Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021

Ο Άγιος Χαράλαμπος ( 10 Φεβρουαρίου )

 

'Αγιος Χαράλαμπος

Ο ιερεύς της Μαγνησίας

Ο Άγιος Χαράλαμπος ο Ιερομάρτυς και θαυματουργός, γεννήθηκε στην Μαγνησία το 90 μ.Χ. περίπου και μαρτύρησε στα χρόνια των μεγάλων διωγμών της Χριστιανοσύνης. Η Μαγνησία αυτή κατά πάσαν πιθανότητα ήτανε στη Θεσσαλία. Τα ερείπιά της σώζονται ακόμη κοντά στο χωριό που λέγεται «Μηλιές». Είχε το ευτύχημα να γεννηθή από γονείς ευσεβείς χριστιανούς που κρατούσανε την πίστι τους στο Χριστό με κίνδυνο της ζωής τους στους δύσκολους, αλλά ηρωικούς εκείνους χρόνους των διωγμών.

Στην Μαγνησία έζησε όλη του την ζωή ο Άγιος Χαράλαμπος. Εκεί σαν νέος, ήτανε φωτεινό παράδειγμα συνετής ζωής. Αργότερα η πίστις του στο Χριστό έγινε πιο φλογερή και η επιθυμία του να βοηθήση τους Χριστιανούς και τους ειδωλολάτρες, να σωθούνε, πιο μεγάλη. Δεν μπορούσε να ησυχάση, όταν σκεπτότανε, ότι υπάρχουν άνθρωποι μακρυά από το Χριστό, που δεν ξέρουν ποιος είναι ο προορισμός τους και γιατί ζουν εδώ στη γη.

Είναι κρίμα, έλεγε, είναι τρομερό, είναι αδιανόητο να ζούνε οι άνθρωποι στην πλάνη της ειδωλολατρείας και να πάνε κατόπιν στην Κόλασι.

Αφιερώθηκε, λοιπόν, εις την υπηρεσία του Χριστού. Έγινε ιερέας το 130 μ.Χ. Από την θέσι του τώρα αυτή, από το θείο αυτό αξίωμα της Ιερωσύνης, ανέλαβε τον μεγάλον αγώνα, αφ’ ενός ν’ ανοί­ξη τα μάτια του κόσμου και να δουν τον κίνδυνον από την ειδωλολατρικήν πλάνην και αφ’ ετέρου ν’ αγιάζη με τα μυστήρια τους πιστούς και να τους οδηγή στην τελειότητα. Μπροστά σε Χριστιανούς και ειδωλολάτρες, άρχισε τα φλογερά χριστιανικά κηρύγματά του. Καίτοι σ’ όλη του τη μακρά ζωή — έζησε 113 χρόνια — έγιναν πολλοί διωγμοί των Χριστιανών και αυτός ποθούσε το μαρτύριο, και δεν ελάμβανε κανένα μέτρο, εν τούτοις επέζησε, διότι ο Θεός τον εφύλαττε γι’ αργότερα. Εμαρτύρησε το 202 μ.Χ.

 

Γαλήνιος   μπροστά  στον οργισμένο  άρχοντα.

Τότε αυτοκράτορας στη Ρώμη ήτανε ένας ασεβής και χριστιανομάχος, ο Σεβήρος (193-211 μ.Χ.). Ο αυτοκράτορας αυτός και τα γράμματα αγαπούσε και τις τέχνες υποστήριζε και λαμπρές υπηρεσίες στη νομοθεσία προσέφερε. Μένει όμως εις αίσχος και εντροπήν του το ότι, όχι μόνο τον Χριστιανισμό δεν μπόρεσε να εννοήση, αλλά και τους Χριστιανούς σκληρά τους κατεδίωξε. Είχε κηρύξει φοβερό διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις είχε διορίσει ηγεμόνες ειδωλολάτρες και είχε δώσει αυστηρές διαταγές. Όποιος ήτανε Χριστιανός, όποιος καταφρονούσε τα είδωλα, όποιος δεν ακολουθούσε τις διαταγές του, τον περίμεναν σκληρά βασανιστήρια και φρικτός θάνατος.

Ηγεμόνας στην περιοχή εκείνη της Μαγνησίας, που ζούσε ο Άγιος Χαράλαμπος, ήτανε τότε ένας κακόψυχος και θηριόψυχος, Λουκιανός ονομαζόμενος. Αυτός σκόρπιζε γύρω του την απειλή και την φοβέρα. Μόλις μάθαινε, ότι σε κάποια πόλι ή επαρχία υπήρχαν Χριστιανοί και ότι καταφρονούσαν τα είδωλα, έτρεχε εκεί μανιασμένος. Μάζευε τους Χριστιανούς και τους φυλάκιζε. Έπειτα άρχιζαν τα βασανιστήρια. Πλημμύριζαν με το αγνό τους αίμα οι πλατείες, οι χώροι συγκεντρώσεων, τα στάδια και οι δρόμοι.

Όταν έμαθε ο ηγεμόνας Λουκιανός την χριστιανική δραστηριότητα του Ιερέως Χαραλάμπους, ωργίσθηκε πολύ. Έξαλλος από το κακό του, έστειλε στρατιώτες στην Μαγνησία να τον συλλάβουν και να τον φέρουνε μπροστά του. Πράγματι οι απεσταλμένοι του Λουκιανού φέρανε σιδηροδέσμιο τον γέροντα κληρικό μπροστά στον ηγεμόνα. Ήτανε τότε υπέργηρος. Εκατόν δέκα τριών (113) ετών.

Ο ηγεμόνας τον κοίταξε με βλοσυρό και άγριο βλέμμα, και τον ρώτησε απειλητικά:

—  Γιατί, Γέροντα, καταφρονείς και παραβαίνεις τις βασιλικές διαταγές; Και γιατί μιλάς εναντίον των θεών μας;

—  Εγώ, του απήντησε ο Άγιος, υπακούω και υποτάσσομαι στον Βασιλέα των Ουρανών, τον Χριστόν μου. Γονατίζω ευλαβικά στα δικά Του προστάγματα, γιατί ξέρω πως είναι ποτισμένα με δικαιοσύνη, με αγάπη και σωτηρία της ψυχής. Ο δικός σας βασιλεύς διατάζει παράλογα πράγματα. Σας προστάζει να προσκυνάτε Θεούς αναίσθητους, νεκρά στοιχεία, είδωλα άψυχα. Σας νεκρώνει την ζωή και σας σκοτώνει την ψυχή. Ο ιδικός μου Βασιλεύς, ο Χριστός, μας οδηγεί στην λύτρωσι, στην αιωνία ζωή. Όποιος ζητήση με θερμή προσευχή και πίστι την δύναμίν Του, γίνεται και αυτός ισχυρός. Με την δύναμί Του γίνεται δυνατός. Με την δύναμί Του, εξαφανίζονται οι αρρώστειες και συντρίβονται οι δαίμονες...

—  Φθάνει, Γέροντα... αρκετά! Δεν έχω όρεξι ν’ ακούω τις ανοησίες σου. Το κήρυγμά σου, κράτησέ το για άλλους. Εγώ ένα έχω να σου πω. Κι’ αυτό είναι το συμφέρον σου. Προσκύνα τα είδωλα, γιατί έτσι μονάχα θα μπορέσης να γλυτώσης τα βασανιστήρια, που σε περιμένουν... Τ’ ακούς, ξεροκέφαλε;

Ο Άγιος χαμογέλασε και του είπε:

— Κακώς νόμισες, ότι έναν ιερέα του Χριστού θα τον τρομάξουνε οι φοβέρες για βάσανα και θάνατο. Εγώ έπρεπε να είχα κοιμηθή προ πολλού. Και εάν με θανατώσης, θα μου δώσης εκείνο, που περιμένω. Άλλωστε ημείς οι Χριστιανοί τα βάσανα και το θάνατο δεν τα αποφεύγομε, αλλά τα θέλουμε και τα ποθούμε. Γιατί ημείς είμεθα εξοικειωμένοι με τους αγώνες και τους πολέμους και όπως οι γενναίοι στρατιώτες, δεν επιθυμούμε τον ήσυχο θάνατο της κλίνης, αλλά τον δοξασμένο της μάχης.

— Είσαι γέροντας και λυπούμαι τα γεράματά σου, να σε βάλω σε βασανιστήρια, είπε ο Λουκιανός.

— Ας είμαι γέροντας. Μη με λυπάσαι καθόλου. Αλλά να μάθης, ότι στους ιδικούς μας αγώνας το παν είναι η ψυχή. Αυτή δεν γηράσκει με την ηλικία. Αμφιβάλλεις, Έπαρχε, γι’ αυτό; Δοκίμασε. Και θα δης, ότι οι δήμιοί σου θα κουρασθούνε και ο ιερεύς Χαράλαμπος, με την χάριν του Χριστού, δεν θα τους πη να τον λυπηθούνε. Άλλωστε, χωρίς στερήσεις, χωρίς υπομονή και χωρίς βάσανα, πως θα κερδίσουμε την Βασιλεία των Ουρανών; Αυτά, άρχοντά μου, τα βάσανα, μας ανοίγουν τις πόρτες της αιωνίου ευτυχίας. Υπάρχει καλλίτερο από τα βάσανα; Αυτά μας φέρνουνε κοντά στον Χριστό μας. Γιατί, λοιπόν, να τ’ αποφεύγουμε; Έπειτα όλα αυτά περνούν τόσο γρήγορα!

 

Τον γδέρνουν!

Έπειτα από την σταθερή αυτή απάντησι το συμβούλιο των αρχόντων τα έχασε. Του φέρανε όμως μπροστά του όλα τα σύνεργα των βασανιστηρίων, για να τον φοβίσουν και για να τον κλονίσουν. Του τα δείξανε ένα προς ένα. Του είπανε, πώς σχίζονται με αυτά οι σάρκες, πώς τσακίζονται τα κόκκαλα και πώς βγαίνουν τα νύχια. Ο Άγιος τα κοίταζε με αδιαφορία και απάθεια.

— Ξεροκέφαλε, του λέγει ο Έπαρχος, μη σκέ­φτεσαι καθόλου. Θυσίασε στους μεγάλους θεούς μας. Το καταλαβαίνεις;

— Αυτό, τους αποκρίθηκε, δεν θα γίνη ποτέ. Δεν είμαι ανόητος να ζητώ την καταστροφή μου. Δεν πουλάω την ψυχή μου στον Σατανά. Μια ζωή ολόκληρη προσφέρω θυσία στο Χριστό και τώρα να την προσφέρω στο Σατανά; Θεός φυλάξοι!

Από τα λόγια του αυτά οι άρχοντες των ειδωλολατρών αγριέψανε και γίνανε θηρία. Οργή και μίσος απάνθρωπον και κακία απερίγραπτος φούντωσε στις καρδιές τους. Διέταξαν αμέσως να γδάρουν τον υπέργηρον Ιερέα του Υψίστου ζωντανόν! Δεν λυπηθήκανε οι αλητήριοι τα βαθειά γηράματά του. Δεν σεβαστήκανε τα 113 του χρόνια!

Τον γύμνωσαν αμέσως, του πετάξανε καταγής την ιερή στολή του και αρχίσανε το απάνθρωπο γδάρσιμο. Αρχίσανε από την κεφαλήν και κόβανε και χωρίζανε το δέρμα από τις σάρκες. Ο πόνος ήτανε φοβερός, τρομερός, αβάστακτος. Ο Άγιος όμως σφίγγει τα δόντια του. Κρατάει γερά. Προσεύχεται και λέγει:

— Θεέ μου, Σε ευχαριστώ, διότι μου έκανες την μεγάλην τιμήν και μου έδωσες την περιπόθητη ευκαιρία να καταταγώ μεταξύ των Μαρτύρων. Θεέ μου βοήθησέ με. Δος μου υπομονή να μείνω πιστός. Σας ευχαριστώ και σας, παιδιά μου, που μου βασανίζετε το σώμα. Μ’ αυτό, που κάνετε, μου χαρίζετε την ευτυχία της ψυχής και την ατελείωτη χαρά της Βασιλείας του Θεού.

Ενώ όμως έλεγε αυτά ο Άγιος, όλοι όσοι τον βλέπανε (οι στρατιώτες, οι δούλοι, οι βασανισταί και οι άρχοντες), μένανε με το στόμα ανοιχτό. Δεν μπορούσανε να καταλάβουνε ποιο ήτανε εκείνο που μέσα σ’ αυτόν τον μεγάλο πόνο, έδιδε στον Μάρτυρα τόση δύναμι και τόση ευτυχία. Δύο μάλιστα δήμιοι, που τον γδέρνανε, ο Πορφύριος και ο Βάπτος, όταν είδανε την υπομονήν του Μάρτυρος, για να κερδίση την Βασιλεία του Θεού, πιστέψανε. Πετά­ξανε τα μαχαίρια και φωνάξανε:

— Είμαστε και ημείς Χριστιανοί! Φιλούσανε έπειτα τον Άγιο και του ζητούσανε να τους συγχω­ρέση.

Ο Έπαρχος τότε διέταξε και τους απεκεφάλισαν. Με χαρά το δέχτηκαν. Τότε και τρεις γυναίκες είπανε δυνατά:

— Και εμείς πιστεύουμε στο Χριστό !

Χαρούμενες  και αυτές   μαρτυρήσανε για το Χριστό. Η Εκκλησία τους γιορτάζει και τους 5 την 10ην Φεβρουαρίου μαζί με τον Άγιον Χαράλαμπον.

 

Στομώνουν οι χειράγρες

Του είχανε γδάρει το κεφάλι οι δυο δήμιοι, που μαρτυρήσανε. Οι άλλοι, που τους διεδέχθησαν, αρπάξανε τις χειράγρες. Αυτές ήσανε κάτι σαν σιδερένια χέρια με μυτερά νύχια. Αρχίσανε λοιπόν μ’ αυτές, απάνθρωπα να τους ξεσχίζουν τις σάρκες. Τρομερό το μαρτύριο. Ο Άγιος παρέμεινε προσευχόμενος.

Ξαφνικά όμως, συνέβη κάτι το περίεργο και θαυμαστό: Οι χειράγρες, τα σατανικά δηλ. όργανά τους, με τα οποία τραβούσανε λωρίδες από το κορμί του Αγίου, στομώσανε! Δεν μπορούσανε να σχίσουν το δέρμα και τις σάρκες του Αγίου! Τότε οι βασανισταί λέγανε κατάπληκτοι:

— Τί συμβαίνει; Μήπως αυτός εδώ είναι ο ίδιος ο Χριστός και ήλθε να μας τιμωρήση; Μήπως ο Θεός, που πιστεύει ο Χαράλαμπος, είναι αληθινός και γι’ αυτό στομώνει τις χειράγρες;

Τότε ένας δούκας, που άκουσε αυτές τις συζητήσεις, θύμωσε πολύ. Σηκώθηκε και βρίζοντας στρατιώτες, δούλους και βασανιστάς, τους είπε:

— Είστε χαμένοι, είστε παράλυτοι, είστε ανίκανοι, τρέμουνε τα χέρια σας... Τώρα θα του δείξω εγώ... Αρπάζει αμέσως, αυτός μόνος του, τις χειράγρες και μανιασμένος θέλησε να τις μπήξη στο γέρικο υπεραιωνόβιο και ασκητικό κορμί του Ιερομάρτυρα. Ο Θεός όμως, για να ενισχύση την πίστι του Αγίου και για να του δείξη, ότι βρίσκεται κοντά του και παρακολουθεί τους πόνους του, έκαμε το θαύμα Του. Κόπηκαν αμέσως τα χέρια του δούκα από τους αγκώνας και κάτω και μείνανε κολλημένα με τις χειράγρες στο σώμα του Αγίου! Τρομαγμένος τότε ο δούκας, πονώντας και αυτός αφόρητα, έπεσε χάμω, φωνάζοντας, κλαίγοντας και λέγοντας:

— Βοηθήστε με. Αυτός εδώ είναι επικίνδυνος. Μου έκοψε τα χέρια. Σώστε με... Σώστε με. Βοηθήστε με... Είναι μάγος...

