Ομιλία στην Κυριακή της Απόκρεω
Κυριακή 7 Μαρτίου 2021
«ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ » ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
Τρίτη 2 Μαρτίου 2021
Βίος Αγίας Ευδοκίας της Οσιομάρτυρος - 1 Μαρτίου
Η Αγία Ευδοκία γεννήθηκε από γονείς Σαμαρείτες. Έζησε κατά τους χρόνους του χριστιανομάχου βασιλιά Τραϊανού (98 - 117 μ.Χ.), στην Ηλιούπολη, επαρχία της Λιβανησίας
Ήταν πάρα πολύ όμορφη, γι’ αυτό κιόλας το λόγο, εξέκλινε από μικρή στην πορνεία, γιατί πολλές φορές είναι δύσκολο να συμβαδίζει η ομορφιά του σώματος με τη σεμνότητα. Κάθε ημέρα, την επισκέπτονταν πάρα πολλοί για να εκτελέσουν την επιθυμία τους, και όχι μόνο από εκείνη τη χώρα, αλλά και από άλλες πολλές, ξοδεύοντας πολλά χρήματα προς χάρη της. Έτσι, η Ευδοκία, είχε συγκεντρώσει άπειρο πλούτο ζώντας αμαρτωλή ζωή και φυσικά δεν φρόντιζε για την μέλλουσα ζωή, ούτε σκεφόταν τι γίνεται μετά τον θάνατο. Επειδή όμως ο καλός βοσκός ψάχνει για το απολωλός πρόβατο, έφθασε και γι’ αυτή ο καιρός της ψυχικής της γιατρειάς με τον εξής τρόπο:
Πως έγινε Χριστιανή
Όργανο της θείας βουλής και της θείας χάριτος για την σωτηρία της αμαρτωλής νέας ήτανε ένας Χριστιανός Μοναχός που τ' όνομά του ήτανε Γερμανός. Ο Μοναχός αυτός,
ευσεβής και ενάρετος, ερχόταν από ξένο τόπο και ταξίδευε προς την Πατρίδα του. Περνώντας όμως από το μέρος που ζούσε η Ευδοκία έκανε ένα μικρό σταθμό. Και η θεία
πρόνοια οικονόμησε έτσι τα πράγματα ώστε να μείνει σ' ένα δωμάτιο που ήταν δίπλα στην κατοικία της Ευδοκίας. Στο δωμάτιο αυτό ο Μοναχός για να ωφελήσει και τους
οικοδεσπότες του τους διάβαζε μεγαλόφωνα για την ημέρα της Κρίσεως, την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Αυτά που διάβαζε ο Μοναχός τα άκουγε και η Ευδοκία από το
παράθυρο της και ήταν η αφορμή για να συνταραχθεί ολόκληρη. Να πλημμύρισε η καρδιά της από αγωνία. Συλλογιζόταν το τραγικό τέλος των αμαρτωλών, το φρικτό τίμημα
της αμαρτίας. Και στα όσα διάβαζε ο Μοναχός έβλεπε εκείνη με συντριβή το ελεεινό κατάντημα της. Την επόμενη ημέρα πήγε η Ευδοκία στον Μοναχό ώστε να της εξηγήσει τι
σημαίνουν όλα αυτά που διάβαζε εχθές το βράδυ. Ο Μοναχός αφού της εξήγησε και κατόπιν έμαθε ποια είναι και αφού είδε την συντριβή μέσα της της είπε κατόπιν:
— Αν θέλεις να σωθείς, πρέπει να κάνεις δύο πράγματα. Πρώτα να βαπτιστείς. Το βάπτισμα καθαρίζει όλους τους ρύπους και τους μολυσμούς των αμαρτιών. Δεύτερον να
σκορπίσεις καλά τον πλούτο που απέκτησες. Να τον μοιράσεις με χαρά στους φτωχούς και τότε θα σου δώσει ο Δεσπότης Χριστός σαν πλουσιόδωρος Βασιλεύς, αντί του βίου
τούτου που φθείρεται και τρέχει, πλούτο ανεκτίμητο, βίο που δεν τελειώνει ποτέ. θα σε συναριθμήσει μαζί με τις αγίες Παρθένες και θα συμβασιλέψεις με το Χριστό στον αιώνα.
Βούρκωσαν τα μάτια της Ευδοκίας. Η εξωτερική της ανησυχία φανέρωνε την τρικυμία της ψυχής της, που ξεσηκώθηκε από τις τύψεις της συνειδήσεως και τον πόθο της
σωτηρίας. Σε μια στιγμή, ρωτάει πάλι τον Μοναχό:
—Και ποιος με βεβαιώνει, ότι όσα μου είπες είναι αλήθεια; Δηλαδή τα αγαθά που κληρονομούν στον Παράδεισο, όσοι καταφρονήσουν τα πρόσκαιρα, για να βρω και εγώ στο
Χριστό; Να δουλεύω όλες τις ημέρες της ζωής μου και να γίνω υπόδειγμα μετανοίας σε πολλούς αμαρτωλούς;
—Αν θέλεις, να βεβαιώσεις, κόρη μου, είπε πάλι ο Μοναχός, βγάλε αυτά τα πολυτελή ενδύματα και όλα τα στολίδια που φορείς και να ντυθείς φτωχικά και καταφρονημένα ρούχα.
Μετά να κλειστείς μια βδομάδα στον κοιτώνα σου και να προσεύχεσαι στο Θεό με δάκρυα, νηστική. Τότε, ο Θεός, σαν αγαθός και φιλάνθρωπος θα σου φανερώσει αυτό που
επιθυμεί η ψυχή σου.
εκείνες τις ημέρες, άλλα μόνο να προσεύχονται. Αυτή δε κλείστηκε σε κουβούκλιο και προσευχόταν όλη τη βδομάδα με κλάματα. Την έβδομη ημέρα βγήκε η Ευδοκία από
το κουβούκλιο και ο Γέροντας την ρώτησε εάν είδε κάποια οπτασία. Και η Ευδοκία του απάντησε:
—Καθώς προσευχόμουν με δάκρυα να μου φανερώσει ο Θεός αυτό που ζητούσα και ενώ τα κοκόρια με τα λαλήματα τους δείχνανε ξημερώματα, ένα φως λαμπρότερο και
από τον ήλιο έλαμψε και ένας νέος αστραπόμορφος εμφανίστηκε εκείνη την ώρα. Με άρπαξε από το δεξί χέρι και με ανέβασε στον ουρανό. Με οδήγησε σ' ένα χαρούμενο τόπο.
Εκεί με υποδέχτηκαν με χαρά ένα πλήθος αναρίθμητο λευκοφόρων. Και καθώς απολάμβανα το γλυκύ εκείνο φως, ένας απαίσιος μελανόμορφος γίγαντας, τρίζοντας τα δόντια
του, φώναζε τόσο δυνατά, που από τις φωνές του ισείετο ο τόπος. Φιλονικούσε ο απαίσιος εκείνος με τον οδηγό άγγελό μου. Του έλεγε δε διαμαρτυρόμενος:
—«Με αδικείς Αρχιστράτηγε. Αν σώσεις αυτή την άσωτη που εμίανε τόσους ανθρώπους και γέμισε τη γη με την ανομία της, τότε πάρε και όλο τον κόσμο και δικαίωσε και όλους
τους άνομους άδικα. Εγώ για μικρή παρακοή, εξωρίσθηκα από τον Παράδεισο και συ βάζεις μέσα σ' αυτόν, αυτή την άσωτη και παμβέβηλη;».
