Δευτέρα 28 Ιουνίου 2021

Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ἀπόστολος



Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἡ ἡρωικότερη ἀποστολικὴ μορφὴ τῆς πρώτης Χριστιανικῆς περιόδου, ὑπῆρξε ὁ κατ’ ἐξοχὴν Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, ὁ μοναδικὸς διδάσκαλος καὶ ὁ σπουδαιότερος παιδαγωγὸς τῆς Οἰκουμένης, ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἀγωνιστὴς καὺ φυτουργὸς τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζονται μὲ τὸ μεγαλύτερο θαυμασμὸ καὶ ἐξυμνοῦν μὲ τὰ καλύτερα λόγια τὴν προσωπικότητά του, τὸ καταπληκτικὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο του καὶ τὴ μοναδικὴ διδασκαλία του. Μάλιστα ὁ κυριότερος ἑρμηνευτής του, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐκ τῶν κορυφαίων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, εὔστοχα τὸν χαρακτηρίζει ὡς «τὸν πρῶτον μετὰ τὸν Ἕνα» καὶ συνιστᾶ «μὴ θαυμάζειν μόνον ἀλλὰ καὶ μιμεῖσθαι τὸ ἀρχέτυπον τοῦτο τῆς ἀρετῆς». Ἄριστος γνώστης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ παιδείας, ἔφερε τὸ ἀληθινὸ φῶς τῆς θεογνωσίας, τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ στὴ Δύση.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐγεννήθηκε στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 5 – 15 μ.Χ., ἀπὸ Ἰουδαίους γονεῖς τῆς φυλῆς Βενιαμίν, ἡ ὁποία μαζὶ μὲ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα θεωροῦνται οἱ μόνες καθαρὲς φυλές. Κατεῖχε τὴ ρωμαίκὴ ὑπηκοότητα ἀπὸ τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἦταν Ρωμαῖος πολίτης, δικαίωμα τὸ ὁποῖο ἀπέκτησε  καὶ ὁ ἴδιος καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο φαίνεται ὅτι ὁ κάτοχός του καταγόταν ἀπὸ τὰ ἀνώτερα στρώματα τῆς κοινωνίας τῆς Κιλικίας. Στὸ ἑβραϊκό του ἀρχικὸ ὄνομα Σαοὺλ ἢ Σαῦλος, κατὰ τὴ γνωστὴ τότε συνήθεια  τῶν Ἰουδαίων τῆς διασπορᾶς νὰ χρησιμοποιοῦν διπλὴ ὀνομασία, προστέθηκε ἀργότερα δεύτερο ὄνομα – καὶ ὡς Ρωμαῖος πιὰ πολίτης – τὸ χρησιμοποιούμενο στὶς Πράξεις ἑλληνικὸ ἢ ρωμαϊκὸ ὄνομα Παῦλος, ὁμόηχο τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Σαῦλος (Σαῦλος – Παῦλος). Ἡ δεύτερη ὀνομασία δὲν ἦταν ἀσυνήθης ἐνέργεια στὶς εὐκατάστατες καὶ ὁπωσδήποτε σημαντικὲς ρωμαϊκὲς οἰκογένειες.

Ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος, ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν του κάποια ἀρχαία παράδοση ἀναφέρει ὅτι ὁ Παῦλος καταγόταν ἀπὸ τὰ Γίσχαλα ἢ Κίσχαλα (Gischala) τῆς Γαλιλαίας τῆς Παλαιστίνης, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι κάποιος, ἐνδεχομένως, ἀπὸ τοὺς προγόνους του καταγόταν ἀπὸ τὰ Κίσχαλα.


Κατὰ τὴν ὄγδοη ἡμέρα ἀπὸ τῆς γεννήσεώς του ὁ Παῦλος περιτμήθηκε, γεγονὸς ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς καὶ νομοταγεῖς, ἂν καὶ ἦταν ἑλληνιστές, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος ἦταν ἑλληνιστὴς τῆς διασπορᾶς.

Στὴν Ταρσό, ὅπου ἐπέρασε τὰ παιδικά του χρόνια, οἱ γονεῖς του ἐφρόντισαν νὰ ἀποκτήσει τὴν καλύτερη καὶ ἀρτιότερη ἑλληνικὴ μόρφωση, ὅπως ἄλλωστε αὐτὸ ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὶς Ἐπιστολές του. Ἐκεῖ ἔμαθε τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ ἐδιδάχθηκε γενικότερα τὴν ἑλληνικὴ σκέψη καὶ τὸν τρόπο ζωῆς.

Στὴν πόλη αὐτὴ ἡ Ἰουδαϊκὴ παροικία διατηροῦσε τὰ ἤθη καὶ ἔθιμά της καὶ τὴν κοινωνικὴ ζωή της γύρω ἀπὸ τὴ Συναγωγὴ ποὺ ἦταν τὸ πνευματικὸ κέντρο. Ἡ Συναγωγὴ ἀποτελοῦσε, ἐπίσης, τὸ κέντρο τῆς λατρείας τῆς θρησκείας, τῆς προσευχῆς καὶ τῆς διδαχῆς τοῦ λόγου καὶ τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ. Γαλουχημένος ὁ Παῦλος μέσα σὲ αὐτὸ τὸ περιβάλλον εὐσεβείας ἄκουσε γιὰ τὸ σεβασμὸ στοὺς Πατριάρχες καὶ τοὺς Προφῆτες καὶ ἐδιδάχθηκε γιὰ τὴν τήρηση τοῦ Νόμου μὲ ζῆλο. Μεγαλωμένος σ’ ἕνα τέτοιο αὐστηρὸ θρησκευτικὸ ἰουδαϊκὸ περιβάλλον ὁ Παῦλος ἀπέκτησε βαθιὰ συνείδηση τῆς μεγάλης σημασίας ποὺ εἶχε ἡ τήρηση τοῦ Νόμου γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐλπίδα  ἀπελευθερώσεώς του ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους. Ἔτσι ἔμαθε τὴ μητρική του γλώσσα καὶ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα πιὸ πολὺ σὲ ἰουδαϊκὸ παρὰ σὲ ἑλληνικὸ περιβάλλον καὶ ἡ παίδευσή του καὶ ἡ ὅλη ἀνατροφή του ἦταν αὐστηρὰ ραββινικὴ καὶ ἑβραϊκή. Ἄλλωστε ἡ ἑβραϊκὴ – ἀραμαϊκὴ γλώσσα θὰ πρέπει νὰ ὁμιλεῖτο καὶ στὸ σπίτι του, γιατὶ ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ἡ εὐχέρειά του νὰ προσφωνήσει ἀργότερα τοὺς συγκεντρωμένους στὰ Ἱεροσόλυμα «τῇ ἑβραΐδι διαλέκτῳ».


Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δὲν ἀρκέσθηκε στὴν παραπάνω ἐλληνικὴ μόρφωση ποὺ ἀπέκτησε στὴ γενέτειρά του Ταρσό, ἀλλὰ ἐπῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ τὴ συμπληρώσει μὲ σπουδὲς τοῦ Νόμου κοντὰ σὲ σοφοὺς ραββίνους τῆς Ἱερουσαλήμ, πρωτεύουσας τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Ἡ ἀπόφασή του νὰ μεταβεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα δείχνει ἀφ’ ἑνὸς τὴ συντηρητικότητα τοῦ θρησκευτικοῦ περιβάλλοντος ἀπὸ τὸ ὁποῖος προερχόταν καὶ ἀκόμη τὴν πρόθεσή του νὰ γνωρίσει πληρέστερα καὶ καλύτερα τὸ Νόμο, ὡς καταγόμενος ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμὸ τῆς διασπορᾶς καὶ ἀφ’ ἑτέρου τὴν οἰκονομικὴ δυνατότητα τῆς οἰκογένειάς του. Μάλιστα στὶς Πράξεις ἀναφέρεται ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα ὑπῆρχε ἀνιψιὸς τοῦ Παύλου, υἱὸς τῆς ἀδελφῆς του. Φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος εἶχε ἔγγαμη ἀδελφὴ ἐγκατεστημένη στὰ Ἱεροσόλυμα, στὴν οἰκία τῆς ὁποίας ἴσως διέμενε ὁ ἴδιος κατὰ τὸ διάστημα τῶν ἐκεῖ σπουδῶνμ του. Καὶ αὐτός, ἐνδεχομένως, νὰ ὑπῆρξε καὶ ἕνας ἀκόμη λόγος ἢ ὁ κύριος λόγος νὰ μεταβεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ συμπληρωματικὲς σπουδές.


Στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Παῦλος σπούδασε παρὰ τοὺς πόδας τοῦ συνετοῦ φαρισαίου διδασκάλου Γαμαλιὴλ (πρεσβυτέρου ἐγγονοῦ τοῦ Χιλλέλ), ὁ ὁποῖος ἦταν «τίμιος παντὶ τῷ λαῷ» καί, κατὰ τὸ Ταλμούδ, ἦταν γνώστης τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας καὶ ἐνεθάρρυνε τὶς ἑλληνικὲς σπουδές. Ἀπὸ αὐτὸν τὸ φαρισαῖο διδάσκαλό του Γαμαλιήλ, ὁ Παῦλος ἐδιδάχθηκε, ὅσο λίγοι, τὴν ἰουδαϊκὴ θεολογία καὶ ἔτσι τὸ ὕφος του, ἡ θεολογικὴ μέθοδος καὶ ἡ χρήση τῆς Γραφῆς τὸν ἐμφανίζουν ραββῖνο τῆς πιὸ αὐστηρῆς καὶ καθαρῆς μορφῆς· ἐνωρὶς ἐντάχθηκε στὴν τάξη τῶν Φαρισαίων, ἂν βέβαια δὲν ἀνῆκε σ’ αὐτὴν ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, καὶ ἔγινε ζηλωτὴς καὶ βαθὺς γνώστης ὄχι μόνο θεωρητικὰ ἀλλὰ καὶ πρακτικὰ τῶν πιὸ σπουδαίων καὶ σημαντικῶν ζητημάτων τοῦ Νόμου. Ἔτσι διέθετε ὅλα τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια ἑνὸς ἄριστα καταρτισμένου νομοδιδασκάλου καὶ ἐπιδέξιου χειριστοῦ τῆς ραββινικῆς διαλεκτικῆς. Στὰ Ἱεροσόλυμα ἐκτὸς ἀπὸ τὶς παραπάνω σπουδές του ἔμαθε καὶ τὴν τέχνη τοῦ σκηνοποιοῦ ποὺ τὸν ἐβοήθησε ἀργότερα, ἀσκώντας την, νὰ συντηρεῖται καὶ νὰ μὴν ἐπιβαρύνει τοὺς πιστοὺς τῶν Ἐκκλησιῶν στὶς ὁποῖες ἐκήρυττε: «καὶ διὰ τὸ ὁμότεχνον εἶναι ἔμενε παρ’ αὐτοῖς καὶ ἠργάζετο». Ἡ ἐκμάθηση τέχνης ἀποτελοῦσε συνήθεια τῶν Ἰουδαίων λογίων καὶ μάλιστα τῶν ραββίνων ἀλλὰ καὶ ὑποχρέωσή τους γιὰ νὰ ἐξασφαλίζουν τὴ συντήρησή τους.


Ὁ Παῦλος διακρινόταν γιὰ τὸ ζῆλο στὸ ἔργο του, τὴν ἀγαθότητα τῶν προθέσεών τουκαὶ τὶς φυσικὲς ἱκανότητες, ἀλλὰ καὶ τὴν εὐρύτητα τοῦ πνεύματος, τὴν ἀνησυχία καὶ δυναμικότητά του, προσόντα τὰ ὁποῖα ἀνέμεναν στὴν κατάλληλη στιγμὴ νὰ ἀξιοποιηθοῦν. Αὐτὴ ἡ ἐμπνευσμένη καὶ δυναμικὴ προσωπικότητα ἔγινε τελικὰ τὸ ὄργανο τῆς θείας Χάριτος καὶ ἐχρησιμοποιήθηκε γιὰ τὴν πραγματοποίηση τοῦ θείου σχεδίου. Ἄλλωστε μέσα στὸ στάδιο τῆς θείας βουλῆς τόσο οἱ ἀνθρώπινες ἱκανότητες ὅσο καὶ γενικότερα ὁ ἀνθρώπινος παράγοντας κατευθύνονται μέσα στὴν πορεία τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας καὶ καθοδηγοῦνται στὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν ἄφησε τὴν ἱκανὴ αὐτὴ προσωπικότητα νὰ συνεχίσει νὰ στρέφεται ἐναντίον τῶν πιστῶν τοῦ Εὐαγγελίου.


Μαρτυρίες ὅτι ὁ Παῦλος ἐγνώρισε κατ’ ἄνθρωπον τὸν Κύριο δὲν ἔχουμε, ἐκτὸς ἀπὸ κάποιο ὑπαινιγμὸ τοῦ ἰδίου: «εἰ δὲ καὶ ἐγνώκαμεν κατὰ σάρκα Χριστόν, ἀλλὰ νῦν οὐκέτι γινώσκομεν». Φαίνεται ὅμως ὅτι ἐπισκέφθηκε τὰ Ἱεροσόλυμα μετὰ τὸ 30 μ.Χ.

Κατὰ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου «νεανίας» ἀκόμη ἐφύλαγε τὰ ροῦχα ποὺ ἀπέθεσαν στὰ πόδια του ἐκεῖνοι ποὺ ἐλιθοβόλησαν τὸν Πρωτομάρτυρα: «καὶ οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου».


Μὲ τὸ ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ, κατὰ ὑπερφυσικὸ καὶ μοναδικὸ τρόπο, ὁ Χριστὸς τὸν ἐκάλεσε στὸ ἔργο τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ ἐμφάνιση ὅμως αὐτὴ δὲν ἦταν μία ὑποκειμενικὴ ἀντίληψη τοῦ Παύλου, ἀλλὰ ἕνα γεγονὸς ἀντικειμενικὸ καὶ ἱστορικό, καθὼς συνάγεται τοῦτο καὶ ἀπὸ τὴ σημασία ποὺ τοῦ ἀποδίδει ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος. Τὸν ξεχωρίζει ἀπὸ τὶς ἄλλες ἀποκαλύψεις καὶ ὀπτασίες, ποὺ κατὰ καιροὺς εἶχαν γίνει σ’ αὐτὸν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν ἁρπαγή του μέχρι τοῦ τρίτου οὐρανοῦ γιὰ τὴν ὁποία, ὅπως ὁμολογεῖ, δὲν ἦταν βέβαιος ἂν ἦταν σωματικὴ ἢ ὄχι. Ἀντιθέτως, γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἰησοῦ στὸ ὄραμα τῆς Δαμασκοῦ εἶναι ἀπόλυτα βέβαιος ὅτι ὑπῆρξε σωματική, καὶ μάλιστα τὴν συναριθμεῖ μὲ τὶς λοιπὲς ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔγιναν στοὺς Ἀποστόλους κατὰ τὶς 40 ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάληψή Του καὶ τὴν προβάλλει, βεβαιώνοντας ἔτσι ὅτι καὶ αὐτὸς εἶδε τὸν Κύριο.


Συγκεκριμένα, στὶς Πράξεις ἀναφέρεται ὅτι, ἐνῶ ὁ Παῦλος ἐπορεύετο ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ στὴ Δαμασκό, γιὰ νὰ συλλάβει ἄνδρες καὶ γυναῖκες Χριστιανοὺς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει δεμένους στὴν Ἱερουσαλήμ, ξαφνικὰ ἄστραψε ἕνα φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ὁ Παῦλος ἔπεσε καταγῆς καὶ ἄκουσε μία φωνὴ νὰ τοῦ λέγει: «Σαούλ, Σαούλ, γιατὶ μὲ καταδιώκεις;». Καὶ ὁ Παῦλος ἐρώτησε: «Ποιός εἶσαι Κύριε;». Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς, τὸν ὁποῖο ἐσὺ καταδιώκεις. Ὅμως σήκω τώρα καὶ πήγαινε στὴν πόλη, ὅπου ἐκεῖ θὰ σοῦ ποῦν τί πρέπει νὰ κάνεις». «Οἱ ἄνδρες ποὺ τὸν συνόδευαν ἔμειναν κατάπληκτοι, γιατὶ ἐνῶ ἄκουγαν τὴ φωνὴ δὲν ἔβλεπαν κανένα». Μόνο ὁ Παῦλος εἶδε τὸν Κύριο, ἐνῶ οἱ συνοδοί του ἀντελήφθηκαν ὅτι κάτι τὸ ἔκτακτο συνέβη. Ἔτσι τὸ γεγονὸς τῆς θείας ἐμφανίσεως καὶ φωνῆς εἶναι καὶ ἀντικειμενικὰ μαρτυρημένο. Τελικά, σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες, ὁδήγησαν τὸν Παῦλο στὴ Δαμασκὸ καὶ ἐκεῖ γιὰ τρεῖς ἡμέρες ἔμεινε τυφλός, χωρὶς νὰ φάει καὶ νὰ πιεῖ τίποτε. Στὴ Δαμασκὸ τὸν ἐπισκέφθηκε κάποιος μαθητὴς ὀνόματι Ἀνανίας, ὁ ὁποῖος παρὰ τὶς ἐπιφυλάξεις ποὺ εἶχε γιὰ τὸν Παῦλο, λόγῳ τῆς φήμης του ὡς διώκτου τῶν Χριστιανῶν, καὶ ὑπακούοντας στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου: «Πορεύου, ὄτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν... ἐγὼ γὰρ ὑποδείξω αὐτῷ ὄσα δεῖ αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν», ἔθεσε τὰ χέρια του ἐπάνω στὸν Σαῦλο καὶ τοῦ εἶπε: «Ἀδελφέ, ὁ Κύριος ποὺ σοῦ φανερώθηκε στὸ δρόμο, μὲ ἔστειλε γιὰ νὰ ξαναβρεῖς τὸ φῶς σου καὶ νὰ φωτισθεῖς ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα». Ἀμέσως ἐκαθάρισαν τὰ μάτια του, ξαναβρῆκε τὸ φῶς, ἐσηκώθηκε, ἐβαπτίσθηκε καί, ἀφοῦ ἔφαγε, ἐνδυναμώθηκε. Ἐκεῖ ἐδέχθηκε τὴν κατήχηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀσφαλῶς ἀναθεώρησε καθ’ ὁλοκληρίαν τῆ φαρισαϊκὴ ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τὴν ὅλη συγκρότησή του, σύμφωνα πλέον μὲ τὴ νέα ἐντολὴ ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο. Στὴ συνέχεια μετέβη στὴν Ἀραβικὴ ἔρημο, στὸ βασίλειο τῶν Ναβαταίων, νότια τῆς Δαμασκοῦ, παρ’ ὅτι τοῦτο δὲν ἀναφέρεται ρητῶς στὶς Πράξεις, προκειμένου πιθανὸν νὰ ἀποφύγει τοὺς διῶκτες του καὶ ἀργότερα ξαναγύρισε στὴ Δαμασκό, ὅπου ἄρχισε τὸ κηρυκτικὸ ἔργο του γιὰ μία τριετία: «ἀλλ’ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν».