Τότε ο ηγεμόνας πλησίασε και σαν είδε τα χέρια του δούκα κρεμασμένα από το σώμα του Μάρτυρα, από το κακό του έγινε έξω φρενών και έφτυσε τον Άγιο στο πρόσωπο. Ο Θεός όμως του το έδωσε και αυτού αμέσως το θαύμα. Στράβωσε αμέσως ο λαιμός του και κύτταζε τώρα το πρόσωπό του προς την πλάτη του! Ήτανε ο δυστυχής ένα ελεεινό και αξιολύπητο θέαμα.

Ο λαός της Μαγνησίας, που έβλεπε αυτές τις τιμωρίες του Θεού φοβήθηκε και παρακαλούσε τον Άγιο, λέγοντας:

— Σταμάτα, σε παρακαλούμεν, Άγιε, την οργήν του Κυρίου. Μην ανταποδίδης κακόν αντί κακού. Αλλά όπως λέγει ο Χριστός, ευεργέτησε εκείνους, που σε μισούν.

— Ζη Κύριος ο Θεός μου, αποκρίθηκε ο Άγιος. Σας βεβαιώ, δεν το κάνω εγώ από κακία, αλλά τους τιμωρεί ο Κύριος, διότι είναι κακοί και ασεβείς. Το κάνει ο Κύριος ακόμη και διότι θέλει να τα βλέπετε σεις και να γίνουν παράδειγμα, για σας. Θέλει να Τον πιστέψετε, να Τον ακολουθήσε­τε και να σας δώση την αιώνια ζωή και Βασιλεία.

Το πλήθος τότε φώναξε συγκινημένο προς τον Κύριο, λέγοντας:

— Μην κάνης να χαθούμε, Δέσποτα. Αλλά συγχώρησέ μας σε ό,τι Σου φταίξαμε. Τότε πολλοί από αυτούς, που είδανε με τα μάτια τους τη Δύναμι του Θεού και τα θαύματα, πιστέψανε. Αλλά και ο δούκας τώρα παρακαλούσε τον Άγιο, λέγοντας:

— Άγγελε του Θεού και ουράνιε άνθρωπε, βοήθησέ με τον ταλαίπωρον. Εγώ υποφέρω από πόνους τρομερούς, αλλά και συ έχεις επάνω σου το βάρος των κομμένων χεριών μου. Γιάτρεψέ με σε παρακαλώ, για να απαλλαγώ εγώ από τους πόνους και συ από το βάρος. Σου υπόσχομαι, ότι αν γιατρευθώ, θα πιστέψω στον δικό σου τον Θεό. Ο Άγιος τον λυπήθηκε και προσευχήθηκε στον Κύριο ως εξής:

— Σε ευχαριστούμεν, Δέσποτα, διότι πάντοτε μας προστατεύεις. Ίδε τώρα την ταπείνωσιν των πεπεδημένων δούλων Σου και λύσε τους από τα αόρατα αυτά δεσμά, εις δόξαν του Αγίου Ονόματός Σου.

Μόλις είπεν τα λόγια αυτά, ακούστηκε από τον Ουρανό φωνή, που του έλεγε:

Χαίρε, αθλητά Χαράλαμπε, συνόμιλε των Αγγέλων και ομότροπε των Αποστόλων. Ήκουσα την δέησίν σου και δίδω την ίασιν εις τους ασεβείς.

Αυτοστιγμεί τότε γιατρεύτηκαν όλοι, όσοι τιμωρήθηκαν! Ο δούκας που του αποκαταστάθηκαν τα χέρια του σαν πρώτα, πίστεψε στον Χριστό και βαφτίστηκε. Και ο ηγεμόνας που επανήλθε το πρόσωπό του στη θέσι του, σταμάτησε τον διωγμό κατά των Χριστιανών μέχρις ότου αναφέρει τα γενόμενα στον βασιλέα.

Ο Άγιος μεταφέρθηκε εν συνεχεία στο σπιτάκι του. Αυτό το σπίτι του έγινε προσκύνημα. Πηγαίνανε οι κάτοικοι της Μαγνησίας και των περιχώρων και τον βλέπανε. Κατάκοιτος και εξαντλημένος από όσα έπαθε, από το κρεββάτι του, τους δίδασκε τι πρέπει να κάνουν, για να σωθούνε. Εξωμολογούντο τις αμαρτίες τους. Αλλά και πολλοί ειδωλολάτρες πιστεύανε και εβαπτίζοντο.

Τότε, μετά το μαρτύριό του, ο Άγιος έκανε πολλά θαύματα και πολλές θεραπείες ασθενών. Τυφλοί αναβλέπανε, κουτσοί περιπατούσανε, δαιμονιζόμενοι απαλλάσονταν από τα δαιμόνια και βρί­σκανε γαλήνη. Και πολλές άλλες αρρώστειες με την ευχή του Αγίου εξαφανιζόντανε. Ακόμη και αναστάσεις νεκρών έγιναν με την προσευχή του Αγίου.

 

Καρφιά στη ράχη του

Ο ηγεμόνας όμως βλέποντας αυτά τα θαυμάσια, σηκώθηκε και πήγε μόνος του στο βασιληά. Του ανέφερε καταλεπτώς δια τον Άγιο όλα όσα συνέβησαν. Ο ασεβής Σεβήρος, αντί να πιστέψη, μόλις τ’ άκουσε, άναψε από τον θυμό του και έλεγε:

— Γιατί αμελείτε θεοί αιώνιοι, και δεν εξολοθρεύετε από προσώπου της γης αυτούς τους ασεβείς, που σας υβρίζουνε, και σας εμπαίζουνε;

Αμέσως κατόπιν έστειλε αρκετούς στρατιώτες με την διαταγή να καρφώσουν σ’ όλη τη ράχη του Μάρτυρος καρφιά κατόπιν να τον σύρουν από την Μαγνησία σε κάποια άλλη πόλι, Αντιόχεια ονομαζομένη. Δεν φαίνεται να ήταν η μεγάλη Αντιόχεια της Συρίας, διότι ήτανε πολύ μακρυά. Κατά δε την αρχαιότητα υπήρχαν και άλλες είκοσι οκτώ πόλεις, που έφεραν το όνομα Αντιόχεια.

Πράγματι! Πήγανε οι στρατιώτες και μπήξανε τα καρφιά με πολλή σκληρότητα και ασπλαχνία στο σώμα του Μάρτυρος. Κατόπιν τον δέσανε από την μεγάλην γενειάδα του και τον τραβούσανε αλύπητα οι απάνθρωποι, χωρίς καθόλου να σκεφθούν τα βαθειά γεράματά του.

 

Στην φωτιά να τον κάψουν

Έπειτα από αυτό οι στρατιώτες φοβηθήκανε και πήγανε τον Άγιο με άνεσιν στην Αντιόχεια. Δεν θελήσανε όμως και να παραβούν το πρόσταγμα του άρχοντός των.

Αλλά ο διάβολος μετασχηματίστηκε σαν γέροντας και φάνηκε στον Σεβήρο λέγοντας:

— Αλλοίμονό σου, βασιλεύ. Εγώ είμαι ο βασιλεύς των Σκυθών και ήλθε στην πατρίδα μου ένας μάγος, που τον λένε Χαραλάμπη, αυτός μου πήρε όλους τους στρατιώτες και ήλθα να σου το πω για να φυλαχθής να μη πάθης και συ το ίδιο.

Αυτό τον εξαγρίωσε τον Σεβήρο εναντίον του Αγίου. Γι’ αυτό όταν φέρανε μπροστά του τον Άγιο διέταξε να του καρφώσουν στο στήθος μια μεγάλη σούβλα. Κατόπιν να φέρουν ξύλα, ν’ ανάψουν φωτιά και να καίνε τον Άγιο, ώσπου να ξεψυχήση.

Περάσανε λοιπόν τη σούβλα στον Άγιο και επί πολλή ώρα τον καίγανε, αλλά δεν έπαθε τίποτε ο Άγιος, διότι η φωτιά έσβυσε. Ο Άγιος λες και ξανάνοιωσε. Στεκότανε ευθυτενής και ροδοκόκκινος.

Τότε ο βασιλεύς είπε να τον λύσουν και να τον πάνε κοντά του. Πράγματι τον λύσανε. Και ο βασιλεύς, δια να δικαιολογηθή του είπε:

— Σου τα έκαμα αυτά τα μαρτύρια από φόβο διότι μου είπε ο βασιλεύς των Σκυθών ότι είσαι μεγάλος μάγος... Σε παρακαλώ να μην μνησικακήσης εναντίον μου και σε ό,τι σε ερωτήσω να μου απηντήσης. Πες μου πρώτα πόσων χρονών είσαι.

— Εκατόν δέκα τριών χρονών, του απάντησε ο Άγιος.

— Αφού λοιπόν τόσα χρόνια έζησες, πώς δεν έχεις λίγο μυαλό να γνωρίσης τους αθανάτους θεούς, παρά κάθεσαι και προσκυνάς τον Χριστόν, σαν να είσαι ανόητος;

— Επειδή, του αποκρίθηκε ο Άγιος, τόσα πολλά χρόνια έζησα, εγνώρισα την Αλήθεια και προσκυνώ τον Αληθινό Θεό, τον Παντοδύναμο και Πα­νοικτίρμονα!

 

Τα δύο θαύματα

— Άκουσα, λέγει ο βασιλεύς, ότι μπορείς και νεκρούς ν’ αναστήσης.

— Αυτό, του απήντησε, μόνον ο Δεσπότης — Χριστός μπορεί να το κάμη, όχι άνθρωπος. Τότε ο Σεβήρος διέταξε και φέρανε εκεί ένα δαιμονισμένο, που βασανιζότανε ο δυστυχής από τον σατανά 36 χρόνια. Όταν αυτός έφθασε κοντά στον Άγιο, λες και καιγότανε από φωτιά, πονούσε τρομερά, γι’ αυτό φώναζε ο δαίμονας:

— Σε παρακαλώ, δούλε του Χριστού, μη με βασανίσης, αλλά ειπέ ένα λόγο και βγαίνω. Και αν θέλης να διατάξης, θα σου πω, διατί μπήκα σε αυτόν τον άνθρωπον.

— Λέγε, ακάθαρτο πνεύμα, του είπε ο Άγιος.

— Αυτός, είπε το πονηρόν πνεύμα, έκλεψε τα πράγματα του γείτονά του και κατόπιν εσκότωσε τον κληρονόμον του. Και αφού τον βρήκα σε τέτοια αμαρτία, μπήκα μέσα του και τον βασανίζω τώρα 36 χρόνια.

Τότε ο Άγιος επετίμησε τον δαίμονα και εξήλθε.

Πραγματικά, Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών, είπε θαυμάζοντας ο βασιλεύς. Έπειτα από τρεις ημέρες, απέθανε κάποιος νέος. Και ο βασιλεύς λέγει στον Άγιο:

Ανάστησέ τον αυτόν τον νεκρόν αν μπορής.

Ο Άγιος για να δοξασθή το όνομα του Θεού, έκαμε πολλή προσευχή και αναστήθηκε ο νεκρός. Αυτό έκαμε μεγάλη κατάπληξιν σε όλους και πολλοί από τον όχλον πιστέψανε στον Χριστό. Ο πορωμένος όμως έπαρχος Κρίσπος είπε στον βασιλέα:

Θανάτωσέ τον επί τέλους αυτόν τον άνθρω­πον, γιατί με τις μαγείες του κάνει αυτά τα τερατουργήματα.

Αμέσως τότε ο Σεβήρος άλλαξε γνώμην και λέγει προς τον Μάρτυρα.

— Θυσίασε, Χαράλαμπε, στους θεούς για ν’ απαλλαγής από τα βασανιστήρια.

— Όσο περισσότερο με βασανίσης, του είπε ο Άγιος, τόσο περισσότερο ευφραίνεται η ψυχή μου.

Τότε εξεμάνη ο βασιλεύς και διέταξε να του συντρίψουν με πέτρες τις σιαγόνες, και να κάψουν με λαμπάδες την γενειάδα και το πρόσωπόν του. Το πυρ όμως λες και είχε λογική, πήδησε και έκαψε όσους στεκόντουσαν κοντά.

Θαυμάζοντας με αυτά, που έβλεπε, ρωτούσε τους γύρω του άρχοντας ο βασιλεύς ποιος είναι ο Χριστός, που κάμνει τέτοια τερατουργήματα. Ο Κρίσπος, που ήταν έπαρχος είπε περιφρονητικά:

Γεννήθηκε από μια γυναίκα, που την λέγανε Μαρία, ανύπαντρη και αμαρτωλή...

Μη βλασφημάς έπαρχε, του είπε ο Αρίσταρχος, διότι εσύ δεν ξεύρεις από τέτοια μυστήρια.

 

Οι τύραννοι αιωρούνται

Τότε ο βασιλεύς μανιασμένος, γιατί δεν μπορούσε να κάμη τίποτε στον Άγιο γύρισε προς τον ουρανό και έρριχνε βέλη επάνω στον αέρα λέγοντας.

— Κατέβα, Χριστέ, αν είσαι Θεός στη γη να πολεμήσουμε. Τότε όμως έγινε μεγάλος σεισμός. Φόβος και τρόμος κατέλαβε όλους. Από το σεισμό φαινότανε ο ουρανός ότι εσεί­ετο σαν ένα δένδρο. Αστραπές και βροντές μεγάλες ηκούοντο και αίφνης ο βασιλεύς Σεβήρος και ο έπαρχος Κρίσπος κρεμαστήκανε ψηλά στον αέρα. Φώναζε δε τότε ο βασιλεύς προς τον Άγιον λέγοντας:

— Κύριε μου Χαράλαμπε, δίκαια τα παθαίνω. Παρακάλεσε όμως τον Κύριο και Θεό σου να με γλυτώση από την τιμωρία αυτή και εγώ υπόσχομαι να γράψω σε όλες τις πόλεις να δοξάζηται το Όνομά Του.