Και ενώ αυτά φλυαρούσε ο δυσειδέστατος εκείνος μαύρος, ακούστηκε από τον ουρανό φωνή γλυκιά και μεγαλοπρεπής που έλεγε:
—«Ο Θεός, όλος αγάπη και ευσπλαχνία, υποδέχεται με χαρά αυτούς που μετανοούν».
Πάλι εκείνη η ίδια φωνή, άκουσα που είπε προς τον Αρχιστράτηγο:
—Πάρε αυτήν Μιχαήλ, και οδήγησε την στο σπίτι της, να αγωνιστεί, για να συγχωρήσω τις αμαρτίες της. Εγώ δε, θα την ενδυναμώνω και θα την διαφυλάττω ως τέκνον μου
γνήσιον για να μην μπορέσουν να την βλάψουν οι δαίμονες.
Αμέσως τότε συνέχισε η Ευδοκία ο Αρχιστράτηγος με έφερε εδώ και μου είπε:
—«Ειρήνη σε σένα, δούλη του Θεού Ευδοκία. Ανδρίζου και ενδυναμού, ότι η χάρις του Θεού θα είναι μαζί σου πάντοτε».
Τότε εγώ τον ρώτησα:
—«Πες μου, ποιος είσαι Κύριε;» Και αυτός μου είπε:
—«Εγώ του αληθινού Θεού ο Πρωτάγγελος είμαι. Του Θεού που δέχεται αυτούς που μετανοούν για τις αμαρτίες τους. Αυτούς με εντολή Του τους οδηγώ στην αιώνια ζωή και
τότε κάνουν μεγάλη χαρά οι άγγελοι, για τον αμαρτωλό που σώθηκε. Ο ελεήμων Θεός θέλει να σωθούν όλοι».
Αυτά είπε ο Αρχάγγελος, με σταύρωσε τρεις φορές και έγινε άφαντος.
Μετά από αυτά η Ευδοκία πίστεψε με όλη της την καρδιά στον Κύριο και ζήτησε από τον Γέροντα να την βαπτίσει και ύστερα να την πάει σε ένα Μοναστήρι για να αγωνιστεί για
την σωτηρία της.
Μετά το βάπτισμα η Ευδοκία έδωσε ένα νέο, αποφασιστικό χτύπημα στο Διάβολο. Τον χτύπησε βαθειά μέσα στην καρδιά του θανάσιμα. Φωτισμένη από το Πανάγιο Πνεύμα,
παρακάλεσε τον Επίσκοπο να μοιράσει όλη την περιουσία της στους φτωχούς.
Γίνεται Μοναχή και ψηφίζεται Ηγουμένη
Ελεύθερη τώρα η Ευδοκία από τα δεσμά της ύλης, περίμενε την ευλογημένη ώρα να μπει σε Μοναστήρι. Προς τούτο ήλθε ο μονάχος Γερμανός και την οδήγησε σε γυναικείο
Μοναστήρι που απείχε δέκα στάδια μακρυά από τους Μοναχούς. Στο Μοναστήρι η Ευδοκία μεταβλήθηκε σε τέλεια ασκήτρια, σε τέλειο άγγελο. Προ παντός εφάρμοσε ταπείνωση
και ακτημοσύνη. Φτάνει να σκεφτεί κανείς, ότι σ' όλη της τη ζωή φορούσε ένα μόνο ένδυμα. Το ένδυμα που έλαβε στο Άγιο Βάπτισμα. Και το χειμώνα που έκανε πολύ κρύο
φορούσε ένα ράσο τρίχινο. Έμαθε και το ψαλτήρι και όλη τη Γραφή και τη διάβαζε με προθυμία. Οι Άγγελοι δοξολογούσαν το Θεό. Ο διάβολος νικήθηκε και καταισχύνθηκε.
Θρηνούσαν οι δαίμονες για την μεταστροφή της Ευδοκίας. Μετά από λίγα χρόνια κοιμήθηκε η Ηγουμένη του Μοναστηριού. Με θεία νεύση ψήφισαν την Ευδοκία. Τόσο
ευαρέστησε το Θεό και την αδελφότητα η Αγία Ευδοκία, ώστε ο πλουσιόδωρος Κύριος της έδωκε εξουσία να κάνει θαύματα.
Την καταγγέλλουν για Χριστιανή
Τον καιρό εκείνο βασίλευε ο Αυρηλιανός. Μερικοί από τους πρώην εραστές της Ευδοκίας, όταν άκουσαν ότι πίστεψε στο Χριστό και έγινε μοναχή, παρακινούμενοι από το
Διάβολο την κατήγγειλαν στο βασιλέα. Του ανέφεραν ότι επήγε σε Μοναστήρι και κτίζει κελιά από χρήματα του Δημοσίου, τα όποια δήθεν έκλεψε. Του ζητούσαν να τους δώσει
εξουσία να της αρπάξουν τα χρήματα και να την απομακρύνουν από εκεί, επειδή βλασφημούσε τους θεούς και προσκυνούσε κάποιον που σταύρωσαν οι Εβραίοι. Όταν πήρε
την αναφορά ο βασιλεύς και τη διάβασε, θύμωσε πολύ. Έστειλε λοιπόν κάποιον άρχοντα με τριακόσιους στρατιώτες να την πάρουν με βία από το Μοναστήρι, μαζί με όλα τα
χρήματα και να την οδηγήσουν στα ανάκτορα.
Με οπτασία ο Κύριος φανέρωσε στην Αγία την επερχόμενη επίθεση. «Οργή του βασιλέως, της είπε, έρχεται κατά σου, άλλα μη φοβηθής, διότι εγώ είμαι μαζί σου πάντοτε».
