαοθάλασσα και τα κύματά της οι υμνωδίες που αναπέμπονταν στον πανάγαθο Θεό. Εκδήλωναν έτσι την λύπη τους γιατί τον στερήθηκαν αλλά και την άκρα ευχαρίστηση τους που επέστρεφε κοντά τους. Ο άγιος έφθασε έξω από την Πόλη, αλλά δεν εισήλθε. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι θα συγκαλούσε ο βασιλιάς κανονική σύνοδο που θα αποφάσιζε συνοδικά για την θέση του. Στο τέλος όμως ενέδωσε στις εκκλήσεις του λαού και των αρχόντων και εισήλθε στην Πόλη όπου και ανέλαβε ξανά τον θρόνο του. Τότε, λέγει ο συναξαριστής, ξαναπήρε η Εκκλησία τον νυμφίο της, λύθηκε το πένθος της, άνθισε και ανέθαλλε γιατί ποτίστηκε από τους ποταμούς των εμπνευσμένων λόγων του. Εντούτοις ο φθόνος δεν έλειψε, αλλά ξαναδυνάμωσε και κατάφερε να εκδιώξει ξανά τον Ποιμένα από το ποίμνιό του! Μα πώς, πώς έγιναν όλα αυτά;


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και σκηνές του βίου του


47) Η δεύτερη εξορία του Χρυσοστόμου (404): Η αφορμή δόθηκε όταν έστησε η βασίλισσα Ευδοξία την ασημένια στήλη του ομοιώματός της κοντά στο ιερό της εκκλησιάς της αγίας Σοφίας και προκάλεσε αναπόφευκτα διάφορες κοσμικές εκδηλώσεις («δημώδεις παιδιαί»). Ο άγιος αποκήρυξε αυτήν την ενέργεια σαν ύβρη, γιατί τα άσματα των εκδηλώσεων αποτελούσαν ανοιχτή αντιπαράθεση στις υμνωδίες και ακολουθίες της εκκλησίας. Η Ευδοξία θεώρησε τα λόγια του ποιμένα ύβρη κατά του προσώπου της. Και το αποτέλεσμα; «Ευθύς ουν σύνοδος εκροτεῖτο πάλιν και βασιλικά προς τούτῳ γράμματα διεπέμποντο, άλλους τε των επισκόπων και τος πρώην ἐπισκόπους μετακαλούμενα». Δεν υπήρχε όμως «εὐπρόσωπος ἀφορμή». Γράφουν στον Θεόφιλο, το Λιβυκό θηρίο, όπως τον αποκαλεί ο συναξαριστής. Εκείνος όμως δεν απαντάει με ευθύτητα. Στέλνει τρεις επισκόπους, οπλίζοντάς τους με τον κανόνα που είχε χρησιμοποιηθεί από τους Αρειανούς κατά του αγίου Αθανασίου. «Εάν κάποιος επίσκοπος ή πρεσβύτερος, δικαίως ή και αδίκως καθαιρεθείς επανέλθει στην εκκλησία από μόνος του χωρίς συνοδική απόφαση δεν έχει πλέον το δικαίωμα να απολογηθεί» (Σύνοδος Εγκαινίων Αντιοχείας). Η εντολή του Θεοφίλου ήταν να απελαθεί ο Χρυσόστομος από τον βασιλιά με βάση αυτόν τον κανόνα, χωρίς να του δοθεί άλλη ευκαιρία να απολογηθεί. Συνάχτηκαν λοιπόν ενώπιον του βασιλιά οι επίσκοποι, και οι κατά (οι τρεις) και οι υπέρ (δέκα), και διαφώνησαν όσον αφορά στον κανόνα αυτόν. Τελικά όμως συμφώνησαν οι μεν για την ισχύ του κανόνα, οι δε ότι δεν μπορούσε να εφασμοσθεί στην περίπτωση του Ιωάννη γιατί δεν είχε καθαιρεθεί από σύνοδο αλλά εξωσθεί από τις πολιτικές αρχές και όχι από σύνοδο.48)Όταν πλησίαζε το Πάσχα (του 404) πείστηκε ο βασιλιάς ότι ο κανόνας ίσχυε και στην περίπτωση του Ιωάννη. Έτσι του ζητά να αποχωρήσει ως καταδικασμένος από δύο συνόδους. Εκείνος αρνείται ευθαρσώς, επικαλούμενος την εκλογή του από τον Θεό. «Εγώ παρά του Θεού και Σωτήρος την Εκκλησίαν επιτραπείς, υποχωρήσαι ταύτης εκών δέδοικα». Του επιτρέπουν να μείνει στην επισκοπή, όχι όμως και να λειτουργεί. Έρχεται το Πάσχα και ζητά ο βασιλιάς την γνώμη της ομάδας του Ακακίου και του Αντιόχου. Τι δέον γενέσθαι; Το αίμα του επάνω μας, είπαν. «Ούτως ερήμην καταψηφίζονται του δικαίου χωρίς λόγο και χωρίς απολογία». Το τι συνέβη μετά, κατά το Μέγα Σάββατο, το διηγείται ο ίδιος ο Μέγας Ποιμένας στην επιστολή του προς τον πάπα Ιννοκέντιο. Ο Λούκιος με τους οπλοφόρους του εκδίωξαν τον λαό από την εκκλησία με βία και τραυματισμούς. Χύθηκε αίμα. Και έτσι εξήλθε ο λαός από την πόλη με τους Ιωαννίτες λειτουργούς του και λειτουργούσαν στα δάση. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι την Πεντηκοστή, οπότε εξοργίσθηκαν οι εχθροί του Μεγάλου Ποιμένα. Έπεισαν τον βασιλιά να τον αποβάλει με βία. Εστάλη το μήνυμα της βασιλικής αποφάσεως και ο Μέγας συγκέντρωσε τους επισκόπους του και τους έδωσε τις τελευταίες υποθήκες του. Ενώ γινόταν αυτό τον ειδοποίησαν ότι ερχόταν ο Λούκιος με στράτευμα. Οι επίσκοποι του ζητούν να φύγει για να μην έλθει ο λαός σε αντιπαράθεση με τον στρατό και προκληθούν αιματηρά επεισόδια. Εκείνος τους αποχαιρετά και υπόσχεται να αποχωρήσει.49) Στην συνέχεια αποχαιρετά την Ολυμπιάδα για την οποία μιλάει ο συναξαριστής διεξοδικά. Ήταν για τον μακάριο Ιωάννη ότι η Θέκλα για τον Παύλο. Μαζί με την Ολυμπιάδα ήσαν και οι άλλες διακόνισσες, η Πρόκλη, η Πενταδία και η Σιλβανή, που έλαβαν τις τελευταίες εντολές και παραινέσεις του αγίου ποιμένα. Έπειτα φεύγει κρυφά από την ανατολική πύλη, γιατί ο κόσμος τον περιμένει στην δυτική. Το μαθαίνει ο λαός και χωρίζονται σε εκείνους που λυπούνται και σε εκείνους που χαίρονται. 50) Τότε όμως συμβαίνει κάτι το τρομερό. Βγαίνει φωτιά από τον επισκοπικό θρόνο στην μεγάλη εκκλησία «ουδεμιάς χειρός αναφθέν»! Φωτιά θεομηνίας πού θύμιζε τον σεισμό της πρώτης έξωσης του αγίου. Καταστρέφεται ο πατριαρχικός ναός και τα γύρω κτίσματα εκτός από τον οικίσκο που φυλάγονταν τα ιερά σκεύη. Αυτό γίνεται, γράφει ο συναξαριστής, όχι για να σωθεί ο χρυσός αλλά για να μην συκοφαντηθεί ο άγιος ποιμένας. Παρόλα αυτά η φωτιά χρεώνεται στους Ιωαννίτες.
51) Τά μετά την εξορία γεγονότα: Έτσι ο Μέγας ἀνθρωπος του Θεού οδηγείται από στρατιώτες στην Κουκουσό της Αρμενίας όπου φθάνει τελικά μετά από 70 μέρες εξοντωτικής πορείας και ταλαιπωρίας! Ο συναξαριστής περιγράφει το μαρτύριο του προσφέροντας αποσπάσματα από της επιστολές του αγίου που έγραφε κατά την πορεία του (επιστολές 118, 120, 121, 234, και 221 ολόκληρη). 52) Στην Κουκουσό τον υποδέχεται ο επίσκοπος Αδελφειός της Αραβισσού όπου υπήρχαν πολλοί ειδωλολάτρες. Του φέρνουν ένα νεαρό παιδί που ήταν παράλυτο για να το θεραπεύσει. Ο άγιος του μιλάει για τον αληθινό Θεό και το καθοδηγεί στην πίστη. Εκείνο πιστεύει, ο άγιος προσεύχεται και το νεαρό παιδί θεραπεύεται. Ακολουθεί μαζική επιστροφή στην χριστιανική πίστη του λαού της περιοχής που βαπτίζεται από τον άγιο, και η χειροτονία 7 επισκόπων, πρεσβυτέρων και διακόνων ύστερα από την και η οργάνωση της εκκλησίας, της κατήχησης και της λειτουργικής.53) Εν τω μεταξύ το μαρτύριο του Ιωάννου περιλαμβάνει και το μαρτύριο των υποστηρικτών και μαθητών του, των λεγομένων Ιωαννιτών. Ο συναξαριστής παρέχει λεπτομέρειες για το πώς ακριβώς έγιναν κοινωνοί των θλίψεων του Μεγάλου ποιμένα και οι συνεργάτες του. Το μαρτύριο αυτό συνδέεται με την στάση και πολιτική των διαδόχων του Ιωάννου στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης περί των οποίων γράφει ο συναξαριστής. 54)Πρώτος διάδοχος είναι ο Αρσάκιος, που ήταν πάνω από 80 ετών όταν χειροτονήθηκε και πατριάρχευσε μόνο για 14 μήνες. 55) Ο επόμενος πατριάρχης ήταν ο Αττικός ο οποίος προέβη σε φοβερά έργα. Απόβαλε τον Ηρακλείδη Εφέσου που είχε αντικαταστήσει τον Αντωνίνο και τοποθέτησε στην θέση του ένα τριβούνο ευνούχο. Καταδίωξε τους Ιωαννίτες και επικρότησε την επιπήδηση στον θρόνο της Αντιόχειας του ιταμού και μοχθηρού Πορφυρίου τον οποίον χειροτόνησαν οι γνωστοί εχθροί του Χρυσοστόμου, ο Αντίοχος, ο Σεβηριανός και ο Ακάκιος, και ο οποίος σαν πατριάρχης προέβη προέβη σε ανήκουστα έκτροπα. 56) Κάτω από τις συνθήκες αυτές οι Ιωαννίτες, επίσκοποι και κληρικοί, στρέφονται στον βασιλιά Ονώριο της Δύσης και στον πάπα Ιννοκέντιο της Ρώμης. Στέλνουν τρεις επιστολές, μία από τους λαϊκούς, μία άλλη από τον κλήρο και μια τρίτη που υπογράφτηκε από 40 επισκόπους. Καταγγέλλουν ότι «κακώς και αθέσμως η δευτέρα τετόλμηται κατά Ιωάννου υπερορία», και ζητούν επιστροφή του αγίου και Σύνοδο στη Θεσσαλονίκη. Η Δύση στέλνει αντιπροσωπεία επισκόπων που μεταφέρει γράμματα και υπομνήματα υπέρ του Χρυσοστόμου και των αιτημάτων των Ιωαννιτών. Ανάμεσά τους είναι και οι Ιωαννίτες επίσκοποι Κυριακός, Δημήτριος, Παλλάδιος και Ευλύσιος.57) Δυστυχώς όμως στην Ελλάδα τους συλλαμβάνουν οι χιλίαρχοι κατ εντολή της παμπόνηρης Ευδοξίας και τους οδηγούν αιχμαλώτους σε φρούριο της Θράκης (στον Αθύρα). Εκεί τους ανακρίνουν, τους παίρνουν τα γράμματα και τα δώρα προς τον βασιλιά Αρκάδιο. Ταυτόχρονα τους προσφέρουν 3000 χρυσά για να αναγνωρίσουν και να κοινωνήσουν με τον Αττικό. Η άρνησή τους να συμβιβαστούν κατέληξε σε βασανισμούς. Ωστόσο κάποιοι άλλοι εμφανίζονται ως δήθεν Ιωαννίτες και αναγνωρίζουν τον Αττικό ζητώντας σαν αντάλλαγμα 3000 χρυσά. Τελικά κατάφεραν οι δυτικοί απεσταλμένοι ύστερα από άλλες αντίξοες περιπέτειες να επιστρέψουν στη Ρώμη μετά από τέσσερις μήνες και να αναφέρουν τα ανήκουστα δεινά στα οποία υποβλήθηκαν από τους εχθρούς του Χρυσοστόμου.
 