Τότε ήλθε εκεί και η κόρη του βασιλέως, που την λέγανε Γαλήνη και του λέγει:

Πίστεψε στον Κύριο για να σε γλυτώση και να σε λύση απ’ αυτά τα δεσμά, γιατί είναι Οικτίρμων και Πανάγαθος. Πίστεψε, γιατί αυτός ο Χριστός είναι Αληθινός, Θεός Αθάνατος. Όταν τα είπε αυτά προσκύνησε τον Άγιο και του είπε:

Παρακάλεσε τον Κύριο ν’ απαλλάξη τον πατέρα μου από αυτούς τους πόνους και εάν μεν πιστέψη θα γίνη μεγάλο καλό, εάν όχι θα έχης τουλάχιστον εσύ τον μισθόν σου μετά θάνατον.

Τότε προσευχήθηκε ο Άγιος και σταμάτησε η οργή του Θεού. Κατέβηκαν στη γη ο βασιλεύς και ο έπαρχος και επήγανε στο παλάτι. Μείνανε τρεις ημέρες έχοντας στο νου τους διαρκώς τον φόβον του Θεού και την οργήν Του.

 

Η Αγία Γαλήνη

Η κόρη του βασιλέως Γαλήνη είδε εν τω μεταξύ ένα όραμα και το ανέφερε στον Άγιο.

Μου φάνηκε, του είπε, πως βρέθηκα σε ένα περιβόλι ωραιότατο, που είχε δένδρα ευωδέστατα και κρυστάλλινη πηγή. Εκεί κοντά ήτανε ο πατέρας μου και ο έπαρχος, αλλά ο φύλαξ του κήπου τους έδιωξε με μια πύρινη ράβδο, εμένα όμως με εσήκωσε και με έβαλε μέσα με τιμή και μου είπε:

— Σε σένα δόθηκε η κατοικία αυτή και σε όσους σου ομοιάζουν για να ευφραίνεσθε μαζί πάντοτε. Αυτά είδα και σε παρακαλώ, διδάσκαλε, να μου τα εξηγήσης.

— Ο κήπος, της αποκρίθηκε ο Άγιος, που είδες είναι ο Παράδεισος των δικαίων και εναρέτων εις τον οποίον σε έβαλε ο Δεσπότης - Χριστός. Και τούτο γιατί Τον πίστεψες. Τον πατέρα σου όμως και τον έπαρχο τους έδιωξε γιατί δυστυχώς θα αποστατήσουν πάλιν από Αυτόν και θα μας κακοποιήσουν οι δυστυχείς και αχάριστοι.

Έπειτα από τριάντα ημέρες ο Σεβήρος άλλαξε γνώμη. Κάλεσε τον Άγιον και του είπε:

— Θυσίασε στους θεούς. Μ’ αυτό θα υπακούσης στην εντολήν μου και θα τιμήσης τον εαυτόν σου.

— Τα λόγια σου, βασιλεύ, είναι πικρά και ασύνετα. Δεν πρέπει να συμμορφωθώ σ’ αυτά, εγώ είμαι δούλος του Θεού και σ’ Αυτόν υπακούω.

Του κακοφάνηκε του βασιληά, που του αντιμίλησε. Γι’ αυτό διέταξε να βάλουν στον στόμα του ένα χαλινάρι, σαν να ήταν άλογο, και να τον σύρουν σ’ όλη την πόλι για να τον ρεζιλέψουν. Το είπαν και το κάμανε. Ο Άγιος όμως στο διάστημα αυτό προσευχότανε λέγοντας:

— Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, Συ έπλασες τον άνθρωπον και τον τίμησες με την θείαν Σου Εικόνα. Επίβλεψε και ίδε την μανίαν του εκτελεστού τυράννου διότι τα παθαίνω αυτά για το Όνομά Σου το Άγιον.

 

Στο σπίτι της ακόλαστης χήρας

Τότε θύμωσε ο τύραννος κι’ έστρεψε την οργή του στον Άγιο, που δίδαξε την Γαλήνη. Και για να τον εξευτελίση διέταξε να τον παραδώσουν σε μια χήρα και ακόλαστη γυναίκα για να τον φυλά­ξη στο σπίτι της. Αλλά ο Θεός τον εφύλαξε από τον εξευτελισμόν ως εξής:

Μόλις πήγε ο Άγιος στο σπίτι της ακούμπησε σε ένα ξηρόν ξύλινο στύλο. Και ω! του θαύματος αμέσως ο ξηρός στύλος εβλάστησε κι’ έκανε τόσα κλωνάρια ώστε εγέμισε όλο το σπίτι. Η χήρα εκείνη μόλις είδε τέτοιο παράδοξο θαύμα προσκύνησε τον Άγιο και του είπε;

— Πήγαινε από το σπίτι μου κύριε, γιατί δεν είμαι αξία για να είσαι κοντά μου.

— Μη φοβάσαι παιδί μου, της είπε ο Άγιος, πίστεψε μονάχα στον Κύριο, που είναι Θεός σπλαχνικός.

Την άλλην ημέρα, που είδαν οι γείτονες της χήρας τέτοιο μεγάλο δένδρο με άνθη και καρπούς μέσα στο δωμάτιό της, εθαύμασαν και μπήκανε μέσα στο σπίτι. Βρήκανε εκεί τον Άγιο, που δίδασκε και τον ερώτησαν:

— Πες μας, συ είσαι ο Χριστός, που λένε;

Όχι, τους απάντησε. Εγώ είμαι δούλος του Δεσπότου — Χριστού του Αληθινού Θεού και με την Χάριν Του και την δύναμίν Του κάμνω τα θαύματα.

Τότε η γυναίκα εκείνη τους είπε την υπόθεσιν και εγκωμίαζε τον Άγιον. Όλοι τους δε τον προσκύνησαν, πιστέψανε στον Χριστό και βαπτιστήκανε. Την άλλην ημέρα ανήγγειλαν στο βασιληά το θαυμαστό αυτό γεγονός. Και ενώ όλοι εθαυμάζανε, ο πορωμένος έπαρχος είπε:

Πρόσταξε βασιλεύ ν’ αποκεφαλίσουν αυτόν τον πλάνον, για να μην μείνη και κάνη και άλλα τέρατα και σημεία και πιστέψουν στον Χριστό περισσότεροι.

 

Τέλος ειρηνικόν

Πράγματι ο βασιλεύς εξέδωκε εναντίον του Αγίου την καταδικαστικήν απόφασιν. Οι δήμιοι επήραν την απόφασιν, πήρανε και τον Άγιο και τον φέρανε στον τόπο της θανατικής εκτελέσεως.

 

Ο Άγιος Χαράλαμπος καιόμενος επί της πυράς

Ο Άγιος όμως στο δρόμο, καθώς έσερνε τα κουρασμένα και πληγωμένα και γέρικα πόδια του, προσευχότανε με ψαλμούς προς τον Κύριον, που τους ήξερε απ’ έξω. Έλεγε μεταξύ των άλλων και τον εκατοστό ψαλμό:

«Έλεος και κρίσιν άσομαί Σοι Κύριε...».

Όταν ο Άγιος έφτασε εκεί σήκωσε τα χέρια του και τα μάτια του στον ουρανό και προσευχήθηκε:

— Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, είπε, γιατί είσαι ελεήμων και φιλάνθρωπος. Συ Παντοδύναμε εκτύπησες τον εχθρόν μας διάβολον. Συ εκτύπησες και τον Άδην με το να απαλλάξης από τον θάνατο το ανθρώπινο γένος. Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου.

Τότε συνέβη και το εξής θαυμαστόν. Ανοίξα­νε για μια στιγμή οι Ουρανοί, φάνηκε ο Χριστός με πλήθος Αγγέλων. Κατέβηκε κοντά του και του λέγει:

—  Έλα, προσφιλέστατε και αγαπημένε μου Χαράλαμπε, που τόσο πολύ κακοπάθησες, για τ’ Όνομά Μου. Ζήτησέ Μου ποίαν χάριν θέλεις και θ’ ακούσω την δέησίν σου.

—  Και το ότι αξιώθηκα, αποκρίθηκε ο Μάρτυρας, να ιδώ την φοβεράν δόξαν της παρουσίας Σου, αυτό είναι μεγάλο χάρισμα σ’ εμένα τον ελάχιστο. Αλλά επειδή η αγαθότης Σου, Κύριε, με προστάζει να Σου ζητήσω χάρι, παρακαλώ να μου κάνης την εξής:

Σε όποιο τόπο βρεθή τεμάχιο από το λείψανόν μου και σ’ όποια χώρα γιορτάζουν το μαρτύριό μου, να μην γίνη εκεί ποτέ πείνα, ούτε πανώλης που θα θανατώνη τους ανθρώπους πρόωρα. Ούτε πονηρός άνθρωπος που να βλάπτη τους καρπούς, αλλά να είναι σ’ αυτόν τον τόπον ειρήνη σταθερή, ψυχών σωτηρία και σωμάτων θεραπεία. Να είναι αφθονία σίτου, οίνου, ελαίου, τετραπόδων και άλλων χρησίμων πραγμάτων.

Τύλαγε δε γερά τα βόδια και όλα τα τετράποδα ζώα των ανθρώπων για να γεωργούν τη γη και να δοξάζηται το Όνομά Σου. Συγχώρεσε, Κύριε, σε παρακαλώ και τις αμαρτίες των, ως Αγαθός και Φιλάνθρωπος.

Να γίνη πιστέ Μου δούλε, το θέλημά σου! Είπε ο Κύριος και αμέσως εξηφανίσθη.

Μετά ταύτα, ο Άγιος παρέδωσε αμέσως την αγιασμένη του ψυχή στο Χριστό ειρηνικά, πριν προλάβη ο δήμιος να του κόψη την κεφαλήν! Ο Θεός δεν θέλησε να ταλαιπωρηθή περισσότερο. Αρκετά βασανίστηκε.

 

Τα άγια λείψανά του θαυματουργούν

Το Άγιό του λείψανο το παρέλαβε κατόπιν η μακαρία Γαλήνη και το ενεταφίασε μέσα σε χρυσή θήκη, αφού του έβαλε πολύτιμα μύρα και αρώματα. Κατόπιν το Άγιο και πανσεβάσμιο λείψανο του ενδόξου Ιερομάρτυρος Χαραλάμπους, μοιράστηκε χάριν ευλαβείας στους απανταχού Ορθοδόξους Χριστιανούς. Διώχνει δε το Άγιο λείψανο τα βάσανα και κάθε ασθένεια, από όσους τον παρακα­λούνε.

Υπάρχουν και σήμερα σε πολλούς Ναούς και Μοναστήρια τεμάχια λειψάνων του Αγίου Χαραλάμπους. Η Αγία και πάντιμος Κάρα του βρίσκεται επάνω στα Μετέωρα της Θεσσαλίας, εις το Μοναστήρι του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Κάμνει δε συχνά παράδοξα κι’ εκπληκτικά θαύματα. Υπάρχει εκεί και φυλλάδα, που περιέχει τα θαύματα του Αγίου.

Ιδίως φυλάττει τους ανθρώπους από την φοβερή νόσο της πανώλους. Γι’ αυτό όσες φορές ενέσκηπτε η φοβερή αυτή αρρώστεια, κατεβάζανε οι Πατέρες την Αγία Κάρα του κάτω στις πόλεις και το κακό σταματούσε αμέσως. Το 1812 η τρομερή αρρώστεια της πανώλους εθέριζε όλη την Ήπειρο. Τότε κάποιος, Μολοσσός ονόματι, πατέρας του Ζώτου Μολοσσού, που έγραψε το λεξικό των Αγίων Πάντων, επήγε στα Μετέωρα κι’ έφερε στην Ήπειρο την Τιμία Κάρα του Αγίου Χαραλάμπους και σταμάτησε το θανατικό.

Επίσης πολλοί πιστοί την καλούνε στα σπίτια τους, την κατασπάζονται μ’ ευλάβεια και κάνουν Αγιασμό. Και έτσι απαλλάσσονται από κάθε κακό.

Το 1897   έγινε ο Ελληνοτουρκικός  πόλεμος. Τότε οι Τούρκοι πήρανε την Αγία Κάρα και την εκτύπησαν με χίλιους δυο τρόπους για να ανοίξη και να πάρουν μόνον το αργυρό κουτί της. Δεν μπο­ρέσανε όμως να το ανοίξουνε. Ο Θεός τους έδωσε την τιμωρίαν, γιατί κάνανε οι Τούρκοι και άλλες ιεροσυλίες. Αρρωστήσανε δε όλοι τους βαριά. Πεθάνανε τότε 35.000 Τούρκοι στην Θεσσαλία από τύφο δια θαύματος του Αγίου.

Όταν έμαθε ο Σουλτάνος, ότι χάθηκε τόσος πολύς στρατός στην Θεσσαλία, έγραψε στον Διοικητή του τουρκικού στρατού, Εδέμ, επίσημο γράμμα και τον ρωτούσε:

Πώς χάθηκε αυτός ο στρατός, αφού δεν έγινε καμμιά μάχη με τους Έλληνας; Και ο Εδέμ απήντησε τότε ως εξής!

Όσοι Τούρκοι χάλασαν Εκκλησίες και Μοναστήρια πεθάνανε από τύφο. Εγώ το χέρι του Θεού δεν μπόρεσα να Το εμποδίσω. Όλοι οι κακοί Τούρκοι κακώς απέθαναν!

 

ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΑΥΜΑΤΑ

Πολύ τιμάται σήμερα ο Άγιος Χαράλαμπος εις όλην την Ελλάδα. Εις τας Αθήνας υπάρχουν δύο Ναοί που γιορτάζουνε μεγαλοπρεπώς στις 10 Φεβρουαρίου. Ο Ένας είναι στα Ιλίσσια και ο άλλος στο πεδίον του Άρεως. Ιδιαιτέρως όμως τιμάται και μεγαλοπρεπώς εορτάζεται εις τα Φιλιατρά της Πελοποννήσου.

Το σπουδαίον είναι εις τον Άγιον αυτόν, ότι η μνήμη του διατηρείται μέχρι σήμερον τόσον ζωηρή, καίτοι πέρασαν αιώνες, και μολονότι δεν είχε συγγράμματα που να διαβάζονταν και να τον φέρνουν στο μυαλό μας. Πού οφείλεται αυτό; Ασφαλώς οφείλεται στην μεγάλην αγιότητά του, στα σκληρά μαρτύριά του και στα πολλά θαύματά του, που έχει κάμει μέχρι σήμερα και κάμει συνεχώς. Είναι δε τόσα πολλά τα θαύματά του, που για να γραφούν δεν έφθανε όχι μόνον το βιβλιαράκι αυτό, αλλά και πολύτομα και πολυσέλιδα βιβλία.

Αναφέρομεν ενδεικτικώς μόνον δύο θαύματά του σύγχρονα.

 

Πως έσωσε την πόλιν των Φιλιατρών

Το ένα έγινε στα Φιλιατρά το 1943, στο καιρό της μαύρης Κατοχής της Ελλάδος από τους Γερμανούς. Το θαύμα αυτό συνεκίνησε και συγκινεί μέχρι σήμερα, όχι μόνον τους Φιλιατρινούς, αλλά και όλους τους Έλληνας.