Περίμενε λοιπόν μετά τη θεία πληροφορία, με ψυχραιμία η Αγία. Μετά από λίγο φτάσανε πραγματικά οι στρατιώτες του Βασιλέως για να γκρεμίσουν το Μοναστήρι και να
συλλάβουν την Αγία. Μάταια όμως! Θεία δύναμις τους εμπόδιζε. Τρία ημερόνυχτα γυρίζανε γύρω από το Μοναστήρι, χωρίς να μπορούν να μπουν μέσα. Βλέπων ο δίκαιος Θεός,
ότι οι στρατιώτες σαν ασύνετοι και δεν κατάλαβαν τη θεία Του και υπερθαύμαστη δύναμη για να επιστρέψουν πίσω, μετανοούντες για την ανομία τους, αλλά συνεχίζανε για να
εκτελέσουν την παράνομη προσταγή του επιγείου βασιλέως, τους παίδεψε λόγω της κακόπιστης εμμονής τους ως άδικους. Οι περισσότεροι στρατιώτες φονεύθηκαν από βίαιη
θανάσιμη πνοή. Ο αρχηγός και τρεις στρατιώτες σώθηκαν και έντρομοι επιστρέψανε για να αναγγείλουν στον Ηγεμόνα τα καθέκαστα. Θύμωσε ο βασιλεύς περισσότερο όταν
άκουσε αυτά. Κάλεσε τη σύγκλητο και είπε με οργή:
—Βλέπετε πως μία πόρνη καταφρονημένη και άτιμη πόσους δυνατούς στρατιώτες απώλεσε με τις μαγείες της; Τι λοιπόν με συμβουλεύετε να κάνω; Μήπως μας προξενήσει
και άλλα χειρότερα;
Ο υιός του βασιλέως, αλαζών και άπιστος, καυχήθηκε ότι μπορεί να πάει να καταστρέψει το Μοναστήρι. Μάταια όμως και κενά μελέτησε. Καθώς πήγαινε έφιππος, έπεσε ο
ίππος του και από την πτώση συνετρίβη το ένα του πόδι. Μετά από λίγο πέθανε, βασανιζόμενος από φρικτούς πόνους. Ήταν απαρηγόρητος ο βασιλεύς για το θάνατο του υιού
του.
Ταπεινωμένος ο βασιλείς ζητάει συγγνώμη
Ο Φιλόστρατος συμβούλεψε το βασιλέα να ζητήσει ταπεινά συγγνώμη από την Αγία και ίσως ο Θεός τον λυπηθεί. Ενώ φίλοι και συγγενείς θρηνούσαν το νεκρό υιό του βασιλέως,
επίσημος αντιπρόσωπος, ο δικαστής Βαβύλας, μετέφερε παρακλητικά γράμματα προς την Αγία. Όταν έφτασε στο Μοναστήρι, την προσκύνησε και της έδωσε τα γράμματα.
Βγήκε έξω τότε και καθισμένος πάνω σε μια πέτρα περίμενε απόκριση. Προσευχήθηκε πρώτα στο Θεό η Αγία Ευδοκία να κάνει το συμφερότερο. Έπειτα πήρε συγχώρηση από
τις αδελφές και με πολλή ταπεινοφροσύνη έγραψε τα εξής στο βασιλέα:
—Εγώ μεν, βασιλεύ, είμαι ευτελής και αθλία, βεβαρημένη από πλήθος ανομιών ως άσωτη, δεν είμαι δε άξια να κάμω δέηση προς τον Δεσπότη Χριστό για τον υιό σου, όμως αν
πιστέψεις σ' Αυτόν με όλη σου την ψυχή, θα δεις την μεγάλη Του δύναμη και η θλίψη σου θα μεταβληθεί σε χαρά και αγαλλίαση...
Αφού έγραψε αυτά η Αγία, έκαμε και τρεις σταυρούς στην επιστολή και την έδωσε στο δικαστή Βαβύλα. Ο Βαβύλας μόλις έφτασε στον τόπο των θρήνων και έβαλε την επιστολή
πάνω στον νεκρό, ω του θαύματος, ο νεκρός αναστήθηκε! Και τότε όλοι φώναξαν:
—«Μέγας ο Θεός της Χριστιανής Ευδοκίας, όστις κάμνει τοιαύτα θαυμάσια».
Τότε από ευγνωμοσύνη ο ηγεμόνας και η οικογένεια του βαπτίστηκαν Χριστιανοί.
Η Αγία Ευδοκία συλλαμβάνεται και οδηγείται στον Ηγεμόνα
Μετά τον θάνατο του βασιλέα τον διαδέχθηκε κάποιος άλλος ειδωλολάτρης. Αυτός διόρισε στην Ηλιούπολη κάποιον σκληρό και απάνθρωπο ηγεμόνα που λεγόταν Διογένης.
Ο Διογένης είχε μνηστευθεί την κόρη του πρώτου ηγεμόνος που ονομαζόταν Γελασία. Επειδή όμως δεν γινόταν χριστιανός, η Γελασία πήρε την κληρονομιά που της ανήκε και
με δύο ευνούχους της, ήλθε στο Μοναστήρι της Αγίας και μόνασε. Οι ευνούχοι της πήγανε κατόπιν και ούτοι σε ανδρικό μοναστήρι και μόνασαν. Οργισμένος από αυτό ο
ηγεμόνας Διογένης, σκέφθηκε να κακοποιήσει την Αγία Ευδοκία, που εκούρευσε μοναχή τη Γελασία, Αμέσως λοιπόν έστειλε πενήντα στρατιώτες να συλλάβουν την Αγία και
να την οδηγήσουν μπροστά του. Τότε εφάνη εν οράματι ο Δεσπότης Χριστός στην Αγία και της είπε:
—Αγρύπνα, Ευδοκία, και αγωνίζου δια την αληθινήν πίστιν, ίνα λάβης τον στέφανον, διότι ήλθε ο καιρός του μαρτυρίου σου. Και ιδού έρχονται κατά σου αλλόφυλοι και θηρία
άγρια, αλλά μη δειλιάσης ουδόλως εις τα κολαστήρια, διότι εγώ είμαι μαζί σου εις όλας τας θλίψεις σου.
Οι στρατιώτες συνέλαβαν την Αγία και την οδήγησαν στον ηγεμόνα χαρούμενοι. Όταν φτάσανε στην πόλι, ο ηγεμόνας διέταξε να την ρίξουν στη φυλακή και να την αφήσουν
νηστική τέσσερις ημέρες. Την τέταρτη ημέρα τη φέρανε στο Κριτήριο με σκεπασμένο το πρόσωπο. Όταν αποκαλύψανε το πρόσωπο της, βγήκε από αυτό λάμψη σαν αστραπή.
Όλοι θαύμασαν από αυτό και περισσότερο θαύμασε ο ηγεμόνας. Κάλεσε τότε ο ηγεμόνας την Αγία να πει την καταγωγή, την πίστη και το όνομά της. Και η Αγία του είπε:
—Το όνομά μου, ω ηγεμόνα, είναι Ευδοκία. Είμαι δε Χριστιανή και αξιώθηκα να ονομάζομαι δούλη Αυτού του μόνου Αγαθού και Εύσπλαγχνου Θεού, στον οποίο πίστεψα με
όλη μου την καρδιά. Πίστεψα δε τόσο, που δεν μπορεί κανένα πράγμα να με χωρίσει από την αγάπη Του. Μη χάνεις λοιπόν τον καιρό σου με το να με ρωτάς, μόνο πράττε ότι
σκέπτεσαι, για να απαλλαγείς από αυτή τη φροντίδα το συντομότερο.
Ο ηγεμόνας την απειλούσε με μαρτύρια αλλά έβλεπε την σταθερότητα της και τότε έδωσε διαταγή να ξεκινήσουν τα μαρτύρια.