58) Τά τελευταία γεγονότα της εξορίας του ιερού Χρυσοστόμου:Στην Κουκουσό ο Χρυσόστομος συνέχισε την ποιμαντική δράση του στο πλάι του Αδελφειού. Κηρύττει, διδάσκει, ιεροπράττει, γράφει επιστολές (τις πιό περίφημες στην Ολυμπιάδα). Συνιστά υπομονή, και εξηγεί ότι κανένα λυπηρό δεινό δεν είναι τόσο τρομερό όσο η αμαρτία. Τά δεινά λοιπόν που υποφέρει κανείς – και τα δικά του τα περιγράφει το κεφάλαιο αυτό με αρκετή παραστατικότητα – είναι πρόσκαιρα και οδηγούν γρηγορότερα στην τελείωση. Η στάση του αυτή εξοργίζει τους εχθρούς του οι οποίοι από φθόνο σχεδιάζουν την εξόντωσή του. Τον στέλνουν με νέα εντολή στηνΑραβισσό όπου υφίσταται νέες συκοφαντίες, αντιπαραθέσεις και κακοπάθειες. Εκείνος όμως παραμένει αήττητος στην προσκόλληση του στην αλήθεια και επιτελεί έργο ποιμαντικής οικοδομής και ενισχύσεως στους πιστούς που τον περιτριγυρίζουν. Ο φθόνος όμως των εχθρών του τους ωθεί να τον στείλουν σε νέα εξορία στην ερημική Πιτιούντα, στα σύνορα της ρωμαϊκής κυριαρχίας που γίνονταν συνεχείς επιδρομές των βαρβάρων.59) Καθώς προχωρούσε στη νέα αυτή δοκιμασία ήταν φανερό ότι το τέλος της ζωής του ήταν πλησίον. Λίγες μέρες πριν γίνει αυτό είδε σε όραμα να τον επισκέπτονται και πάλιν οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης για να τον ενισχύσουν και να τον βεβαιώσουν ότι η τελική νίκη του κατά των δαιμόνων πλησίαζε. Του έδωσαν να φάγει κάτι που υπόδειξαν λέγοντάς του ότι αν το έτρωγε δεν θα χρειαζόταν τίποτε περισσότερο. Εκείνος υπάκουσε και έφαγε χωρίς όμως να εξηγήσει τίποτε για το περιστατικό αυτό πού έγινε γνωστό στο ποσοστό που το άκουσαν οι δύο διάκονοί του που τον ακολουθούσαν μέχρι τέλους και οι οποίοι παρέδωσαν και πολλά άλλα συμβάντα του βίου του εκείνης της περιόδου. Η οδοιπορία συνεχίστηκε ανελέητα κάτω από τις ποιο αντίξοες καιρικές συνθήκες. 60) Η Πιτιούντα ήταν ο τελικός προορισμός. Δεν έφθασε όμως ποτέ εκεί –σύμφωνα με την πρόρρηση του Επιφανίου, όπως παρατηρεί ο συναξαριστής! Έφθασαν στα Κόμανα και έκανα στάση στο μαρτύριο του αγίου Βασιλίσκου πού είχε μαρτυρήσει στο διωγμό του Μαξιμιανού. Το βράδυ του παρουσιάζεται ο άγιος μάρτυρας και του λέγει, ότι αύριο θα είναι και οι δύο τους μαζί («Θάρσει αδελφέ, φάναι και χαίρε, συνάψει γαρ αμφοτέρους η επιούσα»). Παρουσιάζεται και στον νεωκόρο ζητώντας του να ετοιμάσει τόπο για την ταφή του. Την άλλη μέρα οι φρουροί του τον υποχρεώνουν να συνεχίσει την πορεία προς την Πιτιούντα. Εκείνος δυσανασχετεί λόγω του οράματος. Τελικά όμως ο καιρός και η αποπλάνηση των φρουρών από κάποιο χρησμό τούς ξαναγυρίζουν στα Κόμανα, στο μαρτύριο του Βασιλίσκου. Τέλεσε την θεία Λειτουργία, κοινώνησε, διένειμε τα υπάρχοντά του στους μαθητές του και στους πιστούς που ήσαν γύρω του, ακόμη και τα υποδήματά του, είπε την τελευταία του συνηθισμένη ευχή («Δόξα σοι Κύριε πάντων ένεκεν») έκανε το σημείο του σταυρού άπλωσε τα ωραία αποστολικά πόδια του στη γη και έφυγε για το ευλογημένο ταξίδι που θα τον οδηγούσε να δει τον Χριστό, να είναι μαζί με τον Χριστό, και να αγάλλεται αιώνια με την ωραιότητα του Προσώπου του. Η εκδημία αυτή και μετάθεση του αγίου πατέρα συνέπεσε με την ημέρα του Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 –γεγονός που σηματοδοτούσε το ότι ο άγιος είχε σταυρωθεί ολοκληρωτικά για τον κόσμο, ότι δεν είχε κανένα άλλο καύχημά του παρά τον σταυρό του Χριστού, ότι άφησε τον κονιορτό του κάτω κόσμου και μπήκε καθαρός στην ουράνια πολιτεία. 61) Τότε φανερώθηκε περίτρανα και ο πόθος του κόσμου για τον άγιο. Καθώς έτρεξαν τα νέα της εκδημίας του παντού, έτσι έτρεξε και το πλήθος των μοναχών από την Συρία, την Κιλικία, τον Πόντο και την Αρμενία να προσκυνήσει το μακάριο σώμα του που τοποθετήθηκε πλάι στο σώμα του μάρτυρος Βασιλίσκου «εἰς δόξαν Θεού, για την οποίαν εκείνος τα πάντα πάντοτε έπραττε».

Κοίμηση Ιερού Χρυσοστόμου

[Το Μαρτύριο Του Ιερού Χρυσοστόμου Τάραξε Την Εκκλησία Σε Ολόκληρη Την Οικουμένη. Οι Μαθητές Του, Που Αποτελούσαν Πλήθος Επισκόπων, Ιερέων, Μοναχών Και Πιστών, Δεν Αναγνώρισαν Τους Διαδόχους Του. Το Σχίσμα Των Ιωαννιτών Όπως Ονομάζεται Υιοθετήθηκε Και Από Τις Εκκλησίες Της Δύσεως Και Μάλιστα Της Πρεσβυτέρας Ρώμης. Η Άρση Του Έγινε Εν Μέρει Όταν Αναγράφτηκε Στα Δίπτυχα Των Πατριαρχείων Το Όνομα Του Ιερού Χρυσοστόμου – Αντιοχείας (413), Κωνσταντινουπόλεως Και Αλεξανδρείας (417) Και Τελικά Στην Ανακομιδή Των Λειψάνων Του Στην Κωνσταντινούπολη Από Τον Αρχιεπίσκοπο Και Πρώην Μαθητή Του Πρόκλο.]
 
Περιληπτική παρουσίαση υπό  π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΙΟΝ. ΔΡΑΓΑ,Πρωτοπρεσβυτέρου
Πηγή diakonima. gr/

'Οσιος Νείλος ο Μυροβλήτης (12 Νοεμβρίου)

 

ΣΤΟ ΝΟΤΙΟ ἄκρο τῆς χερσονήσου τοῦ Ἄθω, σὲ ἀπόσταση μίας ὥρας περίπου ἀπὸ τὰ Καυσοκαλύβια, πρὸς τὴ Μεγίστη Λαύρα, μέσα σ᾿ ἕνα ἐπιβλητικὰ ἄγριο τοπίο θαυμαστῆς φυσικῆς ὀμορφιᾶς καὶ στὴν κορφὴ ἑνὸς ἀπότομου βράχου, διακόσια πενήντα περίπου μέτρα πάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, κυριολεκτικὰ μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς», βρίσκεται τὸ σπήλαιο τοῦ ὁσίου Νείλου τοῦ μυροβλύτου.




Ὁ ὅσιος Νεῖλος, ποὺ ἀσκήθηκε ἐδῶ, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ «ἀειθαλῆ καὶ πανεύοσμα» κρίνα, ἕνα ἀπὸ τὰ «οὐρανόμηκη καὶ εὐσκιόφυλλα» δέντρα, ποὺ βλάστησαν ἐν ταῖς ὑπωρείαις καὶ ἐν ταῖς κοιλάσι καὶ παραλίοις· τοῦ ἁγιοτόκου Ἄθωνα.

Βλαστὸς τῆς εὐάνδρου Πελοποννήσου, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ἅγιος Πέτρος τῆς Κυνουρίας στὰ τέλη τοῦ 16ου αἰ. Ἀνατράφηκε «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» (Ἐφ. 6:4) ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς γονεῖς του καὶ διδάχθηκε τὰ ἱερὰ γράμματα ἀπὸ τὸν ἐνάρετο καὶ μορφωμένο θεῖο του Ἱερομόναχο Μακάριο. Μὲ τὴ συνετὴ καθοδήγηση καὶ τὶς συμβουλὲς τοῦ τελευταίου, ὁ μικρὸς Νικόλαος Τερζάκης -ἔτσι λεγόταν στὸν κόσμο ὁ ἅγιος- «προέκοπτε σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις» (Λουκ. 2:52).

Πολὺ νωρὶς ὁ σπόρος τοῦ θείου λόγου, ποὺ ἔπεσε «ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλήν» (Ματθ. 13:23), ἔδωσε καρπὸ ἑκατονταπλάσιο. Ἔτσι στὴν ψυχὴ τοῦ Νικολάου ἄναψε ὁ θεῖος ἔρωτας τόσο, ποὺ ἡ ματαιότητα τοῦ κόσμου δὲν μποροῦσε νὰ τὸν κρατήσει πιὰ κοντά της. Ἀκολούθησε, λοιπόν, τὸ θεῖο του στὴν Ἱστορικὴ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μαλεβῆ, ἀνδρῴα τότε, ποὺ βρίσκεται στὰ βόρεια ἀντερείσματα τοῦ Πάρνωνα καὶ χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν 8ο αἰ. Ἐκεῖ, «τῷ ζυγῷ τοῦ Χριστοῦ ὑποσχὼν τὸν αὐχένα», κατὰ τὸν ἱερὸ ὑμνογράφο του, «πρὸς ἀσκητικοὺς ἀγώνας ἀνδρείᾳ ψυχῇ ἀπεδύσατο».

Στὴ μοναχική του κουρὰ πῆρε τὸ ὄνομα τοῦ ὁσίου Νείλου τοῦ Σιναΐτη. Τὸν μεγάλο αὐτὸ νηπτικὸ πατέρα τοῦ 5ου αἰ. μιμήθηκε ὁ συνώνυμός του νέος μοναχὸς στὴν ἄσκηση στὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ὑπακοή, στὴ νηστεία καὶ τὴν ἐγκράτεια, στοὺς κόπους καὶ τὶς κακοπάθειες, στὶς προσευχὲς καὶ τὶς ἀγρυπνίες. Τόσο φλογερὸς ἦταν ὁ ἀσκητικός του ζῆλος, ὥστε λίγο ἀργότερα, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ γέροντά του, ἐγκαταβίωσε σὲ μιὰ σπηλιά, πιὸ πάνω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, γνωστὴ σήμερα μὲ τὴν ὀνομασία «Ἀσκητήριο τοῦ Ἁγίου Νείλου».

Γιὰ τὴν καθαρότητα καὶ τὶς ἀρετές του, ἀξιώθηκε νὰ λάβει, ὅταν ἔφτασε στὴν κατάλληλη ἡλικία, τὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης. Παράλληλα ἔμαθε καὶ τὴν Ἱερὴ τέχνη τῆς εἰκονογραφίας, στὴν ὁποία ἐπιδόθηκε μὲ ἐπιτυχία.

Η μεγάλη σάρα κοντά στο προσκύνημα του Οσίου
Ὁ ἱερομόναχος Μακάριος ἔμεινε δεκαπέντε περίπου χρόνια στὴ Μαλεβή. Ὕστερα, ποθώντας ἡσυχαστικότερη ζωή, ἀνεχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος στὴ διαθήκη του, γραμμένη τὸ 1608, «σπινθὴρ θεῖος κατὰ τὸ συνειδὸς τιτρωσκόμενός μου τὴν καρδίαν οὐκ ἐπαύσατο, ἀλλ᾿ ἀεὶ ἐλεγχόμενος ὑπ᾿ αὐτοῦ διακαῶς εἶχον τὴν καρδίαν μου ἀπαρτίσαι τὸ τῆς ἐμῆς ψυχῆς καταθύμιον, λέγω δὴ τὰ τῆς ἡσυχίας κατορθώματα. Πορευθεὶς γοῦν πρὸς εὕρεσιν τόπου ἐπιτηδείου, ὥστε ἐν ἡσυχίᾳ μονᾶσαι κατὰ μόνας, καὶ περιερχόμενος ἅπαντα τὰ τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους καταφύγιά τε καὶ καταγώγια, ἦλθον καὶ μέχρις ὁρίων τῆς ἁγίας Λαύρας, ἐν οἶς τετυχηκὼς εὗρον χῶρον ἐπιτήδειον, καθὼς ἐβουλόμην, εἰς ἐμὴν οἴκησιν».

Ὁ ἅγιος Νεῖλος ἀκολούθησε τὸν πνευματικό του πατέρα στὸν Ἄθωνα. Πρόσφεραν συμβολικά, ὅπως συνηθίζεται, ἕνα φλουρὶ στὴν κυρίαρχη Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας καὶ ἀγόρασαν τὸν τόπο ἐκεῖνο, ὃς ἐπονομαζόμενος ἦν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τῶν ὁσίων πατέρων Πέτρου τε καὶ Ἀθανασίου». Στὴν περιοχὴ αὐτή, περιοχὴ πανέμορφη ἀλλὰ καὶ πανέρημη ἡ πλησιόχωρη Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων ἱδρύθηκε ἀργότερα, γύρω στὰ 1700, εἶχε ζήσει καὶ ὁ πρῶτος γνωστὸς Ἁγιορείτης ἀσκητής, ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης (8ος αἰ.)

Στην κορυφή των βράχων το
 προσκύνημα του Οσίου Νείλου
«Συχνοῖς ἱδρῶσι καὶ κόποις μεγίστοις· γέροντας καὶ ὑποτακτικὸς ἔσπασαν βράχια, ἔκοψαν ἀγριόδεντρα, ξερίζωσαν πουρνάρια, καθάρισαν ἀπὸ τὰ βάτα καὶ τ᾿ ἀγκάθια τὸν τόπο, ποὺ ἦταν πρὶν τοῖς θηρσὶ μόνοις πρὸς κατοίκησιν πρόσφορος», ἔχτισαν κελλάκια κι ἕνα ναΰδριο ἀφιερωμένο στὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου (σώζονται μέχρι σήμερα στὸ ναΰδριο αὐτὸ ἴχνη τοιχογραφιῶν ποὺ φιλοτέχνησε, κατὰ τὴν παράδοση, ὁ ἅγιος Νεῖλος) καὶ ἐπιδόθηκαν μὲ ἔνθεο ζῆλο στὸν νηπτικὸ βίο.

Πέρασαν μερικὰ χρόνια, καὶ ὁ ἱερομόναχος Μακάριος ἀναχώρησε εἰρηνικὰ γιὰ τὰ οὐράνια σκηνώματα. Ὁ ἅγιος Νεῖλος, μόνος πιὰ ἀλλὰ κατάφορτος μὲ τοὺς ἁγιοπνευματικοὺς καρποὺς τῆς τέλειας ὑποταγῆς, πόθησε τὴν ἡρωικὴ ζωὴ τῆς τέλειας ἡσυχίας. Ὁ πόθος αὐτὸς ἦταν μιὰ φυσικὴ συνέχεια καὶ προέκταση τῶν προηγούμενων πνευματικῶν ἀγώνων του, μὲ τοὺς ὁποίους ἡ ψυχή του εἶχε καθαρθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη.

Ἐκεῖ κοντά, σ᾿ ἕνα φοβερὸ γκρεμό, ὑπῆρχε μιὰ μικρὴ σπηλιά. Μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του κατέβηκε ὁ ἅγιος στὴ σπηλιὰ αὐτή, τὴ διαρρύθμισε κατάλληλα καὶ ἔφτιαξε στὸ βάθος της ἕναν ὑποτυπώδη ναΐσκο, ποὺ τὸν ἀφιέρωσε στὸν ἀπόστολο καὶ εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη τὸ Θεολόγο, τὸν ἀγαπημένο μαθητὴ τοῦ Κυρίου καὶ τὸ παρθενικὸ πρότυπο τῶν μοναχῶν. Τώρα πιά, «τῆς σαρκὸς τὴν πρόνοιαν ὁλοσχερῶς ἀπορρίψας», ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὴ νοερὰ ἐργασία, στὴ θεωρία τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ, καὶ ἀξιώθηκε «ἀεὶ τοῖς νοητοῖς ἐμβατεύειν καὶ συμμετεωροπορεῖν ταῖς θείαις δυνάμεσι» (ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης).
Στο σπήλαιο του Οσίου Νείλου

Ἀγνοούμενος ἀπ᾿ ὅλους καὶ ἀποκομμένος ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη ἐπαφὴ δὲν ἐπικοινωνοῦσε παρὰ μόνο μ᾿ ἕναν μοναχό, ποὺ τοῦ ἔφερνε τὴ λιτὴ ἀσκητική του τροφὴ καὶ τὸν βοηθοῦσε στὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας, ἀγωνίστηκε νικηφόρα, «ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. 17:21), ἐναντίον τῶν δαιμόνων, ποὺ τὸν πολέμησαν λυσσαλέα, μοναδικὴ ἀλλὰ καὶ ὑπέρτατη παρηγοριὰ ἔχοντας τὴ νοερὴ καὶ καρδιακὴ κοινωνία μὲ τὸν Ἰησοῦ.