Το Γερμανικό Στρατηγείο από την Τρίπολι διέταξε τον Γερμανό Διοικητή των Φιλιατρών, Κοντάου ονόματι, για κάποιο σαμποτάζ που είχαν κάνει οι αντάρτες, να κάψουν την πόλιν των Φιλιατρών, να σκοτώσουνε ένα αριθμόν προκρίτων Φιλιατρινών και να συλλάβουνε 1.500 άλλους Φιλιατρινούς και να τους στείλουν στη Γερμανία, από όπου φυσικά δεν επρόκειτο να γυρίση κανένας πίσω.

Ο αξιωματικός Κοντάου έδωσε με την σειρά του διαταγή στους στρατιώτες του να προχωρήσουν την άλλη ημέρα στις έξη το πρωί με τα σύνεργα της καταστροφής, χωρίς οίκτο στην εκτέλεσι της διαταγής.

Αυτό, το έμαθε στην Τρίπολι ο ιεροκήρυξ Αρχιμανδρίτης Θεόδωρος Κωτσάκης, που κατήγετο από τα Φιλιατρά, θλίψις και στενοχώρια κατέλαβε όλους, δεν ξέρανε τι να κάνουνε για να γλυτώσουν τα Φιλιατρά και τους Φιλιατρινούς. Επήρε κάποιον που εγνώριζε τα γερμανικά και πήγε στο σπίτι του Γερμανού στρατηγού στη Τρίπολι. Σταθήκανε στο διάδρομο. Αλλά ακούσανε μέσα στο γραφείο του στρατηγού φωνές, κακό, βρισιές, αναστάτωση μεγάλη. Κάποια Ελληνίδα τον τράβηξε από το ράσο να φύγη, για να μην τους εκτελέσουν επί τόπου και αυτούς.

Βγαίνοντας τότε ο ιεροκήρυξ, ειδοποίησε όλα τα σπίτια των Φιλιατρινών στην Τρίπολι να προσευχηθούν τη νύκτα στον Άγιο Χαράλαμπο, τον πολιούχο των Φιλιατρών για να βάλη το χέρι του. Αυτός δε κλείστηκε στο δωμάτιό του και προσευχότανε με πόνο. Το ίδιο κάνανε στα Φιλιατρά οι κάτοικοι, που κάτι μυριστήκανε και αυτοί.

Ο Άγιος άκουσε την προσευχή τους και έκανε το θαύμα. Ο Άγιος παρουσιάζεται την νύκτα στον Κοντάου που κοιμότανε. Παρουσιάστηκε σαν γέροντας σοβαρός, μεγαλοπρεπής, ιεροπρεπής, ιεροφορεμένος και με κατάλευκη γενειάδα. Ήτανε μια φυσιογνωμία, που δεν την είχε δη ποτέ στη ζωή του ο προτεστάντης ή μάλλον άπιστος Γερμανός. Ο σεβάσμιος γέροντας του είπε με γλυκύτητα:

Άκουσε, παιδί μου, τη διαταγή που έλαβες να μην την εκτελέσης.

Το όνειρο ήταν ζωηρό και του έκανε εντύπωσι. Ξύπνησε και ξανακοιμήθηκε, αλλά με την απόφασι να εκτελέση την διαταγήν. Ξανά παρουσιάζεται ο Άγιος στον ύπνο του και του λέγει:

Αυτό που σου είπα να κάμης. Την διαταγή να μη την εκτελέσης. Μη φοβηθής. Εγώ θα φροντίσω να μην τιιμωρηθής.

Ξαναξύπνησε και στο μυαλό του στριφογύριζαν τα λόγια που του είπε. Αλλά ήταν αδύνατο να μην εκτελέση την διαταγή, διότι θα εκτελούσαν αυτόν οι Γερμανοί. Ξανακοιμήθηκε. Ξαναπαρουσιάζεται και εκ τρίτου ο σεβάσμιος γέροντας και του λέγει:

Σου είπα να μην φοβηθής. Εγώ θα φροντίσω και δεν θα τιμωρηθής. Θα σε φυλάξω δε εσένα και όλους τους άνδρας σου και θα γυρίσετε πίσω στα σπίτια σας, χωρίς να πάθη κανένας τίποτε.

Στην αρχή θέλησε να αρνηθή την εντολή του Αγίου Χαραλάμπους, και να παραστήση τον γίγαντα. Αλλά παρ’ όλη την αθεΐα του, λύγισε, διότι εν συνεχεία τη νύχτα εκείνη, ο Γερμανός αξιωματικός, όπως έλεγε ο ίδιος, άκουσε στον ύπνο του φωνές και κλάμματα, σαν προέρχωνται από τυραννισμένους ανθρώπους κάπου εκεί δίπλα στην αυλή του. Ύστερα πλησίαζαν ζωντανές μορφές, που έμοιαζαν σαν γυναίκες, γυναίκες πολλές, που κτυπούσαν κεφάλια και στήθια από αφόρητη δυστυχία και πόνο. Θρηνούσαν, αγανακτούσαν και καταριόντουσαν από πόνο για την σφαγή των παιδιών τους και των εγγονών τους, που επρόκειτο να γίνη. Όλες αυτές οι φωνές γίνανε υστέρα σύννεφο και ανέβαιναν προς τα ύψη του Ουρανού, χωρίς να πέφτη τίποτε στη γη.

Και ακόμη έβλεπε στον ύπνο του ο Γερμανός αξιωματικός κάτι σκοτεινόμακρα σύννεφα, που έβγαιναν από το δωμάτιό του και ανέβαιναν και σκίαζαν τον ήλιον, ο οποίος κρυβότανε από τα σύννεφα αυτά σαν να ήτανε άνθρωπος και σκοτείνιαζε τα πρόσωπα των στρατιωτών του. Άλλοι από τους Γερμανούς τρόμαζαν και άλλοι ζητούσαν βοήθειαν, κάμνοντας τον Σταυρό τους. Και όλοι τους τρέχανε να κρυφτούνε πίσω από τους κορμούς των ελαιών.

Από τον τρόμο του ξύπνησε. Πήγε να μιλήση, αλλά δεν μπορούσε, παρά κρατούσε ανοιχτό το στόμα του και κοίταζε την εικόνα του ονείρου του. Κοίταζε το γέρο εκείνο, που τον είδε μέσα στο όνειρό του τρεις φορές και ο οποίος είχε μορφή Αγίου της Ορθοδοξίας. Όταν συνήλθε από τους εφιάλτες, άρχισε να σκέφτεται το κακό, που επρόκειτο να γίνη: Να σκοτώνωνται άνθρωποι και σαν τα σκυλιά να μένουν άθαφτοι. Να καίγωνται σπίτια σε ένα λεπτό, που απαιτούσαν αιώνες για να κτισθούν!

Οι σκέψεις αυτές τον αναστάτωσαν. Αλλά πάλιν έλεγε:

Εγώ είπα να κάψω την πόλιν. Και θα την κάψω.

Τότε έκλεισε τα μάτια του. Και ο γέρος, ο Άγιος Χαράλαμπος, εμφανίσθηκε ξανά μπροστά του απειλητικός και επίμονος. Με φωνή δε δυνατή και επιτακτική του είπε:

Πρόσεξε! Η πόλις δεν θα καή και οι κάτοικοι δεν θα συλληφθούν. Είναι αθώοι. Το ακούς;

Σηκώθηκε τότε ο Γερμανός, στερέωσε τα γόνατά του, που τρέμανε και πήρε το τηλέφωνο. Με τρεμάμενη φωνή τηλεφωνούσε στη Τρίπολι, στο Γερμανό Διοικητή της Πελοποννήσου. Και ο Διοικητής εκείνος άνοιγε το στόμα του, για να δώση συμβουλές αλλά πάλιν κόμπιαζε. Πήγαινε να αγριέψη, για να εκτελεστή η διαταγή του, αλλά δεν μπορούσε. Τί είχε συμβή; Και ο ίδιος αυτός το ίδιο βράδυ είχε δη στο όνειρό του τον Άγιο Χαράλαμπο όπως τον είδε και τον περιέγραψε στο τηλέφωνο και ο αξιωματικός του από τα Φιλιατρά. Τελικά αποφάσισε και είπε στον αξιωματικό των Φιλιατρών:

«Γράψατε. Αναστέλλω την καταστροφήν της πόλεως. Έλθετε αμέσως ενώπιόν μου αύριον μεσημβρία».

Όταν ξημέρωσε ανακοινώθηκε η ανάκλησις της αποφάσεως των Γερμανών. «Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός και εις το πρωί αγαλλίασις». Ξεχύθηκαν στο άκουσμα χαρούμενοι οι άνθρωποι στα καφενεία, στη πλατεία, στους δρόμους...

Μια ομάδα, τότε από Γερμανούς στρατιώτες και υπαξιωματικούς, έχοντες στη μέση τον αξιωματικό τους Κοντάου και δυο Ορθοδόξους ιερείς, περνούσαν από τους δρόμους και πηγαίνανε από τη μια Εκκλησία στην άλλη. Αρχίσανε από τον Άη Γιάννη, από τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Αθανάσιο και τελικά κατευθυνόνταν προς την Παναγιά.

Ο αξιωματικός έψαχνε να βρη την Εικόνα του Αγίου, που είδε στον ύπνο του. Όταν του ανοίξα­νε την πόρτα του Ναού της Παναγίας, ανεγνώρισε μέσα στις εικόνες τον Άγιο Χαράλαμπο, που είδε στον ύπνο του και τον πρόσταζε. Η φωνή του κόπηκε. Ντράπηκε για τον εγωισμό του. Σκέπασε με τα χέρια του το πρόσωπό του. Σε λίγο τα κατέβασε. Έκαμε, αυτός ο Προτεστάντης και άθεος, τον Σταυρό του. Είπε μερικές προσευχές στη γλώσσα του, τις οποίες οι ιερείς δεν μπορέσανε να τις ερμηνεύσουν.

Ρώτησε εν συνεχεία τους Ιερείς να του πούνε ποιος ήτανε ο γέροντας της εικόνος. Του διηγηθήκανε, ότι αυτός είναι ο Άγιος Χαράλαμπος που υπέστη πολλά μαρτύρια για το Χριστό. Του είπα­νε έπειτα για τα θαύματα που έκανε, και κάμνει και άλλα πολλά.

Η χαρά των Φιλιατρινών και η ευγνωμοσύνη τους στον Άγιο δεν περιγραφότανε. Δοξάζανε το Θεό και ευχαριστούσανε τον Άγιο Χαράλαμπο για το θαύμα του.

Όπως δε του είπε του Φρουράρχου, ο Άγιος, αυτός και όλοι οι άνδρες της φρουράς εκείνης επέστρεψαν, όταν τελείωσε ο πόλεμος, στη Γερμανία και στα σπίτια τους, χωρίς να πάθη κανείς τους τίποτε.

Διετήρησε δε ο Γερμανός ζωηροτάτην την μνήμην του θαύματος κι’ ευγνωμονούσε τον Άγιο. Ήθελε να επιστρέψη από την Γερμανία για να τον προσκυνήση. Πράγματι, έπειτα από δύο χρόνια, ξεκίνησε με την γυναίκα του και ήλθανε από την Γερμανία στα Φιλιατρά. Δεν πρόλαβε όμως την γιορτή του Αγίου, διότι έφτασε μια μέρα αργότερα, στις 11 Φεβρουαρίου.

Όταν όμως τον είδανε οι Φιλιατρινοί, χαρήκανε χαρά μεγάλη και ξαναγιορτάσανε. Ψάλλα­νε δοξολογία και του κάνανε υποδοχές, γιορτές, τραπέζια και χαρές. Μέχρι σήμερα πολλές φορές ο Γερμανός αυτός με την γυναίκα του, τα παιδιά του και με άλλους πατριώτες του πήγαινε στις 10 Φεβρουαρίου στα Φιλιατρά και προσευχηθήκανε με πίστι στον Άγιο. Στην καρδιά του άνθισε η Ορθοδοξία.

 

Στην Πολυκλινική των Αθηνών

Το άλλο θαύμα έγινε εις τον Κων/τίνον Λιβαδάν, υπάλληλον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όταν ήτανε νέος. Ιδού πώς το περιγράφει:

«Τον Ιανουάριο του 1931 ενοσηλευόμην στην Πολυκλινικήν Αθηνών με απόστημα εις το ήπαρ. Επί τεσσάρας εβδομάδας με εβασάνιζε ο πυρετός. Είχαν νυχθημερόν 38-40 βαθμούς και πόνους φοβερούς. Απεφασίσθη να γίνη εγχείρισις.

Ήταν παραμονή του Αγίου Χαραλάμπους 9 Φεβρουαρίου του 1931. Το εσπέρας και ενώ ευρισκόμην ένεκα του μεγάλου πυρετού εις λήθαργον και εξαντλητικήν κατάστασιν, βλέπω να εισέρχεται ένας ιερωμένος μεγαλοπρεπής με μακρυά γενειάδα. Επλησίασε εμένα και όχι τον απέναντί μου ασθενή, που χαροπάλευε από περιτονίτιδα. Μου εθώπευσε το κεφάλι και μου είπε: «Μη φο­βάσαι... Αύριο θα είσαι τελείως καλά. Είσαι καλό παιδί».

Ερώτησα, όταν έφυγε, την ευρισκομένην κοντά μου και τελούσαν χρέη νοσοκόμου Μοναχήν Ευανθίαν, ποιος ήτο ο Κληρικός, που ήλθε;

Δεν είδα κανένα Κληρικό, είπε εκείνη.

Της εξιστόρησα κατόπιν το συμβάν. Σταυροκοπήθηκε και μου είπε:

Αύριον είναι του Αγίου Χαραλάμπους, θα είσαι καλά.

Έπεσα κατόπιν εις βαθύτατον ύπνον. Ο πυρετός από την ώραν εκείνην άρχισε να κατεβαίνη. Το πρωί ήμην απύρετος, τελείως καλά και χωρίς πόνους στο ήπαρ. Το πρωί με εξήτασαν ο χειρούργος καθηγητής Ν. Αλιβιζάτος και ο αδελφός του Ανδρέας, παθολόγος, να κανονίσουν τα της εγχειρίσεώς μου. Ερευνούσαν και αναζητούσαν δια της ψηλαφίσεως το απόστημα, αλλά δεν το εύρισκον, ούτε την σκλήρυνσιν και την διόγκωσιν (οκτώ δακτύλων) του ήπατος. Το ήπαρ ήτο φυσιολογικόν!

Η Μοναχή εξιστόρησε εις τους Καθηγητάς το νυκτερινό συμβάν. Μου δείξανε και την Εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους, την οποίαν ανεγνώρισα. Ήταν ο ίδιος που είχα ιδή. Οι καθηγηταί κατάπληκτοι ανεφώνησαν:

Ψηλά τα χέρια. Κάτω τα μαχαίρια. Απόψε έγινε θαύμα του Αγίου Χαραλάμπους στην Πολυκλινική!

Αργότερα και μετά παρέλευσιν ετών έμαθα, ότι ο Άγιος Χαράλαμπος είναι ιατρός των λοιμωδών νόσων, όπως ήταν και η ιδική μου».