Στὴ Δαμασκὸ ἔμεινε μερικὲς ἡμέρες μὲ τοὺς Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐκήρυττε στὶς Συναγωγὲς ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, γεγονὸς ποὺ προκάλεσε τὴν κατάπληξη σὲ ὅλους ὅσοι τὸν ἄκουαν καὶ ἀποροῦντες ἔλεγαν: «Αὐτὸς δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κατεδίωκε στὴν Ἱερουσαλὴμ ὅσους πίστευαν στὸν Ἰησοῦ καὶ γι’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ δὲν ἔχει ἔλθει ἐδῶ γιὰ νὰ τοὺς συλλάβει καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει δεμένους στοὺς Ἀρχιερεῖς;».

Ἀντίθετα ὁ Παῦλος ἐνισχυόταν πιὸ πολὺ καὶ προκαλοῦσε σύγχυση στοὺς Ἰουδαίους τῆς Δαμασκοῦ μὲ τὸ κήρυγμά του, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας. Ὕστερα ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες οἱ Ἰουδαῖοι κατέληξαν τελικὰ στὴν ἀπόφαση νὰ τὸν θανατώσουν καὶ γι’ αὐτὸ παραφύλαγαν τὶς πύλες ἐξόδου ἡμέρα καὶ νύκτα. Ἡ ἐχθρότητα καὶ ἡ ἀπόφαση αὐτὴ τῶν Ἰουδαίων, τὴν ὁποία ἐπληροφορήθηκε, ἀνάγκασαν τὸν Παῦλο νὰ ἐγκαταλείψει τὴ Δαμασκό.


Ἐναντίον τοῦ Παύλου ὑποχρεώθηκε νὰ κινηθεῖ καὶ ὁ βασιλιὰς τῶν Ναβαταίων, ὕστερα ἀπὸ καταγγελίες τῶν Ἰουδαίων τῆς Δαμασκοῦ. Φεύγοντας ἀπὸ τὴ Δαμασκὸ ὁ Παῦλος κατέφυγε στὴν Ἱερουσαλὴμ (37 – 38 μ.Χ.), γιὰ νὰ γνωρίσει τοὺς Ἀποστόλους καὶ τὸν Πέτρο, κοντὰ στοὺς ὁποίους παρέμεινε δεκαπέντε ἡμέρες καὶ στὸ διάστημα αὐτὸ δὲν εἶδε κανέναν ἄλλον ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους παρὰ μόνο τὸν Ἰάκωβο «τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου», ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, καὶ παρ’ ὅτι προσπαθοῦσε νὰ προσκολληθεῖ στοὺς Μαθητές, ἐκεῖνοι ἦσαν ἐπιφυλακτικοὶ μαζί του, ἐπειδὴ τὸν ἐφοβοῦνταν ὡς διώκτη τους. Τελικά, ὅπως ἀναφέρεται στὶς Πράξεις, τὸν παρέλαβε ὁ Βαρνάβας, ὁ ὁποῖος τὸν ὁδήγησε στοὺς ἄλλους Ἀποστόλους καὶ διηγήθηκε τὸ θαῦμα τῆς μεταστροφῆς του, «πῶς ἐν τῇ ὁδῷ εἶδε τὸν Κύριο», ὁ Κύριος ἐλάλησε σ’ αὐτὸν καὶ πὼς εἶχε τώρα τὴν παρρησία νὰ κηρύττει τὸν Ἰησοῦ. Ἔτσι ἔγινε δεκτὸς καὶ ἄρχισε νὰ συναναστρέφεται τοὺς Μαθητὲς καὶ νὰ κηρύττει μὲ θᾶρρος τὸν Ἰησοῦ. Καὶ ἐδῶ ὅμως οἱ ἑλληνόφωνοι Ἐβραῖοι – ἑλληνιστές ἐπεδίωξαν νὰ τὸν θανατώσουν. Ἀλλὰ μόλις τὸ ἐπληροφορήθηκαν οἱ ἀδελφοὶ, τὸν ὁδήγησαν στὴν Καισάρεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ἐφυγάδευσαν στὴν πατρίδα του τὴν Ταρσό. Στὶς Πράξεις ἀναφέρεται ὅτι ὁ Κύριος ἐμφανισθεὶς «ἐν ἐκστάσει» τοῦ εἶπε: «Σπεῦσον καὶ ἔξελθε ἐν τάχει ἐξ Ἱερουσαλὴμ διότι οὐ παραδέξονταί σου τὴν μαρτυρίαν περὶ ἐμοῦ». Προηγουμένως, ὄπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἴδιος, «ἦλθε στὰ μέρη τῆς Συρίας καὶ Κιλικίας» κηρύττοντας τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὴ ὅμως τὴν κηρυκτική του δραστηριότητα στὰ μέρη αὐτά, ποὺ πρέπει νὰ ἦταν σημαντική, δὲν ἔχουμε κάποιες πληροφορίες οὔτε καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἐκτὸς ἀπὸ φῆμες ποὺ εἶχαν οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸ γι’ αὐτό.


Στὴν γενέτειρά του Ταρσὸ τὸν ἀνεζήτησε ἀργότερα  ὁ Βαρνάβας καὶ τὸν μετέφερε στὴν Ἀντιόχεια, γιὰ νὰ συνεχίσουν ἐκεῖ τὸ ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου καὶ νὰ ἐνισχύσουν τοὺς ἐκεῖ ἀδελφούς. Στὴν Ἀντιόχεια ὡς γνωστόν, ὀνομάσθηκαν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ γιὰ πρώτη φορὰ «Χριστιανοί». Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ἐταξίδεψαν καὶ πάλι στὰ Ἱεροσόλυμα (43 – 44 μ.Χ.), γιὰ νὰ μεταφέρουν βοηθήματα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας,  στοὺς πτωχοὺς ἀδελφοὺς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱερουσαλήμ, ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ τὴν πείνα ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος. Καὶ ἀφοῦ ἐξεπλήρωσαν τὴν ἀποστολή τους, ἐπέστρεψαν πάλι στὴν Ἀντιόχεια παίρνοντας μαζί τους καὶ τὸν Ἰωάννη, τὸν ἐπονομαζόμενο Μᾶρκο.


Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ἄρχισε ἡ Α’ Ἀποστολικὴ περιοδεία (44 – 45 μ.Χ. ἢ 47 – 48 μ.Χ.) κατὰ τὸν ἑξῆς χαρακτηριστικὸ τρόπο: καθὼς προσεύχονταν σὲ κάποια λειτουργικὴ σύναξη μερικοὶ προφῆτες καὶ διδάσκαλοι μαζὶ μὲ τοὺς Βαρνάβα καὶ Παῦλο, καὶ μετὰ ἀπὸ κάποια χαρισματικὴ ἀποκάλυψη, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶπε νὰ ξεχωρίσουν τοὺς Βαρνάβα καὶ Παῦλο γιὰ τὸ ἔργο γιὰ τὸ ὁποῖο τοὺς εἶχε καλέσει.


Γιὰ τὴν πρώτη Ἀποστολικὴ περιοδεία μᾶς πληροφοροῦν οἱ Πράξεις. Ἀρχηγὸς τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς ἦταν ὁ Βαρνάβας καὶ αὐτὴ περιελάμβανε τὴ Σελεύκεια, ὁλόκληρη τὴν Κύπρο, τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας, τὴν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας καὶ τὶς πόλεις τῆς Λυκαονίας μέχρι τὸ Ἰκόνιο, τὰ Λύστρα καὶ τὴ Δέρβη.

Στὴν Ἀντιόχεια ὁ Παῦλος πρότεινε στὸν Βαρνάβα νὰ ἀρχίσουν τὴ Β’ Ἀποστολικὴ περιοδεία (τέλος 48 μ.Χ. – ἀρχές 52 μ.Χ. ἢ 48/49 – 51/52 μ.Χ.) καὶ νὰ ἐπισκεφθοῦν ξανὰ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ εἶχαν ἱδρύσει κατὰ τὴν πρώτη περιοδεία τους καὶ νὰ στηρίξουν τοὺς πιστοὺς τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν. Ὀ μὲν Βαρνάβας, παίρνοντας μαζί του τὸν Ἰωάννη – Μᾶρκο, ἐπῆγε στὴν Κύπρο, ὁ δὲ Παῦλος ἐπῆρε γιὰ συνοδό του τὸν Σίλα καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ περιόδευσαν τὴ Συρία καὶ Κιλικία, στηρίζοντας τοὺς πιστοὺς τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν περιοχῶν αὐτῶν. Ἀπὸ ἐκεῖ ἔφθασαν στὶς πόλεις Δέρβη καὶ Λύστρα, ἀπ’ ὅπου ὁ Παῦλος παρέλαβε μαζί του τὸν Τιμόθεο, τὸν ὁποῖο περιέτεμε γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, ἐπειδὴ ἦταν ἑλληνιστής, καὶ συνέχισαν τὴν περιοδεία τους. Κατόπιν διέσχισαν τὴ Φρυγία καὶ τὴ Γαλατικὴ χώρα, ὅπου ὅμως παρέμειναν ἀναγκαστικὰ λόγῳ ἀσθενείας τοῦ Παύλου καὶ ἔτσι ἐκήρυξε καὶ ἐκεῖ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ ἐπιτυχία. Μὲ ὑπόδειξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο τοὺς ὁδηγοῦσε σ’ ὅλη τὴν πορεία, πορεύθηκαν βορειοδυτικὰ καὶ κατέληξαν στὴν Τρωάδα.


Εὑρισκόμενοι στὴν Τρωάδα καὶ ἐνῶ πιθανὸν διαλογιζόταν ὁ Παῦλος ἂν ἔπρεπε νὰ περάσει στὴν ἀντίπερα ἀκτή, γιὰ νὰ κηρύξει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ στὴ Μακεδονία καὶ Ἑλλάδα, σὲ εὐρωπαϊκὸ πιὰ ἔδαφος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο τὸν καθοδήγησε καὶ πάλι. Ἐμφανίσθηκε κάποιος ἄνδρας Μακεδόνας κατ’ ὄναρ «παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων διαβὰς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν». Τὸ ὅραμα αὐτὸ ὁ Παῦλος τὸ ἐθεώρησε ὡς θεία κλήση γιὰ νὰ κηρύξει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ εὐρωπαϊκὸ ἔδαφος καὶ γι’ αὐτὸ ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴν Τρωάδα, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν Σίλα καὶ Τιμόθεο στοὺς ὁποίους προστέθηκε καὶ ὁ ἰατρὸς Λουκᾶς, καὶ μέσῳ Σαμοθράκης τὴν ἑπομένη ἔφθασαν στὴ Νεάπολη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στοὺς Φιλίππους, ὅπου ἐκήρυξαν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ἔχοντας καλὰ ἀποτελέσματα, ἀφοῦ προσείλκυσαν πολλοὺς Χριστιανούς. «Ἐξήλθομεν ἔξω τῆς πόλεως παρὰ τὸν ποταμόν, οὐ ἐνομίζετο προσευχὴ εἶναι» καὶ ἐκεῖ συνάντησαν τὶς σεβόμενες τὸν Θεὸ γυναῖκες πρὸς τὶς ὁποῖες ὁ Παῦλος ὁμίλησε μὲ ἀποτέλεσμα μία ἀπὸ αὐτές, ἡ πορφυρόπωλις Λυδία, νὰ δεχθεῖ τὸ φωτισμὸ τοῦ Κυρίου, νὰ βαπτισθεῖ μαζὶ μὲ ὅλη τὴν οἰκογένειά της καὶ μὲ ἐπίμονες παρακλήσεις νὰ πείσει τοὺς Ἀποστόλους νὰ μείνουν στὸ σπίτι της. Ἐκεῖ ὁ Παῦλος ἐθεράπευσε τὴ μαντευομένη παιδίσκη, ποὺ ἀπέδιδε πολλὰ κέρδη στοὺς κυρίους της, οἱ ὁποῖοι καὶ κατήγγειλαν τὸ γεγονὸς στὶς ἀρχές, μὲ ἐπακόλουθο τὴ σύλληψη τοῦ Παύλου καὶ τῶν συνοδῶν του, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι διαταράσσουν τὴν πόλη, κηρύττοντας ἰδέες καὶ ἤθη ξένα στοὺς Ρωμαίους. Ἀποτέλεσμα τῆς δίκης ἦταν νὰ καταδικασθοῦν σὲ σκληροὺς ραβδισμοὺς καὶ σὲ ἐγκλεισμὸ στὴ φυλακή. Ἀλλὰ οἱ προσευχὲς καὶ οἱ δοξολογίες τῶν φυλακισμένων καθὼς καὶ ἕνας ἰσχυρὸς σεισμὸς εἶχαν ὡς συνέπεια νὰ ἀνοίξουν οἱ πόρτες τοῦ δεσμωτηρίου καὶ νὰ λυθοῦν τὰ δεσμὰ τῶν φυλακισμένων. Τοῦτο ἀνησύχησε τὸ δεσμοφύλακα, ὁ ὁποῖος ἀποπειράθηκε νὰ σκοτωθεῖ, ἐπειδὴ ἐνόμισε ὅτι οἱ φυλακισμένοι ἐδραπέτευσαν, ἀλλ’ ἡ παρέμβαση τοῦ Παύλου ὄχι μόνο τοῦ ἔσωσε τὴ ζωή, ἀλλὰ τὸν ἐκατήχησε καὶ ἐβάπτισε αὐτὸν καὶ ὅλη τὴν οίκογένειά του. Στὴ συνέχεια οἱ στρατηγοὶ τῆς πόλεως διέταξαν τὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἀποστόλων, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Παῦλος ἐπικαλέσθηκε τὴν ἰδιότητα τοῦ Ρωμαίου πολίτου, ποὺ εἶχε, ἦλθαν οἱ ἴδιοι καὶ τοὺς παρεκάλεσαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πόλη. Πράγματι ὁ Παῦλος καὶ ἡ συνοδεία του, ἀφοῦ συνάντησαν τοὺς λίγους πιστοὺς στὴν οἰκία τῆς Λυδίας καὶ εὐχαρίστησαν τὸν Θεό, ἀνεχώρησαν μέσῳ Ἀμφιπόλεως καὶ Ἀπολλωνίας γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὴ Βέροια. Τὴν πρώτη Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης ἀπετέλεσαν ἀρχικὰ μερικοὶ μὲν Ἰουδαῖοι, περισσότεροι δὲ ἀπὸ τοὺς «σεβομένους» Ἕλληνες καὶ κυρίως πολλὲς γυναῖκες τῆς ἀνώτερης κοινωνικῆς τάξεως τῆς πόλεως «γυναικῶν τε τῶν πρώτων οὐκ ὀλίγαι». Ἡ παράδοση διέσωσε μεταξὺ τῶν πρώτων Χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης μερικὰ ὀνόματα, ὅπως ὁ Ἰάσων, ὁ Ἀρίσταρχος, ὁ Σεκοῦνδος, ὁ Γάιος, Θεσσαλονικεῖς συνεργάτες τοῦ Παύλου.


Τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη δὲν ἦταν χωρὶς δυσκολίες καὶ ἀντιδράσεις. Ὅπως συνέβη στοὺς Φιλίππους, ὅπου κατηγορήθηκαν ὁ Παῦλος καὶ οἱ συνοδοί του ἐνώπιον τοῦ δήμου καὶ τῶν στρατηγῶν ὡς ταραχοποιοὶ καὶ ὡς διδάσκοντες γιὰ θεωρίες ποὺ ἀντιβαίνουν τὰ ρωμαϊκὰ ἤθη, ἔτσι καὶ τώρα στὴ Θεσσαλονίκη ἡ ἐπιτυχία τοῦ κηρύγματος τοῦ Παύλου ἐνόχλησε τοὺς Ἰουδαίους ποὺ δὲν ἐπίστεψαν, γιατὶ ἔβλεπαν ὅτι σημαντικὸς ἀριθμὸς Θεσσαλονικέων Ἰουδαίων προσχωροῦσε στὴ νέα πίστη καὶ ἐγίνονταν Χριστιανοὶ καὶ γι’ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ ἀντιδράσουν μὲ κάθε τρόπο. Ὁ πιὸ ἀποτελεσματικὸς τρόπος  ἦταν νὰ ἐξουδετερώσουν τὸν Παῦλο καὶ τοὺς συνοδούς του χρησιμοποιώντας τὴ βαρύτερη κατηγορία. Ἐπεχείρησαν δηλαδὴ νὰ τοὺς ἐμφανίσουν ὅτι στρέφονται ἐναντίον τῶν ρωμαϊκῶν ἀρχῶν καὶ τοὺς ἀπέδωσαν τὶς κατηγορίες τῆς ἐσχάτης προδωσίας καὶ τῆς στάσεως ἐναντίον τῶν ἀρχῶν τοῦ κράτους. Πρὸς τοῦτο «προσλαμβανόμενοι τῶν ἀγοραίων ἄνδρας τινὰς πονηροὺς καὶ ὀχλοποιήσαντες ἐθορύβουν τὴν πόλιν» προεκάλεσαν ὀχλοκρατικὲς ἐκδηλώσεις  καὶ ταραχὲς μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀναστατώσουν τὴν πόλη. Ἀναζήτησαν τὸν Παῦλο καὶ τοὺς συνεργάτες του, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν τῆς πόλεως. Ὅμως οἱ Χριστιανοί, ἄγρυπνοι καὶ ἀνήσυχοι, παρακολουθοῦσαν τὶν κινήσεις τῶν ἀντιτιθέμενων Ἰουδαίων καὶ τῶν ἀρχῶν καὶ ἔλαβαν ἔγκαιρα τὰ μέτρα τους γιὰ τὴ διάσωση τῶν Ἀποστόλων. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ διῶκτες του, ἀφοῦ δὲν εὑρῆκαν τὸν Παῦλο καὶ τοὺς συνοδούς του, κατευθύνθηκαν στὴ συνέχεια στὸ σπίτι τοῦ Ἰάσονος, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχαν πληροφορηθεῖ ὅτι τοὺς εἶχε προσφέρει φιλοξενία καὶ ἐργασία.


Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ κατάσταση ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι σοβαρὴ καὶ πολὺ κρίσιμη γιὰ τὸν Παῦλο καὶ τοὺς συνοδούς του, γι’ αὐτὸ «οἱ ἀδελφοὶ εὐθέως διὰ νυκτὸς ἐξέπεμψαν τὸν Παῦλον καὶ Σίλαν εἰς Βέροιαν» συνοδευομένους ἀπὸ μιὰ ὁμάδα Χριστιανῶν Θεσσαλονικέων γιὰ τὴν ἀσφαλέστερη πορεία τους μέχρι τὴ Βέροια καὶ τὴν ἐγκατάστασή τους σὲ γνωστὸ καὶ ἀσφαλὲς περιβάλλον.

Στὸ ὀλιγόχρονο διάστημα τῆς παραμονῆς τῶν Ἀποστόλων στὴ Βέροια, ὁ Παῦλος μὲ τοὺς συνοδούς του ἐπῆγαν στὴ Συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων, ὅπου καὺ συνέχισαν ἐκεῖ τὸ κήρυγμά τους. Καὶ στὴ Βέροια ἀκολουθήθηκε ἡ ἴδια τακτικὴ ποὺ εἶχε ἐφαρμοσθεῖ στοὺς Φιλίππους καὶ στὴ Θεσσαλονίκη· προεκάλεσαν καὶ ἐκεῖ ταραχὲς «σαλεύοντες καὶ ταράσσοντες τοὺς ὄχλους» καὶ τοὺς ἐξήγειραν ἐναντίον τῶν Ἀποστόλων, ὁπότε ἀναγκάσθηκαν οἱ Βεροιεῖς, γιὰ νὰ διασώσουν τὸν Παῦλο, νὰ τὸν φυγαδεύσουν, ὁδηγώντας τον σὲ κάποιο παραθαλάσσιο μέρος, ἴσως στὴ Μεθώνη, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀνεχώρησε γιὰ τὴν Ἀθήνα.


Φεύγοντας ἀπὸ τὴ Μεθώνη διὰ θαλάσσης ὁ Παῦλος ἔφθασε στὴν Ἀθήνα καὶ κατὰ τὴ συνήθη τακτική του ἐπικοινώνησε μὲ τοὺς ὀλίγους Ἰουδαίους στὴ Συναγωγὴ καθὼς καὶ μὲ τοὺς προσηλύτους τῆς πόλεως. Στὴν ἀγορὰ τῆς πόλεως, στὴν ὁποία συνήθιζαν τότε νὰ συχνάζουν οἱ διάφοροι φιλόσοφοι καὶ διδάσκαλοι, συνάντησε μερικοὺς ἀπ’ αὐτοὺς καὶ συζήτησε μαζί τους τὸ μήνυμα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴ λύτρωση τοῦ κόσμου. Φαίνεται ὅτι αὐτοὶ ἀρχικὰ εὑρῆκαν ἐνδιαφέρουσα τὴ συζήτηση μὲ τὸν Παῦλο καὶ τοῦ ἐζήτησαν νὰ ἀναπτύξει τὴ διδασκαλία του ἐνώπιον τοῦ Ἀρείου Πάγου, ποὺ ἦταν καὶ ὁ ὑπεύθυνος γιὰ τὰ θρησκευτικὰ θέματα καὶ τὰ ἤθη τῆς πόλεως. Πράγματι, ὁ Παῦλος, παίρνοντας ὡς βάση τὴ λατρεία τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὸν Ἄγνωστο Θεὸ καὶ λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὶς ἐπικρατοῦσες τότε ἰδέες τῶν Στωικῶν δεχομένων, ὅπως ἀναφέρεται στὶς Πράξεις, ὅτι: «ἐν αὐτῷ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν», κατ’ ἀρχὴν έλεγξε τὴν πλάνη τους γιὰ τὴ λατρεία τῶν εἰδώλων καὶ ἔπειτα τοὺς ὁμίλησε γιὰ τὸν ἀληθινὸ καὶ ζῶντα Θεό, τὸν Λυτρωτὴ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ κηρύξει μετάνοια καὶ ἄφεση ἁμαρτιῶν. Αὐτὸν τὸν Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, ὅρισε ὁ Θεὸς νὰ κρίνει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ζῶντες καὶ νεκρούς, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀναστηθοῦν κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη τῆς κρίσεως ὅλης τῆς οἰκουμένης καὶ ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα τους θὰ τύχουν αἰώνιας ζωῆς ἢ κολάσεως. Ἀλλὰ τὸ κήρηγμα αὐτὸ τοῦ Παύλου γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ τὴ μέλλουσα κρίση προκάλεσε τὴν ἔντονη ἀντίδραση τῶν Ἀθηναίων καὶ ἄλλοι τὸν εἰρωνεύθηκαν ἀπροκάλυπτα καὶ ἄλλοι τοῦ εἶπαν μᾶλλον ἀδιάφορα ὅτι: «θὰ σὲ ἀκούσουμε ἄλλη φορά». Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ κήρυγμά του εἶχε πολὺ πτωχὰ ἀποτελέσματα· ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους ἐπίστευσαν πολὺ λίγοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ μία γυναίκα ὀνόματι Δάμαρις.


Στενοχωρημένος ὁ Παῦλος ἐγκατέλειψε τὴν Ἀθήνα, ἀφοῦ τὸ κήρυγμά του δὲν εἶχε τὴν ἐπιτυχία τῶν ἄλλων πόλεων ποὺ εἶχε ἐπισκεφθεῖ πρίν, καὶ ἔφθασε στὴν Κόρινθο. Εὑρῆκε ἐκεῖ ἕνα ζευγάρι Ἰουδαίους, τὸν Ἀκύλα καὶ τὴν Πρίσκιλλα, ποὺ μόλις εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὴν Ἰταλία ἀφοῦ ὁ Κλαύδιος ἔδιωξε τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τὴ Ρώμη καί, ἐπειδὴ ἦταν καὶ αὐτοὶ ὁμότεχνοι, ἔμεινε στὸ σπίτι τους. Καὶ στὴν Κόρινθο ὁ Παῦλος ἄρχισε τὸ κήρυγμά του ἀπὸ τὴ Συναγωγή, ὅπως συνήθιζε πάντα, μὲ ἁπλὰ ὅμως λόγια αὐτὴ τὴ φορὰ καὶ χωρὶς τὶς φιλοσοφικὲς ἐκεῖνες ἰδέες ποὺ ἀνέπτυξε στοὺς Ἀθηναίους. Τοὺς μίλησε μόνο γιὰ τὸν «Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον». Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ἐδῶ οἱ Ἰουδαῖοι ἀντέδρασαν στὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου καὶ δὲν θέλησαν νὰ ἀποδεχθοῦν τὸ περιεχόμενό του, ὁ Παῦλος ἐστράφηκε πρὸς τοὺς ἐθνικούς, «καὶ μεταβὰς ἐκεῖθεν ἦλθεν εἰς τὴν οἰκίαν τινὸς ὀνόματι Τιτίου Ἰούστου, σεβομένου τὸν Θεόν, οὗ ἡ οἰκία ἦν συνομοροῦσα τῇ συναγωγῇ», ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐπίστεψαν πολλοὶ καὶ ἐβαπτίσθησαν· μεταξὺ αὐτῶν δὲ ἦταν καὶ ὁ ἀρχισυναγωγὸς Κρίσπος καὶ ὅλοι οἱ οἰκεῖοι του. Μάλιστα ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε στὸν Παῦλο «δι’ ὁράματος ἐν νυκτί... μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ λάλει καὶ μὴ σιωπήσης, διότι ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ, καὶ οὐδεῖς ἐπιθήσεταί σοι τοῦ κακῶσαί τε, διότι λαὸς ἐστί μοι πολὺς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ». Γι’ αὐτὸ καὶ παρέμεινε στὴν Κόρινθο «ἐνιαυτὸν καὶ μῆνας ἕξ» διδάσκοντας στοὺς Κορινθίους τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ βοηθούμενος στὸ ἔργο του ἀπὸ τοὺς Τιμόθεο καὶ Σίλα, ποὺ ἐπέστρεψαν ἐν τῷ μεταξὺ ἀπὸ τὴ Βέροια, φέρνοντες εὐχάριστα νέα γιὰ τὴ στερέωση τῆς πίστεως τῶν Χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης καὶ Βεροίας. Αὐτὰ τὰ νέα ἔδωσαν τὴν εὐκαιρία στὸν Παῦλο νὰ γράψει τὶς δύο πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολές του. Τὸ κήρυγμα τοῦν Παύλου στὴν Κόρινθο εἶχε καρποφόρα ἀποτελέσματα, πράγμα ποὺ προκάλεσε τὴν ἀγανάκτηση τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι τὸν κατηγόρησαν στὸ Ρωμαῖο ἀνθύπατο Γαλλίωνα. Ὁ Γαλλίων ὅμως μὴ ἐπιθυμῶν νὰ ἀναμιχθεῖ σὲ ζητήματα «περὶ λόγου καὶ ὀνομάτων καὶ νόμου», τοὺς ἔδιωξε.


Ὕστερα ἀπὸ μερικὲς ἀκόμα ἡμέρες παραμονῆς του στὴν Κόρινθο ὁ Παῦλος ἀνεχώρησε μαζὶ μὲ τοὺς συνοδούς του Ἀκύλα καὶ Πρίσκιλλα γιὰ τὴ Συρία, μὲ πρῶτο σταθμὸ τὴν Ἔφεσο, στὴν ὁποία ἔμεινε λίγο χρόνο, παρὰ τὶς παρακλήσεις  τῶν πιστῶν της νὰ μείνει περισσότερο κοντά τους. Ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ἔφθασε στὴν Καισάρεια καὶ κατέληξε στὴν Ἀντιόχεια, ἀφοῦ προηγουμένως ἀνέβηκε στὴν Ἱερουσαλὴμ νὰ χαιρετήσει τὴν ἐκεῖ κοινότητα τῶν πιστῶν.

Στὴν Ἔφεσο, ὅταν ἔφθασε ὁ Παῦλος, κατὰ τὴν Τρίτη ἀποστολικὴ περιοδεία (ἄνοιξη 52 – ἄνοιξη 57 μ.Χ.), ἄρχισε τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἐνισχύσεως τῶν πιστῶν, καταδεικνύοντας τὴ θεία προέλευση καὶ ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας του ἀκόμη καὶ μὲ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε, θεραπεύοντας ἀσθενεῖς καὶ δαιμονιζομένους.


Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τελικὰ ἀνεχώρησε γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα συνοδευόμενος ἀπὸ μερικοὺς μαθητὲς ἀπὸ τὴν Καισάρεια. Οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ φαίνεται ὅτι ἐπερίμεναν τὸν Παῦλο, ξεσηκώθηκαν ἐναντίον του καὶ μόλις κατόρθωσε νὰ διασωθεῖ ἀπὸ βέβαιο θάνατο ἀπὸ τὸ Ρωμαῖο χιλίαρχο Κλαύδιο Λυσία. Αὐτὸς τὸν παρέπεμψε μὲ συνοδεία καὶ σχετικὴ ἐπιστολὴ στὸ Ρωμαῖο Διοικητὴ τῆς Καισαρείας Φήλικα, ὁ ὁποῖος τὸν ἐκράτησε φυλακισμένο δύο χρόνια (57 – 59). Τὸν Φήλικα διαδέχθηκε ὁ Φῆστος καὶ οἱ Ἰουδαῖοι ἐζήτησαν τότε ἀπ’ αὐτὸν νὰ τοὺς παραδώσει τὸν Παῦλο, γιὰ νὰ τὸν δικάσουν αὐτοὶ στὰ Ἱεροσόλυμα. Βλέποντας ὁ Παῦλος ὅτι ἀντιμετωπίζει βέβαιο θάνατο, ἔκανε χρήση τοῦ δικαιώματος τοῦ Ρωμαίου πολίτου καὶ ἐζήτησε νὰ δικασθεῖ ἀπὸ τὸν Καίσαρα, πράγμα ποὺ ἔγινε δεκτό.


Στὴ Ρώμη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔμεινε μία ὁλόκληρη διετία (60 – 62 μ.Χ. ἢ 59 – 61 μ.Χ.) φυλακισμένος σὲ ἰδιαίτερη ἐνοικιασμένη οἰκία, ὅπου μποροῦσε νὰ δέχεται ὅλους ὅσοι ἤθελαν νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν, νὰ κηρύττει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ διδάσκει γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ μὲ παρρησία καὶ χωρὶς μεγάλα ἐμπόδια. Στὸ διάστημα αὐτὸ τῆς παραμονῆς του στὴ Ρώμη ὁ Παῦλος ἔγραψε τὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολὴ καθὼς καὶ τὶς λεγόμενες Ἐπιστολὲς αἰχμαλωσίας.

Γιὰ τὴν παραπέρα πορεία καὶ δραστηριότητα τοῦ Παύλου, τὴν τέταρτη ἀποστολικὴ περιοδεία (62 – 65 μ.Χ. ἢ 61 – 64 μ.Χ.), οἱ πληροφορίες εἶναι πενιχρὲς καὶ ἔμμεσες καὶ δὲν συμφωνοῦν ἀπόλυτα. Ἀπὸ τὶς σποραδικὲς ἀναφορὲς καὶ τοὺς ὑπαινιγμοὺς τῶν Πράξεων, ἀπὸ κάποιες εἰδήσεις τῆς ἀρχαίας ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως ὅπως τοῦ Κλήμεντος Ρώμης, τοῦ Μορατορίου Κανόνος, τοῦ Εὐσεβείου Καισαρείας, τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, τοῦ Ἁγίου Ἱερωνύμου καὶ ἀπὸ τὶς μαρτυρίες τῶν Ποιμαντικῶν Ἐπιστολῶν, συνάγεται ὅτι ὁ Παῦλος μετὰ τὴν ἀπαλλαγή του ἀπὸ τὴ δίκη στὴ Ρώμη, ἐταξίδεψε «μέχρις ἐσχάτων τῆς Δύσεως». Τοῦτο κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Κλήμεντος Ρώμης σημαίνει, κατὰ τὴν ἐκτίμηση μερικῶν, μέχρι τὴν Ἰσπανία. Σύμφωνα μὲ τὶς Ποιμαντικὲς Ἐπιστολές, κατὰ τὴν Δ’ Ἀποστολικὴ περιοδεία ὁ Παῦλος ἐπισκέφθηκε τὴν Ἔφεσο, τὴ Μακεδονία, τὴν Κρήτη, τὴ Νικόπολη, τὴν Τρωάδα, τὴ Μίλητο καὶ τὴν Κόρινθο, πιθανὸν καὶ τὶς Ἐκκλησίες  τῶν Κολοσσῶν, Ἱεραπόλεως, Λαοδικείας, ἐκπληρώνοντας παλαιὰ ὑπόσχεσή του πρὸς τὸν Φιλήμωνα καὶ τοὺς Κολοσσαεῖς, γιὰ νὰ γνωρίσει καὶ προσωπικὰ τοὺς πιστοὺς τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν ποὺ δὲν εἶχε συναντήσει μέχρι τότε.


Ἡ σύλληψη καὶ μεταφορὰ τοῦ Παύλου στὴ Ρώμη ἔγινε μεταξὺ τῆς ἀνοίξεως καὶ τοῦ θέρους τοῦ 65 μ.Χ. Οἱ συνθῆκες τῆς δεύτερης αὐτῆς φυλακίσεώς του ἦσαν ὁπωσδήποτε διαφορετικὲς ἀπὸ τὴν πρώτη. Εἶχε ἀσφαλῶς ὀλιγότερες ἐλευθερίες γιὰ νὰ τὸν ἐπισκέπτονται οἱ φίλοι του, ὅπως ὁ Ὀνησιφόρος, ὁ Εὔβουλος καὶ Πούδης, ὁ Λίνος καὶ ἡ Κλαυδία καὶ ἄλλοι, καὶ οἱ συνεργάτες του Κρήσκης, Τίτος, Λουκᾶς, Τυχικός. Φαίνεται ὅτι κατὰ τὸ διάστημα τῆς φυλακίσεώς του αὐτῆς ἔγραψε τὴ Β’ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολή, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ κύκνειο ἄσμα του, ἀφοῦ μετὰ ἀπὸ τὴ φυλάκισή του αὐτὴ ὁδηγήθηκε στὸ μαρτυρικὸ θάνατό του.


Ὁ ἀκριβὴς χρόνος τοῦ θανάτου τοῦ Παύλου δὲν εἶναι γνωστός, ἐλλείψει συγκεκριμένων πληροφοριῶν, τὶς ὁποῖες ὅμως ἀναπληρώνει ἡ ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ἡ ὁποία συνδέει τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Παύλου μὲ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Πέτρου καὶ ἀναφέρει σχετικὰ μόνο ὅτι οἱ δύο Ἀπόστολοι ἐμαρτύρησαν κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Νέρωνος, χωρὶς νὰ προσδιορίζει τὸν ἀκριβὴ χρόνο τοῦ μαρτυρίου τους. Ἐξ ἄλλου ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς 29ης Ἰουνίου ὡς «γενεθλίου» ἡμέρας τους δὲν δηλώνει τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου τους, ἀλλὰ τὴν καθιέρωση τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης τους, τὸ 258 μ.Χ., ἴσως λόγῳ τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τους. Τὸ πιθανότερο εἶναι ὁ Παῦλος νὰ ἐμαρτύρησε στὰ τέλη περίπου τοῦ ἔτους τῆς συλλήψεώς του, τὸ 65 μ.Χ. ἢ τὸ ἀργότερο στὶς ἀρχὲς τοῦ 66 μ.Χ. Τὸν ἐξετέλεσαν μὲ ξίφος κοντὰ στὴν «περιοχὴ τοῦ Λικινίου», παρὰ τὴν Ὀστία ὁδό, σὲ τόπο ὀνομαζόμενο «Σωτήριο Νερό», ποὺ σήμερα εἶναι γνωστὸς ὡς Μονὴ τῶν «Τριῶν Πηγῶν». Ἐκεῖ κοντὰ καὶ τὸν ἐνταφίασαν. Στὸν τόπο τῆς Ταφῆς ὁ Ἀνίκητος τοῦ ἀνήγειρε «νεκρικὸ τρόπαιο», ποὺ πιθανὸν περικλειόταν σὲ κάποιο μεγαλύτερο κτίσμα.