Φρικτά μαρτυρία και θαυμαστά γεγονότα
Πρόσταξε ο ηγεμόνας να την γυμνώσουν ως την μέση και να ξεσχίσουν τις πλευρές της τέσσερις άνδρες, μέχρι που να φανούν τα σπλάγχνα της. Δύο ώρες βασανίζανε έτσι την
Αγία οι αιμοχαρείς. Δριμύτατοι ήσαν οι πόνοι από τα δεινά αυτά κολαστήρια. Όμως η Αγία υπέμεινε, για το Νυμφίο Χριστό καρτερικότατα.
Κατόπιν πρόσταξε να την γυμνώσουν τελείως, να την κρεμάσουν στο ξύλο και να την δέρνουν πιο δυνατά. Στην προσπάθειά τους να την γυμνώσουν, οι στρατιώτες βρήκαν το
κουτί με τον Άγιο Άρτο που είχε πάρει η Αγία μαζί της από το Άγιο Βήμα για να το έχει σαν σκέπη και βοήθεια. Το πήρανε και το δώσανε στον ηγεμόνα. Η ηγεμόνας προσπαθεί
ν' ανοίξει το κουτί. Αμέσως όμως βγήκε φλόγα και κατέκαυσε τον ηγεμόνα και τους περιεστώτας. Τον ηγεμόνα μάλιστα τον άφησε ημιπαράλυτο.
Έπεσε τότε στη γη, ελεεινό θέαμα, ο ηγεμόνας και οδυρόμενος έλεγε: «Ιάτρευσέ με, θεέ ήλιε, και βοήθησέ με να κατακαύσω τη μάγισσα αυτή». Τότε ήλθε αμέσως αστραπή
από τον ουρανό και τον κατέκαυσε. Συγκεντρώθηκε δε όλη η πόλις και θρηνούσε το θάνατο του ηγεμόνος.
Ένας από τους στρατιώτες, είδε τότε ένα νέο αστραπόμορφο, ντυμένο στα λευκά που μιλούσε με την Αγία και την σκέπαζε με λεπτό ωραίο μαντήλι, για να μην φαίνονται οι
σάρκες της. Βλέπων αυτά ο στρατιώτης, προσκύνησε την Αγία και της είπε:
—Δέξαι με μετανοούντα δούλη του αληθινού Θεού, ότι εις αυτόν πιστεύω και εγώ ο ανάξιος και σε παρακαλώ ευσπλαγχνίσου τον ηγεμόνα και ανάστησον αυτόν, δια να
πιστεύσουν και άλλοι πολλοί εις τον Δεσπότην Χριστόν δια μέσου σου.
Αφού δε είπε αυτά την έλυσε. από το ξύλο και την κατέβασε με ευλάβεια. Η Αγία προσευχήθηκε ώρα πολλή στο Χριστό. Έπειτα δε με μεγάλη φωνή εβόησε λέγουσα:
—Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, Συ που γνωρίζεις τα κρυφά των καρδιών μας και έκαμες τον κόσμο με την σοφία Σου, πρόσταξε να αναστηθούν όλοι αυτοί, που
κατακαύθηκαν από το πυρ, για να βλέπουν οι πολλοί τα θαυμάσια Σου και να δοξάζουν το Άγιον Σου όνομα.
Και ενώ αυτά παρακαλούσε το Θεό, στράφηκε προς τους νεκρούς και με την αγία της δεξιά άγγιζε έναν έναν τους νεκρούς λέγουσα:
—«Εις το όνομα του Ιησού εγέρθητι».
Και αμέσως, ω του εξαισίου θαύματος! όλοι, σαν από ύπνο ηγέρθησαν υγιείς. Οι περισσότεροι άνθρωποι αυτής της πόλεως όταν είδαν αυτό το θαυμάσιο, πίστεψαν στο Χριστό.
Βαπτίσθηκαν τότε οι άρχοντες Διόδωρος και Διογένης με όλους τους συγγενείς και το πλήθος που βρισκόταν εκεί. Η Αγία έμεινε λίγο καιρό εκεί στο σπίτι κάποιας Φηρμίνας μίας
από αυτούς που αναστήθηκαν και εκεί η Αγία έκανε θαυμαστές θαυματουργίες και κατόπιν νικήτρια η Αγία Ευδοκία επέστρεψε στο Μοναστήρι της. Το θέλημα όμως του Θεού
ήταν να λάβει μαζί με τον στέφανον της οσιότητος και τον στέφανον του Μαρτυρίου.
Αφού πέρασε λίγος χρόνος, απέθανε ο ηγεμόνας Διογένης θεάρεστα. Τον διαδέχθηκε κάποιος που λεγόταν Βικέντιος. Αυτός ήταν σκληρός και απάνθρωπος. Ήταν φοβερός
διώκτης των Χριστιανών. Αυτός, όταν άκουσε τα κατορθώματα της Αγίας, επειδή γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε με άλλο τρόπο να την θανατώσει, έστειλε στρατιώτες και απέκοψαν
της Αγίας της κεφαλήν την πρώτην του μηνός Μαρτίου. Έτσι το μεν πνεύμα απήλθε εις τα ουράνια, το δε τίμιο και πάνσεπτο λείψανο της έμεινε στη γη πηγάζον πλούσια μετά
θάνατον θαύματα.
Στίχος
Ἡ Σαμαρεῖτις οὐχ ὕδωρ Εὐδοκία, Ἀλλ' αἷμα, Σῶτερ, ἐκ τραχήλου σοι φέρει. Μαρτίου ἀμφὶ πρώτῃ ἡ Εὐδοκία ξίφος ἔτλη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως
Φόβον ἔνθεον, ἀναλαβοῦσα, κόσμου ἔλιπες, τὴν εὐδοξίαν, καὶ τῷ Λόγῳ Εὐδοκία προσέδραμες· οὗ τὸν ζυγὸν τῇ σαρκί σου βαστάσασα, ὑπερφυῶς
ἠγωνίσω δι' αἵματος. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ΄.
Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός,
παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Εὐδοκία τό πνεῦμά σου.
Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ
Ὁ εὐδοκήσας ἐκ βυθοῦ ἀπωλείας, πρὸς εὐσεβείας τὸν ἀκρότατον ὅρον, ἀναγαγεῖν σε ἔνδοξε ὡς λίθον ἐκλεκτόν, οὗτος καὶ τὸν βίον σου,
τῇ ἀθλήσει λαμπρύνας, χάριν ἰαμάτων σοι, Εὐδοκία παρέχει· ὃν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἡμᾶς, Ὁσιομάρτυς, Ἀγγέλων ἐφάμιλλε.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν
Φωτισθεῖσα τῇ αἴγλῃ τῇ θεϊκῇ, τὸν τῆς πλάνης κατέλιπες σκοτασμόν, καὶ βίον ἀνέλαβες, μετὰ σώματος ἄϋλον, χαρισμάτων δὲ θείων, πλησθεῖσα
τοῦ Πνεύματος, ἐκ ψιλῆς προσρήσεως, νεκροὺς ἐξανέστησας· ὅθεν ἐπὶ τέλει, μαρτυρίου στεφάνῳ, ἐνθέως κεκόσμησαι, καὶ τὸν δόλιον ᾔσχυνας,
Εὐδοκία Ἰσάγγελε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον
Χάρις εὐδοκίας τῆς θεϊκῆς, νύμφην σε τοῦ Λόγου, ἀπειργάσατο ἐκλεκτήν, ἤθεσιν ὁσίοις, καὶ αἵματι Μαρτύρων, θεόφρον Εὐδοκία, περιαστράπτουσαν.
Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021
Οσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης
Ο Οσιος-Εφραίμ Κατουνακιώτης γεννήθηκε το 1912 στο Αμπελοχώρι Θηβών. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης Παπανικήτας και η μητέρα του Βικτωρία. Το κοσμικό όνομά του ήταν Ευάγγελος. Στη Θήβα, όπου είχε μετακομίσει η οικογένεια του, σε σπιτικό κοντά στον περικαλλή Ναό της Μεγάλης Παναγίας τελείωσε το Γυμνάσιο αλλά η Χάρις του Θεού έκλεινε στον Ευάγγελο τις κοσμικές θύρες της αποκατάστασης.
Η ζωή του Ευάγγελου ήταν καλογερική. Αγωνιζόταν πνευματικά με την ευχή του Ιησού, τις μετάνοιες, την νηστεία και κυρίως με την υπακοή. Η μητέρα του αξιώθηκε να λάβει πληροφορία από τον Όσιο Εφραίμ τον Σύρο ότι το θέλημα του υιού της να γίνει μοναχός ήταν και θέλημα Θεού και πως ο Ευάγγελος θα τιμήσει την μοναχική ζωή! Στη Θήβα γνώρισε τους Μοναχούς και μετέπειτα Γεροντάδες του τον Eφραίμ και τον Νικηφόρο που κατάγονταν από το Πυρί, προάστιο της πόλης.
Την 14η Σεπτεμβρίου 1933 ο Ευάγγελος άφησε τον κόσμο ήλθε στην έρημο του Αγίου Όρους στα Κατουνάκια, στο Ησυχαστήριο του Οσίου Εφραίμ του Σύρου και έβαλε μετάνοια στην συνοδεία των Γεροντάδων Εφραίμ και Νικηφόρου. Μετά την δοκιμασία του εκάρη μικρόσχημος μοναχός με το όνομα Λογγίνος. Το 1935 έγινε μεγαλόσχημος μοναχός από τον Γέροντα του Νικηφόρο και έλαβε το όνομα Εφραίμ. Τον επόμενο χρόνο χειροτονήθηκε Ιερέας.
Αξιώθηκε να γνωρίσει τον “πρύτανη” της ησυχαστικής ζωής τον διορατικό, προορατικό και νέο Άγιο Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή (1898 -1959) και συνδέθηκε πνευματικά μαζί του με την ευλογία του Γέροντά του Νικηφόρου. Ο Γέροντας Ιωσήφ με την σειρά του είχε διδαχθεί την απλανή πνευματική ζωή από τους περίφημους ησυχαστές μοναχό Καλλίνικο και Ιερομόναχο Δανιήλ.
Ο Όσιος Εφραίμ διαχώρισε την γνήσια υπακοή από την “αρρωστημένη” συμβουλεύοντας κοινοβιάτη μοναχό να κάνει υπακοή στον Γέροντα του όχι σαν “ζώο”, αλλά από αγάπη και ζήλο Θεού.
Ο άγιος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής έδωσε ένα πρόγραμμα ησυχαστικής ζωής στον παπα-Εφραίμ, για να καλλιεργεί την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησoν με», ώστε να έχει “φυλακή των αισθήσεων” και τον οδήγησε στην κάθαρση της καρδίας και τον θείο φωτισμό.
Ο παπα-Εφραίμ με την ευλογία του Γέροντος Ιωσήφ εντρύφησε στην «Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών» και ελάμβανε τις συμβουλές των Νηπτικών Πατέρων για τον αγώνα του.
Το 1973 εκοιμήθη ο Γέροντάς του Ιερομόναχος Νικηφόρος (ο Θηβαίος). Το 1980 τήρησε την εντολή του Γέροντος Ιωσήφ να αποκτήσει Συνοδεία μετά τον θάνατο του παπα-Νικηφόρου.
Ο Όσιος Εφραίμ πολέμησε τον μεγάλο εχθρό της πνευματικής ζωής την κενοδοξία. Οι θυσίες του γίνονταν για τον Χριστό καί όχι για προσδοκώμενο έπαινο από τους ανθρώπους.
Κάποτε ένας νέος ζήτησε από καλογέρι του παπα-Εφραίμ μία εικονίτσα από το κελί του Γέροντα. Ο μοναχός πήρε ευλογία από τον παπα-Εφραίμ να την δώσει και μόλις ο νέος άρχισε να σκέφτεται πονηρά και με τον λογισμό, πως θα κάνει επίδειξη στην πόλη του με την εικονίτσα, πού θα του έδινε ο παπα-Εφραίμ, ο μακαριστός άγιος γέροντας πήρε πληροφορία από τον Θεό και έδωσε εντολή να μη δοθεί το εικονάκι.
Η θ. Λειτουργία για τον παπα-Εφραίμ ήταν συγκλονιστικό και βιωματικό γεγονός. Είχε εκμυστηρευθεί σε Ιερομόναχο πνευματικό φίλο του ότι από την πρώτη θεία Λειτουργία που τέλεσε, έβλεπε αισθητά την Χάρη του Θεού να μεταβάλλει τα Τίμια Δώρα! Μάλιστα, μετά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων, έβλεπε τον ίδιο τον Χριστό μέσα στο δισκάριο και ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τα δάκρυα του, όταν έφθανε στο τεμαχισμό του Σώματος του Χριστού. Έβρεχε με τα δάκρυα του το Αντιμήνσιο κατά την θεία Λειτουργία και έβλεπε δεξιά και αριστερά τους αγγέλους να συλλειτουργούν!
Ήταν κοσμημένος με το διορατικό χάρισμα και έβλεπε την πνευματική κατάσταση κάθε κληρικού ή μοναχού και έδιδε τα κατάλληλα πνευματικά φάρμακα για την πρόοδο στην πνευματική ζωή.
Η Χάρις του Θεού είχε κοσμήσει τον παπα-Εφραίμ και με το προορατικό χάρισμα, γι΄ αυτό και έβλεπε καταστάσεις που έρχονταν (όπως ο σεισμός του 1977 στην Θεσσαλονίκη), αλλά και πολλές φορές είχε προσφωνήσει λαϊκούς ακόμα και μικρά παιδιά με τα ονόματα πού έλαβαν μετά από χρόνια στην μοναχική τους Κουρά!
Μάλιστα, κάποιος φοιτητής έστειλε μία επιστολή στον μακαριστό Γέροντα και έλαβε απάντηση από τον παπα-Εφραίμ, που του περιέγραφε με λεπτομέρειες την πνευματική του κατάσταση ακόμα και καταστάσεις στον χώρο που διέμενε ο φοιτητής χωρίς αυτός να τις έχει προαναφέρει.