Κ. ΛΕΙΒΑΔΑΣ

 

Ο Άγιος Χαράλαμπος στη ζωή του λαού

Ο Άγιος Χαράλαμπος σε πολλά μέρη της Ελλάδος τιμάται, διότι είναι προστάτης από τας λοιμώδους νόσους και ιδίως από την πανούκλα. Γι’ αυτό και ο Άγιος απεικονίζεται πατώντας την πανώλη, η οποία παρουσιάζεται, σαν ένα τερατόμορφο γύναιο που ξερνάει καπνούς από το στόμα. Γι’ αυτό του έδωσε ο Θεός την χάριν αυτήν.

Ήτανε μεγάλη η υπηρεσία, που προσέφερε ο Άγιος στους γεωργούς τότε που δεν υπήρχαν κτηνίατροι, τα δε βόδια ήτανε αναγκαιότατα στην οικογένεια.

Παλαιότερα οι ζευγολάτες, την παραμονή της γιορτής του Αγίου ανάβανε στα σπίτια τους κοντά στο τζάκι μια μεγάλη λαμπάδα από καθαρό κηρί εις μνήμην του Αγίου και καιγότανε όλη την νύχτα. Το δε πρωί πηγαίνανε πρόσφορο στην Εκκλησία για να λειτουργηθή. Και όλα αυτά για να φυ­λάξη ο Άγιος Χαράλαμπος τα βόδια του γερά καθ’ όλη τη χρονιά.

Είναι προστάτης και όλων των ζώων. Γι’ αυτό στη Κρήτη οι τσοπάνηδες, όταν τα ζωντανά τους δεν πάνε καλά, τον παρακαλούνε να τα θεραπεύση.

Στην Πρέβεζα ο Άγιος Χαράλαμπος είναι πολιούχος. Στην Εικόνα του κρεμάνε πλήθος αφιερωμάτων. Από τα αφιερώματα χαρακτηριστικό είναι ένα πουκαμισάκι που κατασκευάζεται από πανί. Αυτό γίνεται σε μια μέρα!. Γι’ αυτό λέγεται και μονομερίτικο...

Αυτό συμβαίνει ως εξής: Κάποια νύχτα συγκεντρώνονται σ’ ένα σπίτι μερικές γυναίκες, όπου γνέθουν και υφαίνουν βαμβάκι. Μ’ αυτό το ύφασμα, που γίνεται σε μια μέρα φτιάχνουν το πουκαμισάκι.

Το αφιέρωμα αυτό ξεκινάει από ένα γεγονός που αναφέρεται στην θαυματουργή δράσι του Αγίου. Κάποτε τον Άγιο Χαράλαμπο τον επεσκέφθησαν χωρικοί που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους κι’ έτρεξαν κοντά του γιατί η πανώλης τους θέριζε καθημερινώς. Από ευγνωμοσύνη δε διότι ο Άγιος στάθηκε προστάτης τους, του έκαναν δώρο ένα πουκάμισο που γνέθηκε και πλέχθηκε από βαμβάκι και ράφτηκε μέσα σε μια μέρα...

 

Απολυτίκιον. Ήχος δ’.
Ταχύ   προκατάλαβε.

Ως στύλος ακλόνητος της Εκκλησίας Χριστού και λύχνος αείφωτος της οικουμένης σοφέ, εδείχθης Χαράλαμπες. Έλαμψας εν τω κόσμω, δια του Μαρτυρίου, έλυσας των ειδώλων την σκοτόμαιναν, μάκαρ. Διό εν παρρησία Χριστώ, πρέσβευε σωθήναι ημάς.

 

Κοντάκιον. Ήχος δ’.
Επεφάνης σήμερον

Ως φωστήρ ανέτειλας, εκ της εώας, και πιστούς εφώτισας, ταις των θαυμάτων σου βολαίς, Ιερομάρτυς Χαράλαμπες. Όθεν τιμώμεν, την Θείαν σου άθλησιν.

“ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ”
Ο ΑΓΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ
Αρχιμ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Δ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ

http://www.orthodoxostypos.gr/

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης - 8 Φεβρουαρίου

 

Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης εικονίζεται ως Βυζαντινός αξιωματικός επί λευκού ίππου. Θεωρείται ο πολιούχος και προστάτης του χωριού.

Ο Άγιος Θεόδωρος ο στρατηλάτης έζησε το 320 μ.Χ. περίπου, επί της βασιλείας του Ρωμαίου Αυτοκράτορος Λικινίου.

Καταγόταν από μια πόλη της Μ. Ασίας, τα Ευχάϊτα. Σήμερα την πόλη αυτή την ονομάζουν Εφλεέμ.

Τα Ευχάϊτα ήταν και η πατρίδα του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος του μεγαλομάρτυρος, ο οποίος προ ολίγων ετών είχε μαρτυρήσει. Εκεί ήτο και ο τάφος του. Το παράδειγμα του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος ασφαλώς επέδρασε πολύ στο να διαμορφωθεί ο ευσεβής χαρακτήρας του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου. Τον βοήθησε πολύ, ώστε να αναδειχθεί και αυτός Άγιος αλλά και μεγαλομάρτυς.

Για την καταγωγή και τα πρώτα χρόνια της ζωής του Αγίου Θεοδώρου, δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Γνωρίζομε μόνον ότι, μεγάλωσε, ακολούθησε το στρατιωτικό επάγγελμα και κατοικούσε στην Ηράκλεια του Πόντου.

Ο Άγιος Θεόδωρος είχε πολλά χαρίσματα. Ξεπερνούσε πολλούς στο κάλλος της ψυχής και στην ωραιότητα του σώματος. Ήταν φρόνιμος, συνετός και μορφωμένος περισσότερον από τους άλλους νέους της εποχής του. Είχε ο μακάριος και το χάρισμα της ευγλωττίας γι αυτό τον ονόμαζαν Βρυορρήτορα, δηλ. βρύσιν της ρητορικής. Όλοι τον εκτιμούσαν και για τα προσόντα του αυτά και την αρετή του. Όλοι ήθελαν να έχουν τη φιλία του. Ακόμη και ο Βασιλεύς Λικίνιος ζητούσε ευκαιρίες να συνομιλεί μαζί με τον Θεόδωρο. Του έδωσε μάλιστα, δια να τον τιμήσει και την πόλη Ηράκλεια να την εξουσιάζει αυτός. Αλλά δεν γνώριζε ο Λικίνιος, ότι ο Θεόδωρος ήτο Χριστιανός.

Εκχριστιανίζει την Ηράκλεια
Ο Θεόδωρος όμως, μόλις έλαβε υπό την εξουσία του την Ηράκλεια, αμέσως φανερώθηκε ως Χριστιανός. Κήρυττε με θάρρος, ότι ο Χριστός είναι ο πραγματικός Θεός και όχι οι θεοί της ειδωλολατρίας. Από τη διδασκαλία του πολλοί ειδωλολάτρες πίστευαν κάθε μέρα, γίνονταν Χριστιανοί και βαπτίζονταν. Τόση ήτο η δραστηριότης του και τόσο τον ευλογούσε ο Θεός, ώστε ο Θεόδωρος κόντευε να γυρίσει στο Χριστό όλη την Ηράκλεια. Ο βασιλεύς έμενε την εποχή εκείνη στη Νικομήδεια, που την είχε ως πρωτεύουσα. Πληροφορήθηκε βεβαίως τα περί της χριστιανικής δράσεως του Θεοδώρου και λυπήθηκε πολύ. Προσποιήθηκε όμως ότι δεν γνώριζε τίποτε από την χριστιανική δράση του Θεοδώρου. Τι αυτό του έστειλε επιστολή, που τον επαινούσε και τον προσκαλούσε να πάει εκεί ώστε να θυσιάσουν μαζί στα είδωλα ώστε ο κόσμος να τους ακολουθήσει. Η απάντηση του Αγίου ήταν η εξής: Θεόδωρος Στρατηλάτης, Λικινίω αυτοκράτορι Ρωμαίων. Χαίρειν.Την τιμία σας γραφήν εδέχθην. Να έλθω προς το παρόν αδυνατώ. Εδώ έχει δημιουργηθή μεγάλη αναταραχή από τους Χριστιανούς. Ούτοι άφησαν την πάτριον θρησκείαν και προσκυνούν τον Χριστόν. Κινδυνεύει όλη η Ηράκλεια ν’ αποσκιρτήση από την βασιλείαν σου. Δια τούτο, παρακαλώ λάβε τον κόπον και ελθέ μόνος ενταύθα, φέρε δε και τα είδωλα των μεγαλυτέρων θεών, δια να ειρηνεύσης τον κόσμον και δια να προσφέρωμεν και ημείς θυσίαν έμπροσθέν τους δια να μας ίδουν και μας μιμηθούν. Υγίαινε

Ο Λικίνιος στην Ηράκλεια
Ο βασιλεύς, όταν διάβασε την επιστολή, χάρηκε πολύ, διότι νόμισε, ότι πράγματι ο Θεόδωρος φρόντιζε για τα είδωλα. Αλλά ο Άγιος του τα έγραφε αυτά, για δύο λόγους: Αφ’ ενός μεν, διότι ήθελε να μαρτυρήσει στην Ηράκλεια και να αγιάσει με το μαρτυρικό αίμα του την πατρίδα του και αφ’ ετέρου για να στηρίξει στην πίστη με το μαρτύριο του τους Χριστιανούς του. Ο βασιλεύς, λοιπόν, πήρε μαζί του οκτώ χιλιάδες στρατιώτες του και αναχώρησε, για την Ηράκλεια. Πήρε επίσης μαζί του και τα αγάλματα των μεγαλυτέρων θεών του, μη γνωρίζοντας, ποιος ήταν ο πραγματικός σκοπός του Θεοδώρου. Εκείνη τη νύχτα ο Άγιος προσευχόταν. Παρακαλούσε τον Χριστόν να τον βοηθήσει να φέρει εις αίσιον πέρας αυτό που σκεπτόταν: Να μαρτυρήσει γι’ Αυτόν. Είδε την ώρα εκείνη ένα όραμα. Είδε σαν να χάλασε η στέγη του σπιτιού, στο οποίο έμενε. Είδε ακόμη μια φλόγα, ν’ ανεβαίνει και να κατεβαίνει από τον ουρανό. Άκουσε και μια φωνή από τον ουρανό, που του έλεγε:

— Θάρρος Θεόδωρε. Έχε θάρρος. Εγώ είμαι μαζί σου. Ήταν η φωνή του Χριστού.

Ο Άγιος κατάλαβε τότε, ότι γι’ αυτόν ήταν το όραμα εκείνο και ότι ήταν καιρός να μαρτυρήσει. Το ήθελε ο Κύριος.

Την άλλη μέρα ειδοποιήθηκε, ότι έρχεται ο βασιλεύς. Μπήκε στο δωμάτιο, που προσευχόταν κατόπιν πήγε και υποδέχτηκε τον βασιλιά φορώντας την στολή του στρατηλάτου. Μόλις τον υποδέχτηκε πήγαν και έκατσαν σε ένα ευρύχωρο στάδιο. Ο βασιλιάς άρχισε να επαινεί τον τόπο καθώς και τον Θεόδωρο, λέγοντας πως αυτή είναι η καταλληλότερη πόλη για την προσκύνηση των θεών.

Ο Θεόδωρος συντρίβει τα είδωλα
Ο Λικίνιος προέτρεψε τον Θεόδωρο να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Θεόδωρος αρνήθηκε και ζήτησε να του δοθούν τα χρυσά και αργυρά αγαλματίδια των θεών, για να προσφέρει αυτά θυσία στον οίκο του ιδιωτικά και μετά να προσφέρει δημόσια τις θυσίες. Πράγματι, ο Θεόδωρος έλαβε τα αγαλματίδια τα οποία κομμάτιασε και μοίρασε τα χρυσά και αργυρά αυτών στους πτωχούς. Ο εκατόνταρχος Μαξέντιος είδε την κεφαλή της θεάς Αφροδίτης στα χέρια ενός πτωχού και κατέδωσε το γεγονός στον Λικίνιο, ο οποίος θεώρησε τον Θεόδωρο ως εμπαίκτη και καταφρονητή των ειδώλων των κατηγορούσε ότι δεν σεβάστηκε τους θεούς και αυτόν που τον ευεργέτησαν και τον απειλούσε ότι θα το πλήρωνε ακριβά. Σε όλες αυτές τις κατηγορίες ο Άγιος απάντησε:

—Βασιλεύ, του αποκρίθηκε ο Άγιος, γιατί θυμώνεις; Γιατί νευριάζεις τόσο πολύ, Να! Δες και μόνος σου και κατάλαβε τη δύναμη των θεών σου. Εάν πράγματι αυτοί ήταν θεοί, πως δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν τον εαυτόν τους; Γιατί τότε, που τους έκοβα κομμάτια, δεν έριχναν φωτιά να με κατακάψει; Αλλά, επειδή ήταν μονάχα καθαρό χρυσάφι κι ασήμι, συντρίφτηκαν με χέρι ενός ανθρώπου. Γι’ αυτό, βασιλεύ συ μεν οργίζεσαι, εγώ θεολογώ. Συ λατρεύεις ξύλα ψυχρά και άψυχα, εγώ λατρεύω τον Χριστό μου, που ζει εις τους αιώνας παντοτινά. Συ λυπάσαι κι εγώ χαίρομαι, για την απώλεια των θεών σου.

Υπομένει φρικτά μαρτύρια
Σαν τα άκουσε αυτό ο βασιλεύς, από το κακό του, άλλαξε το πρόσωπο του κι άρχισε τα βασανιστήρια. Διέταξε και τέντωσαν κάτω τον άγιο από τα χέρια και τα πόδια. Κατόπιν τον έδειραν με βούνευρα. Εφτακόσιες πληγές του έδωσαν στη ράχη και πενήντα στην κοιλιά! Τον δε λαιμό του τον κτυπούσαν με μολύβδινες σφαίρες (μπάλες). Τι τρομερό μαρτύριο! Τι φρικτοί πόνοι! Το σώμα του έγινε μια πληγή. Και όμως ο Μάρτυς τα υπέμεινε καρτερικά. Έπειτα του ξύνουν τις σάρκες με σιδερένια νύχια και του καίνε τις πληγές με λαμπάδες. Και σαν να μην έφτανε αυτό, κατόπιν τρίβανε τις πληγωμένες και καμένες σάρκες του με τούβλα και κεραμίδια. Τι τρομερό μαρτύριο! Ο Άγιος όμως τα υπέμεινε, για την πίστη του Χριστού. Έπειτα από όλα αυτά τον πετάξανε στη φυλακή. Εκεί περάσανε τα πόδια του στο ξύλο, στο μάγκανο. Τον άφησαν επτά ημέρες νηστικό, για να πεθάνει. Ο Άγιος όμως τα υπέμεινε όλα αυτά για την αγάπη του Χριστού, για να κερδίσει την αιώνια ζωή. Στα τρομερά και φρικτά βασανιστήρια, που του έκαναν, αυτός έλεγε μονάχα: «Δόξα σοι, ο Θεός μου». Πέρασε, λοιπόν, ο Άγιος εκείνες τις επτά ημέρες νηστικός και διψασμένος και μόνον η χάρις του Θεού τον δυνάμωνε.Κατόπιν τον ξαναβγάλανε από τη φυλακή κι’ άρχισε τώρα ο βασιλεύς να τον καλαπιάνει για να θυσιάσει στους θεούς. Αλλά ο Άγιος έμενε σταθερός στην πίστη του Χριστού και τον ομολογούσε οι είναι ο μόνος Αληθινός Θεός.