Στὸ ἀπόκρημνο ἐκεῖνο ἀσκητήριο ἔζησε ὁ ἅγιος, ἔγκλειστος καὶ ἀφανής, ὡς τὴν κοίμησή του, στὶς 12 Νοεμβρίου τοῦ 1651, τὴν ἡμέρα ἀκριβῶς ποὺ τιμᾶται ἡ μνήμη καὶ τοῦ προστάτη τοῦ ὁσίου Νείλου τοῦ Σιναΐτου. Τὸ ἅγιο σκήνωμά του ἐνταφιάστηκε μπροστὰ στὸ σπήλαιο ἀπὸ τὸ μοναχὸ ποὺ τὸν ἐπισκεπτόταν.

Μετὰ τὴν κοίμησή του ὁ Θεὸς τὸν δόξασε μὲ τὸ χάρισμα τῆς μυροβλυσίας. Ἀπὸ τὸν τάφο του ἄρχισε νὰ ἀναβλύζει εὐῶδες ἁγίασμα, ποὺ σχημάτιζε μικρὸ ρυάκι καὶ ἔφτανε ὡς τὴ θάλασσα.

Οἱ χριστιανοὶ δὲν ἄργησαν νὰ πληροφορηθοῦν τὸ θαυμαστὸ γεγονός. Ἔτσι, ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν ὡς ἐδῶ μὲ πλοῖα καὶ νὰ παίρνουν σὲ δοχεῖα τὸ μύρο, μὲ τὸ ὁποῖο πολλοὶ ἄρρωστοι θεραπεύθηκαν θαυματουργικά.

Στο σπήλαιο του Οσίου Νείλου
Ἡ συρροὴ ὅμως τῶν πιστῶν στὸν τόπο αὐτὸ ἔγινε ἀντιληπτὴ ἀπὸ τοὺς πειρατές, πού, ὅπως εἶναι γνωστό, λυμαίνονταν τὴ Μεσόγειο στὰ χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ἐπανειλημμένα, λοιπόν, ἔπεσαν ἐπάνω στοὺς ἀνύποπτους χριστιανούς, καί, ἀφοῦ τοὺς λήστεψαν, ἄλλους σκότωσαν καὶ ἄλλους αἰχμαλώτισαν, γιὰ νὰ τοὺς πουλήσουν στὰ σκλαβοπάζαρα τῆς Ἀνατολῆς.

Ἡ κατάσταση αὐτὴ προκάλεσε μεγάλη θλίψη καὶ ταραχὴ στοὺς ἀσκητὲς τῆς περιοχῆς, ποὺ ζήτησαν τὴν ἐπέμβαση τοῦ θαυματουργοῦ συνασκητῆ τους ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτη (+1730).

Ὁ ὅσιος στάθηκε ἀπέναντι ἀπὸ τὸ σπήλαιο καὶ προσευχήθηκε θερμά. Εἶπε: «Ἅγιε Νεῖλε, ἐσὺ ποὺ ἤσουνα στὴ ζωή σου τόσο ταπεινὸς καὶ ἥσυχος, γιατί τώρα ἐπιτρέπεις νὰ γίνονται τέτοιες ἀκαταστασίες καὶ ἀνωμαλίες σὲ βάρος εὐσεβῶν ἀνθρώπων; Δὲν πρόλαβε ν᾿ ἀποσώσει τὰ λόγια του ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, καὶ ἡ ροὴ τοῦ μύρου σταμάτησε!»

Στὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν, χρόνια μαύρης σκλαβιᾶς, τὸ Ἅγιον Ὄρος γνώρισε μεγάλες περιπέτειες καὶ ἀλλεπάλληλες ἐρημώσεις, πού, σὲ συνδυασμὸ καὶ μὲ τὴ διακοπὴ τῆς μυροβλυσίας, συνετέλεσαν στὸ νὰ ἐγκαταλειφθεῖ τὸ σπήλαιο καὶ νὰ λησμονηθεῖ τὸ ἀκριβὲς σημεῖο τῆς ταφῆς τοῦ ἁγίου Νείλου. Ὡστόσο , καὶ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου, ἡ γύρω περιοχὴ κατοικήθηκε κατὰ διαστήματα ἀπὸ φιλέρημους ἀσκητές, ὅπως φανερώνουν τὰ πολυάριθμα ὁμόλογα* ποὺ σώζονται στὴ Μεγίστη Λαύρα (1653 κ.ε.).






Τὸ σημερινὸ Κελλί**, πενήντα μέτρα δυτικὰ τοῦ ναϋδρίου τῆς Ὑπαπαντῆς, ἔχει ναὸ ἀφιερωμένο στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἀνακαινίστηκε τὸ 1745 ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο Πελάγιο καὶ οἰκοδομήθηκε πάλι μεγαλύτερος μετὰ τὸν καταστρεπτικὸ σεισμὸ τῆς 26ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1905.




Στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰ. ὁ ἅγιος Νεῖλος ἐμφανίστηκε σὲ κάποιον Καυσοκαλυβίτη μοναχὸ Θεοφάνη, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, καὶ τὸν θεράπευσε θαυματουργικὰ ἀπὸ βαρειὰ καὶ ἀνίατη ἀσθένεια***.




Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔγινε γνωστὸ σ᾿ ὅλη τὴν περιοχή, καὶ ἀπὸ τότε πολλοὶ μοναχοὶ ἄρχισαν νὰ ἔρχονται στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεως τοῦ ἁγίου. Τὸ παλαιὸ μονοπάτι, ποὺ ἦταν κλεισμένο ἀπὸ τοὺς θάμνους, ἀνοίχτηκε πάλι καὶ καθαρίστηκε , τὸ σπήλαιο συγυρίστηκε καὶ εὐτρεπίστηκε, ἡ θεία Λειτουργία ἄρχισε νὰ τελεῖται τακτικὰ στὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἀπὸ τὴ συνοδία τοῦ Κελλιοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Μάλιστα οἱ Καυσοκαλυβίτες πατέρες ἀποφάσισαν νὰ χτίσουν ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὴν ἄκρη τοῦ βράχου, ἕναν μικρὸ ναὸ ἀφιερωμένο στὸν ἅγιο Νεῖλο. Καθώς, λοιπόν, ἔσκαβαν γιὰ ν᾿ ἀνοίξουν τὰ θεμέλια, στὶς 7 Μαΐου τοῦ 1815, μὲ ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ συγκίνηση βρῆκαν τὸν τάφο καὶ τὰ τίμια λείψανα τοῦ ἁγίου, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ξεχυνόταν ἄῤῥητη εὐωδία.

Ἀπεσταλμένοι τῆς Μεγίστης Λαύρας, ποὺ εἰδοποιήθηκε ἀμέσως, παρέλαβαν μὲ πολλὴ εὐλάβεια τὰ πανεύοσμα ὁσιακὰ ὀστᾶ καὶ τὰ μετέφεραν στὸ μοναστήρι. Ἐκεῖ τὰ ὑποδέχθηκαν ἐπίσημα, μὲ κωδωνοκρουσίες, λαμπάδες καὶ θυμιάματα, ὅλοι οἱ Λαυριῶτες πατέρες, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἐξόριστο τότε στὸ Ἅγιον Ὄρος ἐθνοϊερομάρτυρα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ἅγιο Γρηγόριο τὸν Ε´ (+1821). Ἡ κάρα τοῦ ὁσίου τοποθετήθηκε σὲ πολύτιμη λειψανοθήκη καὶ ξεχωρίζει μέχρι σήμερα, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ἅγια λείψανα τῆς Μονῆς, γιὰ τὴ θαυμάσια εὐωδία της. Στὸ Κελλὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου δόθηκε «χάριν εὐλογίας, ἡ ἱερὰ αὐτοῦ σιαγών, ἔχουσα ἐπάνω αὐτῆς ἕνα ὀδόντα, νὰ διαμὲνῃ ἐκεῖσε ὡς ἀφιέρωμα ἀναπόσπαστον εἰς αἰώνα τὸν ἅπαντα» (ὁμόλογο 1-8-1818).

Κατὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου ἔγιναν πολλὲς θαυματουργικὲς θεραπεῖες ἀσθενῶν, ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ ποικίλα νοσήματα.

Σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα τὸ ὁσιακὸ μνῆμα καλλωπίστηκε, ὁ ναὸς τοῦ ἁγίου κτίστηκε δίπλα του καὶ μιὰ πέτρινη σκάλα κατασκευάστηκε, γιὰ νὰ διευκολύνονται οἱ προσκυνητὲς στὴν κατάβασή τους πρὸς τὸ σπήλαιο.

Ἀπὸ τότε, τόσο ὁ τάφος ὅσο καὶ ἡ σιαγόνα τοῦ ἁγίου ἐκπέμπουν ἀνὰ καιροὺς πλούσια εὐωδία.

Τὸ φελόνι καὶ τὸ πετραχήλι τοῦ ἁγίου, ποὺ κι αὐτὰ εὐωδιάζουν, φυλάσσονταν μέχρι τὶς μέρες μας στὸ Κελλὶ τῆς Κοιμήσεως, ἀλλὰ ὁ τελευταῖος μοναχὸς τῆς παλαιᾶς συνοδείας, γερο-Μεθόδιος (+1993), τὰ παρέδωσε στὴ Μεγίστη Λαύρα γιὰ περισσότερη ἀσφάλεια.

Ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Νείλου ἑορτάζεται στὶς 12 Νοεμβρίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του. Στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅμως πανηγυρίζεται λαμπρὰ στὶς 7 Μαΐου, ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων του.

Στὸν ἅγιο Νεῖλο εἶναι ἀφιερωμένοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ναΐσκο δίπλα στὸν τάφο του, καὶ ἄλλοι τρεῖς ναοί: Ἕνα παρεκκλήσι στὴν Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Μαλεβῆς Κυνουρίας (τὸ κελλὶ τοῦ ὁσίου), ἄλλο ἕνα στὸ μετόχι τῆς Μονῆς στὴν Τρίπολη, καθὼς καὶ ἕνας μεγαλόπρεπος ἐνοριακὸς ναὸς στὸν Πειραιᾶ, στὴν περιοχὴ τοῦ Χατζηκυριακείου.

Εἴθε οἱ πρεσβεῖες τοῦ μυροβλύτη καὶ θαυματουργοῦ ὁσίου πρὸς τὸν παντοδύναμο καὶ φιλάνθρωπο Κύριο νὰ χαρίσουν σὲ ὅλους μας τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

κδοση Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς
© 2002, Ἱερὸν Κελλίον Ἁγίου Νείλου, Ἅγιον Ὄρος

* Ο Ιερός Ναός Αγίου Νείλου του Μυροβλύτου βρίσκεται στο Χατζηκυριάκειο του Πειραιά
Το 1928 μ.Χ. με πρωτοβουλία της Ελένης Μαμάη το γένος Λυμπέρη, μόνιμης κάτοικος Πειραιώς με καταγωγή από το χωριό Άγιος Πέτρος στην Κυνουρία (ιδιαίτερη πατρίδα του Αγίου Νείλου του Μυροβλύτου)  ιδρύθηκε ο σύλλογος «Αδελφότης Κυρίων και Δεσποινίδων ο Αγιος Νείλος ο Μυροβλήτης» με μοναδικό σκοπό την ανέγερση ναού προς τιμή του Αγίου.Το οικόπεδο όπου χτίστηκε ο ναός είναι στο Χατζηκυριάκειο του Πειραιά, κοντά στο Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο και τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, στο οικοδομικό τετράγωνο: Γεωργίου Θεοτόκη, Ηροδότου, Αντωνίου Θεοχάρη, Σπυρίδωνος Τρικούπη.Ο ναός άρχισε να χτίζεται το 1928 μ.Χ. και τέθηκε σε χρήση προς λατρεία το 1931 μ.Χ. Αρχικά λειτουργούσε ως ιδιωτικός και το 1932 μ.Χ. με εγκύκλιο της τότε Αρχιεπισκοπής Αθηνών που υπαγόταν ο Πειραιάς έγινε εκκλησιαστική ενορία. Λόγω όμως των μικρών διαστάσεων της εκκλησίας, το 1956 μ.Χ. έγινε η επέκταση της σε μεγαλοπρεπή ναό όπου και υπάρχει ως τις μέρες μας.

Σήμερα ο ναός του Αγίου Νείλου στον Πειραιά είναι μια από τις μεγαλύτερες εκκλησίες και ενορίες της Μητροπόλεως Πειραιώς.


Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Φανούριος

 Οὐράνιον ἐφύμνιον, ἐν γῇ τελεῖται λαμπρῶς, ἐπίγειον πανήγυριν νῦν ἑορτάζει φαιδρῶς, ἀγγέλων πολίτευμα· ἄνωθεν ὑμνῳδίαις εὐφημοῦσι τοὺς ἄθλους, κάτωθεν Ἐκκλησίᾳ τὴν οὐράνιον δόξαν· ἣν εὗρες πόνοις καὶ ἄθλοις τοῖς σοῖς Φανούριε ἔνδοξε.

 
 Ο Άγιος Φανούριος είναι από τους πιο αγαπητούς αγίους στις καρδίες των ελλήνων, όπου κάθε χρόνο η εκκλησία μας πανηγυρίζει την μνήμη του στις 27 Αυγούστου. Σύμφωνα με τα στοιχεία από τον μέγα συναξαριστή του Κων/νου Χ. Δουκάκη (1891), δεν γνωρίζουμε πληροφορίες για τους γονείς του, σε ποιον καιρό έζησε και με ποιους άρχοντες έδωσε την αληθινή ομολογία επειδή ο βίος του έχει χαθεί. 

Το μόνο το οποίο είναι γνωστό είναι ότι τον καιρό που οι αγαρηνοί εξουσίαζαν την Ρόδο, ήθελαν να χτίσουν τα τείχη της πόλης όπου οι προηγούμενοι πολέμιοι τα είχαν κατεδαφίσει. Άρχισαν, λοιπόν να στέλνουν εργάτες έξω απ' το νότιο μέρος του φρουρίου για να μαζέψουν πέτρες απ' τα μισογκρεμισμένα σπί­τια των κατοίκων, με στόχο να χτιστούν ξανά τα νέα τείχη της πόλης . Εκεί σκάβοντας στον τόπο εκείνο βρήκαν μία ωραία εκκλησία αλλά με μισογκρεμισμένη την μια της πλευρά, στην οποία βρήκαν πολλές εικόνες οι οποίες όμως ήταν φθαρμένες από την πολυκαιρία. Η μόνη εικόνα που ήταν γερή και είχε τόσο ζωντανά χρώματα σαν να την είχαν ζωγραφίσει εκείνη την ημέρα ήταν του Αγίου Φανουρίου. Μετά την εύρεση του ναού καλέστηκε ο αρχιερέας του τόπου Νείλος ο Β' ο Διασπωρινός (1355 - 1369 μ.Χ.) άνθρωπος αγιότητας και λόγιος ο οποίος διάβασε τα γράμματα της εικόνας τα οποία έλεγαν “ο Άγιος Φανούριος”. 

 Η αυθεντική εικόνα που βρέθηκε διασώζεται έως σήμερα στην Ρόδο (Εικ 1, Εικ 2) .Eίναι αγιογραφημένη με σύνθετη τεχνοτροπία όπου στo κεντρικό μέρος είναι αγιογραφημένος ολόσωμος ο Άγιος, φορώντας στρατιωτική στολή και κρατώντας στο δεξί του χέρι σταυρό και μία αναμμένη λαμπάδα. Γύρω της εικόνας υπάρχουν 12 μικρότερες παραστάσεις των μαρτυρίων που υπέστη ο Άγιος.