Ἕνας ἀπὸ τοὺς σκληρότερους χριστιανομάχους αὐτοκράτορες ἦταν ὁ Πόπλιος Λικίνιος Οὐαλεριανὸς (253 – 259 μ.Χ.). Ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία, ἐμεθόδευσε συστηματικώτερα τοὺς διωγμούς. Ἐστράφηκε κατὰ τοῦ κλήρου, τῆς λατρείας, τῆς περιουσίας καὶ τῶν κοιμητηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ μέτρα του ἐφαρμόσθηκαν περὶ τὸ 257 μ.Χ. μὲ πραγματικὴ ἀγριότητα. Θανατώνει τοὺς Ἐπισκόπους, κατεδαφίζει ναούς, δημεύει περιουσίες, ἀπαγορεύει τὶς συνάξεις  στοὺς τόπους ταφῆς τῶν Χριστιανῶν. Ὁ διάδοχος τοῦ μαρτυρήσαντος, τὸ 257 μ.Χ., Ἐπισκόπου Ρώμης Στεφάνου, Ἕλληνας Ἐπίσκοπος Σίξτος Β’ (257 – 2258 μ.Χ.), γιὰ νὰ προλάβει σκύλευση τῶν τάφων τῶν δύο Ἀποστόλων, κάνει κρυφὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἁγίων λειψάνων τους ἀπὸ τὰ μνημεῖα – τρόπαιά τους, πιθανῶς στὶς 29 Ἰανουαρίου τοῦ 258 μ.Χ., καὶ τὰ μεταφέρει στὸ κοιμητήριο ποὺ εἶναι σήμερα γνωστὸ ὡς Κατακόμβη τοῦ Ἁγίου Σεβαστιανοῦ. Ἔτσι ἡ ἡμερομηνία αὐτὴ διατηρήθηκε ὡς σήμερα κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, ὄχι πλέον σὲ ἀνάμνηση τῆς καταθέσεως τῶν τιμίων λειψάνων, ἡ ὁποία εἶχε λησμονηθεῖ ἀπὸ τὸ λαό, ἀλλ’ ὡς γενέθλιος ἡμέρα, δηλαδὴ ὡς ἑορτὴ τοῦ μαρτυρίου τους.


Μετὰ τὸ 260 μ.Χ., ὁ νέος αὐτοκράτορας Γαληνὸς (259 – 268 μ.Χ.) ἦταν περισσότερο ἐπιεικής. Ἐσταμάτησε τὶς ἀπάνθρωπες σκληρότητες καὶ ἐπέστρεψε τοὺς ναοὺς καὶ τὰ κοιμητήρια. Ἡ λατρεία ἀναπτύσεται στὸ νέο τόπο ταφῆς τῶν Ἀποστόλων. Ἐπάνω ἀπὸ τὴν Κατακόμβη του ἱδρύεται τὸ ἀρχαιότερο Μαρτύριο τῆς Ρώμης. Ἔτσι, στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., ἡ ἑορτὴ τῶν Πρωτοκορυφαίων τιμᾶται στὴ Ρώμη σὲ τρεῖς τόπους. Στὸ Βατικανὸ ὁ Πέτρος, στὴν ὁδὸ τῆς Ὠστίας ὁ Παῦλος καὶ οἱ δύο μαζὶ στὶς Κατακόμβες.


Ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἀπέκτησε τὰ πολιτικά της δικαιώματα (313 μ.Χ.), ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης Σιλβέστρος (315 – 335 μ.Χ.) ἐξασφάλισε τὴν ὑποστήριξη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση Μαρτυρίων στοὺς τόπους ἀθλήσεως καὶ ἀρχικῆς ταφῆς τῶν Ἀποστόλων. Τὰ ἐγκαίνια τῶν πρώτων κτισμάτων γύρω ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν Ἀποστόλων γίνονται ταυτοχρόνως στὸ Βατικανὸ καὶ στὴν ὁδὸ πρὸς τὴν Ὠστία στὶς 18 Νοεμβρίου τοῦ 324 μ.Χ. μὲ τὴ μετακομιδὴ τῶν λειψάνων τους ἀπὸ τὴν Κατακόμβη τοῦ Ἁγίου Σεβαστιανοῦ στοὺς τόπους ἀρχικῆς ταφῆς. Μόνο οἱ Τίμιες Κάρες τῶν Ἀποστόλων ἐκρατήθηκαν στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Ρώμης, τὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τοῦ Λατερανοῦ, σημερινὸ Ἅγιο Ἰωάννη. Ἐκεῖ παραμένουν μέχρι σήμερα, ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεντρικὴ Ἁγία Τράπεζα, μέσα σὲ κιβώρια.


Ἡ Κωνσταντίνεια βασιλικὴ τοῦ Βατικανοῦ, παρὰ τὶς πολλὲς ἐπισκευὲς λόγῳ τῶν καταστροφῶν ποὺ τὶς προξένησαν οἱ βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς τοῦ 5ου καὶ 6ου αἰῶνος μ.Χ., παρέμεινε δώδεκα αἰῶνες κέντρο προσκυνηματικῆς εὐσεβείας. Ἦταν πεντάκλιτη βασιλική, μὲ 90 μέτρα μῆκος καὶ 65 μέτρα πλάτος. Ἡ Ἀναγέννηση κατέστρεψε τὸν πάνσεπτο αὐτὸ ναὸ καὶ στὴ θέση του ἔκτισε τὸν ἀχανὴ καὶ βαρὺ σημερινὸ Ἅγιο Πέτρο (1626). Στὴν ὁδὸ πρὸς τὴν Ὠστία ἱδρύθηκε ἀρχικὰ μικρὴ τρίκλιτη βασιλική, τὴν ὁποία ἐπεξέτειναν τὸ 386 μ.Χ. οἱ αὐτοκράτορες Οὐαλεντιανὸς Β’, Θεοδόσιος καὶ Ἀρκάδιος σὲ πεντάκλιτη καὶ τὴν ἐγκαινίασε, τὸ 390 μ.Χ., ὁ Πάπας Σιρίκιος (384 – 398 μ.Χ.). Ἡ βασιλικὴ διατηρήθηκε σχεδὸν ἀκέραια μέχρι τὸν Ἰούλιο τοῦ 1823, ποὺ ἐκάηκε ἀπὸ μεγάλη πυρκαγιά, ἀλλὰ ἀναστηλώθηκε μὲ πιστότητα στὸ ἀρχαῖο της κάλλος.
Ὁ τάφος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καλύπτεται μὲ μία μεγαλογράμματη λατινικὴ ἐπιγραφὴ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., ποὺ γράφει: «Στὸν Παῦλο, Ἀπόστολο Μάρτυρα».


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Κανόνας πίστεως.

Ἐθνῶν σε κήρυκα καὶ φωστῆρα τρισμέγιστον, Ἀθηναίων διδάσκαλον, Οἰκουμένης ἀγλάϊσμα, εὐφροσύνως γεραίρομεν· τοὺς ἀγῶνας τιμῶμεν καὶ τὰς βασάνους διὰ Χριστόν, τὸ σεπτόν σου μαρτύριον. Ἅγιε Παῦλε Ἀπόστολε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Ἐκλογῆς Χριστοῦ σκεῦος καὶ Ἀπόστολος μέγιστος, καὶ σαγηνευτὴς ἐθνῶν θεῖος, ἐν τῷ λόγῳ τῆς χάριτος, ἐδείχθης ὡς πλήρης ὢς φωτός, Ἀπόστολε Παῦλε ἀληθῶς· τὸν γὰρ ἄγνωστον κηρύττεις ἡμῖν Θεόν, τοῖς πόθῳ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσι τὰ κρείττονα.

 

Ἕτερον μετὰ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Ἦχος δ’.

Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Ἕτερον μετὰ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖοι κήρυκες, τῆς εὐσεβείας, κρήνη δίκρουνος, θεογνωσίας, καὶ δογμάτων οὐρανίων ἀκφάντορες, Πέτρε καὶ Παῦλε σαφῶς ἀνεδείχθητε, ὡς Ἀποστόλων τῶν θείων Πρωτόθρονοι. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, σωτήριον ἡμῖν ἔλλαμψιν, καὶ λύτρωσιν παθῶν καὶ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἀποστόλων πρόκριτος, καὶ κορυφαῖος ἐδείχθης, προσκληθεὶς Ἀπόστολε, παρὰ Χριστοῦ οὐρανόθεν· ἔνθεν δή, τὴν οἰκουμένην πᾶσαν διῆλθες, ἅπαντας, καταφωτίζων πρὸς θείαν πίστιν· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Παῦλε, Ἐκκλησιῶν ὁ φωστήρ.

 

Ἕτερον μετὰ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Ἦχος β’. Αὐτόμελον.

Τοὺς ἀσφαλεῖς, καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφήν, τῶν Ἀποστόλων Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν· τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

 

Ἕτερον μετὰ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀποστόλων πρόκριτοι, καὶ κορυφαῖοι ὀφθέντες, οὐρανοὶ ὡς ἔμψυχοι, δόξαν Θεοῦ διηγοῦνται, Πέτρος μέν, ὁ τῆς ἀγάπης τοῦ Λόγου πλήρης, Πεῦλος δέ, ὡς ἐκλογῆς Χριστοῦ σκεῦος θεῖον, καὶ ἀμφότεροι αἰτοῦνται, πᾶσι δοθῆναι πταισμάτων ἄφεσιν.


Μεγαλυνάριον.

Χαίροις Ἀποστόλων ἡ καλλονή, καὶ ἐθνῶν ὁ κῆρυξ, καὶ διδάσκαλος  καὶ φωστήρ· χαίροις Ἐκκλησίας, ὑφηγητὴς ἁπάσης, καὶ μέγας λαμπαδοῦχος, Παῦλε Ἀπόστολε.

 

Μεγαλυνάριον μετὰ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου.
Πέτρε θεῖον ἅρμα Χερουβικόν, οὐράνιε Παῦλε, ὄχημά τε Σεραφικόν, ἡ πύρινος γλῶσσα, τοῦ Θεανθρώπου Λόγου, πυρός με τῆς γεέννης, ἀπολυτρώσασθε.



Πηγή.: https://www.synaxarion.gr/

Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

«ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ » ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ

 Ομιλία στην Κυριακή της Απόκρεω 


Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

(Ματθ. κε’ 31-46)

Οἱ στατιστικολόγοι ἐκτιμοῦν ὅτι πάνω στὴ γῆ ζοῦνε ἑνάμιση δισεκατομμύριο ἄνθρωποι [Αὐτὰ ἴσχυαν τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ ἅγιος Νικόλαος Βελιμ. ἔγραφε τὸ κείμενο αὐτὸ γύρω στὴν δεκαετία τοῦ 1930]. Ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ ἑνάμιση δισεκατομμύριο οὔτε ἕνας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ σᾶς πεῖ, μὲ τὶς διανοητικές του δυνατότητες, τί θὰ γίνει, ὅταν ἔρθει τὸ τέλος τοῦ κόσμου καὶ τί θὰ γίνουμε ἐμεῖς ὅταν πεθάνουμε. Κι ὅλες αὐτὲς οἱ χιλιάδες ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ μᾶς στὴ γῆ, δὲ θὰ μποροῦσαν οὔτε κι αὐτοὶ μὲ τὴ διαδικασία τῶν νοητικῶν λειτουργιῶν τους νὰ μᾶς ἀπαντήσουν μὲ σιγουριὰ καὶ σαφήνεια γιὰ τὸ τέλος τοῦ κόσμου καὶ τί μᾶς περιμένει μετὰ τὸν θάνατό μας, νὰ μᾶς ποῦν ὁτιδήποτε ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ ἀποδεχτοῦμε σὰν ἀληθινὸ μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ μας.


Ἡ ζωή μας εἶναι σύντομη, οἱ μέρες μας μετρημένες. Ὁ χρόνος ὅμως εἶναι μεγάλος, μετριέται σὲ ἑκατοντάδες καὶ χιλιάδες χρόνια. Ποιός ἀπὸ μᾶς μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τὰ ὅριά του καὶ νὰ φτάσει στὸ τέλος τοῦ χρόνου, νὰ δεῖ τὰ ἔσχατα γεγονότα καὶ νὰ πληροφορήσει ὅλους ἐμᾶς λέγοντας: «Ἔτσι κι ἔτσι θὰ γίνουν τὰ πράγματα στὸ τέλος τοῦ χρόνου. Αὐτὸ θὰ συμβεῖ στὸν κόσμο κι αὐτὸ θὰ γίνει μὲ σᾶς τοὺς ἀνθρώπους»; Κανένας. Ἀλήθεια, κανένας ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν. Ἐκτὸς κι ἂν ὑπῆρχε κάποιος ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς πείσει πὼς εἶχε μπεῖ στὸ νοῦ τοῦ Δημιουργοῦ του κόσμου καὶ τῆς ἀνθρωπότητας, πὼς ἤξερε ὁλόκληρο τὸ σχέδιο τῆς δημιουργίας, πὼς ἦταν ζωντανὸς πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τοῦ κόσμου καὶ εἶχε καθαρὴ ἄποψη γιὰ τὸ τέλος τοῦ χρόνου καὶ τὰ γεγονότα ποὺ θὰ σημαδέψουν τὸ τέλος αὐτό. Ὑπάρχει τέτοιος ἄνθρωπος ἀνάμεσα στὰ δισεκατομμύρια ποὺ ζοῦν σήμερα; Ὄχι, οὔτε ὑπάρχει οὔτε ὑπῆρξε ποτέ.

Ὑπῆρχαν προφῆτες πού, ὄχι ἀπὸ δικό τους νοῦ ἀλλ᾽ ἀπὸ ἀποκάλυψη Θεοῦ, εἶπαν κάποια πράγματα, σύντομα καὶ ἀσαφῆ, γιὰ τὸ τί θὰ γίνει στὸ τέλος. Κι αὐτὸ ὄχι τόσο γιὰ νὰ δώσουν ἀκριβῆ περιγραφὴ τοῦ τέλους τοῦ κόσμου, ὅσο γιὰ νὰ προειδοποιήσουν μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς ἀνομίας. Νὰ σκεφτοῦν περισσότερο τὰ φοβερὰ πράγματα ποὺ μᾶς περιμένουν κι ὄχι τὰ μικρὰ καὶ παροδικὰ ποὺ περνοῦν σὰν σύννεφο καὶ κρύβουν τὴν πύρινη καὶ φοβερὴ πραγματικότητα. Ν᾽ ἀναλογιστοῦν τὰ γεγονότα ἐκεῖνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴ γῆ, ἡ ὕπαρξη τοῦ ἰδίου τοῦ κόσμου, τὰ ἄστρα κι ὁ κύκλος τοῦ εἰκοσιτετραώρου θὰ φτάσουν στὸ τέλος τους.

Ἕνας καὶ μόνο Ἕνας μᾶς μίλησε καθαρὰ καὶ μὲ σαφήνεια γιὰ ὅλα ὅσα θὰ γίνουν στὸ τέλος τοῦ χρόνου: Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ἂν ὑπῆρχε ὁποιοσδήποτε ἄλλος νὰ μᾶς πεῖ αὐτὰ ποὺ Ἐκεῖνος εἶπε γιὰ τὸ τέλος τοῦ κόσμου, δὲν θὰ τὸν πιστεύαμε, ἀκόμα κι ἂν ἦταν ὁ μεγαλύτερος σοφός. Ἂν μιλοῦσε μὲ τὴν ἀνθρώπινη σοφία του καὶ ὄχι ἀπὸ θεία ἀποκάλυψη, δὲν θὰ τὸν πιστεύαμε. Ἡ ἀνθρώπινη σοφία κι ἡ ἀνθρώπινη λογική, ὅσο μεγάλες καὶ σπουδαῖες κι ἂν εἶναι, εἶναι πολὺ μικρὲς γιὰ νὰ φτάσουν στὴ δημιουργία καὶ στὸ τέλος τοῦ κόσμου. Ἡ σοφία εἶναι ἄχρηστη ἐκεῖ ποὺ χρειάζεται τὸ ὅραμα. Ἀπὸ προφήτη ἔχουμε ἀνάγκη, ποὺ βλέπει τόσο καθαρὰ ὅσο ἐμεῖς βλέπουμε τὸν ἥλιο, γιὰ νὰ δεῖ ὁλόκληρο τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἴσαμε τὸ τέλος του, καθὼς καὶ τὴν ἴδια τὴν ἀρχή, τὸ ἴδιο τὸ τέλος. Μόνο ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἔχει ὑπάρξει: ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Μόνο Ἐκεῖνον μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ πιστεύουμε, ὅταν μᾶς λέει τί θὰ γίνει στὸ τέλος. Ὅλα ὅσα προφήτεψε, ἐπαληθεύτηκαν. Τόσο ὅταν ἀφοροῦσαν σὲ πρόσωπα, ὅπως ὁ Πέτρος, ὁ Ἰούδας κι οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, σὲ λαούς, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, σὲ κάποιους τόπους ὅπως ἡ Ἱερουσαλήμ, ἡ Καπερναούμ, ἡ Βηθσαϊδὰ καὶ τὸ Χοραζίν, καθὼς καὶ στὶς Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἱδρύθηκαν μὲ τὸ αἷμα Του.