Τον σταυρώνουν
Ο Λικίνιος, εφρύαξε από το κακό του και διέταξε να σταυρώσουν τον Θεόδωρο, σαν τον Χριστόν τον οποίον πίστευε. Να τον σταυρώσουν έξω από την πόλη της Σεβαστείας. Πράγματι! Τον πήρανε, οι στρατιώτες και τον πήγανε στον τόπον της εκτελέσεως. Εκεί του καρφώσανε τα χέρια και τα πόδια σε ένα ξύλινο σταυρό. Κατόπιν σηκώσανε τον σταυρόν με το σώμα και τον μπήξανε στη γη. Εν τω μεταξύ ετραντάζετο ο σταυρός δεξιά – αριστερά και ο Άγιος που κρεμόταν και στηριζότανε στα καρφιά, πονούσε αφόρητα. Τα υπέμεινε όμως. Και σαν να μην έφθανε αυτό, οι κακούργοι και απάνθρωποι εκείνοι δήμιοι περάσανε στα γεννητικά του όργανα μια περόνη, που έφθανε ως τα εντόσθια του! Γύρω επίσης από το σταυρό στεκότανε παιδιά και τοξεύανε στο πρόσωπο του Αγίου. Τον σημαδεύανε στα μάτια και από τα βέλη του χυθήκανε τα μάτια! Άλλοι δε σκληροί και απάνθρωποι, του έκοψαν τα γεννητικά του όργανα. Και όμως ο Άγιος, καρφωμένος επάνω στο σταυρό, τα υπέμεινε γενναίως όλα, για την αγάπη του Χριστού και έλεγε από τα βάθη της καρδιάς του:

—Χριστέ μου, συ μου είπες, ότι θα είσαι μαζί μου. Γιατί με εγκαταλείπεις τώρα; Να! Είναι καιρός βοηθείας. Μη με αφήνεις. Εγώ για την αγάπη σου, παρέδωσα το σώμα μου σε τέτοιες τιμωρίες. Δυνάμωσέ με, Θεέ μου, σε παρακαλώ και πάρε την ψυχή μου, διότι δεν μπορώ να αντέξω άλλο. Φύλαξέ με να μη λυγίσω.

Άγγελος Κυρίου τον ξεκαρφώνει
Τον Άγιο τον αφήσανε όλη την νύχτα εκεί επάνω εις τον σταυρό. Ο Λικίνιος νόμισε, ότι θα πεθάνει, έπειτα από τόσα φρικτά και απάνθρωπα μαρτύρια, που υπέστη. Απατήθηκε όμως. Διότι τα μεσάνυχτα Άγγελος Κυρίου τον ξεκάρφωσε, τον ξεκρέμασε και τον κατέβασε από τον σταυρό. Συγχρόνως του θεράπευσε και όλες τις πληγές του! Τον έκανε τελείως καλά! Κατόπιν τον ασπάσθηκε και του είπε:

— Χαίρε, Θεόδωρε, γενναίε στρατιώτα του Χριστού. Έχε θάρρος. Πάρε δύναμη εν τω ονόματι του Χριστού. Να! μαζί σου είναι ο Χριστός. Γιατί όμως είπες, ότι σε εγκατέλειψε; Δεν σε εγκατέλειψε. Πρέπει να τελειώσεις τον δρόμο του Μαρτυρίου σου και θα ρθείς κοντά στον Κύριο, για να πάρεις το στεφάνι της δόξης, που σου έχει ετοιμασμένο. Να πάρεις την αμοιβή σου.

Ο Άγγελος έπειτα από αυτά έγινε άφαντος. Ο Άγιος σαν είδε τον εαυτόν του ξεκρεμασμένο από τον σταυρό και θεραπευμένο τελείως, άρχισε να ψάλλει στο Θεό με όλη τη δύναμη της φωνής του, λέγοντας τον ψαλμό:

—Υψώσω σε, Κύριε ο Θεός μου και ευλογήσω το όνομά Σου εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος.
Κατ’ αυτόν τον τρόπον ευχαριστώντας και δοξολογώντας και ψάλλοντας πέρασε εκεί την υπόλοιπη νύχτα. Είχε απορροφηθεί από την προσευχή.

Τον βλέπουν και πιστεύουν πολλοί
Όταν ξημέρωσε, ο βασιλεύς έστειλε δύο υπηρέτες του, που τους ονομάζαν τον ένα Αντίοχο και τον άλλον Πατρίκιο, για να ξεκρεμάσουν το σώμα του Αγίου και να το πετάξουν στη λίμνη. Και τούτο για να μη το πάρουν οι χριστιανοί και το έχουν για αγιασμό τους. Οι απεσταλμένοι, όταν πλησίασαν εκεί ήτανε πολύ πρωί, ήτανε χαράματα και δεν έφεγγε καλά. Δεν είδανε όμως το σταυρό με τον Άγιο. Διότι ο σταυρός ήτανε πεσμένος κάτω. Ούτε και τον Άγιο φυσικά είδανε καρφωμένο εκεί ψηλά. Τότε λέγει ο Αντίοχος στον Πατρίκιο:

—Καλά λένε οι Γαλιλαίοι, ότι ο Χριστός αναστήθη εκ νεκρών. Διότι να! Ανέστησε και τον δούλο Του Θεόδωρο και τον πήρε μαζί του. Γι’ αυτό δεν τον βρίσκουμε.
Ο Πατρίκιος πλησίασε κοντά πιο πολύ και είδε το Θεόδωρο που καθότανε εκεί πιο πέρα ξεκαρφωμένο, υγιέστατο και προσευχόμενο.

Τότε, σαν είδανε το μεγάλο θαύμα, φωνάξανε και οι δυο:

—Μεγάλος είναι ο Θεός των Χριστιανών. Πιστεύουμε και μεις σ’ Αυτόν.

Πιστέψανε, λοιπόν, και αυτοί και είπανε στον Άγιο Θεόδωρο:

— Σε παρακαλούμε, άνθρωπε του Χριστού, να δεχθείς και μας. Και μεις από σήμερα είμαστε Χριστιανοί.
Εν τω μεταξύ κατέφθασαν και άλλοι και σαν έβλεπαν το θαύμα, πιστεύανε και αυτοί. Πιστέψανε τότε ογδονταπέντε στον αριθμόν. Όταν πληροφορήθηκε ο βασιλεύς, ότι ο Θεόδωρος είναι ζωντανός και ότι πιστέψανε οι άνθρωποι του εις τον Χριστόν εξαιτίας του Θεοδώρου, έστειλε τον βασιλικό επίτροπο, τον ανθύπατο Κρέστη, με δύναμη τριακοσίων στρατιωτών και με διαταγή να θανατώσουν τον Άγιο. Αλλά και αυτοί, μόλις πήγαν και είδανε το καταπληκτικό αυτό θαύμα, πιστέψανε στο Χριστό. Και όχι μόνον αυτοί, αλλά και πλήθος άλλων ανθρώπων, που το πληροφορούνταν, τρέχανε εκεί, βλέπανε τον Άγιο τελείως υγιή και πιστεύανε στο Χριστό.

Τον αποκεφαλίζουν
Τότε ένας φανατικός ειδωλολάτρης στρατιώτης, Λέανδρος ονομαζόμενος, πήγε και είπε στον βασιλιά όλα ως έχουν. Μόλις τα άκουσε αυτά ο Λικίνιος και είδε ότι η πόλις όλη ήταν ανάστατη, διέταξε τον επί τούτω ορισμένο στρατιώτη – δήμιο να πάει με άλλους έμπιστους στρατιώτες και να αποκεφαλίσουν τον Θεόδωρο. Οι δήμιοι, όταν έφθασαν εκεί, βρήκαν τον Άγιο να διδάσκει τα πλήθη. Οι Χριστιανοί και οι εν τω μεταξύ πιστεύσαντες, όταν είδανε και αντελήφθησαν τον σκοπόν τους, τους εμπόδισαν. Θα εγίνετο δε συμπλοκή και φονικό μεγάλο. Τότε μόλις και μετά βίας κατόρθωσε ο Άγιος να σταματήσει την συμπλοκή, λέγοντας:

—Αδέρφια μου, Χριστιανοί. Μη τα βάζετε με τον βασιλέα Λικίνιο. Δεν φταίει αυτός ο δυστυχής. Άλλος κρύβεται πίσω, που τον βάζει να τα κάνει αυτά. Αυτός είναι όργανο του πατρός του του διαβόλου. Εγώ άλλωστε πρέπει τώρα να πάω στον αγαπημένο μου Χριστό.

Κατόπιν έκανε το σταυρό του και δόξασε τον Θεό, διότι ήλθε η ώρα αυτή, που ποθούσε. Να πάει δηλ. κοντά στο Θεό και να ζει μαζί του ευτυχισμένος παντοτινά. Εκείνη την ώρα ήταν εκεί ο πιστός υπηρέτης του, ο υπασπιστής Ούαρος, που ήτανε ταχυγράφος. Αυτός είχε παρακολουθήσει όλα του τα μαρτύρια εξ αρχής.

—Παιδί μου, του είπε, να γράψεις το μαρτύριο μου και την ημέρα της τελειώσεως μου, για να το έχουν οι μετέπειτα και να ωφελούνται εξ αυτού. Το δε σώμα μου, μετά το θάνατο μου, θα σε παρακαλέσω να το πας να το θάψεις στην πατρίδα μου τα Ευχάϊτα. Χαίρε, λοιπόν, και να κρατήσεις την πίστη σου στο Χριστό, οτιδήποτε και αν σου συμβεί. Κατόπιν ο Άγιος έσκυψε το κεφάλι του και ο δήμιος τον αποκεφάλισε. Μετά τον αποκεφαλισμό του Αγίου Θεοδώρου, ο πιστός υπηρέτης του Ούαρος μαζί με άλλους χριστιανούς πήρανε το άγιο λείψανο του μεγαλομάρτυρος και το πήγανε στα Εύχάϊτα.

Εκεί δε με λαμπάδες και θυμιάματα, το έθαψαν, στο πατρικό σπίτι του Αγίου, σύμφωνα με την επιθυμία του, που είπε στον Ούαρο. Ο δε ταχυγράφος Ούαρος, ο οποίος παρακολούθησε όλο το μαρτύριο του Αγίου Θεοδώρου, το κατέγραψε κατόπιν. Έγραψε δε και όλες τις ερωτήσεις, που του έκαναν και τις απαντήσεις που έδιδε ο Άγιος. Έγραψε επίσης τα διάφορα είδη των βασάνων, που υπέστη, καθώς και τα θαύματα, που έγιναν κατά το μαρτύριον και κατά την ταφή του. Και είναι αλήθεια, ότι τα πολλά θαύματα έγιναν τις ημέρες εκείνες, καθώς και κατόπιν.

Ο πυρπολημένος από θείο πόθο νους του αγίου Θεοδώρου αποτελεί το κλειδί που ερμηνεύει την καρτερία του στα τόσα βασανιστήρια που υπέστη, όπως βεβαίως και τη δύναμή του να υπερβεί πρώτα όλες τις προσφορές του ίδιου του βασιλιά. Απαιτείται να έχει κάποιος ολοκληρωτικά στραμμένο τον νου του στον Θεό, να φλέγεται από την αγάπη Εκείνου, για να μπορεί να περιφρονεί τη φιλία ενός βασιλιά, και μάλιστα με τέτοιες εξουσίες την εποχή εκείνη, και να καταφρονεί τα μαρτύρια που τσακίζουν το σώμα του ανθρώπου.

Κι αυτό είναι το διαρκώς ζητούμενο από την Εκκλησία για τον πιστό άνθρωπο: όχι απλώς να τον περιορίσει με κάποιες εντολές και κανόνες – αυτό αποτελεί εξιουδαϊσμό της πνευματικής της ζωής – αλλά να τον προσανατολίσει στην αγάπη προς τον Θεό, την πρώτη και μεγάλη εντολή που έχει δώσει ο Θεός στον άνθρωπο. «Με πυρπολημένο τον νου από τον θείο πόθο, με γενναιότητα και μεγάλη τόλμη προχώρησες στον θάνατο της φωτιάς» («τω γαρ θείω πόθω τον νουν πυρπολούμενος, του εν πυρί θανάτου γενναίως κατετόλμησας»), σημειώνει στο κάθισμα του όρθρου ο υμνογράφος του αγίου. «Ο πόθος σου προς τον Θεό διέγραψε κάθε εμπαθή σχέση με τα γήινα, παμμακάριστε, δηλαδή και την ηδονή της δόξας, τον πλούτο και την τρυφή, και το περιβόητο ύψος της αναγνώρισης από όλους» («Ο προς Θεόν πόθος σου πάσαν ημαύρωσε προσπαθείας ύλην, παμμακάριστε, δόξαν τερπνήν, πλούτον και τρυφήν, και περιφανείας το περιβόητον ύψωμα») (ωδή δ΄ ).

Ο υμνογράφος του αγίου Θεοδώρου Νικόλαος προβάλλει την ομορφιά του και το παράστημά του: ο άγιος Θεόδωρος ήταν «ωραίος νέος, με σπάνια ομορφιά, διακρινόμενος για το κάλλος της ψυχής και του σώματος». Αλλά η ομορφιά του ανθρώπου, κατά τον υμνογράφο, κάτι που βλέπουμε στους αγίους μας σαν τον σημερινό, έγκειται κατεξοχήν στην ομορφιά της ψυχής. «Η ομορφιά των αρετών τον έκανε ωραίο, κυρίως όμως στολιζόταν από τα στίγματα των μαρτύρων». («Νεανίας ωραίος, πανευπρεπής δέδειξαι, κάλλει καταλλήλως εμπρέπων, ψυχής και σώματος, ωραϊζόμενος των αρετών ευμορφία, και μαρτύρων στίγματι καλλωπιζόμενος» (ωδή γ΄).

Πράγματι, για την πίστη μας, η ομορφιά του σώματος είναι ένα αγαθό, το οποίο όμως επειδή είναι φθαρτό δεν έχει πρωτεύουσα σημασία. Έρχονται τα γηρατειά κι αυτό που αποτελεί συνήθως καύχημα για τον έχοντα το αγαθό τούτο, εξαφανίζεται. Χωρίς να λάβουμε υπόψη πιθανούς τραυματισμούς, αρρώστιες που αλλοιώνουν τον άνθρωπο, ή και τον αφανίζοντα τα πάντα θάνατο. Η αληθινή ομορφιά έγκειται, όπως λέει για τον άγιο ο υμνογράφος, στην απόκτηση των αρετών.