Εικόνα 1: Η γνήσια εικόνα του Αγίου Φανουρίου, που βρέθηκε στη Ρόδο γύρω στα 1355-1369 μ.X

Εικόνα 2: Η γνήσια εικόνα του Αγίου Φανουρίου, που βρέθηκε στη Ρόδο γύρω στα 1355-1369 μ.X


Οι παραστάσεις από αριστερά προς τα δεξιά είναι ακόλουθες:

1. Ο Άγιος παρουσιάζεται όρθιος μπροστά στον ηγεμόνα και φαίνεται να υπερασπίζεται με θάρρος και τόλμη την Πίστη του. 

 2.Στην σκηνή αυτή ο Άγιος παρουσιάζεται στην φυλακή γονατιστός προσευχόμενος νιώθοντας την θεία παρηγοριά και λαμβάνοντας το φως της Χάριτος του Τριαδικού Θεού. 

 3.Στην επόμενη παράσταση της αγιογραφίας φαίνεται περιτριγυρισμένος στο μέσο από στρατιώτες που τον έχουν γυμνό καθισμένο και με σιδερένια εργαλεία τρυπούν τον θώρακα και τα πλευρά του.

 4.Στην συνέχεια, ο Άγιος παρουσιάζετε δεμένος εξεταζόμενος εμπροσθέν του εικονίζονται ένας ηγεμόνος και ένας στρατιώτης ο οποίος πίσω του κρατάει μια μεγάλη πέτρα χτυπώντας τον για ν' αναγκασθεί να υποκύψει και ν' αρνηθεί τον Κύριο. 

 5.Στην σκηνή αυτή απεικονίζεται ο Άγιος στο έδαφος και στρατιώτες τον χτυπούν με μαστίγια για να κάμψουν το ακμαίο ηθικό του. 

 6. Ο Άγιος παρουσιάζετε ακινητοποιημένος στο μέσο και δύο λιοντάρια τον έχουν περικυκλώσει.

 7. Ο Άγιος παρουσιάζετε καταπλακωμένος από ένα τεράστιο λίθο καταμήκος του σώματός του, βέβαιοι πια οι δήμιοι πως θα τον αποτελειώσουν. 

 8. Η σκηνή παρουσιάζει τον Άγιο μπροστά σε βωμό, όπου οι δήμιοι του τον προτρέπουν να θυσιάσει, βάζοντας στις παλάμες του αναμμένα κάρβουνα. Σε αυτήν διακρίνεται ένας διάβολος που έχει τη μορφή δράκου, που πετά στον αέρα και κλαίει για την αποτυχία του. 

 9.Στην σκηνή αυτή οι δήμιοι του Αγίου με μανία και σκληρότητα καίουν με αναμμένες λαμπάδες το ολόγυμνο σώμα του, όπου φαίνεται έτσι η καρτερικότητα και η αληθινή αγάπη του για τον Κύριο.

 10.Στην παράσταση αυτή ο Άγιος Φανούριος βρίσκεται και πάλι στη φυ­λακή και προσεύχεται με δάκρυα στον θεό, για να τον ενισχύσει ν' αντέξει μέχρι τέλους τα βασανι­στήρια. 

 11. Η προτελευταία σκηνή παρουσιάζει τον Άγιο μέσα σ' ένα μεγάλο καμίνι να στέκεται όρθιος πάνω σ' ένα σκαμνί και να τον περιζώνουν φλόγες και καπνοί. Ο Άγιος φαίνεται να προσεύχεται αδιάκοπα στον Θεό.

12. Η τελευταία σκηνή είναι πιθανόν το τέλος του μαρτυρίου του όπου οι άγριοι βασανιστές του χρησιμο­ποιούν και μηχανικά μέσα για να φθάσουν στο κορύφωμα του μαρτυρίου του. Έχουν δέσει τον Άγιο πάνω σ' ένα κύλινδρο με ατσάλινα καρφιά κι αυτό καθώς περιστρέφεται, του συντρίβει τα κόκαλα. Υποφέρει εκείνος αγόγγυστα κι έτσι άκαμπτος κι ανυποχώρητος παραδίδει την ψυχή αυτού στα χέρια του Πανάγαθου Θεού και λαμβάνει τον αμάραντο στέφανον. 

Αυτά τα 12 μαρτυρικά σημεία που ήταν ζωγραφισμένα στην εικόνα κατάλαβε ο αρχιερέας πώς ο Άγιος ήταν μάρτυρας. Ο καλός και ευλαβής αρχιερέας έστειλε ανθρώπους στον ηγεμόνα του τόπου να του δώσουν τον Ιερό Ναό για να τον ανακαινίσει αλλά δεν δέχθηκε. Ο αρχιερέας πήγε μόνος του τότε στην Κωνσταντινούπολη στον Σουλτάνο και εκεί του παραχωρήθηκε η οριστική άδεια για να χτιστεί και να ανακαινισθεί ο Ιερός Ναός. 

 O Άγιος και τα Θαύματά του.

  Ένα από τα θαύματα τα οποία έχουν καταγραφεί στην ιστορία ήταν τον καιρό που το νησί της Κρήτης δεν είχε χριστιανό αρχιερέα αλλά λατίνο. Βρισκόταν δηλαδή υπό την κυριαρχία των Λατίνων (1204 - 1669 μ.Χ.) οι οποίοι με πονηριά δεν άφηναν να γίνει νέος μητροπολίτης ούτε επίσκοπος ούτε Ιερέας όταν απεβίωναν οι παλαιότεροι. Η κίνηση αυτή είχε πονηρό σκοπό για να μπορέσουν με τον καιρό να γυρίσουν τους ορθόδοξους σε παπικά δόγματα. Όσοι χριστιανοί ήθελαν εκείνο τον καιρό να ιερωθούν πήγαιναν στο νησί των Κυθήρων για να χειροτονηθούν. Κάποια στιγμή ταξίδεψαν από την Κρήτη τρεις διάκονοι και πήγαν στον αρχιερέα των Κυθήρων και αφού τους χειροτόνησε, κατά την διάρκεια της επιστροφής τους αιχμαλώτισαν οι αγαρηνοί στο πέλαγος και τους έφεραν στο νησί της Ρόδου όπου τους πούλησαν πάλι σε αγαρηνούς.

 Οι δύστυχοι εκείνοι χειροτονηθέντες ιερείς θρηνούσαν για τη συμφορά τους ημέρα και νύχτα. Εκεί άκουσαν από ντόπιους για τα μεγάλα θαύματα του Αγίου Φανουρίου και αμέσως προσευχήθηκαν με θερμά δάκρυα προς τον Άγιο δεόμενοι να τους ελευθερώσει από την αιχμαλωσία. Πήραν την άδεια από τους αφέντες τους να πάνε να προσκυνήσουν στο ναό του Αγίου και καθώς βρέθηκαν και οι τρεις μπροστά στην εικόνα του, έπεσαν με δάκρυα για να τους ελευθερώσει από τα χέρια των αγαρηνών. Ο Άγιος είδε τα δάκρυά τους και άκουσε τη δέηση τους και την πρώτη εκείνη νύχτα εμφανίστηκε μπροστά στους αγαρηνούς αφέντες τους και τους πρόσταξε να αφήσουν τους δούλους του Θεού ελεύθερους διαφορετικά θα τους βρει μεγάλη δοκιμασία. Οι Αγαρηνοί νόμιζαν ότι αυτό που είδαν ήταν προϊόν μαγείας και τους έβαλαν αλυσίδες και υπέστησαν βαρύτερα βάσανα.
 
Ο Άγιος ήρθε ξανά την επόμενη νύχτα και τους ενθάρρυνε λέγοντας τους ότι αύριο θα τους ελευθερώσει. Έπειτα φανερώθηκε στους αγαρηνούς και ελέγχοντας αυτούς αυστηρώς είπε ότι αν και αύριο δεν τους ελευθερώσετε θα δείτε τη δύναμη του Θεού και μετά έφυγε ο Άγιος. Όσοι ήταν σε εκείνα τα τρία σπίτια όλοι τυφλώθηκαν και έμειναν παράλυτοι με δριμύτατους πόνους και ξημέρωσαν βασανιζόμενοι μικροί και μεγάλοι. Ρωτώντας τους συγγενείς τους τι να κάνουν, αποφάσισαν να καλέσουν τους τρεις ιερείς και να τους ρωτήσουν αν είναι δυνατόν να τους γιατρέψουν. Όταν εμφανίστηκαν οι Ιερείς απάντησαν ότι εμείς θα παρακαλέσουμε τον Θεό και εκείνος θα κάνει το θέλημά του. 

 Την τρίτη νύχτα παρουσιάστηκε πάλι ο Άγιος Φανούριος στους Αγαρηνούς και τους ανακοίνωσε πως αν δεν έστελναν οι τρεις άρχοντες γραπτώς στο ναό το γράμμα απελευθέρωσης τότε ούτε υγεία θα είχαν ούτε το ποθούμενο φως. Τότε συμβουλεύτηκαν τους συγγενείς τους και τους φίλους τους και έστειλαν το απελευθερωτικό γράμμα και αφήσαν και τα τρία έμπροσθεν στην εικόνα του Αγίου και ο του θαύματος μόλις γύρισαν οι απεσταλμένοι από τον Ιερό Ναό βρέθηκαν υγιείς οι παράλυτοι και οι τυφλοί, οι οποίοι βλέποντας το μεγάλο θαύμα έδωσαν τα έξοδα του ταξιδιού στους Ιερείς και τους έστειλαν στην πατρίδα τους. Οι δε ιερείς ζωγράφισαν την εικόνα του Αγίου Φανουρίου και την πήραν στη Κρήτη δοξολογώντας και ευχαριστώντας τον Άγιο για την ευεργεσία του.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (1840-1924) - (10 Νοεμβρίου)

 

Σύντομος Βίος Αγίου Αρσενίου Καππαδόκη

Ο Οσιώτατος Αρσένιος ο Καππαδόκης γεννήθηκε γύρω στα 1840 στα Φάρασα ή Βαρασιό, στο Κεφαλοχώρι των έξι Χριστιανικών χωριών της περιφερείας Φαράσων της Καππαδοκίας. Οι γονείς του ήταν φτωχοί αλλα πλούσιοι σε αρετές. Είχαν αποκτήσει δύο αγόρια, τον Βλάσιο και τον Θεόδωρο (τον Άγιον Αρσένιο).



  

Από μικρή ηλικία έμειναν ορφανά και τα προστάτεψε η θεία τους, αδελφή της μητέρας τους. Ένα θαυμαστό γεγονός που συνέβηκε στα παιδιά και την θαυματουργική διάσωση του μικρού τότε Θεόδωρου από τον Άγιον Γεώργιο που τον έσωσε από βέβαιο πνιγμό, είχεν ως αποτέλεσμα, για τον μεν Βλάσιο να δοθεί με τον δικό του τρόπο  στον Θεό, να τον δοξολογεί ως δάσκαλος της Βυζαντινής
Μουσικής και κατέληξε αργότερα  στην  Κωνσταντινούπολη, για τον Θεόδωρο δε να θέλει να γίνει καλόγερος. Στη συνέχεια μεγαλώνοντας, στάλθηκε στη Νίγδη και μετά στη Σμύρνη όπου τέλειωσε τις σπουδές του.

  Στα είκοσι έξι του περίπου χρόνια πήγε στην Ιερά Μονή Φλαβιανών του Τιμίου Προδρόμου όπου αργότερα κάρηκε Μοναχός και πήρε το όνομα Αρσένιος. Δυστυχώς όμως δε χάρηκε πολύ την ησυχία του, διότι εκείνη την εποχή είχαν ανάγκη μεγάλη από δασκάλους και ο Μητροπολίτης Παΐσιος ο Β’, τον χειροτόνησε Διάκο και τον έστειλε στα εγκαταλειμμένα παιδιά. Αυτό φυσικά γινόταν στα κρυφά, με χίλιες δυό προφυλάξεις, για να μη μάθουν τίποτε οι Τούρκοι. Στο τριακοστό έτος της ηλικίας του χειροτονήθηκε στην Καισσάρεια Πρεσβύτερος με τον τίτλο του Αρχιμανδρίτου και την ευλογία ως Πνευματικός.

  Άρχισε πια η πνευματική του δράση να γίνεται μεγαλύτερη και να απλώνεται. Με την άφθονη Θεία Χάρη που τον προίκισε ο Θεός θεράπευε τις ψυχές και τα σώματα των πονεμένων ανθρώπων. Είχε πολλή αγάπη στον Θεό και προς την εικόνα Του, διότι, όταν έβλεπε πολύ πόνο και καταπίεση Τουρκική, η αγάπη τον έβγαζε έξω από τον εαυτό του και έξω από το χωριό του και αγκάλιαζε και τα γύρω χωριά. Θεράπευε τον ανθρώπινο πόνο όπου τον συναντούσε σε Χριστιανούς ή Τούρκους. Για τον Άγιον δεν είχε καμιά σημασία, διότι έβλεπε στο πρόσωπό τους, την με πολλή αγάπη πλασθείσα εικόνα του Θεού. Αναρίθμητα είναι τα θαύματα που επετέλεσε ο Άγιος με τη χάρη του Θεού. Στείρες γυναίκες τεκνοποιούσαν, αφού τις διάβαζε ευχή ή έδιδε ‘φυλακτό’ που ήταν ένα κομμάτι χαρτί γραμμένο με κάποιες ευχές που τις έγραψε ο ίδιος. Διάβαζε το Άγιο Ευαγγέλιο σε σοβαρές περιπτώσεις, όπως στους τυφλούς, βουβούς, χωλούς, παραλυτικούς, δαιμονισμένους και γινόντουσαν καλά, μόλις τελείωνε την ανάγνωση. Πολλοί Χριστιανοί και Τούρκοι είχαν θεραπευθεί, αφού πήραν χώμα από το κατώφλι του κελιού του και αναμιγνύοντας το με λίγο νερό το έπιναν, πιστεύοντας ότι θα εθεραπεύοντο και η
πίστη τους που είχαν στον Άγιο, έκανε το θαύμα. Χρήματα φυσικά δε δεχόταν ποτέ, ούτε κι έπιανε στα χέρια του. Συνήθιζε να λέγει ‘η πίστη μας δεν πουλιέται’.

  Βίωνε ολοκληρωτικά και ‘έπασχε τα Θεία’. Ζούσε με αυταπάρνηση, διότι πολύ πρώτα τον Θεό και μετά την εικόνα Του, τον πλησίον. Αιματηρούς αγώνες και προσπάθειες κατέβαλε για να διατηρήσει τους συγχωριανούς  και τους συμπατριώτες του στην πίστη του Χριστού, στην Ορθόδοξη πίστη, για να
μην κλονιστούν και αλλαξοπιστήσουν στις  χαλεπές εκείνες ημέρες και εποχές, από τις πολλές και διάφορες πιέσεις που δεχόντουσαν από τους Τούρκους, αλλά και από τους διάφορους προβατόσχημους λύκους, τους προτεστάντες, που προσπαθούσαν να λυμάνουν την ποίμνη του Χριστού.