Οἱ προφητεῖες τοῦ Κυρίου γιὰ τὰ γεγονότα ποὺ θὰ συμβοῦν κατὰ τὸ τέλος τοῦ κόσμου, τὸ ἴδιο τὸ τέλος καὶ ἡ τελικὴ κρίση, δὲν ἔχουν ἀκόμα ἐπαληθευτεῖ. Ὅποιος ἔχει μάτια ὅμως βλέπει καθαρὰ πὼς στὶς μέρες μας, τὰ γεγονότα ποὺ εἶπε πὼς θὰ εἶναι σημεῖα τῶν καιρῶν ὅτι ἔρχεται τὸ τέλος, ἔχουν ἀρχίσει νὰ ἐμφανίζονται στὸν κόσμο. Δὲν ἔχουν ἤδη ἐμφανιστεῖ διάφοροι γυρολόγοι τῆς χαρᾶς, ποὺ γυρεύουν ν᾽ ἀντικαταστήσουν τὸν Χριστὸ καὶ τὴ διδασκαλία Του μὲ τὸν ἑαυτό τους καὶ τὴ δική τους διδασκαλία; Δὲν ἔχουν ξεσηκωθεῖ ἔθνη ἐνάντια σὲ ἄλλα ἔθνη καὶ βασιλεῖες ἐνάντια σὲ βασιλεῖες; Δὲν τρέμει ἡ γῆ καὶ οἱ καρδιές μας μαζί της μὲ τοὺς πολέμους καὶ τὶς ἐπαναστάσεις ποὺ γίνονται σὲ ὅλον τὸν πλανήτη; Δὲν εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ προδίδουν τὸν Χριστὸ κι ἄλλοι ποὺ ἀρνοῦνται τὴν Ἐκκλησία Του; Δὲν ἔχει περισσέψει ἡ ἀνομία, δὲν ἔχει ψυχραθεῖ ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν; Δὲν ἔχει κηρυχτεῖ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ σ᾽ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, «εἰς μαρτύριον πᾶσι τοῖς ἔθνεσι» (βλ. Ματθ. κδ´ 3-14);

Εἶναι ἀλήθεια πὼς τὰ χειρότερα δὲν ἦρθαν ἀκόμα, μὰ ἔρχονται γρήγορα, χωρὶς καθυστέρηση. Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὁ Ἀντίχριστος δὲν ἐμφανίστηκε ἀκόμα, οἱ προφῆτες κι οἱ πρόδρομοί του ὅμως ὑπάρχουν σὲ κάθε ἔθνος. Εἶναι ἀλήθεια πὼς ἡ μεγαλύτερη καταστροφικὴ δυστυχία ποὺ ἔχει ὑπάρξει ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκε ὁ κόσμος δὲν ἔφτασε ἀκόμα, ὁ ἀφόρητος ρόγχος τοῦ θανάτου δὲν ἀκούστηκε κοντά μας. Τὴν καταστροφὴ ὅμως τὴν βλέπουν καθαρὰ ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι ποὺ προσμένουν τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὁ ἥλιος δὲν σκοτίστηκε ἀκόμα, τὸ φεγγάρι δὲν ἔχασε τὸ φῶς του, οὔτε τ᾽ ἀστέρια ἔπεσαν ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ὅταν γίνουν αὐτὰ ὅμως δὲν θὰ ὑπάρχει χρόνος νὰ γράψει κανεὶς ἢ νὰ μιλήσει γί᾽ αὐτά. Οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων θὰ γεμίσουν φόβο καὶ τρόμο, οἱ γλῶσσες τους θὰ βουβαθοῦν καὶ τὰ μάτια τους θὰ κοιτάζουν στὸ φοβερὸ σκοτάδι, σὲ μία γῆ δίχως ἡμέρα, σ᾽ ἕναν οὐρανὸ χωρὶς ἄστρα. Ξαφνικὰ μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸ σκοτάδι, θὰ ἐμφανιστεῖ τὸ σημεῖο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, ἕνας λαμπρὸς καὶ πανένδοξος σταυρὸς ποὺ θὰ ἐκτείνεται ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ ὣς τὴ δύση κι ἀπὸ τὸ βορρᾶ ὣς τὸ νότο, μὲ μία λαμπρότητα ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε ὁ ἥλιος ποὺ βρίσκεται ἀπὸ πάνω μας. Καὶ τότε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θ᾽ ἀτενίσουν τὸν Κύριο Ἰησοῦ «ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς» (Ματθ. κδ´ 30). Ὁ χορὸς τῶν ἀγγέλων θὰ σαλπίσει τὶς σάλπιγγες κι ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς θὰ συναχθοῦν μπροστά Του. Ἡ σάλπιγγα θὰ ἠχήσει γιὰ νὰ γίνει μία συγκέντρωση ποὺ δὲν ἔχει προηγούμενό της ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, γιὰ τὴν κρίση ποὺ θὰ εἶναι καὶ ἡ τελική.

Ὅλα αὐτὰ τὰ σημεῖα καὶ τὰ γεγονότα ποὺ θὰ γίνουν στὸ τέλος τοῦ κόσμου καὶ τοῦ χρόνου περιγράφονται σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ εὐαγγελίου. Τὸ εὐαγγέλιο τῆς κρίσεως ποὺ διαβάζεται τὴ σημερινὴ μέρα περιγράφει τὴν τελικὴ ρύθμιση τῶν γεγονότων ἀνάμεσα στὸ χρόνο καὶ τὴν αἰωνιότητα, ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Περιγράφει τὴν τελικὴ κρίση καὶ τὸν τρόπο ποὺ αὐτὴ θὰ γίνει. Περιγράφει γιὰ μᾶς τὴ φοβερὴ ἐκείνη στιγμή, τὴν πιὸ εὐτυχισμένη γιὰ τοὺς δικαίους- ποὺ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ θὰ δώσει τὴ θέση του στὴ θεία δικαιοσύνη. Τότε θὰ εἶναι ἀργὰ πιὰ γιὰ καλὲς πράξεις, πολὺ ἀργὰ γιὰ μετάνοια. Τότε ὁ θρῆνος μας δὲν θὰ λάβει ἀπάντηση καὶ τὰ δάκρυά μας δὲν θὰ τὰ ὑποδέχονται πιὰ τὰ χέρια τῶν ἀγγέλων.

***

«Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾽ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ» (Ματθ. κε´ 31). Ὅπως στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ ὁ Θεὸς παρουσιάζεται σὰν ἄνθρωπος, ἔτσι κι ἐδῶ ὁ Χριστὸς ὀνομάζεται Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου. Εἶναι Ἐκεῖνος, κανένας ἄλλος. Ὅταν ἔρθει γιὰ δεύτερη φορὰ στὸν κόσμο, ἡ ἔλευσή Του δὲν θὰ εἶναι ἄγνωστη καὶ ταπεινή, ὅπως ἦταν πρώτη φορά, ἀλλὰ φανερὴ ἐν δόξη. Ἡ δόξα αὐτὴ εἶναι ἡ ἴδια ποὺ εἶχε ὁ Χριστὸς προαιώνια, προτοῦ δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος (βλ. Ἰωάν. ιζ´ 5), ἀλλὰ εἶναι κι ἡ δόξα τῆς νίκης κατὰ τοῦ Σατανᾶ, τοῦ παλιοῦ κόσμου καὶ τοῦ θανάτου. Δὲν θὰ ἔρθει μόνος Του, μὰ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀμέτρητους ἀγγέλους Του. Θὰ ἔρθει μαζί τους ἐπειδή, σὰν ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ καὶ στρατιῶτες Του ποὺ ἦταν, ἔλαβαν μέρος στὸν πόλεμο κατὰ τοῦ πονηροῦ καὶ στὴ νίκη ἐναντίον του. Χαίρεται νὰ μοιράζεται τὴ δόξα Του μαζί τους. Γιὰ νὰ δοθεῖ ἔμφαση στὴ μεγαλειώδη φύση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἀναφέρεται ἰδιαίτερα πὼς ὅλοι οἱ ἄγγελοι θὰ ἔρθουν μαζὶ μὲ τὸν Κύριο. Δὲν ὑπάρχει ἄλλο γεγονὸς ποὺ ν’ ἀναφέρεται πὼς ἦταν παρόντες ὅλοι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Ἐμφανίζονται πάντα σὲ μεγαλύτερο ἢ μικρότερο πλῆθος. Στὴν τελικὴ Κρίση ὅμως θὰ εἶναι ὅλοι παρόντες, συγκεντρωμένοι γύρω ἀπὸ τὸ Βασιλιὰ τῆς δόξης.

Πολλοὶ προφῆτες, εἴτε ἀρχαῖοι εἴτε μεταγενέστεροι, εἶδαν τὸ θρόνο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ (Ἡσ. ϛ´ 1, Δαν. ζ´ 9, Ἀποκ. δ´ 2, κ´ 4). Ὁ θρόνος αὐτὸς ἀποτελεῖται ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις, πάνω στὶς ὁποῖες ἐπικάθεται ὁ Κύριος. Εἶναι θρόνος τῆς δόξας, τῆς νίκης, ὅπου κάθεται ὁ οὐράνιος Πατέρας καὶ ὅπου πῆρε τὴ θέση Του ὁ Κύριος Ἰησοῦς μετὰ τὴ νίκη Του (Ἀποκ. γ΄ 21).

Πόσο μεγαλόπρεπη θὰ εἶναι ἡ ἔλευση τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ περιβάλλεται ἀπὸ τόσο ἰδιαίτερα καὶ φοβερὰ γεγονότα! Ὁ προφήτης Ἠσαΐας εἶχε προφητεύσει: «Ἰδοὺ γὰρ Κύριος ὡς πῦρ ἥξει καὶ ὡς καταιγὶς τὰ ἅρματα αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐν θυμῷ ἐκδίκησιν αὐτοῦ καὶ ἀποσκορακισμὸν αὐτοῦ ἐν φλογὶ πυρὸς» (Ἡσ. ξϛ´ 15). Ὁ Δανιὴλ εἶδε καὶ εἶπε πὼς «ποταμὸς πυρὸς εἷλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ· χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν αὐτῷ, καὶ μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αὐτῷ· κριτήριον ἐκάθισε, καὶ βίβλοι ἠνεώχθησαν» (Δαν. Ζ´ 10).

Ὅταν ὁ Κύριος ἔρθει μὲ δόξα πολλὴ καὶ καθίσει στὸ θρόνο Του, τότε «συναχθήσονται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾽ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων» (Ματθ. κε´ 32-33). Τότε θὰ συναχθοῦν μπροστά Του ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς καὶ θὰ τοὺς χωρίσει, ὅπως ὁ τσοπάνος χωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ ἐρίφια. Τὰ πρόβατα θὰ τὰ βάλει στὰ δεξιά Του καὶ τὰ ἐρίφια στ’ ἀριστερά Του.

Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρες προβληματίστηκαν σχετικὰ μὲ τὸ χῶρο ὅπου ὁ Χριστὸς θὰ κρίνει ὅλα τὰ ἔθνη. Ἀναφερόμενοι στὸν προφήτη Ἰωήλ, συμπεραίνουν πὼς ἡ κρίση θὰ γίνει στὴν κοιλάδα Ἰωσαφάτ, ὅπου ὁ βασιλιὰς ἐκεῖνος χωρὶς νὰ πολεμήσει, χωρὶς νὰ χρησιμοποιήσει ὅπλα, εἶχε ἐνάντια στοὺς Μωαβίτες καὶ τοὺς Ἀμμωνίτες μία πολὺ σπουδαία νίκη, σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ μὴ μείνει κανένας τοὺς ζωντανός. «ἐξεγειρέσθωσαν καὶ ἀναβαινέτωσαν πάντα τὰ ἔθνη εἰς τὴν κοιλάδα Ἰωσαφάτ, διότι ἐκεῖ καθιῶ τοῦ διακρίναι πάντα τὰ ἔθνη κυκλόθεν», εἶπε ὁ προφήτης Ἰωὴλ (δ´ 12).

Ἴσως ὁ θρόνος τοῦ Κυρίου νὰ στηθεῖ πάνω ἀπὸ τὴν κοιλάδα αὐτή, μὰ δὲν ὑπάρχει κοιλάδα στὸν κόσμο ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ χωρέσει ὅλα τὰ ἔθνη καὶ τοὺς λαοὺς τῆς γῆς, ζωντανοὺς καὶ νεκρούς, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὣς τὸ τέλος τοῦ κόσμου, ποὺ βέβαια θὰ εἶναι πολλὰ δισεκατομμύρια. Ὁλόκληρη ἡ ἐπιφάνεια τῆς γῆς, μαζὶ μὲ τοὺς ὠκεανούς, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δώσει τόσο χῶρο, ὥστε νὰ συγκεντρωθοῦν ἐκεῖ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔζησαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου στὴ γῆ. Ἂν αὐτὴ ἦταν ἁπλὰ συγκέντρωση ψυχῶν, τότε ἴσως θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς μαζέψει ὅλους κανεὶς στὴν κοιλάδα Ἰωασαφάτ. Ἀφοῦ ὅμως θὰ συγκεντρωθοῦν ἄνθρωποι μὲ τὰ σώματά τους (γιατί οἱ νεκροὶ θὰ ἀναστηθοῦν καὶ σωματικά), τότε τὰ λόγια τοῦ προφήτη θὰ πρέπει νὰ τὰ κατανοήσουμε συμβολικά. Ἡ κοιλάδα Ἰωασαφὰτ εἶναι ὁ κόσμος ὁλόκληρος, ἀπὸ τὴ μακρινὴ ἀνατολὴ ὣς τὴ μακρινὴ δύση. Κι ὅπως ὁ Θεὸς κάποτε ἔδειξε τὴ δύναμή Του στὴν κοιλάδα Ἰωασαφάτ, ἔτσι καὶ τὴν ἔσχατη μέρα θὰ δείξει τὴν ἴδια δύναμη καὶ θὰ κρίνει ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος.

Καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾽ ἀλλήλων. Ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ συγκεντρώθηκαν θὰ διαχωριστοῦν σὲ μία στιγμή, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ὁ τσοπάνος στέλνει μὲ τὴ φωνή του τὰ πρόβατα ἀπὸ τὴ μία μεριὰ καὶ τὰ ἐρίφια ἀπὸ τὴν ἄλλη. Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς συγκεντρωμένους θὰ πᾶνε ἀριστερὰ καὶ ἄλλοι δεξιά. Κι ὅλα θὰ γίνουν ξαφνικά, σὰ νὰ τοὺς σπρώχνει μία ἀκαταμάχητη μαγνητικὴ δύναμη μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε κανένας νὰ μὴ μπορεῖ νὰ κινηθεῖ ἀπὸ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιὰ ἢ ἀπὸ τὰ δεξιὰ πρὸς τ᾽ ἀριστερά.

«Τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. κε´ 34). Τότε ὁ βασιλιὰς θὰ στραφεῖ πρὸς αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται στὰ δεξιά του καὶ θὰ τοὺς πεῖ: ἐλᾶτε ἐσεῖς, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατέρα μου, νὰ κληρονομήσετε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ποὺ ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ σᾶς ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκε ὁ κόσμος.

Στὴν ἀρχὴ ὁ Χριστὸς ὀνομάζει τὸν ἑαυτό Του Υἱὸ τοῦ Ἀνθρώπου, δηλαδὴ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ ὁ ἴδιος ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτό Του Βασιλιᾶ, γιατί τοῦ δόθηκαν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμη καὶ ἡ δόξα. Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου. Ἐκεῖνοι ποὺ ὁ Χριστὸς καλεῖ ἔτσι, εἶναι πραγματικὰ εὐλογημένοι. Γιατί ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ περιέχει μέσα της ὅλα τ’ ἀγαθά, καθὼς τὴ χαρὰ καὶ τὴ χάρη τοῦ οὐρανοῦ. Γιατί ὁ Κύριος δὲν λέει «εὐλογημένοι μου», ἀλλὰ «εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα Μου»; Γιατί εἶναι ὁ μοναδικὸς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Μονογενὴς καὶ ἄκτιστος προαιωνίως καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Κι οἱ δίκαιοι εἶναι μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ ἐξ υἱοθεσίας.

Ὁ Θεὸς καλεῖ τοὺς δικαίους νὰ μποῦν στὴν βασιλεία ποὺ ἔχει προετοιμαστεῖ γί᾽ αὐτοὺς ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Αὐτὸ σημαίνει πὼς ὁ Θεός, προτοῦ ἀκόμα δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο, εἶχε προετοιμάσει τὴν Βασιλεία γι᾽ αὐτόν. Προτοῦ πλάσει τὸν Ἀδάμ, ἦταν ὅλα φτιαγμένα γιὰ τὴ ζωή του στὸν παράδεισο. Ὁλόκληρη Βασιλεία, ὑπέροχη κι ὁλοφώτεινη, ποὺ περίμενε τὸ Βασιλιά της. Μετὰ ὁ Θεὸς ὁδήγησε τὸν Ἀδὰμ στὴ Βασιλεία αὐτή, κι ἡ Βασιλεία συμπληρώθηκε. Ὁ Θεὸς προετοίμασε τὴ βασιλεία γιὰ τοὺς δικαίους ἀπὸ τὴν ἀρχή. Μόνο τοὺς ἀφέντες τῆς περίμενε, μὲ τὸ Χριστὸ ὡς βασιλιὰ ἀρχηγό.

Ὁ Κριτὴς κάλεσε τοὺς δικαίους στὴ βασιλεία Του κι ἀμέσως μετὰ ἐξήγησε γιατί τοὺς τὴ χάριζε: «ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατά μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με» (Ματθ. κε´ 35-37). Γιατί πείνασα καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάω, δίψασα καὶ μοῦ δώσατε νερό, ἤμουν ξένος καὶ σεῖς μὲ φιλοξενήσατε στὸ σπίτι σας, ἤμουν γυμνὸς καὶ μὲ ντύσατε, ἀρρώστησα καὶ μὲ ἐπισκεφθήκατε, ἤμουν στὴν φυλακὴ καὶ σεῖς ἤρθατε νὰ μὲ δεῖτε.

Ἀκούγοντας αὐτὴ τὴ θαυμάσια ἐξήγηση, οἱ δίκαιοι ζήτησαν δισταχτικὰ καὶ ταπεινὰ ἀπὸ τὸ βασιλιὰ νὰ τοὺς πεῖ πότε τὸν εἶδαν πεινασμένο καὶ διψασμένο, γυμνὸ καὶ ἄρρωστο καὶ πότε τὰ ἔκαναν ὅλ’ αὐτὰ σ’ Ἐκεῖνον. Καὶ στὴν ἐρώτηση αὐτὴ ὁ βασιλιὰς ἔδωσε πάλι τὴ θαυμάσια αὐτὴ ἀπάντηση: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε´ 40). Ἀφοῦ ὅλ’ αὐτὰ τὰ ἐκάματε στοὺς ἐλαχίστους καὶ ταπεινοὺς ἀδελφούς μου, εἶναι σὰ νὰ τὰ ἐκάματε σ’ ἐμένα τὸν ἴδιο.