Κάποτε άγνωστοι μεταξύ τους κληρικοί συναντήθηκαν στον δρόμο για τα Κατουνάκια και όταν έφτασαν στον παπα-Εφραίμ, ο μακαριστός άγιος Γέροντας άρχισε να επιπλήττει έναν από τους “κληρικούς”, πώς δεν είναι παπάς αλλά μασόνος, πού έβαλε ράσο, για να κατασκοπεύσει το Άγιον Όρος… Ο μασόνος παραδέχτηκε την ραδιουργία του.
Κάποτε ένας Ηγούμενος, δύο θεολόγοι και ένας φοιτητής ζήτησαν από τον παπα-Εφραίμ να τους εξηγήσει την ευωδιά των αγίων λειψάνων. Ο Γέροντας έσκυψε το κεφάλι του στο μέρος της καρδιάς και προσευχόταν. Ο τόπος γέμισε ευωδιά και ο παπα-Εφραίμ τους είπε πως επειδή δεν μπορούσε ο ίδιος να το εξηγήσει παρακάλεσε τον Θεό να απαντήσει στους συνομιλητές.
Αισθανόταν τις αμαρτίες σαν δυσοσμία. Κάποιος Επίσκοπος μέσω τρίτου ρώτησε τον μακαριστό άγιο Γέροντα για κάποιο σοβαρό εκκλησιολογικό θέμα. Ο Γέροντας έκανε προσευχή, για να τον πληροφορήσει ο Θεός και τότε ξεχύθηκε μία δυσωδία με γεύση ξινή, αλμυρή και πικρή, πού τον γέμισε με αποτροπιασμό.
Η παρακαταθήκη του μακαριστού Γέροντα για την ενότητα των Ορθοδόξων ήταν σαφής: «το σχίσμα εύκολα γίνεται, η ένωση είναι δύσκολος».
Αναδείχθηκε με την Χάρη του Θεού και πρακτικός οδηγός στην ποιμαντική του γάμου και της οικογενείας, γιατί βοήθησε πολλούς νέους να καταλήξουν στον γάμο χωρίς να τους πιέσει γι’ αυτό αλλά και οι επιστολές του, πού σώζονται, αποτελούν πνευματική παρακαταθήκη και «σχολή γονέων» χωρίς ψυχολογικές και φιλοσοφικές θεωρίες για τις αγωνιζόμενες πνευματικά οικογένειες.
Το 1996 ο παπα-Εφραίμ έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο και έπεσε σε ακινησία. Δεν γόγγυσε καθόλου αλλά δοξολογούσε τον Θεό αφήνοντας άγιο παράδειγμα σε μας για την αντιμετώπιση των ασθενειών.
Στις 14/27 Φεβρουαρίου 1998 ο Γέροντας π. Εφραίμ Κατουνακιώτης ο “θρύλος” του Αγίου Όρους παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του στα χέρια του Δημιουργού του, που υπηρέτησε από την νεότητα του.
Η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου προέβη στην αναμενόμενη Αγιοκατάταξή του την 9η/3/2020 μαζί με τον Άγιο Γέροντα και καθοδηγητή του, Όσιο Ιωσήφ το Σπηλαιώτη και τον Όσιο Δανιήλ τον Κατουνακιώτη.
Ας έχουμε την οσιακή ευχή του!
Επιμέλεια κειμένου π. Γεώργιος Τουλουμάκος
Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021
Αγία Παρασκευή - 0 Βίος
Καταγωγή, γέννηση και ανατροφή
Κατά το α΄ μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα στην αρχαία κοσμοκράτειρα Ρώμη, ζούσε και το γεμάτο χριστιανική ευσέβεια ζεύγος του Αγάθωνα και της Πολιτείας. Αν και πλούσιοι δεν ζούσαν όπως οι σύγχρονοι τους, με διασκεδάσεις και σπατάλες. Μέριμνα τους καθημερινή ήταν η ελεημοσύνη των φτωχών, η ανακούφιση των ασθενών, η υποστήριξη χηρών και ορφανών.
Ένιωθαν όμως και μια λύπη: Δεν είχαν αποκτήσει παιδιά! Γι’ αυτό και αδιάκοπα προσεύχονταν στον Κύριο να τους χαρίσει έστω και ένα παιδί. Και για να ενισχύσουν το αίτημα τους, πολλαπλασίαζαν τις φιλανθρωπίες τους. Και, ώ του θαύματος η αρμονική και ευσβής συζυγία τους, με τη χάρη του Θεού που εισακούει τις προσευχές των πιστών, απέκτησε τον καρπό της. Η Πολιτεία έμεινε έγκυος και έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι. το όποιο, επειδή γεννήθηκε την έκτη ημέρα της εβδομάδας, ονόμασαν Παρασκευή.
Η μητέρα της Πολιτεία την κατηύθυνε σε έργα θεάρεστα, την ανέτρεφε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», της μάθαινε τα ιερά γράμματα, την οδηγούσε στην εκκλησία. Όταν δε έφθασε στην εφηβική και την πρώτη νεανική ηλικία, παρά τη σωματική ωραιότητα της, ελκύσθηκε η ψυχή της από τον παρθενικό βίο και, καθώς αναφέρουν οι βιογράφοι της «όχι μόνον τους οφθαλμούς, οι όποιοι είναι οδός τον έρωτος, εφύλαττεν από θεωρίαν ανδρών», αλλά και καθετί που θα στεκόταν εμπόδιο στην κατά Χριστόν ζωή.
Θάνατος των γονέων, διανομή της περιουσίας
Όταν η Παρασκευή έφθασε στην ηλικία των 20 χρόνων, ο Κύριος της ζωής και του θανάτου κάλεσε κοντά του τους γονείς της. Εκείνη έμεινε μόνη και κάτοχος της μεγάλης πατρικής περιουσίας. Όπως και πριν, πολλαπλασιάστηκαν οι προτάσεις γάμου εκ μέρους πολλών νέων αντρών. Η Παρασκευή όμως δεν συγκινήθηκε απ’ αυτές. Πούλησε όλη την περιουσία της και μοίρασε το αντίτιμο της στους φτωχούς, τους εμπερίστατους, τις χήρες και τα ορφανά, ένα δε μέρος το πρόσφερε «εις κοινόν ταμείον παρθένων, αι οποίαι έζων ομού, αφιερωμέναι εις τά έργα του ελέους καί εις τήν διάδοσιν του Ευαγγελίου».
Η ίδια αφιέρωσε ολοκληρωτικά τον εαυτό της στην προσευχή, την ελεημοσύνη, τη διάδοση των αληθειών της χριστιανικής πίστης. Πολλοί από τους ειδωλολάτρες που την άκουγαν προσελκύονταν στην χριστιανική πίστη, απαρνούμενοι τα είδωλα. Αυτό όμως, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την οργή και το φθόνο των φανατικών εθνικών και των Ιουδαίων. Οι οποίοι έσπευσαν να καταγγείλουν το γεγονός στον αυτοκράτορα Αντωνίνο, λέγοντας του ότι «κάποια γυναίκα, που λέγεται Παρασκευή, κηρύττει τον Ιησού, τον Υιό της Μαρίας» και υποστηρίζει πως «αυτός» είναι μόνος Θεός αληθινός.