  Το κελί του, μικρό, απέριττο, ευρισκόταν μέσα στον κόσμο, αλλά συγχρόνως κατόρθωνε να ζει και εκτός του κόσμου. Σε αυτό, καθώς και για τα Θεία του κατορθώματα, πολύ τον βοηθούσαν οι δύο ημέρες (η Τετάρτη και η Παρασκευή) που έμενε έγκλειστος στο κελί του, προσευχόμενος. Οι οποίες
καρποφορούσαν περισσότερο πνευματικά τότε, διότι αγίαζαν και την εργασία των άλλων ημερών. Ώρες έμενε γονατιστός προσευχόμενος στον Θεό για τον λαό Του, που τον είχε εμπιστευθεί στα ασκητικά χέρια του δούλου Του Αρσενίου. Η μεγάλη ευαισθησία Του Αγίου Πατρός δεν άντεχε να κάνει κανένα κακό στην πλάση. Ιδιαίτερα στα ζώα. Ποτέ του δεν κάθησε σε ζώο να το κουράσει, για να ξεκουράσει
τον εαυτό του. Προτιμούσε πάντοτε να βαδίζει πεζός και όπως συνήθιζε ξυπόλυτος. Είχε πάντοτε μπροστά του τον Χριστό που ποτέ Του δεν κάθησε σε ζώο – μόνο μια φορά – κι όπως χαρακτηριστικά έλεγε: ‘εγώ που είμαι χειρότερος κι από το γαϊδουράκι, πώς να καθήσω σ’αυτό;’ Για να κρύψει τις αρετές του από τα μάτια των ανθρώπων και να αποφύγει έτσι τους επαίνους, κατάφευγε σ’ ορισμένες
‘ιδιοτροπίες’. Παρουσιαζόταν σαν σκληρός, θυμώδης, οξύθυμος, απόπερνε τις διάφορες γυναίκες, που από αγάπη για αυτόν και ευγνωμοσύνη προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν, με διάφορους τρόπους, να του μαγειρεύουν και να του στέλλουν φαγητό. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε στον πιστό του φίλο και ψάλτη Πρόδρομο τα εξής: ‘Εάν ήθελα να με υπηρετούν γυναίκες, θα γινόμουν έγγαμος ιερεύς και θα με υπηρετούσε παπαδιά. Τον καλόγερο που τον υπηρετούν γυναίκες, δεν είναι καλόγερος’.

  Όταν ύψωνε τα χέρια του για να παρακαλέσει για κάτι τον Θεό, άρχιζε να τον παρακαλεί προσευχόμενος και φωνάζοντας, ‘Θεέ μου!’ λες και ξεκοβόταν η καρδιά του εκείνη την ώρα, και θαρρείς πως έπιανε τον Χριστό από τα πόδια και δεν τον άφηνε, εάν δεν του έκανε το αίτημά του. Εμείς όπως έλεγαν οι Φαρασιώτες ‘στην Πατρίδα μας τι θα πει γιατρός, δεν ξέραμε. Στον Χατζεφεντή
τρέχαμε. Στην Ελλάδα μάθαμε από γιατρούς, αλλ’ αν τα πούμε στους εντόπιους, τους φαίνονται παράξενα’.

  Εκτός από τα άλλα του χαρίσματα είχε και το προορατικό χάρισμα. Είχε πληροφορηθεί από τον Θεό, πώς θα έφευγαν για την Ελλάδα και έγινε στις 14 Αυγούστου του 1924 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Γνώριζε από προηγουμένως και τον θάνατό του και ότι αυτός θα συνέβαινε σ’ ένα νησί.

  Η αγία του μορφή συνέχεια σκορπούσε Χάρη και παρηγοριά. Το πρόσωπό του έλαμπε από την ασκητική γυαλάδα, που έμοιαζε σαν το χρώμα του φτασμένου κυδωνιού. Είχε πια εξαϋλωθεί από τους υπερφυσικούς πνευματικούς αγώνες, που έκανε από αγάπη στον Χριστό, καθώς και από τους πολλούς του κόπους για την αγάπη προς το ποίμνιό του, που το εποίμανε πενήντα χρόνια σαν καλός Ποιμένας.

  Τρεις μέρες πριν την εκδημία του ήρθε η Παναγία, τον γύρισε σ’όλο το Άγιο Όρος, τα Μοναστήρια, τους Ναούς που τόσο επιθυμούσε να δει και δεν είχε αξιωθεί, και του είπε ότι σε τρεις ημέρες θα παρουσιαστεί στον
Κύριο, που τόσο πολύ αγάπησε και έδωσε όλο του τον εαυτό σ’ Αυτόν. Έφυγε στις 10 Νοεμβρίου το 1924. Με λίγα λόγια αυτός ήταν ο Άγιος Αρσένιος.





θαύματα του Οσίου Αρσενίου του Καππαδόκη


Ο Σολομών Κοσκερίδης διηγήθηκε ότι είχαν πάει μία παράλυτη Τουρκάλα στον Χατζεφεντή (έτσι έλεγαν τότε τον Άγιο Άρσένιο) μέσα σε μια μπατανία, την οποία διάβασε και έγινε αμέσως καλά.

Από το Κελμίρι είχαν φέρει μια γυναίκα λεπρή στον Χατζεφεντή (Άγιος Αρσένιος), την οποία διάβασε και καθαρίσθηκε η λέπρα της. Και, όπως διηγείται ο Πρόδρομος Κορτσινόγλου, το πρόσωπό της μετά φαινόταν σαν πρόσωπο παιδιού, τρυφερό.

Η Σωτηρία Χριστοφορίδου διηγήθηκε ότι μια Τουρκάλα τυφλή, ονόματι Μεριάμα, την είχαν φέρει στον Πατέρα Αρσένιο, ο οποίος την διάβασε και ήρθε το φως της.

Από το Σατί, θυμάται ο Ανέστης Καραούσογλου ότι κάποιος Ιερεύς είχε γυναίκα στείρα και έφερε στον Χατζεφεντή (Άγιος Αρσένιος) ένα φόρεμα της πρεσβυτέρας να το διαβάσει, για να αποκτήσει παιδιά. Ο Πατήρ Αρσένιος, αφού το διάβασε, είπε στον Ιερέα: ”Η πρεσβυτέρα σου θα γεννήσει κόρη και να την ονομάσεις Εύα”, όπως και έγινε. 


Η Στέλλα Κογλανίδου διηγείται ότι είχαν φέρει στο πατρικό της σπίτι, στα Φάρασσα, έναν βουβό Τούρκο ηλικίας τριάντα ετών, και ο πατέρας της τον πήρε και τον πήγε στον Πατέρα Αρσένιο, για να  τον διαβάσει και να γίνει καλά. Ενώ ο Χατζεφεντής (Άγιος Αρσένιος) του διάβαζε το Ευαγγέλιο, πριν ακόμη τελειώσει, ο βουβός άρχισε να μιλάει. Στη συνέχεια τον πήγε πάλι στο σπίτι του και ο βουβός
μιλούσε.  Δηλαδή τον φιλοξένησε και θεραπευμένο, και την άλλη μέρα τον πήραν οι συγγενείς του και έφυγαν.    

Η Αμαλία Ελευθεριάδου (Ιεχωβίτισσα τώρα) διηγείται πως ο Χατζεφεντής (Άγιος Αρσένιος) έλεγε από πριν ότι θα πάμε στην Ελλάδα και ότι αυτός θα ζήσει μόνο σαράντα ημέρες εκεί. Κάποιος Φαρασιώτης,
όταν τον άκουσε τον Χατζεφεντή του είπε: “Τι είσαι συ που τα ξέρεις αυτά; Θεός;“ Ο Χατζεφεντής τότε απάντησε: “Είμαι πιστός δούλος του Θεού και το ξέρω.“


Στην μνήμη του Αγίου Χρυσοστόμου, είχαν καθίσει οι πανηγυριώτες μετά την Θεία Λειτουργία έξω από τον Ναό και έτρωγαν. Εκεί στον Άγιο Χρυσόστομο ήταν ένα Αγίασμα το οποίο έβγαινε άφθονο από μια τρύπα ενός βράχου και έπεφτε σαν καταρράκτης από ψηλά κάτω στον Ζεμαντή ποταμό. Άλλοτε πάλι τραβιόταν πίσω τελείως και χανόταν. Ενώ λοιπόν έτρωγαν οι άνθρωποι, σηκώθηκε μια γυναίκα να πάρει λίγο νερό. Εκείνη τη στιγμή το νερό τραβιόταν πίσω, και η γυναίκα έτρεξε στον Χατζεφεντή (Άγιος Αρσένιος) και του το είπε. Ο Χατζεφεντής πήρε το Ευαγγέλιο και πήγε στην τρύπα του βράχου, γονάτισε και διάβασε λίγο, και το νερό ήρθε αμέσως. Αυτό συνέβαινε πολλές φορές·
τραβιόταν το νερό και ερχόταν πάλι μετά από αρκετό διάστημα. Ο Αναστάσιος Λεβίδης λέγει ότι ήταν
το φυσικό φαινόμενο παλίρροια και άμπωτις. Ο δούλος όμως του Θεού Χατζεφεντής παρακαλούσε το Αφεντικό του, τον Θεό, και του το έφερνε όποτε ήθελε, χωρίς να περιμένει.

Ο Γαβριήλ Κορτσινόγλου –ο δεύτερος
Αναγνώστης του Πατρός Αρσενίου – είχε διηγηθεί το εξής:
“Είχαμε πάει μια φορά στον Άγιο Χρυσόστομο με τον Χατζεφεντή και με τον Θείο μου Πρόδρομο για
Θεία Λειτουργία. Ενώ ο Χατζεφεντής ετοιμαζόταν (φορούσε τα Ιερά του), εγώ πήγα στο Αγίασμα να πάρω νερό για τη Θεία Λειτουργία. Μόλις έφθασα στο Αγίασμα, εκείνη την στιγμή το νερό τραβιόταν μέσα, και έτρεξα στον Χατζεφεντή, ο οποίος ήρθε αμέσως με την φυλλάδα στην μασχάλη του, ενώ με τα χέρια τύλιγε τα κορδόνια από τα επιμάνικα στον δρόμο που περπατούσε. Μόλις διάβασε στο μάτι του βράχου, το νερό άρχισε να βροντάει κα να έρχεται. Γέμισα μετά και πήγαμε για την Θεία Λειτουργία“.

Επάνω σ΄έναν βράχο, μέσα σε μια σπηλιά ήταν ένα Εξωκλήσι της Παναγίας (σό Κάντσι).  Οι Φαρασιώτες είχαν προεκτείνει προς τα έξω του βράχου σανιδένιο εξώστη για ευρυχωρία.  Για να φθάσουν μέχρι εκεί, έπρεπε να ανεβούν σαράντα σκαλοπάτια σκαλιστά στον βράχο και άλλα εκατό είκοσι που είχαν φτιαγμένα με σανίδες. Σ’ αυτό λοιπόν το Εξωκλήσι είχε πάει να λειτουργήσει ο Πατήρ Αρσένιος και ο Πρόδρομος, ως συνήθως.  Όταν τέλειωσε η Θεία Λειτουργία , ο Πατήρ βγήλε λίγο
στον εξώστη.  Εκεί που ακουμπούσε ξεκαρφώθηκε μια σανίδα και ο Πατήρ έπεσε κάτω στον γκρεμό.  Ένας γεωργός που τον είδε από απέναντι να πέφει άφησε τα βόδια του στον ζυγό και έτρεξε, για να συμμαζέψει το σκορπισμένο του κορμί, όπως νόμιζε.  Ο πρόδρομος δεν είχε καταλάβει τίποτε, γιατί ήταν μέσα στον Ναό και τον συγύριζε.  Όταν λοιπόν έφθασε ο γεωργός εκεί κοντά στον γκρεμό
κάτω, είδε το κορμί του του Πατρός Αρσενιίου ολόκληρο αλλά ακίνητο, και πήγε να το πιάσει.  Ο Πατήρ όμως είπε στον γεωργό: «Μη μ’ αγγίζεις. Δεν έχω τίποτε.»

Έμενε ακίνητος ο Πατήρ, όχι γιατί είχε χτυπήσει, αλλά από μεγάλη συγκίνηση, δίοτι την ώρα
που έπεφτε κάτω στον γκρεμό, τον πήρε στην αγκαλιά της μια Γυναίκα, τον κατέβασε και τον άφησε.  Είχε νιώσει τον ευατό του, όπως έλεγε, εκείνη την ώρα, σαν να ήταν μωρό παιδί στην αγκαλιά της μητέρας του.  Σηκώθηκε λοιπόν μετά από την συγκίνηση εκείνη και ανέβηκε από τον γκρεμό και τα εκατόν εξήντα σκαλοπάτια, που μόνον αυτά συμπλήρωσαν πενήντα μέτρα ύψος, και πήγε ξανά στο Εξωκλήσι της Παναγίας και διηγήθηκε ότι έγινε στον Πρόδρομο, ο οποίος ήταν αφοσιωμένος στο συγύρισμα του Ναού και δεν είχε ακόμη καταλάβει τίποτε.  Ο γεωργός επίσης πήγε μετά στα Φάρασσα και το ομολογούσε.


Ένας Τούρκος από το χωριό Τελέληδες είχε μολύνει το Αγίασμα του Αγίου Χρυσοστόμου, και ο Άγιος,
για να τον παιδαγωγήσει, τον τιμώρησε Τον έφεραν και αυτόν στον Χατζεφεντή, για να τον διαβάσει να γίνει καλά.  Ο Πατήρ όμως τον κράτησε μια εβδομάδα, χωρίς να το διαβάσει.  Ο Ψάλτης του, που έβλεπε να κρατάει τον Τούρκο μια εβδομάδα, παραξενεύτηκε και είπε στον Πατέρα Αρσένιο:

-Ναχω την ευχή σου, τι κρατάς μια εβδομάδα αυτόν τον Τούρκο, ενώ άλλους αρρώστους πιο βαριά
τους διαβάζεις και γίνονται αμέσως καλα;

 -Τον κρατώ για
να  κάνει κάνονα, γιατί αυτός έχει χοντρό κεφάλι και δεν τόχει σε τίποτε, μόλις τον κάνω καλά να πάει αμέσως να ξαναβουτήξει το κασσιδιάρικό του κεφάλι στον Αγιασμό.

Όταν τέλειωσε η εβδομάδα, τότε τον διάβασε και επανήλθε το πρόσωπό του στην θέση του και του
έκανε παρατήρηση του Τούρκου: 

-Άλλη φορά, όταν βλέπεις τα βακούφια των Χριστιανών, να τα προσκυνάς από μακρυά και να παίρνεις
δρόμο.

Είχαν φέρει κάποτε από τους Τελέληδες μια τυφλή Μουσουλμάνα, ονόματι Φάτμα, ημέρα
Τετάρτη στον Χατζηαφέντη, να την διαβάσει να γίνει καλά.  Επειδή ήταν έγκλειστος, αφού χτυπήσαν την πόρτα του κελλιού του αρκετά οι συνοδοί της τυφλής, την άφησαν απ’ έξω και πήγαν στο Μεσοχώρι.  Εκείνη την ώρα μια Φαρασιώτισσα, που της είχε αγκυλωθεί το χέρι της, πήγε στο κελλί του Χατζηαφέντη και πήρε από το κατώφλι της πόρτας του χώμα, άλειψε το παθεμένο χέρι της και έγινε καλά.   (Έτσι έκαναν όλοι οι Φαρασιώτες αυτές τις δύο ημέρες, που έμενε έγκλειστος, και δεν τον ενοχλούσαν).  Όταν λοιπόν είδε την τυφλή, την ρώτησε γιατί περιμένει και η τυφλή της είπε την αιτία.  Τότε η Φαρασιώτισσα της απάντησε:

Τι κάθεσαι και χασομεράς;  Δεν ξέρεις ότι ο Χατζηαφέντης την Τετάρτη και την Παρασκευή δεν ανοίγει;  Πάρε χώμα από το κατώφλιτης πόρτας και τρίψε τα μάτια σου να γίνεις καλά, όπως κάνουμε και όλοι αυτές τις ημέρες, όταν αρρωσταίνουμε.