Ὅλη αὐτὴ ἡ ἑρμηνεία ἔχει δύο ὄψεις, μία ἐξωτερικὴ καὶ μία ἐσωτερική. Ἡ ἐξωτερικὴ ἑρμηνεία εἶναι σαφὴς στὸν καθένα. Ἐκεῖνος ποὺ τρέφει τὸν πεινασμένο, ξεδιψάει τὸ διψασμένο, ντύνει τὸ γυμνὸ καὶ στεγάζει τὸν ἄστεγο, εἶναι σὰν νὰ τὰ κάνει ὅλ’ αὐτὰ στὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Ἐκεῖνος ποὺ ἐπισκέπτεται τοὺς ἀρρώστους ἢ τοὺς φυλακισμένους, εἶναι σὰν νὰ τὰ κάνει αὐτὰ στὸν Κύριο. Ἀναφέρεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη σχετικὰ πὼς «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν, κατὰ δὲ τὸ δόμα αὐτοῦ ἀνταποδώσει αὐτῷ» (Παρ. ιθ´ 17). Ἐκεῖνος ποὺ ἐλεεῖ τὸν φτωχό, εἶναι σὰν νὰ δανείζει τὸν Θεό, ποὺ ἀνάλογα μὲ τὸ τί ἔδωσε, θὰ τοῦ τὸ ἀνταποδώσει.

Ὁ Κύριος, μέσα ἀπὸ κείνους ποὺ ζητοῦν τὴ βοήθειά μας, δοκιμάζει τὶς καρδιές μας. Ὁ Θεὸς δὲν χρησιμοποιεῖ τίποτα δικό μας γιὰ λογαριασμό Του. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτα. Ἐκεῖνος ποὺ δημιούργησε τὸ ψωμί, δὲν μπορεῖ νὰ πεινάσει. Ἐκεῖνος ποὺ δημιούργησε τὸ νερό, δὲν γίνεται νὰ διψάσει. Αὐτὸς ποὺ ντύνει τὴν κτίση ὁλόκληρη δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι γυμνός, οὔτε καὶ ν᾽ ἀρρωστήσει αὐτὸς ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ὑγείας. Οὔτε καὶ γίνεται νὰ αἰχμαλωτιστεῖ ὁ Κύριος τῶν κυρίων.

Ὁ Θεὸς ζητᾶ ἀπὸ μᾶς νὰ δίνουμε ἐλεημοσύνη, ὥστε μ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ μαλακώσουν οἱ καρδιές μας, νὰ γίνουν πιὸ σπλαγχνικές. Θὰ μποροῦσε ὁ Θεὸς μὲ τὴν παντοδυναμία Του νὰ κάνει διὰ μιᾶς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους πλούσιους, χορτασμένους, ντυμένους κι εὐχαριστημένους. Ἀλλ᾽ ἀφήνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ δοκιμάσουν τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα, τὴν ἀρρώστια, τὴ φτώχεια καὶ τὴ δυστυχία γιὰ δύο λόγους. Πρῶτα, ὥστε ἐκεῖνοι ποὺ ὑποφέρουν ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ νὰ μπορέσουν ἔτσι νὰ μαλακώσουν τὴν καρδιά τους, νὰ γίνουν πιὸ σπλαγχνικοὶ καὶ νὰ ἔρθουν πιὸ κοντὰ στὸν Θεό, νὰ τὸν προσκυνήσουν μὲ πίστη καὶ προσευχή. Δεύτερο, ὥστε ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπὸ τὰ δικά του βάσανα νὰ κατανοήσει καὶ τοὺς ἄλλους, μὲ τὴν ταπείνωσή του νὰ κατανοήσει τὴν ταπείνωση τῶν ἄλλων. Ἔτσι θὰ καταλάβει τὴν ἀδελφότητα καὶ τὴν ἑνότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων μέσα ἀπὸ τὸν Ζῶντα Θεό, τὸν Δημιουργὸ καὶ δοτήρα ὅλων τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν. Ὁ Θεὸς ζητᾶ ἀπὸ μᾶς νὰ γίνουμε ἐλεήμονες, νὰ ἔχουμε πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἔλεος. Γνωρίζει πὼς τὸ ἔλεος εἶναι ὁ τρόπος γιὰ ν᾽ ἀποκαταστήσει ὁ ἄνθρωπος τὴν πίστη στὸν Θεό, τὴν ἐλπίδα στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐξωτερικὴ ἑρμηνεία. Ἡ δεύτερη ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸν Χριστὸ μέσα μας. Σὲ κάθε καθαρὴ σκέψη ποὺ ἔχουμε στὸ νοῦ μας, σὲ κάθε εὐγενικὸ συναίσθημα τῆς καρδιᾶς μας καὶ σὲ κάθε ὑψηλὴ φιλοδοξία κι ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς μας γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ ἀγαθοῦ, ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτεται μέσα μας μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅλες αὐτὲς τὶς ἁγνὲς σκέψεις, τὰ εὐγενικὰ συναισθήματα καὶ τὶς ὑψηλὲς φιλοδοξίες, τὶς ὀνομάζει ἐλαχίστους ἀδελφούς Του. Τὰ ὀνομάζει ἔτσι ὅλ᾽ αὐτά, ἐπειδὴ βρίσκονται μέσα μας σὲ μία ἀσήμαντη μειονότητα σὲ σύγκριση μὲ τοὺς μεγάλους ἐσωτερικοὺς ἀγροὺς ποὺ εἶναι γεμάτοι ἀπορρίμματα καὶ κακία. Ἂν ὁ νοῦς μας πεινάει γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ταΐσουμε, εἶναι σὰν νὰ τρέφουμε τὸν Χριστὸ μέσα μας. Ἂν ἡ καρδιά μας εἶναι γυμνὴ ἀπὸ κάθε ἀγαθὸ κι εὐγενικὸ πράγμα ποὺ ἀνήκει στὸν Θεὸ καὶ τὴν ντύσουμε, εἶναι σὰν νὰ ντύσαμε τὸν Χριστὸ μέσα μας. Ἂν ἡ ψυχή μας εἶναι ἄρρωστη καὶ φυλακισμένη ἀπὸ τὴν κακή μας ὕπαρξη καὶ τὰ κακά μας ἔργα καὶ τὸ ἀντιληφθοῦμε αὐτὸ καὶ τὴν ἐπισκεφτοῦμε, τότε εἶναι σὰ νὰ ἐπισκεφτήκαμε τὸν Χριστὸ μέσα μας.

Μὲ λίγα λόγια, ἂν αὐτὸς ὁ δεύτερος ἑαυτὸς ποὺ ἔχουμε μέσα μας καὶ ποὺ ἀντιπροσωπεύει τὸ δίκαιο ἄνθρωπο, ὑποδουλωθεῖ καὶ ταπεινωθεῖ ἀπὸ τὸν πονηρὸ κι ἁμαρτωλὸ ἐσωτερικό μας ἄνθρωπο καὶ μεῖς τὸν προστατεύσουμε, εἶναι σὰν νὰ προστατεύουμε τὸν Χριστὸ μέσα μας. Ὁ δίκαιος ἄνθρωπος μέσα μας εἶναι πολὺ μικρός, ἐνῶ ὁ ἁμαρτωλὸς μέσα μας εἶναι ἕνας πραγματικὸς Γολιάθ. Ὁ δίκαιος ἄνθρωπος μέσα ὅμως εἶναι ὁ μικρὸς ἀδελφός τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἐλάχιστος, κι ὁ ἁμαρτωλὸς Γολιὰθ μέσα μας εἶναι ὁ ἐχθρὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἂν τότε προστατέψουμε τὸ δίκαιο ἄνθρωπο μέσα μας, ἂν τὸν ἐλευθερώσουμε, τὸν ἐνισχύσουμε καὶ τὸν βγάλουμε στὸ φῶς· ἂν τὸν σηκώσουμε ψηλότερα ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλό, ὥστε νὰ τὸν κυριεύσει καὶ νὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γαλ. β´ 20), τότε θὰ κληθοῦμε εὐλογημένοι καὶ στὴν τελευταία Κρίση θὰ ἀκούσουμε τὰ λόγια τοῦ Βασιλιᾶ: δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου.

Σὲ κείνους ποὺ θὰ βρεθοῦν ἀριστερά Του θὰ πεῖ ὁ Κριτής: «πορεύεσθε ἂπ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἠτοιμασμένον τῷ διαβόλω καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ» (Ματθ. κε´ 41). Φύγετε μακριὰ ἀπὸ μένα ἐσεῖς οἱ καταραμένοι, πηγαίνετε στὸ αἰώνιο πῦρ ποὺ ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ τὸ διάβολο καὶ τοὺς πονηροὺς ἀγγέλους του. Ὁ Κριτὴς εἶναι φοβερός, ἀλλὰ δίκαιος. Ὁ Βασιλιὰς καλεῖ τοὺς δικαίους κοντά Του καὶ τοὺς δίνει τὴ βασιλεία Του, ἐνῶ ἀπομακρύνει τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς στέλνει στὸ αἰώνιο πῦρ, στὴν πονηρὴ συντροφιὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν ὑπηρετῶν του. Στὸ ἔργο τοῦ «Περὶ Τελικῆς Κρίσεως» ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει: «Ἂν ὑπάρχει κάποιο τέλος στὰ αἰώνια βάσανα, σημαίνει πὼς ὑπάρχει τέλος στὴν αἰώνια ζωή. Καθὼς ὅμως εἶναι ἀδύνατο νὰ φανταστεῖς τὸ τέλος τῆς αἰώνιας ζωῆς, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ σκεφτεῖς ὅτι θὰ ὑπάρξει τέλος στὰ αἰώνια βάσανα;»

Κάτι ὅμως δὲν λέει ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι πολὺ σπουδαῖο. Ὅτι τὸ αἰώνιο πῦρ ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, ὅπως κι ἡ βασιλεία Του γιὰ τοὺς δικαίους. Τί σημαίνει αὐτό; Εἶναι πεντακάθαρο πὼς ὁ Κύριος ἑτοίμασε τὸ αἰώνιο πῦρ μόνο γιὰ τὸ διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του, ἐνῶ τὴ βασιλεία Του τὴν ἑτοίμασε γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Ὁ Θεὸς θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι» (Α´ Τιμ. β´ 4), νὰ μὴ χαθεῖ κανένας. Ὁ Θεὸς δὲν ἤθελε νὰ κολαστοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ νὰ σωθοῦν. Οὔτε καὶ ἑτοίμασε προκαταβολικὰ γι᾽ αὐτοὺς τὴ φωτιὰ τῆς κόλασης ἀλλὰ τὴ βασιλεία Του, μόνο αὐτή. Ἀπὸ αὐτὸ προκύπτει μὲ σαφήνεια πὼς ἐκεῖνοι ποὺ λένε γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ὅτι «εἶναι προορισμένος νὰ γίνει ἁμαρτωλός», ἔχουν λαθεμένη ἀντίληψη. Ἂν πραγματικὰ εἶναι προορισμένος ἁμαρτωλός, αὐτὸ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ὅτι αὐτὸ δὲν ἔχει προοριστεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ συμπεραίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἑτοίμασε προκαταβολικὰ κανένα εἶδος βασάνων γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸ διάβολο. Ἑπομένως στὴν Τελικὴ Κρίση ὁ δίκαιος κριτὴς δὲν θὰ ἔχει τόπο γιὰ νὰ στείλει τοὺς ἁμαρτωλούς, παρὰ στὸ σκοτεινὸ βασίλειο τῶν δαιμόνων. Κι ὅτι εἶναι στὴ δικαιοσύνη τοῦ Κριτῆ νὰ τοὺς στείλει ἐκεῖ εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκεῖνοι, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους, εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ κι εἶχαν παραδοθεῖ στὴν ὑπηρεσία τοῦ πονηροῦ.

***

Κρίνοντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ βρίσκονται ἀριστερά Του ὁ βασιλιὰς τοὺς ἐξηγεῖ ἀμέσως γιατί εἶναι καταραμένοι καὶ γιατί τοὺς στέλνει στὸ αἰώνιο πῦρ: «ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με» (Ματθ. κε´ 42-43). Πείνασα καὶ δὲν μοῦ δώσατε νὰ φάω, δίψασα καὶ δὲν μὲ ποτίσατε. Ἤμουν ξένος καὶ δὲν μὲ πήρατε στὸ σπίτι σας, ἤμουν γυμνὸς καὶ δὲν μὲ ντύσατε, ἤμουν ἄρρωστος ἢ φυλακισμένος καὶ δὲν μὲ ἐπισκεφθήκατε.

Τίποτα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶχαν κάνει οἱ δίκαιοι δὲν ἔκαναν οἱ ἁμαρτωλοί. Καὶ σὰν ἄκουσαν τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου οἱ ἁμαρτωλοί, ρώτησαν, ὅπως καὶ οἱ δίκαιοι: «Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα…;» Κι ὁ Κύριος ἀπάντησε: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾽ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε´ 45). Ἀλήθεια σᾶς λέω: ἀφοῦ δὲν ἐκάματε τίποτα στοὺς ἀδελφούς μου τοὺς ἐλαχίστους, οὔτε καὶ σὲ μένα κάματε.

Ἡ ἑρμηνεία ποὺ ἔκανε ὁ Βασιλιὰς στοὺς ἁμαρτωλοὺς ἔχει ἐπίσης δυὸ σημασίες, μία ἐξωτερικὴ καὶ μία ἐσωτερική, ὅπως καὶ στὴν πρώτη περίπτωση μὲ τοὺς δικαίους. Ὁ νοῦς τῶν ἁμαρτωλῶν ἦταν σκοτισμένος, ἡ καρδιά τους σκληρὴ κι ἡ ψυχή τους εἶχε κακὴ διάθεση πρὸς ἐκείνους ποὺ πεινοῦσαν, διψοῦσαν, ἦταν γυμνοί, ἄρρωστοι καὶ φυλακισμένοι στὴ γῆ. Μὲ τὸ σκοτισμένο τους νοῦ δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν πὼς ὁ Χριστὸς τοὺς καλοῦσε νὰ ἐλεήσουν τοὺς φτωχοὺς καὶ βασανισμένους ἀδελφούς τους. Ἡ σκληρὴ καρδιά τους δὲν μαλάκωνε μὲ τὰ δάκρυα τῶν ἄλλων. Οὔτε καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων Του ἄλλαζε τὴν κακοπροαίρετη ψυχή τους, γιὰ νὰ ἐπιθυμήσουν τὸ καλὸ καὶ νὰ τὸ κάνουν. Ἔτσι ὅπως ἦταν ἄσπλαχνοι στὸν Χριστό, μέσῳ τῶν ἀδελφῶν Του, ἦταν ἄσπλαχνοι καὶ στὸν Χριστὸ μέσα ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτό τους. Μὲ τὸ ποὺ τοὺς ἐρχόταν κάποια ἁγνὴ σκέψη, τὴν ἐξαφάνιζαν θεληματικὰ καὶ τὴν ἀντικαθιστοῦσαν μὲ ἄλλες σκέψεις, ἀκάθαρτες καὶ βλάσφημες. Ξερίζωσαν κάθε εὐγενικὸ συναίσθημα ἀπὸ τὴν καρδιά τους καὶ τὸ ἀντικατέστησαν μὲ ἀσπλαχνία, λαγνεία καὶ ἰδιοτέλεια. Κάθε ἐπιθυμία ποὺ ἐκδηλωνόταν μέσα τους, γιὰ νὰ κάνουν κάποια καλὴ πράξη, ἀκολουθώντας τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, τὴν καταπίεζαν ἀμέσως καὶ στὴ θέση της ἔβαζαν ἄλλη, πῶς νὰ κάνουν κακὸ στοὺς ἄλλους ἢ ν᾽ ἁμαρτήσουν, γιὰ νὰ προκαλέσουν τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι τὸν ἐλάχιστο ἀδελφό τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὸ δίκαιο ἄνθρωπο ποὺ βρισκόταν μέσα τους, τὸν σταύρωναν, τὸν σκότωναν, καὶ τὸν ἔθαβαν. Ὁ σκοτεινὸς Γολιὰθ ποὺ εἶχαν θρέψει, δηλαδὴ ὁ ἄδικος ἄνθρωπος μέσα τους ἢ ὁ ἴδιος ὁ διάβολος, παρέμενε νικητὴς στὸ πεδίο τῆς μάχης.

Τί μπορεῖ νὰ κάνει ὁ Θεὸς σὲ τέτοιους ἀνθρώπους; Μπορεῖ ἆραγε νὰ δεχτεῖ στὴ βασιλεία Του ἐκείνους ποὺ ἔβγαζαν τὴ βασιλεία αὐτὴ ἀπὸ τὴ ζωή τους; Μπορεῖ νὰ καλέσει κοντά Του αὐτοὺς ποὺ ξερίζωσαν μέσα τους τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, αὐτοὺς ποὺ διακήρυξαν μυστικὰ στὴν καρδιά τους ἀλλὰ κι ἀνοιχτά, μπροστὰ σ᾽ ὅλον τὸν κόσμο, πὼς εἶναι ἐχθροί τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπηρέτες τοῦ διαβόλου; Ὄχι! Αὐτοὶ ἔγιναν μὲ τὴν ἐλεύθερη βούλησή τους ὑπηρέτες τοῦ διαβόλου. Κι ὁ Κύριος στὴν τελική Του κρίση θὰ τοὺς στείλει νὰ συντροφέψουν ἐκείνους ποὺ εἶχαν παρέα σ᾽ ὁλόκληρη τὴ ζωή τους. Θὰ τοὺς στείλει δηλαδὴ στὸ αἰώνιο πῦρ ποὺ ἔχει προετοιμαστεῖ γιὰ τὸ διάβολο καὶ τοὺς πονηροὺς ἀγγέλους του.

Ἀμέσως μετὰ ἀπ’ αὐτό, φτάνει στὸ τέλος της ἡ πιὸ σύντομη ἀλλὰ κι ἡ μέγιστη διαδικασία στὴν ἱστορία τοῦ κτιστοῦ κόσμου. «καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ματθ. κε´ 46). Καὶ τότε θὰ πορευτοῦν (οἱ ἁμαρτωλοὶ) στὴν αἰώνια κόλαση, οἱ δὲ δίκαιοι στὴν αἰώνια ζωή.