Όταν η ανθρώπινη ψυχή ντύνεται τις αρετές, όταν η χάρη του Θεού επισκιάζει τον άνθρωπο, τότε και ο πιο άσχημος εξωτερικά θεωρούμενος άνθρωπος αποκτά μία γλυκύτητα και μία «επιφάνεια» που γοητεύει και μαγνητίζει τους πάντες. «Καρδίας ευφραινομένης, πρόσωπον θάλλει» ακούμε να λέει επ’ αυτού ο λόγος του Θεού. Στον άγιο Θεόδωρο βεβαίως συνυπήρχαν και τα δύο στοιχεία: και το κάλλος του σώματος και το κάλλος της ψυχής. Για τον άγιο όμως η προτεραιότητα ήταν δεδομένη: το κάλλος της ψυχής. Και μάλιστα όχι μόνο με τις αρετές, αλλά κυρίως με τα βάσανα που υπέστη. Κι αυτό διότι προφανώς τον έβαζαν στα χνάρια του κατ’ εξοχήν «ωραίου κάλλει παρά πάντας ανθρώπους» Ιησού Χριστού.

Με το μαρτύριο του αγίου Θεοδώρου όμως έχουμε και ένα είδος επιβεβαίωσης της αναστάσεως των σωμάτων που θα φέρει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Θέλουμε να πούμε ότι ο Κύριος δίνοντας τη χάρη Του δι’ αγγέλου να αποκαταστήσει το διαμελισμένο από τα βασανιστήρια σώμα του αγίου, να το ξανακάνει υγιές καθ’ ολοκληρίαν όπως ήτανε, πριν από την αποτομή της κεφαλής του, μας δίνει με μεγάλη ενάργεια μία εικόνα της εκ νέου δημιουργίας των σωμάτων που θα πραγματοποιήσει. Διότι υπάρχουν χριστιανοί οι οποίοι διερωτώνται: μα πώς τα διαλυμένα σώματα από τον θάνατο ή τα πυρπολημένα από τη φωτιά ή τα φαγωμένα από θηρία θα αναστηθούν;

Και η απάντηση βεβαίως είναι απλή: ο Θεός θα προβεί σε μία νέα δημιουργία τους. Αυτός που «εξ ουκ όντων» δημιούργησε τα πάντα, ο Ίδιος και πάλι θα δημιουργήσει τα φθαρμένα και διαλυμένα. Κι εδώ ακριβώς, στο μαρτύριο του αγίου Θεοδώρου, παίρνουμε μία εικόνα αυτής της μελλοντικής δημιουργίας: με μία απλή ενέργειά Του, και μάλιστα δι’ αγγέλου Του, το σώμα αποκαθίσταται. «Φάνηκες νικητής, ολοκληρωτικά άρτιος, μετά τη σταύρωση και την κάθε άλλη αποκοπή των μελών σου και νέκρωση, συ που νίκησες τον κόσμο. Διότι ο Χριστός με το χέρι του αγγέλου σαν αρχηγός της ζωής, σου ξανάδωσε ζωή» («Νικηφόρος ωράθης, άρτιος ολόκληρος μετά την σταύρωσιν και την άλλην πάσαν των μελών συγκοπήν τε και νέκρωσιν, ο νικήσας κόσμον∙ σε γαρ Χριστός χειρί αγγέλου, ως ζωής αρχηγός, ανεζώωσεν» (ωδή ε΄).


-----------------------------------------------------------------------------

O Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης

 Ο Ανδρέας Ματσάγκου από την Λύση Αμμοχώστου, αφηγείται την θεραπεία του από τον Άγιο Θεόδωρο τον Στρατηλάτη Καρπασίας

Το 1954 αρρώστησα με φοβερούς πόνους στην πλάτη, που πολλές φορές με ακινητοποιούσαν. Μέσα σε διάστημα δυόμισι μηνών επισκέφθηκα πολλούς γιατρούς χωρίς να βρω θεραπεία. Ενώ ένα βράδυ κοιμόμουν στο δωμάτιό μου μόνος μου, εμφανίστηκε στον ύπνο μου ο Άγιος Θεόδωρος και μου είπε:
- Ανέβα πάνω στο άλογο.
- Δεν μπορώ, του είπα.
- Μπορείς, μου είπε.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και ανέβηκα πάνω στο άλογό του και με σκέπασε με ένα άσπρο σεντόνι. Περάσαμε πάνω από θάλασσα και φτάσαμε στην εκκλησία του όπου είχε Θεία Λειτουργία. Μείναμε για λίγη ώρα στον ναό και μετά με έφερε σπίτι μου. Καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού και μέσα στον ναό, ήμουν καλυμμένος με το άσπρο σεντόνι.
Η εμπειρία έμεινε έντονη στη σκέψη μου. Αναρωτιόμουν αν ήταν αληθινή η εμπειρία. Έλεγα μέσα μου: "Είναι δυνατόν να είχα τέτοιο όραμα; Από την άλλη θυμόμουν πολύ καθαρά την εκκλησία".
Έκανα τάμα να κάνω αρτοκλασία στην γιορτή του. Καθώς πλησίαζε η 8η Φεβρουαρίου σκεφτόμουν τι να κάνω· να πάρω τους άρτους στην εκκλησία του ή στην εκκλησία της Λύσης; Νωρίς το πρωί εκείνης της μέρας μια λάμψη ήρθε πάνω μου. Ίδρωσα. Βεβαιώθηκα ότι έπρεπε να πάω στην εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου. Δεν ήξερα, όμως, πού ήταν.
Οι αφόρητοι πόνοι στην πλάτη μου πέρασαν και αμέσως σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα στην εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου στο Καρπάσι. Μόλις έφτασα εκεί αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο για τον ναό όπου με πήγε ο Άγιος Θεόδωρος.
Είχα ήδη δυο κόρες και έκανα τάμα στον Άγιο ότι θα έδινα το όνομά του στον πρώτο μου γιο. Το 1956 γεννήθηκε ο γιος μου Θεόδωρος. Ο πατέρας μου ονομαζόταν Συμεών, όμως δεν έδωσα το όνομά του στον γιο μου γιατί τον είχα τάξει στον Άγιο Θεόδωρο.
Από τότε, και κάθε χρόνο, πηγαίναμε στον Άγιο Θεόδωρο στο Καρπάσι. Ο ιερέας μας περίμενε για να κτυπήσει την καμπάνα ώστε να αρχίσει η Θεία Λειτουργία. Είχα κι άλλες περιπέτειες με την υγεία μου, όμως ποτέ δεν είχα τέτοιους πόνους όπως εκείνους τότε!
--------------------------------------------------------------------------------

O Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης
Αφήγηση της Κατερίνας Γιασουμή, εγκλωβισμένης το 1974

Προς το τέλος εκείνης της χρονιάς,Τούρκοι από την Αμμόχωστο πήγαιναν σε γάμο στην Γαλάτεια, κατά την έλευσην τους όμως από το χωριό σταμάτησαν έξω από τον Ναό του Αγίου Θεόδωρου, μπήκαν μέσα, ξεκρέμασαν τον πολυέλαιο και αφού τον τοποθέτησαν στο αυτοκίνητό τους και αναχώρησαν. Τη σκηνή παρακολούθησε η Φαττή, μία Τουρκάλα που καταγόταν από το χωριό μας (τον Άγιο Θεόδωρο) και της οποίας το σπίτι βρισκόταν δίπλα από την εκκλησία.
Μια άλλη μέρα, καθώς οι Τούρκοι από την Αμμόχωστο περνούσαν από τον ίδιο δρόμο, τράκαραν πάνω στη τσιμεντένια βρύση που βρίσκεται έξω από την εκκλησία. Από τους επιβάτες άλλοι σκοτώθηκαν και άλλοι τραυματίστηκαν. Η Φαττή μόλις είδε τη σκηνή, τους αναγνώρισε αμέσως, ότι ήταν αυτοί που έκλεψαν τον πολυέλαιο από τον Ναό του Αγίου. Το επεισόδιο διαδόθηκε αμέσως σε όλους τους Τούρκους του χωριού, οι οποίοι το θεώρησαν ως τιμωρία από τον Άγιο Θεόδωρο. Όπως λέγεται, φοβήθηκαν πάρα πολύ.
Από τα παλιά χρόνια, οι Τούρκοι κάτοικοι του χωριού έτρεφαν τον κατάλληλο σεβασμό στον Άγιο Θεόδωρο και συχνά προσέφεραν λάδι για το καντήλι και νήμα για να βάλουν περιμετρικά στην εξωτερική πλευρά των τοίχων του Ναού του.
-------------------------------------------------------------------------------
O Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης


Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης και η Αγία Θεοδώρα εθεωρούντο ως οι κατ´εξοχήν προστάτες των παιδιών, διότι τη παρακλήσει των δωρείται ο Θεός υγείαν και αγαθά εις τα παιδιά. Επίσης πιστεύεται ότι έχουν την δύναμιν να υποδεικνύουν εις τα κορίτσια στον ύπνον τους τον μέλλοντα σύζυγον.
Α γ ί α Θ ε ο δ ώ ρ α = Άα Χώρα ή Άα Θώρα.
Η τοποθεσία αυτή αποτελείται από ερείπια μέσα στο δάσος Βάλιας Ν.Α του χωριού . Σώζονται θεμέλια λουτρών, τα οποία ο Σακέλαριος ονομάζει λείψανα λουτρών του Μεσαίωνα. Πολλά λελατομημένα σπήλαια, χρησιμοποιούμενα κάποτε ως τάφοι, που έχουν ανασκαφεί από τους χωρικούς και ανευρέθηκαν πολλά κτερίσματα, αγγεία με γεωμετρικά σχήματα , με παραστάσεις πουλιών, ελαφιών και με άλλα ζώα καθώς και αμφορείς , χαλκοί κρατήτες κ.α. Υπάρχει η παράδοση ότι οι κάτοικοι της Αγίας Θεοδώρας έφυγαν από το χωριόν τους από τις επιδρομές που δεχόντουσαν από την θάλασσα και απεσύρθησαν στον Άγιον Θεόδωρον.
-------------------------------------------------------------------------------
Η ορθόδοξη πίστη βεβαιώνεται και ενισχύεται μέσα από τα θαύματα των αγίων, καθ' όλη την χρονική πορεία της Εκκλησίας. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης. Η χάρη του Αγίου δεν περιορίζεται τοπικά ή χρονικά. Είναι πανορθόδοξος Άγιος, οπότε παραθέτουμε και άλλα θαυμαστά γεγονότα που επιτέλεσε σε άλλα μέρη του κόσμου.

Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης. (εύρεση της εικόνας της Θεομήτορος FEODOROVSKAJA)


ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ " FEODOROVSKAJA" TΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΟΥ.
Κατά την παράδοση, θα πρέπει να την έχει ιστορήσει ο Άγιος Απόστολος Λουκάς. Κάποτε βρισκόταν στην εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου στην πόλη της Gorodza της περιοχής του Nizegorod, κοντά σ´ ένα μοναστήρι. Αποφεύγοντας κάποια επιδρομή της Ορδής των Μογγόλων οι κάτοικοι δεν πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους την εικόνα. Το 1239, αυτή εμφανίστηκε επάνω σε δέντρο, μέσα σ´ ένα δάσος, στον πρίγκιπα της Kostroma, Vasilij Gheorghievic, ενώ αυτός κυνηγούσε. Οι κάτοικοι της Kostroma μπόρεσαν να δουν την προηγούμενη της εμφάνισης της εικόνας πολεμιστή που αστραποβολούσε φως, όμοιο με το Μεγαλομάρτυρα Άγιο Θεόδωρο το Στρατηλάτη που φαινόταν να δίνει την εικόνα στον πρίγκιπα. Η ιερή θεομητορική εικόνα τοποθετήθηκε στην εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου και πολλές φορές έδειξε την πνευματική της δύναμη. Η Βασίλισσα των Ουρανών είχε πάντα υπό την προστασία της τους κατοίκους της Kostroma. Η θαυματουργική εμφάνιση της εικόνας της Θεομήτορος με τον Ένδοξο Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο το Στρατηλάτη μνημονεύεται στις 16 Αυγούστου, καθώς επίσης και στις 14 Μαρτίου. Στην εικονογραφική απεικόνιση αυτού του τύπου, το Βρέφος-Χριστός παρουσιάζεται πάντα αγκαλιασμένο τρυφερά με την μητέρα του και την μικρή αριστερή κνήμη ακάλυπτη.


-------------------------------------------------------------------------

Θαύμα Αγίου Θεόδωρου Στρατηλάτου-Ελευθερώνει τον γιο της χήρας
 
Στην Ηράκλεια του Πόντου τόπος μαρτυρίου του Αγίου Θεοδώρου, κοντά στην πατρίδα του τα Ευχάϊτα, κάποτε επέδραμαν πειρατές Ισμαηλίτες κι’ αιχμαλωτίσανε πολύ λαό. Μαζί δε μ’ αυτούς και το μονάκριβο παιδί μιας χήρας. Η χήρα έκλαιε απαρηγόρητα και πήγαινε κάθε μέρα στο Ναό του Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου και τον παρακαλούσε: —Εγώ, Άγιε μου Θεόδωρε, σε σένα το έταξα από την αρχή το παιδί μου. Και κάθε χρόνο γιόρταζα τη μνήμη σου και έκανα λειτουργία να το προστατεύεις. Τώρα έμεινα έρημη και δεν έχω που να κλίνω το κεφάλι. Γι' αυτό σε παρακαλώ, Άγιε μου Θεόδωρε, να μου το ελευθερώσεις. Θέλω να έχω κι εγώ η δύστυχη μια παρηγοριά. Εσύ μπορείς να μου το κάνεις, γιατί μαρτύρησες για τον Δεσπότη Χριστό και ότι του ζητήσεις, σου το δίνει.
Κάθε μέρα και νύχτα προσευχότανε στον Άγιο Θεόδωρο η γυναίκα επί πολλή καιρόν, μέχρις ότου ήλθε η γιορτή του Αγίου. Τότε ήθελε να κάμει τη λειτουργία του και να γιορτάσει τον Άγιο, όπως έκανε πάντοτε.
—Αλλά πως να σε γιορτάσω με χαρά η κακόμοιρη. Άγιέ μου Θεόδωρε, αφού δεν είναι εδώ και το παιδί μου. Σε παρακαλώ, Άγιε του Θεού, να μου το φέρεις. Εσύ αν θελήσεις, μπορείς. Αυτά τα έλεγε στην εικόνα του Αγίου με κλάματα, συγχρόνως, την ώρα που έκανε την λειτουργία.
Ο Άγιος την άκουσε και έκανε αμέσως το θαύμα του. Την ώρα, που έψαλλαν, οι Ιερείς και ο λαός, βλέπουν αίφνης το παιδί να παρουσιάζεται στο μέσον του Ναού καβάλα σε άσπρο άλογο! Τον έφερε ο Άγιος Θεόδωρος! Οι πιστοί ακούσανε και τον κρότον των ποδιών του αλόγου. Ο δε υιός της χήρας τους διηγήθηκε τότε, πως ο Άγιος τον άρπαξε μέσα από τους Αγαρηνούς και τον έφερε. Ποιος μπορεί τώρα να περιγράψει την χαρά της μάνας εκείνης, αλλά και όλου του εκκλησιάσματος. Όλοι τότε δοξολογούσαν τον Θεό και τον Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο.

Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης

Ο Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης αναφέρει ότι στο Καρσάτ, κοντά στην Δαμασκό της Συρίας, βρισκόταν ναός στον Άγιο Θεόδωρο τον Στρατηλάτη, τον οποίο οι Σαρακηνοί χρησιμοποιούσαν ως κατοικία, όπου διέμεναν με τις γυναίκες και τα παιδιά τους όταν κατέβαλαν την Δαμασκό. Ένας από αυτούς εκτόξευσε ένα βέλος σε μια τοιχογραφία που εικόνιζε τον Άγιο Θεόδωρο και αμέσως άρχισε να τρέχει αίμα από το πρόσωπο του. Λίγο αργότερα, όλοι Σαρακηνοί που βρίσκοταν στον ναό αυτόν βρήκαν τον θάνατο.


------------------------------------------------------------------------

Ο Άγιος Θεόδωρος ο ΣτρατηλάτηςΟ Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης σαν καβαλάρης προστατεύει τα άλογα και τους ιππείς. Ιδιαίτερα προστατεύει τα άλογα από τον βαρύ χειμώνα. Κάποτε λένε, έπεσε βαρύς χειμώνας και τα άλογα απελπισμένα κίνησαν να πάνε στο ποτάμι να πνιγούνε. Στον δρόμο τους βρέθηκε ο Άγιος Θεόδωρος και τα γύρισε πίσω. Έτσι τα έσωσε γιατί σε λίγο πέρασε η βαρυχειμωνιά και ήρθε πάλι η άνοιξη με το παχύ χορτάρι. Δικαίως ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης θα μπορούσε να θεωρηθεί ο προστάτης Άγιος των αλόγων και ιππέων.

Το πρώτο Σάββατο της Μεγάλης Σαρακοστής, εορτάζεται στην Βουλγαρία η Тодоровден (Τοντόροβντεν - Η μέρα του Θεόδωρου), η μέρα των Αγίων Θεοδώρων ... Με βάση την τοπική παράδοση, αυτήν την μέρα ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης κατεβαίνει από το όμορφο άσπρο άλογο του, καρφώνει έναν αναμμένο πυρσό στο έδαφος για να ζεστάνει την γη, βάζει τις εννέα του γούνες και πηγαίνει στον Θεό να τον παρακαλέσει για καλοκαιρία...

Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης θεωρείται στην Βουλγαρία και προστάτης των αλόγων... Οι κάτοχοι αλόγων τα περιποιούνται και τα στολίζουν και τα κυκλοφορούν στο χωριό. Παράλληλα, οργανώνονται και ιπποδρομίες, συνήθως σε κάποιο λιβάδι έξω από το χωριό.. Ο νικητής των ιπποδρομιών και το άλογο του χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης... Αυτοί θα είναι που θα προηγούνται της πομπής στην επιστροφή... Για αυτούς θα παίζουν οι μουσικοί, και ένα κορίτσι θα περιμένει στο κατώφλι του σπιτιού να κεράσει κρασί τον αναβάτη και να ποτίσει το άλογο του...

Οι ντόπιοι συνηθίζουν να αποκαλούν την μέρα αυτή και Конски Великден (Κόνσκι Βελίκντεν ), το "Πάσχα των Αλόγων". 

Κάθε χρόνο επίσης, το πρώτο Σάββατο της Σαρακοστής, οργανώνονται στο Βουλγαρικό χωριό Челопеч (Τσελοπέτς), ιππικοί αγώνες προς τιμήν του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη, προστάτη των Αλόγων. Στα αγωνίσματα της ημέρας αυτής περιλαμβάνονται ιπποδρομίες και μεταφορά φορτίου. Η μέρα αυτή ονομάζεται και (Κόνσκι Βελίκντεν), δηλαδή το " Πάσχα των αλόγων".


-------------------------------------------------------------------------

Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης


Στο Σοχό Θεσσαλονίκης κυριαρχούν εδώ και πολλά χρόνια αρκετά ήθη και έθιμα. Το κυριότερο από αυτά είναι το καρναβάλι του το οποίο επικρατεί από τα πανάρχαια χρόνια και οι ρίζες του φθάνουν στα αρχαιοελληνικά  καλοχρονίτικα, γονιμικά δρώμενα.
Για την προέλευση του καρναβαλιού υπάρχουν διάφορες εκδοχές . Μια από αυτές σχετίζεται με τον Άγιο Θεόδωρο τον Στρατηλάτη. Λένε ότι τον 4ο μ.Χ. ο Άγιος Θεόδωρος ήταν Στρατηλάτης και πολεμώντας ενάντια στους βαρβάρους, βρέθηκε σε ασφυκτικό κλοιό από τις εχθρικές δυνάμεις σε ένα δάσος και κινδύνεψε να αιχμαλωτιστεί. Αφού εξαντλήθηκαν όλα τα τρόφιμα, για να μην πεθαίνουν οι στρατιώτες από την πείνα, ο στρατηλάτης διέταξε να σφαχτούν τα γίδια που υπήρχαν στο δάσος και να διανεμηθούν στους στρατιώτες του. Κατόπιν έγιναν πολλές προσπάθειες ώστε να διασπαστεί ο κλοιός και να απελευθερωθεί ο Άγιος Θεόδωρος και ο στρατός του, αλλά ήταν αποτυχημένες. Τότε ο Άγιος Θεόδωρος χάρη στη πίστη που είχε προς το Θεό σοφίστηκε να φορέσουν οι άντρες του τα δέρματα από τις γίδες που είχαν σφάξει, στους οποίους κρέμασε και τα κουδούνια των τράγων. Με τη στολή αυτή όρμησαν οι στρατιώτες, εναντίον των βαρβάρων που τους είχαν κυκλωμένους. Οι βάρβαροι βλέποντας τους στρατιώτες σαν κοπάδι ζώων, φοβήθηκαν και τράπηκαν σε άταχτη φυγή. Αυτοί οι μασκαρεμένοι ονομάστηκαν  "Στρατιώτες του Αγίου Θεοδώρου". Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος καθιερώθηκε να τιμούν στο Σοχό Θεσσαλονίκης τον Άγιο Θεόδωρο τον Στρατηλάτη και να γιορτάζουν τα καρναβάλια με στολές από δέρματα αιγών και κουδούνια!


-------------------------------------------------------------------------

Βίος τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου,
οὗ τήν μνήμην ἐπιτελοῦμεν τῇ 8ῃ Φεβρουαρίου καί τῇ 8ῃ Ἰουνίου ἐπί τῇ ἀνακομιδῇ τῶν σεπτῶν του λειψάνων
Αγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης - Βίος του Αγίου Ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Στρατηλάτου
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης έζησε κατά τα χρόνια του Λικινίου, καταγόταν από τα Ευχάιτα και κατοικούσε κοντά στην Ηράκλεια του Πόντου. Ξεχώριζε από τους άλλους ανθρώπους ως προς την ψυχική ωραιότητα, τη σωματική ωριμότητα και την ισχύ των λόγων του, γι’ αυτό και όλοι προσπαθούσαν να γίνουν φίλοι του. Αυτά άκουσε και ο Λικίνιος και αποφάσισε να τον προσεγγίσει, αν και πληροφορήθηκε ότι ήταν Χριστιανός, επομένως δεν τιμούσε τους «θεούς» του. Έτσι, έστειλε ανθρώπους του να οδηγήσουν τον Άγιο κοντά του. Επιστρέφοντας οι απεσταλμένοι του τού είπαν τα λόγια του Μεγαλομάρτυρος, ότι δηλαδή είναι καλύτερα να μεταβεί κοντά του ο ίδιος ο Λικίνιος με τους «θεούς» του. Ο Λικίνιος χωρίς να καθυστερήσει μετέβη στην Ηράκλεια.
Αγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης - Βίος του Αγίου Ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του ΣτρατηλάτουΑγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης - Βίος του Αγίου Ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του ΣτρατηλάτουΟ Άγιος Θεόδωρος πληροφορήθηκε από τον Θεό ότι θα κατέφθανε ο Λικίνιος και όταν έμαθε ότι πλησίαζε, ανέβηκε στο άλογό του και τον προϋπάντησε, προσφέροντάς του τις αρμόζουσες τιμές. Ο Λικίνιος ασπάστηκε τον Θεόδωρο και αφού εισήλθαν μαζί στην πόλη, κάθισε σε ψηλό κάθισμα και προέτρεπε τον Άγιο να προσφέρει θυσίες στους «θεούς» του. Ο Άγιος Θεόδωρος προφασίστηκε ότι επιθυμούσε να τιμήσει τους «θεούς» στο σπίτι του και ζήτησε από τον Λικίνιο να του παραχωρήσει τα χρυσά και ασημένια αγάλματα των πιο σημαντικών «θεοτήτων». Κατά τα μεσάνυκτα, αφού πήρε τα αγάλματα, τα συνέτριψε και το χρυσάφι και το ασήμι τα παρείχε για τις ανάγκες των φτωχών. Μετά από λίγες ημέρες ο Μαξέντιος ο Κομενταρήσιος είπε πως είδε κάποιον φτωχό να κρατά στα χέρια του το κεφάλι της θεάς Αρτέμιδος. Αμέσως συνελήφθη ο Άγιος Θεόδωρος, μετά από διαταγή του Λικινίου και άρχισαν τα βασανιστήρια. Αφού τον ξεγύμνωσαν, τον είλκυαν από τα χέρια και τα πόδια του και τον ράπισαν επτακόσιες φορές στη ράχη με μαστίγιο από νεύρα βοδιών. Επίσης, ο Άγιος δέχτηκε πενήντα μαστιγώματα στην κοιλιά και κτυπήματα στους τένοντες από μολύβδινες σφαίρες. Έπειτα έξεσαν το σώμα του, τον κατέκαψαν με λαμπάδες, έτριψαν τις πληγές του με όστρακα και τον έριξαν στη φυλακή ασφαλίζοντας τα πόδια του πάνω σε ξύλινη βάση. Εκεί παρέμεινε απομονωμένος για επτά μέρες και μετά τον οδήγησαν έξω και τον σταύρωσαν. Όπως ήταν σταυρωμένος τον τραυμάτισαν με περόνη στα γεννητικά όργανα. Γύρω από τον σταυρό βρίσκονταν παιδιά τα οποία τόξευαν τον Άγιο Θεόδωρο στοχεύοντας στο πρόσωπο και κυρίως στα μάτια του, καταφέρνοντας να τα βγάλουν. Άλλοι έκαναν βαθιές τομές στο σώμα του και τον εγκατέλειψαν σ’ αυτή την κατάσταση. Ο Λικίνιος πέρασε το βράδυ από το σημείο της σταύρωσης και νόμισε ότι είχε πεθάνει, έτσι τον εγκατέλειψε. Κατά τη διάρκεια της νύκτας εμφανίστηκε Άγγελος Κυρίου και έλυσε τα δεσμά του Αγίου Θεοδώρου και κατέστη υγιής, οπότε άρχισε να υμνεί τον Θεό με ύμνους και ψαλμωδίες. Όταν ξημέρωσε, ο Λικίνιος διέταξε κάποιους να σηκώσουν το νεκρό, κατ’ εκείνον, σώμα του Αγίου και να το ρίξουν στη θάλασσα. Όταν έφθασαν στο σημείο οι απεσταλμένοι και είδαν ότι ο Άγιος ανέπνεε και ότι ήταν υγιής, πίστεψαν στον Χριστό περίπου ογδόντα πέντε άντρες και μαζί μ’ εκείνους άλλοι τριακόσιοι στρατιώτες οι οποίοι στάληκαν, για να οδηγήσουν πίσω τους πρώτους ογδόντα πέντε, όπως εξήγησε ο ανθύπατος Κέστης. Επειδή έβλεπε ο Λικίνιος ότι προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση στην πόλη, διέταξε να αποκεφαλιστεί ο Άγιος. Γύρω από το σημείο στάθηκαν πολλοί Χριστιανοί οι οποίοι εμπόδιζαν τους δήμιους. Μόλις ο Άγιος κατέπαυσε την οργή του πλήθους και προσευχήθηκε, υπέστη τον αποκεφαλισμό ολοκληρώνοντας τον δρόμο του μαρτυρίου. Το σώμα του Αγίου μεταφέρθηκε από την Ηράκλεια στα Ευχάιτα, στο κτήμα του, όπως διέταξε ο Άγιος τον Αύγαρο, τον προσωπικό του γραμματέα. Ο Αύγαρος κατέγραψε κάθε λεπτομέρεια του μαρτυρίου του, αφού ήταν μαζί του σε κάθε σημείο της άθλησής του.
Αγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης - Βίος του Αγίου Ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Στρατηλάτου

-------------------------------------------------------------------------

Η Σταύρωση του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου
Η Σταύρωση του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου
Ο Αποκεφαλισμός του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου
Ο Αποκεφαλισμός του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου


Στίχος
Ὢν Θεόδωρος ἀξίαν Στρατηλάτης, Ὑπῆρξε τμηθεὶς τοῦ Θεοῦ Στρατηλάτης. Ὄμβριμον ὀγδοάτῃ Θεοδώρου αὐχένα κόψαν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ
Στρατολογίᾳ ἀληθεῖ Ἀθλοφόρε, τοῦ οὐρανίου στρατηγὸς Βασιλέως, περικαλλὴς γεγένησαι Θεόδωρε· ὅπλοις γὰρ τῆς πίστεως, παρετάξω ἐμφρόνως,
καὶ κατεξωλόθρευσας, τῶν δαιμόνων τὰ στίφη, καὶ νικηφόρος ὤφθης Ἀθλητής· ὅθεν σε πίστει, ἀεὶ μακαρίζομεν.

Κοντάκιον. Ἦχος β'. Τὰ ἄνω ζητῶν
Ἀνδρείᾳ ψυχῆς, τὴν πίστιν ὁπλισάμενος, καὶ ῥῆμα Θεοῦ, ὡς λόγχην χειρισάμενος, τὸν ἐχθρὸν κατέτρωσας τῶν Μαρτύρων κλέος Θεόδωρε. Σὺν αὐτοῖς Χριστῷ
τῷ Θεῷ, πρεσβεύων μὴ παύση, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Μαρτύρων ἡ καλλονή, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἀπροσμάχητος βοηθός. Χαίροις δωρημάτων, θησαύρισμα τῶν θείων, Θεόδωρε τρισμάκαρ, ἡμῶν ἀντίληψις.

Πηγές:

http://www.orthodoxiagkalia.gr/home/?p=13653

http://www.metamorfosi-vrilission.gr/single-post/2017/02/08/Άγιος-Μεγαλομάρτυς-Θεόδωρος-ο-Στρατηλάτης, του π. Γεώργιου Δορμπαράκη

https://sites.google.com/site/hadjimichaelmichael/home/paradoseis-gia-ton-agion-theodoron-ton-stratelate-karpasias