Ενώπιον του αυτοκράτορα
Ακούγοντας την καταγγελία αυτή ο Αντωνίνος θύμωσε πολύ να συλλάβουν την Παρασκευή. Ο Αντωνίνος προσπάθησε με κολακείες και υποσχέσεις να την πείσει ν’ αρνηθεί τη χριστιανική πίστη και να προσέλθει στην εθνική θρησκεία της πολυθείας. Βρέθηκε όμως μπροστά σε μια ψυχή με ανδρείο φρόνημα και ακλόνητη πίστη στο Χριστό. Έβλεπε ότι δεν επηρεάζεται από τα λόγια του. Αλλά στα κολακευτικά του λόγια απάντησε η Παρασκευή: «Μη νομίσεις, βασιλιά, ότι με τις κολακείες αυτές ή με παρόμοιους φοβερισμούς θα αρνηθώ τον γλυκύτατο μου Ιησού Χριστό, διότι δεν υπάρχει κανένας βασανισμός, ούτε τιμωρία, ούτε παιδεμός, που να με χωρίσει από την αγάπη του».
Τα πρώτα μαρτύρια της Αγίας
Ακούγοντας αυτά ο αυτοκράτορας διέταξε τον βασανισμό της. Πύρωσαν μέσα σε δυνατή φωτιά μια σιδερένια περικεφαλαία. Όταν αυτή κοκκίνισε την τοποθέτησαν στο κεφάλι της αθλήτριας του Χριστού. Ο Κύριος όμως έκανε το θαύμα του και την προστάτεψε. Τότε πολλοί ειδωλολάτρες που είδα το θαύμα αυτό πίστεψαν στο Χριστό και ομολόγησαν την αλλαγή τους αυτή μπροστά στο αυτοκράτορα. Ο οποίος και εξαιρετικά θυμωμένος διέταξε να τους αποκεφαλίσουν. Τη δε Παρασκευή να κλείσουν σε φυλακή.
Ο Συναξαριστής της αναφέρει ότι γύρω στα μεσάνυχτα εμφανίσθηκε μπροστά στην Αγία άγγελος Κυρίου. Κρατούσε στα χέρια του φωτεινό σταυρό, κάλαμο, σπόγγο και στεφάνι και είπε προς αυτήν: «Χαίρε, Παρασκευή, αθληφόρε του Κυρίου! Μή φοβάσαι τά βασανιστήρια του αυτοκράτορα. Διότι ο Κύριος πού καταδέχθηκε νά σταυρωθεί γιά τή σωτηρία τών ανθρώπων, θά είναι βοηθός καί θά σέ λυτρώσει από κάθε μελλοντική δοκιμασία σου». Αυτά της είπε ο άγγελος κι αφού την έλυσε από τα δεσμά πέταξε στους ουρανούς. Η δε Παρασκευή, γεμάτη θάρρος και γαλήνη στην καρδιά της, συνέχισε να υμνεί και να δοξολογεί τον Κύριο και Θεό της.
Την επόμενη μέρα ο αυτοκράτορας δίνει εντολή να κρεμάσουν την Παρασκευή από τα μαλλιά της σ’ ένα όρθιο ξύλο και με λαμπάδες αναμμένες να καίνε τις μασχάλες και άλλα μέλη του σώματος της. Όμως ο Ιησούς Χριστός τη διαφύλαξε σώα και αβλαβή. Εκείνη προσευχόταν, ενώ ελεεινολογούσε τους ψεύτικους θεούς των ειδωλολατρών.
Το θαύμα που την ανέδειξε προστάτιδα των ματιών
Βλέποντας αυτά διέταξε λοιπόν να βράσουν δυνατά σε ένα μεγάλο καζάνι λάδι και πίσσα και να ρίξουν μέσα την Παρασκευή. Και πάλι όμως η παντοδύναμη πρόνοια του Θεού την λύτρωσε. Απορημένος ο αυτοκράτορας δεν πίστευε στα μάτια του. Πλησίασε λοιπόν στο καζάνι και απευθυνόμενος στην μάρτυρα του Χριστού της είπε: «Ράντισε με, με το λάδι αυτό, για να διαπιστώσω αν πραγματικά είναι καυτό, όπως και η πίσσα. Γιατί νομίζω ότι βλέπω κάτι που μοιάζει με φαντασία, αφού δεν κατακαίεσαι». Η Αγία Παρασκευή συμμορφώθηκε. και με τη χούφτα της έριξε στο πρόσωπο του λάδι και πίσσα. Αμέσως ο βασιλιάς έχασε το φως των ματιών του. Πανικοβλημένος φώναξε δυνατά: «ελέησον μέ, δούλη του αληθινού Θεού, καί δός μοί τό φως των οφθαλμών μου, καί πιστεύσω εις τόν Θεόν, ον σύ κηρύττεις». Πράγματι, η αγία Παρασκευή προσευχήθηκε στο Σωτήρα Χριστό. Ο Αντωνίνος πίστεψε, ξαναβρήκε το χαμένο φως και μαζί μ’ αυτόν αρκετοί αξιωματούχοι της Ρώμης προσχώρησαν στη χριστιανική πίστη, όπως αναφέρει η Παράδοση. Έκτοτε η μεν αγία Παρασκευή θεωρείται από τους χριστιανούς ως προστάτιδα των ματιών και των τυφλών, ο δε αυτοκράτορας διέταξε να πάψουν οι διωγμοί κατά των χριστιανών και άφησε ελεύθερη την αθλήτρια του Χριστού.
Διαδίδει τη χριστιανική πίστη σε άλλες περιοχές
Ύστερα από το γεγονός τούτο η φλογερή Ιεραπόστολος Παρασκευή επεξέτεινε τη δράση της σε άλλες περιοχές, πέρα της Ρώμης. Στο μεταξύ είχε πεθάνει ο Αντωνίνος και στο θρόνο της κοσμοκράτειρας Ρώμης ανέβηκε ο Μάρκος Αυρήλιος (161-180 μ.Χ.). Νέοι διωγμοί ξέσπασαν κατά των χριστιανών. Έτσι, όταν η Αγία μας βρέθηκε σε κάποια πόλη, στην οποία διοικητής ήταν ο Ασκληπιός, συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του για να δικαστεί, επειδή κήρυττε αντίθετη προς των ειδολολατρών πίστη.