Ἡ ζωὴ καὶ ἡ κόλαση ἐδῶ στέκονται ἡ μία ἀπέναντι στὴν ἄλλη. Ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ζωή, δὲν ὑπάρχει κόλαση, δὲν ὑπάρχουν βάσανα. Ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἡ κόλαση, δὲν ὑπάρχει ζωή. Ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς ἀποκλείει τὴν κόλαση. Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν παρέχει τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς. Ὁ τόπος τοῦ διαβόλου παράγει κόλαση καὶ βασανιστήρια, μακριὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ ποὺ δίνει ὁ Χριστός.

Στὴν ἐπίγεια ζωή μας βλέπουμε πὼς ἡ ψυχὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ ποὺ ἔχει λίγη ζωὴ μέσα της (δηλ. λίγο Θεό), εἶναι γεμάτη μὲ πολὺ μεγαλύτερα βάσανα ἀπ’ ὅσα ἔχει ἡ ψυχὴ τοῦ δικαίου ἀνθρώπου ποὺ ἔχει μέσα του περισσότερη ζωὴ (δηλ. περισσότερο Θεό). Ὅπως εἰπώθηκε μὲ σοφία τοὺς ἀρχαίους χρόνους: «πᾶς ὁ βίος ἀσεβοῦς ἐν φροντίδι, ἔτη δὲ ἀριθμητὰ δεδομένα δυνάστῃ, ὁ δὲ φόβος αὐτοῦ ἐν ὠσὶν αὐτοῦ…μὴ πιστευέτω ἀποστραφῆναι ἀπὸ σκότους· ἐντέταλται γὰρ ἤδη εἰς χεῖρας σιδήρου…ἀνάγκη δὲ καὶ θλῖψις αὐτὸν καθέξει ὥσπερ στρατηγὸς πρωτοστάτης πίπτων. ὅτι ἦρκε χεῖρας ἐναντίον τοῦ Κυρίου» (Ἰώβ ιε´ 20-25). Ὁλόκληρος ὁ βίος τοῦ ἀσεβοῦς, λέει, δαπανᾶται καὶ βρίσκεται συνέχεια μὲ φροντίδες καὶ ἀγωνία. Ἀκόμα καὶ τοῦ ἰσχυροῦ καὶ κυριάρχου ἀνθρώπου, τὰ χρόνια εἶναι μετρημένα. Ὁ φόβος ποὺ τὸν συνέχει καὶ τὸν κάνει ν’ ἀγωνιᾶ, ἠχεῖ πάντοτε στ’ αὐτιά του…ἂς μὴν ἀπατᾶται πὼς κάποτε θὰ γλιτώσει ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς συμφορᾶς καὶ τῆς ὀδύνης, γιατί ἔχει δοθεῖ ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ περιπέσει στὴν ἐξουσία σιδερένιου μαχαιριοῦ… θὰ τὸν κυριεύσει ὁπωσδήποτε ἡ θλίψη καὶ θὰ πέσει, ὅπως ὁ στρατηγὸς ποὺ πρωτοστατεῖ στὴ μάχη, ἀλλὰ δὲν βρίσκει τρόπο νὰ ξεφύγει.

Ἡ ζωὴ ἐδῶ στὴ γῆ εἶναι κόλαση μεγάλη γιὰ τὸν ἁμαρτωλό. Κι ὁ ἁμαρτωλὸς τὸ βρίσκει πολὺ πιὸ δύσκολο νὰ ὑπομένει τὰ βάσανα σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀπ’ ὅ,τι ὁ δίκαιος. Μόνο ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ζωὴ μέσα του μπορεῖ νὰ ὑπομείνει βάσανα, νὰ τὰ περιφρονήσει, νὰ ξεπεράσει ὅλα τὰ κακὰ τοῦ κόσμου καὶ νὰ νιώθει χαρούμενος. Ἡ ζωὴ κι ἡ χαρὰ εἶναι ἀδιαίρετες. Ὁ Χριστὸς ὁ ἴδιος λέει στὸ δίκαιο ἄνθρωπο ποὺ ὁ κόσμος ἀποκλείει, καταδιώκει καὶ ταπεινώνει: «Χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε» (Ματθ. ε´ 12).

Ὁλόκληρη ἡ ἐπίγεια ζωή μας δὲν εἶναι παρὰ μία ἀμυδρὰ σκιὰ τῆς πραγματικῆς, τῆς πλήρους ζωῆς στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ βάσανά μας στὴ γῆ δὲν εἶναι παρὰ μία ἀμυδρὰ σκιὰ τῶν τρομερῶν βασάνων, ποὺ θὰ ὑποστοῦν οἱ ἁμαρτωλοὶ στὴν κόλαση. Στὰ ἀποφθέγματα τῶν ἁγίων πατέρων διαβάζουμε τὸ ἑξῆς: «Ρώτησαν κάποιο μεγάλο γέροντα: Πατέρα, πῶς ὑπομένεις τόσο καρτερικὰ τέτοιους ἀγῶνες; Κι ὁ γέροντας ἀπάντησε: Ὅλοι οἱ ἀγῶνες μου ἐδῶ στὴ γῆ εἶναι μικρότεροι ἀπὸ τὰ βάσανα μίας μέρας στὴν κόλαση».

Ἡ ζωὴ ἐδῶ στὴ γῆ, ὅσο ὑπέροχη κι ἂν εἶναι, ἀνακατεύεται μὲ βάσανα. Δὲν ὑπάρχει πληρότητα ζωῆς ἐδῶ. Ἀλλὰ καὶ τὰ βάσανα στὴ γῆ, ὅσο μεγάλα κι ἂν εἶναι, ἀνακατεύονται μὲ τὴ ζωή. Στὴν τελικὴ κρίση ὅμως τὰ βάσανα θ’ ἀπομονωθοῦν ἀπὸ τὴ ζωή. Καὶ τὰ δυό τους βέβαια θὰ εἶναι αἰώνια. Τί σημαίνει ἡ αἰωνιότητα αὐτή, ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ χωρέσει. Σὲ κεῖνον ποὺ θά ᾽χει τὴ χαρὰ ν’ ἀτενίσει ἔστω καὶ γιὰ μία στιγμὴ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, θὰ τοῦ φανεῖ πὼς ἡ στιγμὴ αὐτὴ κράτησε χιλιάδες χρόνια. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ βασανιστεῖ ἀπὸ τὸ διάβολο στὴν κόλαση γιὰ μία στιγμή, αὐτὴ ἡ στιγμὴ θὰ τοῦ φανεῖ ὅτι κράτησε αἰῶνες. Ὁ χρόνος, ὁ ρυθμὸς τῆς μέρας καὶ τῆς νύχτας, δὲν θὰ εἶναι ὅπως τὸν ξέραμε, ἀλλὰ θὰ εἶναι «μία ἡμέρα, καὶ ἡ ἡμέρα αὐτὴ γνωστὴ τῷ Κυρίῳ» λέει ὁ προφήτης Ζαχαρίας (ιδ´ 7. βλ. Ἀποκ. κβ´ 5). Ἥλιος δὲν θὰ ὑπάρχει πιά, παρὰ μόνο ὁ Θεός. Κι ὁ ἥλιος αὐτὸς δὲν θ’ ἀνατέλλει καὶ θὰ δύει ὅπως τώρα. Ἡ αἰωνιότητα δέ θὰ μετριέται μὲ μέρες, ὅπως γίνεται τώρα μὲ τὸ χρόνο. Οἱ εὐλογημένοι θὰ μετρᾶνε τὴν αἰωνιότητα μὲ τοὺς ὅρους τῆς εὐφροσύνης τους κι οἱ ἁμαρτωλοὶ ποὺ θὰ βασανίζονται μὲ τοὺς ὅρους τῶν βασάνων τους.

***

Ἔτσι μίλησε κι αὐτὰ εἶπε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς γιὰ τὸ τελευταῖο καὶ μέγιστο γεγονὸς ποὺ θὰ λάβει χώρα στὰ ὅρια τοῦ τέλους τοῦ χρόνου καὶ τῆς αἰωνιότητας. Καὶ πιστεύουμε πὼς ὅλ᾽ αὐτὰ θὰ γίνουν, ἀκριβῶς ὅπως τὰ εἶπε. Πρῶτα ἐπειδὴ ὅλα ὅσα προεῖπε ὁ Χριστὸς ἐπαληθεύτηκαν ἀπόλυτα καὶ δεύτερον, ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος φίλος μας, ὁ Μόνος ποὺ ἀγαπᾶ πραγματικὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Καὶ στὴν ἀληθινὴ ἀγάπη ἐμπεριέχει μόνο τὴν τέλεια ἀλήθεια. Ἂν αὐτὰ δὲν ἐπρόκειτο νὰ γίνουν, δὲν θὰ μᾶς τά ᾽λεγε ὁ Κύριος. Ὅμως μᾶς τὰ εἶπε, καὶ θὰ γίνουν. Κι αὐτὰ βέβαια δὲν μᾶς τὰ εἶπε γιὰ νὰ κάνει ἐπίδειξη τῶν γνώσεων στοὺς ἀνθρώπους. Ὄχι! Ὁ Χριστὸς δὲν ζητοῦσε τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων (βλ. Ἰωάν. ε´ 41). Ὅλα μᾶς τὰ εἶπε γιὰ χάρη τῆς σωτηρίας μας. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀντίληψη καὶ ὁμολογεῖ Χριστό, τὸν Κύριο, θὰ συνειδητοποιήσει πὼς ἡ ἀνάγκη γιὰ νὰ τὰ γνωρίζει αὐτὰ εἶναι μόνο γιὰ τὴ σωτηρία του. Ὁ Κύριος δὲν ἔκανε τίποτα, δὲν εἶπε οὔτε λέξη, οὔτε καὶ ἐπέτρεψε νὰ τοῦ συμβεῖ κάτι στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς Του, ποὺ δὲν ἀφοροῦσε τὴ σωτηρίας μας.

Ἂς γίνουμε συνετοὶ καὶ φρόνιμοι, λοιπόν, κι ἂς ἔχουμε πάντα μπροστὰ στὰ πνευματικά μας μάτια τὴν εἰκόνα τῆς Τελικῆς Κρίσης. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἔχει κάνει ἤδη πολλοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ γυρίσουν ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς ἀπωλείας στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἡ ζωή μας εἶναι μικρή. Κι ὅταν τελειώνει, δὲν θὰ ὑπάρχουν περιθώρια γιὰ μετάνοια. Στὴ σύντομη ἐπίγεια ζωή μας πρέπει ν᾽ ἀποφασίσουμε ἐκεῖνο ποὺ θὰ εἶναι κρίσιμο γιὰ μᾶς στὴν αἰωνιότητα: Θὰ σταθοῦμε στὰ δεξιὰ ἢ στ᾽ ἀριστερὰ τοῦ Βασιλιᾶ τῆς Δόξας; Ὁ Θεὸς μᾶς ἀνέθεσε ἕνα μικρὸ κι ἁπλὸ καθῆκον, ἀλλὰ ἡ ἀνταπόδοση ἢ ἡ τιμωρία εἶναι πελώρια, ξεπερνοῦν τὴ δύναμη, κάθε ἀνθρώπινης γλώσσας γιὰ νὰ τὴν ἐκφράσουν.

Ἂς μὴν ὀλιγωρήσουμε λοιπόν, ἂς μὴ χάσουμε οὔτε μία μοναδικὴ μέρα. Κάθε μέρα μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἡ τελευταία μας, ἡ ἀποφασιστική. Κάθε μέρα εἶναι δυνατὸ νὰ φέρει τὴν καταστροφὴ τοῦ κόσμου αὐτοῦ, νὰ γίνει ἡ αὐγὴ τῆς πολυαναμενόμενης Ἡμέρας. Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος: «οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν;» (Ἰακ. δ΄ 4). Ἑπομένως ἐκεῖνος ποὺ δὲν χαίρεται, ὅταν ἐγγίζει τὸ τέλος τοῦ κόσμου, δείχνει πὼς δέν εἶναι φίλος του καὶ ἑπομένως ἐχθρός τοῦ Θεοῦ. Τέτοιες σκέψεις ὅμως δὲν κάνουν οἱ πιστοί, ποὺ γνωρίζουν διὰ πίστεως πὼς ὑπάρχει καὶ ἄλλη ζωή, τὴν ὁποία καὶ ἐπιθυμοῦν εἰλικρινά».

Εἴθε νὰ μὴ ντροπιαστοῦμε τὴν Ἡμέρα τοῦ Κυρίου, μπροστὰ στὸν Κύριο, στὴ χορεία τῶν ἀγγέλων Του καὶ στὰ δισεκατομμύρια τῶν δικαίων καὶ τῶν ἁγίων. Εἴθε νὰ μὴ χωριστοῦμε αἰώνια ἀπὸ τὸν Κύριο, ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους Του, ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους μας ποὺ θὰ βρίσκονται στὰ δεξιά Του. Ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὰ ἀμέτρητα πλήθη τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων νὰ ψάλλουμε τὸν ἐπινίκιο ὕμνο: «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ! Ἀλληλούια!». Εἴθε νὰ δοξάζουμε μαζὶ μὲ τὶς οὐράνιες δυνάμεις τὸν Σωτήρα Κύριό μας, τὸν Υἱό, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


(Πηγή: «Καιρός Μετανοίας» Ομιλίες Β’, Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Επιμέλεια – Μετάφραση – Κεντρική διάθεση: Πέτρος Μπότσης)

Τρίτη 2 Μαρτίου 2021

Βίος Αγίας Ευδοκίας της Οσιομάρτυρος - 1 Μαρτίου

 Η Αγία Ευδοκία γεννήθηκε από γονείς Σαμαρείτες. Έζησε κατά τους χρόνους του χριστιανομάχου βασιλιά Τραϊανού (98 - 117 μ.Χ.), στην Ηλιούπολη, επαρχία της Λιβανησίας




 Ήταν πάρα πολύ όμορφη, γι’ αυτό κιόλας το λόγο, εξέκλινε από μικρή στην πορνεία, γιατί πολλές φορές είναι δύσκολο να συμβαδίζει η ομορφιά του σώματος με τη σεμνότητα. Κάθε ημέρα, την επισκέπτονταν πάρα πολλοί για να εκτελέσουν την επιθυμία τους, και όχι μόνο από εκείνη τη χώρα, αλλά και από άλλες πολλές, ξοδεύοντας πολλά χρήματα προς χάρη της. Έτσι, η Ευδοκία, είχε συγκεντρώσει άπειρο πλούτο ζώντας αμαρτωλή ζωή και φυσικά δεν φρόντιζε για την μέλλουσα ζωή, ούτε σκεφόταν τι γίνεται μετά τον θάνατο. Επειδή όμως ο καλός βοσκός ψάχνει για το απολωλός πρόβατο, έφθασε και γι’ αυτή ο καιρός της ψυχικής της γιατρειάς με τον εξής τρόπο:

Πως έγινε Χριστιανή
Όργανο της θείας βουλής και της θείας χάριτος για την σωτηρία της αμαρτωλής νέας ήτανε ένας Χριστιανός Μοναχός που τ' όνομά του ήτανε Γερμανός. Ο Μοναχός αυτός,
ευσεβής και ενάρετος, ερχόταν από ξένο τόπο και ταξίδευε προς την Πατρίδα του. Περνώντας όμως από το μέρος που ζούσε η Ευδοκία έκανε ένα μικρό σταθμό. Και η θεία
πρόνοια οικονόμησε έτσι τα πράγματα ώστε να μείνει σ' ένα δωμάτιο που ήταν δίπλα στην κατοικία της Ευδοκίας. Στο δωμάτιο αυτό ο Μοναχός για να ωφελήσει και τους
οικοδεσπότες του τους διάβαζε μεγαλόφωνα για την ημέρα της Κρίσεως, την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Αυτά που διάβαζε ο Μοναχός τα άκουγε και η Ευδοκία από το
παράθυρο της και ήταν η αφορμή για να συνταραχθεί ολόκληρη. Να πλημμύρισε η καρδιά της από αγωνία. Συλλογιζόταν το τραγικό τέλος των αμαρτωλών, το φρικτό τίμημα
της αμαρτίας. Και στα όσα διάβαζε ο Μοναχός έβλεπε εκείνη με συντριβή το ελεεινό κατάντημα της. Την επόμενη ημέρα πήγε η Ευδοκία στον Μοναχό ώστε να της εξηγήσει τι
σημαίνουν όλα αυτά που διάβαζε εχθές το βράδυ. Ο Μοναχός αφού της εξήγησε και κατόπιν έμαθε ποια είναι και αφού είδε την συντριβή μέσα της της είπε κατόπιν:
— Αν θέλεις να σωθείς, πρέπει να κάνεις δύο πράγματα. Πρώτα να βαπτιστείς. Το βάπτισμα καθαρίζει όλους τους ρύπους και τους μολυσμούς των αμαρτιών. Δεύτερον να
σκορπίσεις καλά τον πλούτο που απέκτησες. Να τον μοιράσεις με χαρά στους φτωχούς και τότε θα σου δώσει ο Δεσπότης Χριστός σαν πλουσιόδωρος Βασιλεύς, αντί του βίου
τούτου που φθείρεται και τρέχει, πλούτο ανεκτίμητο, βίο που δεν τελειώνει ποτέ. θα σε συναριθμήσει μαζί με τις αγίες Παρθένες και θα συμβασιλέψεις με το Χριστό στον αιώνα.

Βούρκωσαν τα μάτια της Ευδοκίας. Η εξωτερική της ανησυχία φανέρωνε την τρικυμία της ψυχής της, που ξεσηκώθηκε από τις τύψεις της συνειδήσεως και τον πόθο της
σωτηρίας. Σε μια στιγμή, ρωτάει πάλι τον Μοναχό:
—Και ποιος με βεβαιώνει, ότι όσα μου είπες είναι αλήθεια; Δηλαδή τα αγαθά που κληρονομούν στον Παράδεισο, όσοι καταφρονήσουν τα πρόσκαιρα, για να βρω και εγώ στο
Χριστό; Να δουλεύω όλες τις ημέρες της ζωής μου και να γίνω υπόδειγμα μετανοίας σε πολλούς αμαρτωλούς;
—Αν θέλεις, να βεβαιώσεις, κόρη μου, είπε πάλι ο Μοναχός, βγάλε αυτά τα πολυτελή ενδύματα και όλα τα στολίδια που φορείς και να ντυθείς φτωχικά και καταφρονημένα ρούχα.
Μετά να κλειστείς μια βδομάδα στον κοιτώνα σου και να προσεύχεσαι στο Θεό με δάκρυα, νηστική. Τότε, ο Θεός, σαν αγαθός και φιλάνθρωπος θα σου φανερώσει αυτό που
επιθυμεί η ψυχή σου.