Η Φαρασιώτισσα έφυγε και πήγε στην δουλειά της.  Η Μουσουλμάνα όμως είχε παραξενευθεί στην
αρχή γι’ αυτό που άκουσε, αλλά μετά έψαξε και βρήκε το κατώφλι, πήρε χώμα και έτριψε τα μάτια της και αμέσως άρισε να βλέπει θαμπά.  Από την χαρά της τότε πήρε μια πέτρα και χτυπούσε σαν τρελλή την πόρτα του Πατρός Αρσενίου, ο οποίος άνοιξε και, επειδή είδε πως ήταν Μουσουλμάνα, ενώ δεν μιλούσε αυτήν την ημέρα, έκανε διάκριση και την ρώτησε τι θέλει.  Του είπε τον λόγο και ο
Πατήρ πήρε το Ευαγγέλειο και την διάβασε και αμέσως της ήρθε όλο της το φως.  Εκείνη τότε από την χαρά της έπεσε στα πόδια του και τον προσκυνούσε με ευλάβεια, αλλ’ ο Πατήρ την μάλωσε και της είπε:

– Εάν θέλεις να προσκυνήσεις, να προσκυνήσεις τον Χριστό που σου έδωσε το φως και όχι εμένα.

Έφυγε μετά χαρούμενη να βρείς τους συνοδούς της και ανεχώρησαν για το χωριό τους.

Φαρασιώτες από την Δράμα και εγκατεστημένοι στην Θεσσαλονίκη διηγήθηκαν ότι οι δυο Σέχοι
(αρχηγοί Μουσουλμανικών φυλών και μάγοι ) από το Χατζή – Πεχτές είχαν επισκεφθεί τον Πατέρα Αρσένιο.  Ο Πατήρ τους δέχθηκε και τους έφτιαξε καφέ. Οι Σέχοι όμως άρχισαν τις άνοητες και ζαλίσμενες ερωτήσεις, που έφερναν μόνο πονοκέφαλο.  Ο Πατήρ, για να τους ξεφορτωθεί, τους είπε:

– Δεν μπορώ να σας ακούω, γιατί πονάει το κεφάλι μου.  

Εκείνοι  όμως δεν κατάλαβαν και είπε ο ένας στον Πατέρα Αρσένιο:

-Παπάς Εφέντης, θα σου φτιάξουμε ένα μουσχά (χαΪμαλί) και, άμα το φορέσεις, σ’ όλη σου την
ζωή δεν θα σε πονέσει το κεφάλι σου.

Ο Πατήρ τους απάντησε τότε αυστηρά:                                                                                                  

– Έχω μεγαλύτερη δύναμη από την δική σας και μπορώ να σας κλανω με την δύναμη του
Χριστού να μην κουνηθήτε καθόλου από τον τόπο που κάθεσθε.

Τους άφησε αμέσως τότε και πήγε δίπλα στο κελλί του.  Όταν είχαν αποτελειώσει τον καφέ
τους οι Σέχοι και θέλησαν να φύγουν, με κανένα τρόπο δεν μπορούσαν να κουνηθούν από τον τόπο που κάθονταν, διότι ένιωθαν να είναι δεμένοι με ένα αόρατο δέσιμο.   Αναγκάσθηκαν τότε να φωνάξουν τον Πατέρα Αρσένιο, για να τους λύσει.  Ο Πατήρ πήγε αμέσως, αλλά δεν τους μίλησε μόνο νόημα τους έκανε να φύγουν, και έτσι μπόρεσαν να ξεκοκκαλώσουν από τον τόπο τους.  Οι Σέχοι κατάλαβαν το σφάλμα τους και ζήτησαν συγχώρεση από τον Πατέρα και τους είπαν φεύγοντας:

– Παπάς
Εφεντής, συγχώρα μας η δύναμη σου είναι μεγάλη, γιατί την παίρνεις από την μεγάλη σου πίστη.  Εμείς με τον σατανά δουλεύουμε.

Ο Παναγιώτης του Εντζαραπίδη, όταν ήταν είκοσι ετών, είχε τρελλαθεί εξ’ αιτίας μιας κοπέλας, που είχε ερωτευθεί.  Η τρέλλα του ήταν πολύ σοβαράς μοφής και δεν μπορούσαν να τον δέσουν.  Τελικά ο αδελφός του μαζί με τους άλλους, την ώρα που κοιμόταν, τον έδεσαν και τον έφεραν στο Χατζεφεντή.  Μόλις άνοιξε την πόρτα του κελλιού του ο Πατήρ για να δει ποιοι χτυπούν και τι θέλουν, ο
τρελλός παρόλο που ήταν και δεμένος με αλυσίδες, όρμησε στον Πατέρα Αρσένιο να τον χτυπήσει με τα αλυσοδεμένα χέρια του.  Ο Χατζηαφέντης είπε εκείνη την στιγμή: « Κύριε Ιησού Χριστέ!».  Και πάλι είπε : «Κάτω σατανά».  Ο τρελλός μαζεύθηκε αμέσως σαν κουβάρι.  Μετά πήρε το Ευαγγέλιο, τον διαβάσε και έγινε αμέσως καλά.  Ύστερα δημιούργησε και οικογένεια. (Αυτό το διηγούνται οι
Φαρασιώτες από την περιοχή της Δράμας).

Είχαν ληστέψει μια φορά πάλι οι Τούρκοι Ιερά Σκεύη της Εκκλησίας.  Οι Φαρασιώτες ανησυχούσαν και προσπαθούσαν να βρουν τους κλέφτες.  Ο Χατζεφέντης όμως ατάραχος τους λέγει:  «Μην ανησυχείτε, θα δείτε τον Αϊ-Γιώργη να τα φέρνει ξωπίσω».  Όταν οι ληστές έφθασαν στο Καζάν- Ταγή, ενώ ήταν μέρα και ο ουρανός καθαρός, έπεσε απότομα μια παράξενη μαυρίλα μπροστά τους, που ήταν
αδύνατο να προχωρήσουν, ούτε καν τον ποταμό Φεραχτίν ήταν δυνατόν να περάσουν, που είχαν μπροστά τους.  Κατάλαβαν τότε οι ληστές  ότι ήταν από το Θεό αυτό το παράξενο φαινόμενο, και γύρισαν προς τα Φάρασα, για να επιστρέψουν τα Ιερά Σκεύη.  Όταν όμως προχώρησαν λίγο τον δρόμο προς τα Φάρασα και η μαυρίλα είχε φύγει, το θεώρησαν για τυχαίο γεγονός και γύρισαν ξανά με τα φορτωμένα ζώα για το χωριό τους.  Με το γύρισμα όμως για το χωριό τους ένιωσαν κάποιον να τους δέρνει αόρατος και να τους φέρνει έτσι καταπόδι μέχρι τα Φάρασα.  Έφθασαν με τα κλεμμένα Ιερά Σκεύη στα Φάρασα και φώναζαν τους Φαρασιώτες οι κλέφτες να τα ξεφορτώσουν γρήγορα, γιατί αυτοί με τα χέρια τους προστάτευαν τα κεφάλια τους από τις ξυλιές που ένιωθαν αόρατως να τρώνε.

Η Οσία Καραμουρατίδου, όταν ήταν νεόνυμφη, φορούσε μια μανδήλα παρδαλή Σμυρνιότικη.
Ο Πατήρ Αρσένιος επανειλημμένως της έκανε παρατηρήσεις για να την πετάξει και να φοράει και αυτή σεμνά, όπως όλες οι Φαρασσιώτισσες αλλά εκείνη δεν άκουγε.  Μια ημέρα που την είδε πάλι να την φοράει, της είπε αυστηρά:

– Φράγκικες αρρώστιες στα Φάρασα δε θέλω.  Εάν δεν συμμορφωθείς, να το ξέρεις, τα παιδιά
που θα γεννάς, αφού θα βαπτίζονται, θα φεύγουν αγγελούδια και συ δεν θα
χαρείς κανένα. 

  Δυστυχώς και πάλι δεν είχε συμμορφωθεί, αλλά μόνον όταν της έφυγαν δυο αγγελούδια, τότε πέταξε
τη παρδαλή μανδήλα και πήγε στον Πατέρα Αρσένιο και ζήτησε συγχώρεση.  Ο Πατήρ, αφού την συγχώρεσε, της είπε: 

– Πήγαινε τώρα στην ευχή του Χριστού και το πρώτο παιδί που θα γεννήσεις θα είναι αγόρι και
θα το ονομάσουμε Αρσένιο.  Το δεύτερο μετά θα είναι κόρη και θα το
ονομάσουμε Ειρήνη.


Όπως και έγινε. Κάποτε πήγαν τρεις Τούρκοι να ληστέψουν τον Χατζηεφέντη.  Επειδή άκουγαν ότι τρέχει πολύς κόσμος στον Πατέρα Αρσένιο, νόμιζαν ότι θα έχει πολλά χρήματα, ενώ ο Πατήρ χρήματα ούτεέπιανε στα χέρια του.  Οι ληστές λοιπόν πήγαν ημέρα Τετάρτη, για να τον βρουν σίγουρα στο κελί του, επειδή είχαν υπόψη τους ότι την Τετάρτη και την Παρασκευή  έμενε έγκλειστος στο κελί του.  Οι μεν δυο κλέφτες κάθισαν απ’ έξω, ο δε τρίτος, αφού μπήκε από το παράθυρο, άνοιξε τη πόρτα του κελιού του και πέρασε το ένα πόδι μέσα.  Ο Πατήρ Αρσένιος, εκείνη την ώρα διάβαζε την νυχτερινή του ακολουθία και όταν άκουσε θόρυβο, έριξε μια ματιά προς τη πόρτα, την στιγμή ακριβώς που περνούσε το ένα του πόδι ο ληστής μέσα στο κελί του.  Εκείνη η ματιά όμως του Πατρός Αρσενίου, λες και ήταν δυνατόνηλεκτρικό ρεύμα, τον κοκάλωσε, όπως βρισκόταν, με το ένα πόδι μέσα και με το
άλλο απ΄ έξω και οπλισμένο με τα μαχαίρια και τα φυσεκλίκια του.  Ο Πατήρ, μετά την ματιά εκείνη, συνέχισε την ακολουθία του ατάραχος.

    Οι άλλοι δυο όμως ληστές που ήταν απ’ έξω ανησυχούσαν, γιατί άραγε και υα τους έπαιρνε η ημέρα και μπήκαν αι αυτοί.  Όταν είδαν το σύντροφό τους ακίνητο με το πόδι μέσα στο κελί και τα άλλο απ’ έξω, στο μικρό διάδρομο τους έπιασε τρόμος.  Παρακάλεσαν τότε το Πατέρα Αρσένιο να τους συγχωρέσει και να λύσει το σύντροφο τους από εκείνο το αόρατο δέσιμο.  Ο Πατήρ, χωρίς να διακόψει την ακολουθία του, έκανε νόημα να φύγει, και έτσι μπόρεσε νε λυθεί, και έφυγαν.  Οι Τούρκοι αυτοί μετά το ομολογούσαν και στους άλλους Τούρκους αυτό που έπαθαν και έλεγαν:  «Αμάν, αμάν٠ μην πάτε να ληστέψετε τον Χατζηεφέντη!». (Αυτό το ανέφεραν οι Φαρασιώτες από την Θεσσαλονίκη).

   Ο Πρόδρομος Εζνεπίδης διηγήθηκε πως μια φορά είχαν έρθει πολλοί Τούρκοι (Τσέτες) στο χωριό (Φάρασσα) και έτυχε εκείνος να είναι άρρωστος στο κρεβάτι και να σπαρταράει σαν το ψάρι
από δυνατό ρίγος.  Όταν τον ειδοποίησαν, βρέθηκε σε δύσκολη θέση σαν Πρόεδρος, γιατί έφερνε ευθύνη του χωριού, και είπε σ’ αυτούς που ήταν γύρω του να τον πιάσουν, όπως ήταν, και να τον πάνε στον Χατζηεφέντη.  Όπως και έκαναν.  Ο Χατζηεφέντης, όταν τον είδε σ’ αυτή τη κατάσταση και έμαθε που είχαν έρθει οι  Τούρκοι, ούτε καν τη φυλλάδα του πήρε να τον διαβάσει, αλλά
χωρίς να χασομερήσει καθόλου πήρε ένα τσεραστούπι (κανδηλοκέρι), το ευλόγησε, το τύλιξε στο δεξί του χέρι και του είπε: «Πήγαινε παλικάρι, στην ευχή του Χριστού και διώξε τους Τούρκους να μην μπουν στο χωριό μας».
Αμέσως έγινε καλά με την ευχή του, συγκέντρωσε τα παλληκάρια του χωριού και τους έδιωξε, χωρίς να έχουν ούτε τραυματία.

Ο Πρόδρομος Εζνεπίδης διηγήθηκε ότι μια φορά είχαν πάει πολλοί Τούρκοι (Τσέτες), για να πατήσουν τα Φάρασα.  Στο χωριό οι άνδρες έλειπαν, άλλοι στα μακρινά κτήματα και άλλοι στα ταξίδια.

   Αναγκάστηκε τότε να μαζέψει τα μικρά παιδιά, μόνο για να δείξουν στόχο γύρω από το Κάστρο ότι είναι πολλοί, και μετά τα έδιωξε, για να κρυφθούν. 

   Μερικοί γέροι που ήταν, και αυτοί σκόρπισαν, και τελικά έμεινε μόνος του με την απόφαση να σκοτωθεί καλύτερα παρά να δει του Τούρκους στο χωριό.  Είχαν τελειώσει όμως οι σφαίρες του και
μετά τον έπιασαν ζωντανό οι Τούρκοι.  Αφού τον έδεσαν γερά, τον πήγαν στο σπίτι του και τον ανέβασαν στο δώμα (ταράτσα), όπου είχαν στήσει τη κρεμάλα του. Εκεί τον βασάνιζαν, για να τους δώσει ότι είχε και μετά να τον τελειώσουν.  Εκείνη τη στιγμή όπου τον βασάνιζαν, δεν ξέρει πως του ήρθε, είπε στου Τούρκους:

«Ό,τι έχω, τα έχω στον Χατζεφεντή».

    Οι Τούρκοι δεν χασομερούν και
τον πηγαίνουν στον Πατέρα Αρσένιο.  Όταν άνοιξε την πόρτα του ο Πατήρ και είδε αυτή τη σκηνή, πολύ πληγώθηκε, και μάλιστα μάλωσε τους Τούρκους, που τον είχαν δεμένο, για να τον ελευθερώσουν γρήγορα, και μάλιστα τους είπε και «παλιότουρκους».  Ο αρχηγός τους θύμωσε και τράβηξε το χατζάρι του, για να κόψει τον Χατζεφεντή. Ο Χατζεφεντής τότε λέγει στον Τούρκο Καπετάνιο:

– Γρήγορα κατέβασε το χέρι σου κάτω ξερό.