Απαλλάσσει μια πόλη από το φοβερό δράκοντα
Ο Ασκληπιός έδωσε εντολή να μεταφέρουν την ομολογήτρια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στο μεγάλο και φοβερό δράκοντα που έμενε έξω από την πόλη και ήταν ο φόβος και ο τρόμος των κατοίκων. Σ’ αυτόν έριχναν για τροφή τους καταδίκους και τους χριστιανούς. Όταν η Αγία πλησίασε στο σημείο που έμενε ο δράκοντας, εκείνος βρυχήθηκε άγρια και έβγαλε από τα ρουθούνια του καπνό και φλόγες από το στόμα του, σα να ήθελε να την καταπιεί. Εκείνη όμως του είπε αυστηρά: «Θηρίο πονηρό, ήρθε η ώρα του αφανισμού σου, γιατί πολλούς μέχρι τώρα κατασπάραξες χωρίς λόγο». Και μόλις έκανε το σημείο του σταυρού και φύσηξε προς τον δράκοντα, ώ του παραδόξου θαύματος! Ο τρομερός εκείνος δράκοντας σφύριξε δυνατά στριφογύρισε γύρω από τον εαυτό του και άνοιξε στα δύο! Το μέγα τούτο θαύμα συγκλόνισε τον Ασκληπιό, τους άλλους αξιωματούχους και το πλήθος που παρακολουθούσε τα γενόμενα. Και συνετέλεσε στο να πιστέψουν στο Θεό της Αγίας Παρασκευής και αργότερα να βαπτισθούν.
Νέα μαρτύρια με εντολή του Ταρασίου
Η Αγία συνέχισε το έργο της και έφθασε σε άλλη περιοχή, διοικητής της οποίας ήταν ο Ταράσιος. Χωρίς να χάνει χρόνο άρχισε να μιλάει για τον Ιησού Χριστό και να προσελκύει κοντά του τους καλοπροαίρετους εθνικούς. Σύντομα το νέο έφτασε στ’ αυτιά και του Ταρασίου έδωσε εντολή να την συλλάβουν. Ο οποίος διέταξε να γεμίσουν ένα μεγάλο χάλκινο δοχείο με λάδι, πίσσα, και μόλυβδο. Να βάλουν από κάτω δυνατή φωτιά και όταν αρχίσει να κοχλάζει το μίγμα, να ρίξουν μέσα την αγία Παρασκευή. Πράγμα που έγινε αμέσως. Αλλά ο Θεός έκανε και πάλι θαύμα μέγα, έστειλε τον άγγελο του και τη μεν φλόγα έσβησε τελείως, τα δε κοχλάζοντα τρία στοιχεία του μίγματος τα έκανε πιο κρύα από το νερό. Κι ενώ αρκετοί από τους παρόντες ομολογούσαν πίστη στο Θεό της Αγίας, ο σκληρόκαρδος Ταράσιος έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να συνεχίσουν με το βασανιστήριο του τανύσματος. Την κάρφωσαν στο δάπεδο με τεντωμένα τα τέσσερα άκρα της και τοποθέτησαν επάνω στο στήθος της βαριά πλάκα! Κι ενώ η οσιοπαρθενομάρτυς υπέμεινε και προσευχόταν, «φαίνεται προς αυτήν ο Χριστός», καθώς αναφέρει ο Συναξαριστής, δορυφορούμενος από πλήθος αγγέλων και αρχαγγέλων και της είπε: «Χαίρε, Παρασκευή, καλιπάρθενε. Μή δειλιάσεις στά βασανιστήρια, γιατί η χάρη μου θά είναι μαζί σου, γιά νά σέ σώζει από κάθε πειρασμό. Δείξε λίγη υπομονή ακόμη καί θά έρθεις στήν αιώνια βασιλεία, κοντά μου». Και λέγοντας αυτά, θεράπευσε τις πληγές της και την απελευθέρωσε από τα δεσμά της.
Το επόμενο πρωί οδήγησαν και πάλι την Αγία ενώπιον του Ταρασίου. Έκπληκτος εκείνος, όταν την αντίκρυσε υγιή, απέδωσε την επούλωση των πληγών της στους θεούς των Ρωμαίων και την κάλεσε να προσέλθει στο ναό τους, να τους προσκυνήσει και να λάβει μεγάλες δωρεές από τον ίδιο. Η Παρασκευή του απάντησε: «Δεν μου έδωσαν την υγεία οι θεοί σου, οι ψεύτικοι και ανύπαρκτοι, αλλά ο Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός, στον όποιο πιστεύω και αυτόν λατρεύω». Έπειτα δέχθηκε να μεταβούν μαζί στο ναό των ειδώλων.
Τους ακολούθησαν πολλοί αξιωματούχοι και πλήθος εθνικών, νομίζοντας ότι η Παρασκευή θα πρόσφερε θυμίαμα στα είδωλα. Όμως διαψεύσθηκαν! Πέφτουν και συντρίβονται τα είδωλα. Μόλις μπήκαν στο ναό η Αγία απευθυνόμενη προς το είδωλο του Απόλλωνα, έκανε το σημείο του σταυρού. Το δαιμόνιο που βρισκόταν μέσα στο άγαλμα, φώναξε δυνατά: «Δεν είμαι εγώ θεός, ούτε και κανένας άλλος από μας. Μόνος αληθινός Θεός είναι αυτός που κηρύττει η Παρασκευή...». Και στη στιγμή όλα τα είδωλα , που βρίσκονταν στο ναό κατέπεσαν και συντρίφτηκαν στο δάπεδο.
Αγανακτισμένοι οι ιερείς των ειδώλων όρμησαν κατά της Αγίας και σπρώχνοντας την, την έβγαλαν έξω από το ναό, ζητώντας από τον Ταράσιο να δώσει τέρμα στη ζωή της, για να μη προξενηθεί μεγαλύτερο κακό στην εθνική θρησκεία. Πράγματι, ο Ταράσιος έβγαλε αμέσως διαταγή για τον αποκεφαλισμό της.
«Ξίφει τελειούται»
Οι στρατιώτες πήραν μαζί τους την καλλιπάρθενο αθλήτρια του Χριστού Παρασκευή και την οδήγησαν έξω από την πόλη για να την αποκεφαλίσουν. Εκείνη, όταν έφτασαν στο καθορισμένο σημείο, ζήτησε να της επιτρέψουν να προσευχηθεί στον ουράνιο Νυμφίο της. Κι ενώ προσευχόταν παραδίδεται ότι ακούστηκε φωνή μυστηριώδης από τους ουρανούς που έλεγε: «Άκουσα την προσευχή σου, Παρασκευή, και θα γίνει αυτό που ζήτησες». Η οσιομάρτυς έσκυσε το κεφάλι της με πνευματική χαρά και αποκεφαλίστηκε από έναν στρατιώτη. Και η μεν ψυχή της ανήλθε στους ουρανούς, το δε τίμιο και αγιασμένο διά των μαρτυρίων σώμα παρέλαβαν κάποιοι από τους χριστιανούς και το έθαψαν με τιμή και ευλάβεια ο Θεός όμως, βραβεύοντας την οσιομάρτυρα αγία Παρασκευή, έδωσε και γίνονταν θαύματα σε πολλούς που προσέρχονταν στον τάφο της με πίστη και επικαλούνταν τη χάρη της.
Πηγή: Αποσπάσματα από το βιβλίο «Αγία Παρασκευή η Οσιομάρτυς», Εκδόσεις «Σαΐτης»