Ώ του θαύματος! Το χέρι του Τούρκου
κατέβηκε ξερό κάτω αγκυλωμένο και το χατζάρι του έπεσε κάτω καταγής.  Όταν είδαν αυτό οι άλλοι Τούρκοι της συμμορίας, άρχισαν να τρέμουν από φόβο και ο αρχηγός με κλάματα να παρακαλεί να του κάνει καλά το χέρι του.  Ο Πατήρ Αρσένιος τότε του σταύρωσε το χέρι του και το θεράπευσε.  Και αφού έλυσαν και τον Πρόεδρο, τους μάλωσε, για να μην ξαναπατήσουν στο χωριό.  Πράγματι
από εκείνη τη συμμορία δεν είχε ξαναπατήσει κανείς στα Φάρασσα.

Ο Ανέστης Καραούσογλου διηγήθηκε ότι από τα Άδανα ένας μεγάλος εργοστασιάρχης, ονόματι Κοσμάς Συμεωνίδης, είχε τη γυναίκα του στείρα και έστειλε στον Χατζεφεντή ένα φόρεμα της, για να το διαβάσει, ο οποίος το διάβασε και της το έστειλε και, αφού το φόρεσε η γυναίκα του, στο χρόνο απέκτησε παιδί.

O Κυριάκος Σεφερίδης, ο Αναγνώστης του Πατρός Αρσενίου, διηγήθηκε ότι είχαν φέρει μια φορά μια δαιμονισμένη Τουρκάλα από τους Τελέληδες αλυσοδεμένη, με φοβερό δαιμόνιο, που την έλεγαν
Τετέβη, την οποία διάβασε ο Χατζεφεντής με το Ευαγγέλιο και έδιωξε τον δαίμονα από την γυναίκα και έγινε αμέσως
καλά.

Ο Κυριάκος Σεφερίδης διηγήθηκε ότιμια μέρα είχαν φέρει στα Φάρασα έναν δαιμονισμένο από το Σίσι, υιόν αξιωματικού Τούρκου. Μόλις ο Χατζεφεντής του διάβασε το Ευαγγέλιο, έγινε καλά και καθόταν σαν το αρνί ήσυχος, ενώ πριν έσχιζε τα ρούχα και το πρόσωπό
του με τα νύχια του.

Πηγή http://agiosarsenios.com/


Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

Σύναξις Ἀρχαγγέλων Μιχαήλ καί Γαβριήλ καί πασῶν τῶν ἐπουρανίων, Θείων, ἀΰλων, νοερῶν δυνάμεων Ἀσωμάτων (8 Νοεμβρίου)



Η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοση φιλοξενούν πολυάριθμες μαρτυρίες σχετικά με την ύπαρξη και τη δράση των αγγέλων. Μετά από τη πτώση των πρωτοπλάστων άγγελοι φυλάσσουν το Παράδεισο, άγγελοι διδάσκουν στον Αδάμ τον τρόπο καλλιέργειας της γης, ενώ άγγελοι εμφανίζονται στον Αβραάμ, το Λωτ, κατά την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο και σε πολλούς από τους προφήτες. Στο κείμενο της Καινής Διαθήκης οι άγγελοι μνημονεύονται σε πολλά χωρία, εκ των οποίων τα ενδεικτικότερα είναι κατά τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και καθ΄ όλη τη πορεία του Ιησού από τη Γέννηση μέχρι και την Ανάληψή του.



Δημιουργία και σκοπός ύπαρξης των αγγέλων

Οι άγγελοι δημιουργήθηκαν πριν από τον υλικό κόσμο, αφού στο βιβλίο της Π.Δ. «Ιώβ» παρουσιάζεται ο Θεός να μιλά και να ομολογεί ότι μόλις δημιούργησε τα άστρα, όλοι οι άγγελοι τον ύμνησαν με δοξολογίες.

Ενώ και ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει ότι πριν τη δημιουργία του υλικού κόσμου υπήρχε υπέρχρονη και πρεσβύτερη κατάσταση, που είναι ο κόσμος των αγγέλων.

Ο τρόπος με τον οποίο δημιουργήθηκαν από το Θεό δεν μας είναι γνωστός. Ωστόσο μπορούμε να λάβουμε μία εικόνα γι΄ αυτόν μέσα από την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος λέγει ότι οι αγγελικές δυνάμεις δημιουργήθηκαν μόλις ο Θεός συνέλαβε την ιδέα της δημιουργίας τους. Δηλαδή η απόφαση του Θεού να δημιουργήσει τον αγγελικό κόσμο, σήμανε ταυτόχρονα και τη δημιουργία του.

Ο σκοπός της δημιουργίας των αγγέλων δεν έχει να κάνει με κάποια ανάγκη του Θεού. Δεν είναι δυνατό ο υλικός ή ακόμη και αυτός ο πνευματικός κόσμος να μπορεί να προσφέρει κάτι επιπλέον στη δόξα του Θεού. Ο σκοπός της δημιουργίας των αγγέλων φανερώνεται από τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο οποίος λέγει ότι ο Θεός τους έδωσε ύπαρξη και ζωή γι΄ αυτούς τους ίδιους, με κίνητρο την «εκστατική» του αγάπη και αγαθότητα και με σκοπό να συμμεριστούν ως λογικά όντα τη μακαριότητά του. Μετέχουν στη Θεία μακαριότητα και τρέφονται με τη διαρκή θέα του προσώπου του Θεού. Ωστόσο αυτή η συμμετοχή στη θεία μακαριότητα ωθεί τις αγγελικές δυνάμεις σε μία συνεχή ανοδική πορεία, σε μία πορεία προς τη πνευματική τελειότητα.





Φύση και Χαρακτηριστικά των αγγέλων

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός προσπαθώντας να δώσει έναν ορισμό περί των αγγέλων λέγει ότι είναι φύσεις νοερές, αεικίνητες, αυτεξούσιες, ασώματες. Υπηρετούν το θεό και είναι κατά χάριν αθάνατες. Η φύση των αγγέλων είναι πνευματική. Επειδή όμως απολύτως άϋλος και ασώματος νοείται μόνο ο θεός, γι΄ αυτό το αγγελικό σώμα νοείται ως αιθέριο, πυροειδές, ταχύτατο και πολύ λεπτότερο από τη γνωστή μας ύλη.

Οι άγγελοι ως προς τη προαίρεση είναι ελεύθεροι και τρεπτοί, έχοντας δυνατότητα να προκόπτουν στο αγαθό, αλλά και να τρέπονται στο κακό. Οι νοερές δυνάμεις διαθέτουν σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά νου και λόγο, δίχως όμως «πνεύμα ζωοποιό» επειδή δεν έχουν σώμα. Γι΄ αυτό δεν συνάγουν τη θεία γνώση μέσα από τις αισθήσεις ή από αναλύσεις λογισμών, αλλά μένοντας καθαροί από κάθε υλικό στοιχείο συλλαμβάνουν τα νοητά νοερώς και αϋλως. Παρ΄ όλη τη καθαρότητα και απλότητα της αγγελικής φύσης, οι άγγελοι είναι δεκτικοί της κακίας. Έτσι μπορούν να επιλέξουν τη συνεχή προαγωγή στην άνωθεν Γνώση και τη κοινωνία της Αγάπης ή την άρνηση αυτής της Αγαθότητας. Αποτέλεσμα της ελευθερίας τους είναι και η πτώση του τάγματος του Εωσφόρου. Αυτό το αγγελικό τάγμα δεν αρκέστηκε στη θαυμαστή λαμπρότητά του, αρνήθηκε την ιεραρχημένη πρόοδο της θείας γνώσης και θέλησε τη πλήρη και άμεση εξομοίωσή του με το Θεό. Γι΄ αυτό το λόγο ηθελημένα δόθηκε στη κακία, στερήθηκε την αληθινή ζωή, την οποία μόνο του (το τάγμα των δαιμόνων) αρνήθηκε. Κατ΄ αυτό τον τρόπο έγιναν πνεύματα νεκρά αφού απέβαλαν την αληθινή ζωή και δεν αισθάνονται κόρο από την ορμή τους προς τη κακία προσθέτοντας με άθλιο τρόπο διαρκώς κακία επάνω στην ήδη υπάρχουσα.

Οι άγγελοι όμως που δεν ακολούθησαν τον Εωσφόρο στην αποστασία του, απέκτησαν το χάρισμα της τέλειας ατρεψίας και ακινησίας προς το κακό. Αυτό συνέβη με την ενανθρώπηση, τη σταυρική θυσία και την ανάσταση του Χριστού, αφού έμαθαν ότι ο δρόμος που οδηγεί στην ομοίωση με το Θεό δεν είναι η έπαρση, αλλά η ταπείνωση.

Η ακινησία των αγγέλων προς το κακό δεν σημαίνει ότι εξαφανίζεται το αυτεξούσιό τους, αλλά ότι εξαγιάζεται με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Οι άγγελοι έχουν μεγαλύτερες και ανώτερες γνωστικές ικανότητες από τους ανθρώπους. Βέβαια δεν είναι ούτε παντογνώστες, ούτε παντοδύναμοι όπως ο Θεός.

Δεν προγνωρίζουν τα μέλλοντα, παρά μόνο αν τους τα αποκαλύψει ο Θεός, ούτε γνωρίζουν τι ακριβώς κρύβεται στη καρδιά κάθε ανθρώπου. Δεν γνωρίζουν πότε θα γίνει η συντέλεια του κόσμου και η Δευτέρα παρουσία του Χριστού. Η μετακίνησή τους γίνεται ταχύτατα, αλλά δεν είναι πανταχού παρόντες. Κάθε φορά βρίσκονται σε συγκεκριμένο τόπο, δίχως να γνωρίζουν το τι συμβαίνει αλλού.

Δεν έχουν φύλο, γιατί η φύση τους είναι πνευματική, ενώ δεν χρειάζονται τροφή για να ζήσουν, ή ανάπαυση για να ξεκουραστούν, αλλά ούτε πεθαίνουν και ούτε πολλαπλασιάζονται. Η αθανασία τους δεν πηγάζει από τη φύση τους, αλλά επειδή μετέχουν «κατά χάριν» στην αγιότητα του Θεού.


Διάταξη των αγγέλων

Ο αριθμός των αγγελικών όντων είναι ανυπολόγιστος και απροσμέτρητος. Ο ίδιος ο Ιησούς ομιλεί στη Γεσθημανή για περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων, ενώ ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μαρτυρεί ότι είδε και άκουσε γύρω από το Θεϊκό θρόνο χορωδία από μυριάδες μυριάδων και χιλιάδες χιλιάδων αγγέλων.

Όλοι αυτοί οι αναρίθμητοι άγγελοι είναι οργανωμένοι σε τάγματα ή αλλιώς σε τάξεις. Συγκεντρώνοντας τις αναφορές σε αυτό το θέμα του Προφήτη Ησαϊα, του προφήτη Ιεζεκιήλ, του αποστόλου Παύλου, του αγίου Διονυσίου του αρεοπαγίτη και του Οσίου Νικήτα Στηθάτου, μπορούμε να καταλήξουμε στα εξής:

Τα τάγματα των αγγέλων είναι εννέα, τα οποία ταξινομούνται σε τρεις τρίχορες ιεραρχίες ή ταξιαρχίες, κατά τον ακόλουθο τρόπο: Σεραφείμ, Χερουβείμ, Θρόνοι - Κυριότητες, Δυνάμεις, Εξουσίες - Αρχές, Αρχάγγελοι, Άγγελοι.

Ιδίωμα της πρώτης ιεραρχίας είναι η πύρινη σοφία και η γνώση των ουρανίων, ενώ έργο τους ο θεοπρεπής ύμνος του «γελ». Η δεύτερη ιεραρχία έχει ως ιδίωμα τη διευθέτηση των μεγάλων πραγμάτων και την διενέργεια των θαυμάτων, ενώ έργο τους είναι ο τρισάγιος ύμνος «Άγιος, Άγιος, Άγιος». Τέλος ιδίωμα της τρίτης ιεραρχίας είναι να εκτελούν θείες υπηρεσίες και έργο τους αποτελεί ο ύμνος «Αλληλούϊα».

Πέρα από τα ονόματα των εννέα τάξεων, η Αγία Γραφή μας φανερώνει και τα προσωπικά ονόματα ορισμένων αγγέλων. Γνωρίζουμε το Γαβριήλ, που σημαίνει «ήρωας του Θεού», από την εμφάνισή του στο προφήτη Δανιήλ, στο προφήτη Ζαχαρία και στη Θεοτόκο. Γνωρίζουμε το Μιχαήλ, που σημαίνει «τις ως ο Θεός ημών», ενώ εμφανίζεται πολλές φορές στη Παλαιά Διαθήκη. Ο Ραφαήλ είναι ο τρίτος άγγελος που γνωρίζουμε, το όνομά του σημαίνει «ο Κύριος θεραπεύει» και εμφανίζεται στον Τωβίτ μεταφέροντας τις ανθρώπινες προσευχές στο θρόνο του Θεού. Τέλος γνωστός από την εβραϊκή παράδοση είναι και ο Ουριήλ.


Έργο των αγγέλων

Οι άγγελοι πραγματοποιούν τριπλό έργο. Πρώτα απ΄ όλα δοξολογούν ακατάπαυστα το Θεό. Αυτή η δοξολογία δεν τους έχει επιβληθεί ως εντολή, αλλά είναι τελείως αυθόρμητη, που ξεπηγάζει από τους ίδιους, όταν αντικρύζουν το κάλλος του Θεϊκού προσώπου και τα μεγαλεία της δημιουργίας του. Τη νύχτα των Χριστουγέννων π.χ. εμφανίσθηκε πλήθος στρατιάς ουρανίου που αινούσε το Θεό για το γεγονός της θείας ενσαρκώσεως.

Το δεύτερο έργο τους είναι η διακονία στη Θεία Οικονομία. Νιώθουν τόση αγάπη και ευγνωμοσύνη προς το Πλάστη τους και σφοδρή επιθυμία για τη δική τους πρόοδο, ώστε να διακονούν τα μυστήρια της Θείας Οικονομίας. Τα αγγελικά τάγματα μεταδίδουν ιεραρχικά το φωτισμό και τη γνώση το ένα στο άλλο. Τις αποκαλύψεις του Θεού τις διδάσκουν οι ανώτερες τάξεις στις κατώτερες και όταν επιτρέψει ο Θεός να αποκαλυφθεί κάποιο μυστήριο σε νου αγίου ανθρώπου, αυτό θα γίνει ιεραρχικά.

Το τρίτο έργο των αγγελικών δυνάμεων αφορά τη σωτηρία των ανθρώπων. Με αυτό επιφορτίσθηκαν μετά την δημιουργία του ανθρώπου και το επιτελούν με ιδιαίτερη προθυμία και χαρά, αφού κάθε φορά που μετανοεί ένας άνθρωπος για τις αμαρτίες του, πανηγυρίζουν και χαίρονται στον ουρανό.

Στο αρχαιότατο έργο «ποιμήν» του Ερμά, γίνεται λόγος για τον προσωπικό φύλακα άγγελο κάθε ανθρώπου. Αυτός μάλιστα είναι τρυφερός, σεμνός, πράος, διδάσκει στην ανθρώπινη καρδιά τη δικαιοσύνη και το δρόμο προς το αγαθό. Και άλλοι πατέρες της εκκλησίας μας διδάσκουν ότι απαραίτητη προϋπόθεση παραμονής του φύλακα αγγέλου δίπλα στον άνθρωπο, είναι ο άγιος βίος, διαφορετικά απομακρύνεται εξ΄ αιτίας των πονηρών και αμαρτωλών έργων. Ο άγγελος αυτός παρηγορεί στις θλίψεις, βοηθά στους πόνους, συμπάσχει με τον άνθρωπο, τον οδηγεί στη μετάνοια και τον προστατεύει από ορατούς και αόρατους εχθρούς.

Εκτός όμως από το φύλακα άγγελο του κάθε ανθρώπου, υπάρχουν και οι φύλακες άγγελοι των εθνών, των πόλεων και των κατά τόπους εκκλησιών. Στη Παλαιά Διαθήκη στο βιβλίο του Δευτερονομίου ο Θεός διαμοιράζει τα έθνη και τοποθετεί τα όρια των εθνών σύμφωνα με τον αριθμό των αγγέλων του. Έπειτα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρατηρεί ότι ο Θεός έχει εγκαταστήσει σε κάθε πόλη στρατόπεδα αγγέλων που αναχαιτίζουν τις επιθέσεις των δαιμόνων. Ενώ τέλος ο άγιος Ιππόλυτος είναι ιδιαίτερα σαφής, όταν παρομοιάζει την εκκλησία με πλοίο που έχει ναύτες τους αγγέλους.


Τιμή των αγγέλων

Η ορθόδοξη εκκλησία τιμούσε πάντοτε τους αγγέλους. Η δε τιμητική τους προσκύνηση διακηρύχθηκε επίσημα από τη Ζ΄ οικουμενική σύνοδο σε αντιδιαστολή προς τη λατρεία που αφορά μόνο το πρόσωπο του Θεού.

Στον εβδομαδιαίο λειτουργικό κύκλο των ακολουθιών, η Δευτέρα αφιερώνεται στις αγγελικές δυνάμεις. Δύο παρακλητικοί κανόνες αφορούν το φύλακα άγγελο και τις επουράνιες Δυνάμεις.

Ο ετήσιος λειτουργικός κύκλος σηματοδοτείται από έξι εορτές αφιερωμένες στον αγγελικό κόσμο, με κυρίαρχη εκείνη της 8ης Νοεμβρίου, κατά την οποία εορτάζεται η σύναξη των αγγέλων υπό τον αρχάγγελο Μιχαήλ ως αντίσταση κατά της αποστασίας του Εωσφόρου.

Αλλά η κατεξοχήν τιμή των αγγέλων γίνεται στη Θεία Λειτουργία. Εκεί, ο λαός του Θεού στη γη και οι στρατιές του ουρανού με ένα στόμα, σε μία κοινή λειτουργική σύναξη προσφέρουν στο Θεό δοξολογία. Μαζί με τους ιερείς συνέρχονται στο θυσιαστήριο και συλλειτουργούν τη θεϊκή αγαθότητα. Μαζί κυκλώνουν την αγία Τράπεζα και τα τίμια δώρα, διά χειρός αγγέλου αναφέρονται εις οσμήν ευωδίας πνευματικής στο υπερουράνιο και νοερό θυσιαστήριο.

Ωστόσο, εκείνοι που τιμούν ιδιαίτερα τους αγγέλους είναι οι μοναχοί. Μέσα από την διαρκή προσευχή τους, την υπεράνθρωπη άσκησή τους, αγωνίζονται να ομοιάσουν στους αγγέλους και να αναπληρώσουν το εκπεσόν τάγμα των δαιμόνων. Γι΄ αυτό και η ακολουθία της μοναχικής κουράς φέρει το όνομα: «Ακολουθία του μεγάλου και αγγελικού Σχήματος».


(Αρχιμανδρίτου Ιωάννου Καραμούζη)

Πηγή:Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020

Άγιοι Τριάντα τρεις Μάρτυρες «οι εν Μελιτινή» (7 Νοεμβρίου)

 


Τα ονόματα των Αγίων Ματρύρων είναι: Ιέρων, Νίκανδρος, Ησύχιος, Βαράχος (ή Βαράχιος), Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξαντικός (ή Ξανθιάς), Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος (ή Ουστρίχιος), Ουΐκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και άλλος Ιέρων.


Ο πρώτος απ' αυτούς, ο Ιέρων, ήταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του πέθανε γρήγορα και την ανατροφή του, καθώς και των δύο αδελφών του, Ματρωνιανού και Αντωνίου, ανέλαβε εξ ολοκλήρου η μητέρα τους Στρατονίκη. Παρ' όλο που ο Ιέρων πήρε αρκετή μόρφωση, ασχολήθηκε με το γεωργικό επάγγελμα. Οι ειδωλολάτρες τέτοιες ενασχολήσεις τις θεωρούσαν υποτιμητικές. Αλλά οι χριστιανοί ήξεραν ότι ο Χριστός δεν απαξίωσε τον ιδρώτα του ταπεινού εργάτη. Και ότι κάθε τίμια εργασία είναι αρετή και μόνο η αργία, πού φέρνει την αμαρτία, αποτελεί για τον άνθρωπο στίγμα. Άλλωστε, ο θεόπνευστος λόγος της Αγίας Γραφής περιγράφοντας τη ζωή των Αποστόλων και κατ' επέκτασιν, όλων των χριστιανών, λέει: «κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίοις χερσί» (Α' προς Κορινθίους, δ' 12). Κοπιάζουμε, δηλαδή, εργαζόμενοι με τα ίδια μας τα χέρια.

Όταν επί Διοκλητιανού άρχισε ο διωγμός κατά των χριστιανών, ο έπαρχος Αγρικόλας συνέλαβε τον Ιέρωνα με την κατηγορία ότι τις Κυριακές και τις άλλες γιορτές περιφερόταν και κήρυττε το Χριστό στους εργάτες, με αποτέλεσμα να αποσπάσει πολλούς από την ειδωλολατρία. Μαζί του συνελήφθησαν οι δύο αδελφοί του και τριάντα ακόμα συνεργάτες του στη διακονία του Ευαγγελίου. Αφού φυλακίστηκαν και φρικτά βασανίστηκαν, τελικά ο έπαρχος Αγρικόλας τους αποκεφάλισε έξω από την πόλη Μελιτινή.

Πηγή saint .gr

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2020

Άγιος Παύλος Α' ο Ομολογητής και Ιερομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης (6 Νοεμβρίου)


 Ο Άγιος Παύλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. και υπήρξε γραμματέας του αγιοτάτου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αλεξάνδρου


Όταν απεβίωσε ο Αλέξανδρος, το 377 μ.Χ., ο Παύλος εξελέγχθηκε Πατριάρχης. Ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος, όταν το πληροφορήθηκε δυσανασχέτησε, μία και ήταν οπαδός της αίρεσης των Αρειανών. Όταν ο Κωνστάντιος επέστρεψε από την Αντιόχεια στην Κωνσταντινούπολη, απομάκρυνε από τον πατριαρχικό θρόνο τον Παύλο και ανακήρυξε αυθαίρετα Πατριάρχη, τον αρειανόφρονα Νικομήδειας Ευσέβιο. Τότε ο Άγιος Παύλος πήγε στη Ρώμη. Εκεί βρήκε τον Μέγα Αθανάσιο , τον οποίο είχε απομακρύνει από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ο Κωνστάντιος.

Πληροφορηθείς τα γεγονότα, ο αυτοκράτορας Κώνστας, έστειλε γράμμα στον αδελφό του τον Κωνστάντιο, διαμαρτυρόμενος για τη στάση του. Έτσι ο Παύλος και ο Αθανάσιος επανήλθαν στο αξίωμά τους.

Δυστυχώς μετά από λίγο καιρό ο Κώνστας πέθανε. Έτσι ο Κωνστάντιος διέταξε, από την Αντιόχεια που ήταν, να απομακρύνουν τον Παύλο από τον Πατριαρχικό θρόνο. Μάλιστα τον εξόρισε στην Κουκουσό της Αρμενίας.

Μία μέρα που τελούσε την Θεία Λειτουργία όρμησαν καταπάνω του Αρειανοί και τον έπνιξαν με το ίδιο του το ωμοφόριο. Έτσι ο Άγιος ετελείωσε και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο.



Το 385 μ.Χ., το αδιάφθορο Λείψανο του Αγίου Παύλου, μετακομίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά την βασιλεία του Μεγάλου Θεοδοσίου. Αρχικά κατατέθηκε στο Ναό της Αγίας Ειρήνης και έπειτα σε ναό προς τιμή του. Το Λείψανο μεταφέρθηκε στη Βενετία το 1226 μ.Χ. και κατατέθηκε στη γυναικεία Μονή του Αγίου Λορέντζου, όπου φυλάσσονταν και τα Λείψανα του Όσιου Βαρβάρου του Μυροβλύτου και της Αγίας Κανδίδης. Άγνωστο κάτω από ποιες συνθήκες το Λείψανο χάθηκε, για να βρεθεί το 1493 μ.Χ. Κατά την αναγνώριση του 1686 μ.Χ. ο Βολλανδιστής C. Jannik διαπίστωσε και περιέγραψε την ακεραιότητα του Λειψάνου.

Πηγή saint.gr

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2020

Άγιοι Μάρτυρες Γαλακτίων και Επιστήμη (5 Νοεμβρίου)

Οι άγιοι αυτοί μάρτυρες έζησαν κατά τα έτη της βασιλείας του αυτοκράτορα Δεκίου (έτος 250 μ.χ) και του ηγεμόνος Σεκούνδου στην πόλη Έμεσα (σημ. Χομς στη Συρία). Οι γονείς του Γαλακτίωνος, Κλειτοφών και Λευκίππη, ήταν πλούσιοι ειδωλολάτρες της πόλεως. Είχαν όμως έναν καημό που τους έτρωγε. Η Λευκίππη παρέμενε στείρα παρ’ όλες τις θερμές ικεσίες τους στα είδωλα. Στην πόλη διέμενε τότε ένας μοναχός, ονόματι Ονούφριος. Ζητούσε ελεημοσύνη από τους περαστικούς -όχι για να τρέφεται, αλλά για να μοιρά­ζει εν συνεχεία ό,τι του έδιναν στους φτωχούς— και επωφελούνταν για να κηρύσσει παντού το ιερό Ευαγγέλιο. Μία ημέρα, κτύπησε την πόρτα της Λευκίππης για να ζητήσει ελεημοσύνη. Βλέποντας τη θλιμμένη όψη της γυναίκας ρώτησε να μάθει τον λόγο. Εκείνη του απάντησε ότι δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Ο Ονούφριος τότε είπε ότι επρόκειτο για ένα σοφό μέτρο της θείας Πρόνοιας και ότι ο Θεός μην επιθυμώντας να προσφέρει αυτή το τέκνο της στους δαί­μονες, την εμπόδιζε να γεννήσει όσο θα παρέμενε ασεβής. Της δίδαξε τα μυστήρια της πίστεως και την βάπτισε. Μετά από λίγο καιρό γέννησε και έπεισε τον άνδρα της να ασπαστεί κι αυτός την πίστη στον Χριστό, ο οποίος τους είχε λυτρώσει με τον τρόπο αυτό από την αισχύνη τους.

galepi1

Το παιδί έλαβε το όνομα Γαλακτίων στο άγιο Βάπτισμα. Όταν έγινε είκοσι χρόνων, ο πατέρας του που είχε μείνει χήρος, τον πάν­τρεψε με μια νέα ειδωλολάτρισσα, ονόματι Επιστήμη. Ο Γαλα­κτίων δέχθηκε από υπακοή στον πατέρα του, αλλά αρνήθηκε να πλησιάσει τη νέα, από φόβο μήπως μολύνει το βάπτισμά του. Πε­πεισμένη από τα επιχειρήματα του ανδρός της, η Επιστήμη έλαβε την απόφαση να απαρνηθεί την ασέβειά της και βαπτίσθηκε από τον ίδιο τον Γαλακτίωνα. Οκτώ ημέρες μετά τη βάπτισή της, είδε σε ένα όνειρο τη δόξα που επιφυλάσσεται στους ουρανούς σε όσους θα έχουν διαφυλάξει την παρθενία τους, για να αφοσιωθούν ακέ­ραιοι στον Θεό. Φανέρωσε το όραμά της στον Γαλακτίωνα και οι δύο σύζυγοι αποφάσισαν να παρατείνουν παρθένοι μέχρι το τέλος της ζωής τους.

Μοίρασαν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς, για να αποκτήσουν στον ουρανό έναν ακατάλυτο θησαυρό, και αναχώ­ρησαν για την έρημο του Σινά. Φθάνοντας σε ένα μέρος που λεγό­ταν Πούπλιον, βρήκαν μία ομάδα δώδεκα ερημιτών, οι οποίοι δέ­χθηκαν να πάρουν μαζί τους τον Γαλακτίωνα και έστειλαν την Επιστήμη σε τέσσερις γυναίκες που ασκήτευαν σε ένα κοντινό ερημητήριο. Ο Γαλακτίων ανέλαβε τέτοιους αγώνες στις νηστείες, τις ολονύκτιες προσευχές και στην εγρήγορση κατά των περι­σπασμών, που πολύ γρήγορα έφθασε σε υψηλό μέτρο αρετής. Την εποχή εκείνη ο διάβολος υπέβαλε στον τύραννο να καταδιώξει τους χριστιανούς που αποσύρονταν στην έρημο. Καθώς ένα στρατιωτικό απόσπασμα κατευθυνόταν προς το ασκηταριό του Γαλακτίωνος, αποκαλύφθηκε στην Επιστήμη η δόξα που επιφυλάσσεται στους μάρτυρες και είδε ότι εκλήθη να την μοιραστεί με τον Γαλακτίωνα.

Έλαβε την ευλογία από την ηγούμενη της να τον συναντήσει και να προσφέρει τον εαυτό της στον θάνατο για τον Χριστό μαζί με εκείνον που ήταν διδάσκαλός της στην πίστη και συναθλητής της στη στενή οδό. Παρουσιάσθηκαν μαζί ενώπιον του διοικητή Θύρσου. Καθώς περιφρόνησαν τις απειλές και έμειναν στέρεοι στην πίστη, υποβλήθηκαν σε τρομερά μαρτύρια: τους κτύπησαν απάνθρωπα, εξέθεσαν την Επιστήμη γυμνή στη δημόσια χλεύη, τους έμπηξαν μυτερά καλάμια κάτω από τα νύχια, τους έκοψαν τα χέρια και τα πόδια. Τέλος, ολοκλήρωσαν τον αγώνα του μαρτυρίου με τον απο­κεφαλισμό τους. Ο άγιος Γαλακτίων ήταν τότε τριάντα ετών και η Επιστήμη δεκαέξι. Αυτοί λοιπόν που αρνήθηκαν να ενωθούν κατά σάρκα σε τούτη την εφήμερη ζωή, ενώθηκαν έτσι εν Θεώ για την αιωνιότητα.



 

(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας-Νοέμβριος, εκδ. Ίνδικτος, σ.55-57)
Πεμπτουσία  pemptousia.gr