Το όραμα της Ευδοκίας
Η Ευδοκία έκανε ότι της είπε ο Μοναχός. Πρόσταξε στις δούλες της να μην ανοίξουν σε κανέναν εκείνες τις επτά ημέρες. Τις πρόσταξε ακόμη να μη κάνουν καμιά δουλειά
εκείνες τις ημέρες, άλλα μόνο να προσεύχονται. Αυτή δε κλείστηκε σε κουβούκλιο και προσευχόταν όλη τη βδομάδα με κλάματα. Την έβδομη ημέρα βγήκε η Ευδοκία από
το κουβούκλιο και ο Γέροντας την ρώτησε εάν είδε κάποια οπτασία. Και η Ευδοκία του απάντησε:
—Καθώς προσευχόμουν με δάκρυα να μου φανερώσει ο Θεός αυτό που ζητούσα και ενώ τα κοκόρια με τα λαλήματα τους δείχνανε ξημερώματα, ένα φως λαμπρότερο και
από τον ήλιο έλαμψε και ένας νέος αστραπόμορφος εμφανίστηκε εκείνη την ώρα. Με άρπαξε από το δεξί χέρι και με ανέβασε στον ουρανό. Με οδήγησε σ' ένα χαρούμενο τόπο.
Εκεί με υποδέχτηκαν με χαρά ένα πλήθος αναρίθμητο λευκοφόρων. Και καθώς απολάμβανα το γλυκύ εκείνο φως, ένας απαίσιος μελανόμορφος γίγαντας, τρίζοντας τα δόντια
του, φώναζε τόσο δυνατά, που από τις φωνές του ισείετο ο τόπος. Φιλονικούσε ο απαίσιος εκείνος με τον οδηγό άγγελό μου. Του έλεγε δε διαμαρτυρόμενος:
—«Με αδικείς Αρχιστράτηγε. Αν σώσεις αυτή την άσωτη που εμίανε τόσους ανθρώπους και γέμισε τη γη με την ανομία της, τότε πάρε και όλο τον κόσμο και δικαίωσε και όλους
τους άνομους άδικα. Εγώ για μικρή παρακοή, εξωρίσθηκα από τον Παράδεισο και συ βάζεις μέσα σ' αυτόν, αυτή την άσωτη και παμβέβηλη;».
Και ενώ αυτά φλυαρούσε ο δυσειδέστατος εκείνος μαύρος, ακούστηκε από τον ουρανό φωνή γλυκιά και μεγαλοπρεπής που έλεγε:
—«Ο Θεός, όλος αγάπη και ευσπλαχνία, υποδέχεται με χαρά αυτούς που μετανοούν».
Πάλι εκείνη η ίδια φωνή, άκουσα που είπε προς τον Αρχιστράτηγο:
—Πάρε αυτήν Μιχαήλ, και οδήγησε την στο σπίτι της, να αγωνιστεί, για να συγχωρήσω τις αμαρτίες της. Εγώ δε, θα την ενδυναμώνω και θα την διαφυλάττω ως τέκνον μου
γνήσιον για να μην μπορέσουν να την βλάψουν οι δαίμονες.
Αμέσως τότε συνέχισε η Ευδοκία ο Αρχιστράτηγος με έφερε εδώ και μου είπε:
—«Ειρήνη σε σένα, δούλη του Θεού Ευδοκία. Ανδρίζου και ενδυναμού, ότι η χάρις του Θεού θα είναι μαζί σου πάντοτε».
Τότε εγώ τον ρώτησα:
—«Πες μου, ποιος είσαι Κύριε;» Και αυτός μου είπε:
—«Εγώ του αληθινού Θεού ο Πρωτάγγελος είμαι. Του Θεού που δέχεται αυτούς που μετανοούν για τις αμαρτίες τους. Αυτούς με εντολή Του τους οδηγώ στην αιώνια ζωή και
τότε κάνουν μεγάλη χαρά οι άγγελοι, για τον αμαρτωλό που σώθηκε. Ο ελεήμων Θεός θέλει να σωθούν όλοι».
Αυτά είπε ο Αρχάγγελος, με σταύρωσε τρεις φορές και έγινε άφαντος.
Μετά από αυτά η Ευδοκία πίστεψε με όλη της την καρδιά στον Κύριο και ζήτησε από τον Γέροντα να την βαπτίσει και ύστερα να την πάει σε ένα Μοναστήρι για να αγωνιστεί για
την σωτηρία της.
Μετά το βάπτισμα η Ευδοκία έδωσε ένα νέο, αποφασιστικό χτύπημα στο Διάβολο. Τον χτύπησε βαθειά μέσα στην καρδιά του θανάσιμα. Φωτισμένη από το Πανάγιο Πνεύμα,
παρακάλεσε τον Επίσκοπο να μοιράσει όλη την περιουσία της στους φτωχούς.

Γίνεται Μοναχή και ψηφίζεται Ηγουμένη
Ελεύθερη τώρα η Ευδοκία από τα δεσμά της ύλης, περίμενε την ευλογημένη ώρα να μπει σε Μοναστήρι. Προς τούτο ήλθε ο μονάχος Γερμανός και την οδήγησε σε γυναικείο
Μοναστήρι που απείχε δέκα στάδια μακρυά από τους Μοναχούς. Στο Μοναστήρι η Ευδοκία μεταβλήθηκε σε τέλεια ασκήτρια, σε τέλειο άγγελο. Προ παντός εφάρμοσε ταπείνωση
και ακτημοσύνη. Φτάνει να σκεφτεί κανείς, ότι σ' όλη της τη ζωή φορούσε ένα μόνο ένδυμα. Το ένδυμα που έλαβε στο Άγιο Βάπτισμα. Και το χειμώνα που έκανε πολύ κρύο
φορούσε ένα ράσο τρίχινο. Έμαθε και το ψαλτήρι και όλη τη Γραφή και τη διάβαζε με προθυμία. Οι Άγγελοι δοξολογούσαν το Θεό. Ο διάβολος νικήθηκε και καταισχύνθηκε.
Θρηνούσαν οι δαίμονες για την μεταστροφή της Ευδοκίας. Μετά από λίγα χρόνια κοιμήθηκε η Ηγουμένη του Μοναστηριού. Με θεία νεύση ψήφισαν την Ευδοκία. Τόσο
ευαρέστησε το Θεό και την αδελφότητα η Αγία Ευδοκία, ώστε ο πλουσιόδωρος Κύριος της έδωκε εξουσία να κάνει θαύματα.



Την καταγγέλλουν για Χριστιανή
Τον καιρό εκείνο βασίλευε ο Αυρηλιανός. Μερικοί από τους πρώην εραστές της Ευδοκίας, όταν άκουσαν ότι πίστεψε στο Χριστό και έγινε μοναχή, παρακινούμενοι από το
Διάβολο την κατήγγειλαν στο βασιλέα. Του ανέφεραν ότι επήγε σε Μοναστήρι και κτίζει κελιά από χρήματα του Δημοσίου, τα όποια δήθεν έκλεψε. Του ζητούσαν να τους δώσει
εξουσία να της αρπάξουν τα χρήματα και να την απομακρύνουν από εκεί, επειδή βλασφημούσε τους θεούς και προσκυνούσε κάποιον που σταύρωσαν οι Εβραίοι. Όταν πήρε
την αναφορά ο βασιλεύς και τη διάβασε, θύμωσε πολύ. Έστειλε λοιπόν κάποιον άρχοντα με τριακόσιους στρατιώτες να την πάρουν με βία από το Μοναστήρι, μαζί με όλα τα
χρήματα και να την οδηγήσουν στα ανάκτορα.
Με οπτασία ο Κύριος φανέρωσε στην Αγία την επερχόμενη επίθεση. «Οργή του βασιλέως, της είπε, έρχεται κατά σου, άλλα μη φοβηθής, διότι εγώ είμαι μαζί σου πάντοτε».
Περίμενε λοιπόν μετά τη θεία πληροφορία, με ψυχραιμία η Αγία. Μετά από λίγο φτάσανε πραγματικά οι στρατιώτες του Βασιλέως για να γκρεμίσουν το Μοναστήρι και να
συλλάβουν την Αγία. Μάταια όμως! Θεία δύναμις τους εμπόδιζε. Τρία ημερόνυχτα γυρίζανε γύρω από το Μοναστήρι, χωρίς να μπορούν να μπουν μέσα. Βλέπων ο δίκαιος Θεός,
ότι οι στρατιώτες σαν ασύνετοι και δεν κατάλαβαν τη θεία Του και υπερθαύμαστη δύναμη για να επιστρέψουν πίσω, μετανοούντες για την ανομία τους, αλλά συνεχίζανε για να
εκτελέσουν την παράνομη προσταγή του επιγείου βασιλέως, τους παίδεψε λόγω της κακόπιστης εμμονής τους ως άδικους. Οι περισσότεροι στρατιώτες φονεύθηκαν από βίαιη
θανάσιμη πνοή. Ο αρχηγός και τρεις στρατιώτες σώθηκαν και έντρομοι επιστρέψανε για να αναγγείλουν στον Ηγεμόνα τα καθέκαστα. Θύμωσε ο βασιλεύς περισσότερο όταν
άκουσε αυτά. Κάλεσε τη σύγκλητο και είπε με οργή:
—Βλέπετε πως μία πόρνη καταφρονημένη και άτιμη πόσους δυνατούς στρατιώτες απώλεσε με τις μαγείες της; Τι λοιπόν με συμβουλεύετε να κάνω; Μήπως μας προξενήσει
και άλλα χειρότερα;
Ο υιός του βασιλέως, αλαζών και άπιστος, καυχήθηκε ότι μπορεί να πάει να καταστρέψει το Μοναστήρι. Μάταια όμως και κενά μελέτησε. Καθώς πήγαινε έφιππος, έπεσε ο
ίππος του και από την πτώση συνετρίβη το ένα του πόδι. Μετά από λίγο πέθανε, βασανιζόμενος από φρικτούς πόνους. Ήταν απαρηγόρητος ο βασιλεύς για το θάνατο του υιού
του.

Ταπεινωμένος ο βασιλείς ζητάει συγγνώμη
Ο Φιλόστρατος συμβούλεψε το βασιλέα να ζητήσει ταπεινά συγγνώμη από την Αγία και ίσως ο Θεός τον λυπηθεί. Ενώ φίλοι και συγγενείς θρηνούσαν το νεκρό υιό του βασιλέως,
επίσημος αντιπρόσωπος, ο δικαστής Βαβύλας, μετέφερε παρακλητικά γράμματα προς την Αγία. Όταν έφτασε στο Μοναστήρι, την προσκύνησε και της έδωσε τα γράμματα.
Βγήκε έξω τότε και καθισμένος πάνω σε μια πέτρα περίμενε απόκριση. Προσευχήθηκε πρώτα στο Θεό η Αγία Ευδοκία να κάνει το συμφερότερο. Έπειτα πήρε συγχώρηση από
τις αδελφές και με πολλή ταπεινοφροσύνη έγραψε τα εξής στο βασιλέα:
—Εγώ μεν, βασιλεύ, είμαι ευτελής και αθλία, βεβαρημένη από πλήθος ανομιών ως άσωτη, δεν είμαι δε άξια να κάμω δέηση προς τον Δεσπότη Χριστό για τον υιό σου, όμως αν
πιστέψεις σ' Αυτόν με όλη σου την ψυχή, θα δεις την μεγάλη Του δύναμη και η θλίψη σου θα μεταβληθεί σε χαρά και αγαλλίαση...
Αφού έγραψε αυτά η Αγία, έκαμε και τρεις σταυρούς στην επιστολή και την έδωσε στο δικαστή Βαβύλα. Ο Βαβύλας μόλις έφτασε στον τόπο των θρήνων και έβαλε την επιστολή
πάνω στον νεκρό, ω του θαύματος, ο νεκρός αναστήθηκε! Και τότε όλοι φώναξαν:
—«Μέγας ο Θεός της Χριστιανής Ευδοκίας, όστις κάμνει τοιαύτα θαυμάσια».
Τότε από ευγνωμοσύνη ο ηγεμόνας και η οικογένεια του βαπτίστηκαν Χριστιανοί.

Η Αγία Ευδοκία συλλαμβάνεται και οδηγείται στον Ηγεμόνα
Μετά τον θάνατο του βασιλέα τον διαδέχθηκε κάποιος άλλος ειδωλολάτρης. Αυτός διόρισε στην Ηλιούπολη κάποιον σκληρό και απάνθρωπο ηγεμόνα που λεγόταν Διογένης.
Ο Διογένης είχε μνηστευθεί την κόρη του πρώτου ηγεμόνος που ονομαζόταν Γελασία. Επειδή όμως δεν γινόταν χριστιανός, η Γελασία πήρε την κληρονομιά που της ανήκε και
με δύο ευνούχους της, ήλθε στο Μοναστήρι της Αγίας και μόνασε. Οι ευνούχοι της πήγανε κατόπιν και ούτοι σε ανδρικό μοναστήρι και μόνασαν. Οργισμένος από αυτό ο
ηγεμόνας Διογένης, σκέφθηκε να κακοποιήσει την Αγία Ευδοκία, που εκούρευσε μοναχή τη Γελασία, Αμέσως λοιπόν έστειλε πενήντα στρατιώτες να συλλάβουν την Αγία και
να την οδηγήσουν μπροστά του. Τότε εφάνη εν οράματι ο Δεσπότης Χριστός στην Αγία και της είπε:
—Αγρύπνα, Ευδοκία, και αγωνίζου δια την αληθινήν πίστιν, ίνα λάβης τον στέφανον, διότι ήλθε ο καιρός του μαρτυρίου σου. Και ιδού έρχονται κατά σου αλλόφυλοι και θηρία
άγρια, αλλά μη δειλιάσης ουδόλως εις τα κολαστήρια, διότι εγώ είμαι μαζί σου εις όλας τας θλίψεις σου.
Οι στρατιώτες συνέλαβαν την Αγία και την οδήγησαν στον ηγεμόνα χαρούμενοι. Όταν φτάσανε στην πόλι, ο ηγεμόνας διέταξε να την ρίξουν στη φυλακή και να την αφήσουν
νηστική τέσσερις ημέρες. Την τέταρτη ημέρα τη φέρανε στο Κριτήριο με σκεπασμένο το πρόσωπο. Όταν αποκαλύψανε το πρόσωπο της, βγήκε από αυτό λάμψη σαν αστραπή.
Όλοι θαύμασαν από αυτό και περισσότερο θαύμασε ο ηγεμόνας. Κάλεσε τότε ο ηγεμόνας την Αγία να πει την καταγωγή, την πίστη και το όνομά της. Και η Αγία του είπε:
—Το όνομά μου, ω ηγεμόνα, είναι Ευδοκία. Είμαι δε Χριστιανή και αξιώθηκα να ονομάζομαι δούλη Αυτού του μόνου Αγαθού και Εύσπλαγχνου Θεού, στον οποίο πίστεψα με
όλη μου την καρδιά. Πίστεψα δε τόσο, που δεν μπορεί κανένα πράγμα να με χωρίσει από την αγάπη Του. Μη χάνεις λοιπόν τον καιρό σου με το να με ρωτάς, μόνο πράττε ότι
σκέπτεσαι, για να απαλλαγείς από αυτή τη φροντίδα το συντομότερο.
Ο ηγεμόνας την απειλούσε με μαρτύρια αλλά έβλεπε την σταθερότητα της και τότε έδωσε διαταγή να ξεκινήσουν τα μαρτύρια.



Φρικτά μαρτυρία και θαυμαστά γεγονότα
Πρόσταξε ο ηγεμόνας να την γυμνώσουν ως την μέση και να ξεσχίσουν τις πλευρές της τέσσερις άνδρες, μέχρι που να φανούν τα σπλάγχνα της. Δύο ώρες βασανίζανε έτσι την
Αγία οι αιμοχαρείς. Δριμύτατοι ήσαν οι πόνοι από τα δεινά αυτά κολαστήρια. Όμως η Αγία υπέμεινε, για το Νυμφίο Χριστό καρτερικότατα.
Κατόπιν πρόσταξε να την γυμνώσουν τελείως, να την κρεμάσουν στο ξύλο και να την δέρνουν πιο δυνατά. Στην προσπάθειά τους να την γυμνώσουν, οι στρατιώτες βρήκαν το
κουτί με τον Άγιο Άρτο που είχε πάρει η Αγία μαζί της από το Άγιο Βήμα για να το έχει σαν σκέπη και βοήθεια. Το πήρανε και το δώσανε στον ηγεμόνα. Η ηγεμόνας προσπαθεί
ν' ανοίξει το κουτί. Αμέσως όμως βγήκε φλόγα και κατέκαυσε τον ηγεμόνα και τους περιεστώτας. Τον ηγεμόνα μάλιστα τον άφησε ημιπαράλυτο.
Έπεσε τότε στη γη, ελεεινό θέαμα, ο ηγεμόνας και οδυρόμενος έλεγε: «Ιάτρευσέ με, θεέ ήλιε, και βοήθησέ με να κατακαύσω τη μάγισσα αυτή». Τότε ήλθε αμέσως αστραπή
από τον ουρανό και τον κατέκαυσε. Συγκεντρώθηκε δε όλη η πόλις και θρηνούσε το θάνατο του ηγεμόνος.
Ένας από τους στρατιώτες, είδε τότε ένα νέο αστραπόμορφο, ντυμένο στα λευκά που μιλούσε με την Αγία και την σκέπαζε με λεπτό ωραίο μαντήλι, για να μην φαίνονται οι
σάρκες της. Βλέπων αυτά ο στρατιώτης, προσκύνησε την Αγία και της είπε:
—Δέξαι με μετανοούντα δούλη του αληθινού Θεού, ότι εις αυτόν πιστεύω και εγώ ο ανάξιος και σε παρακαλώ ευσπλαγχνίσου τον ηγεμόνα και ανάστησον αυτόν, δια να
πιστεύσουν και άλλοι πολλοί εις τον Δεσπότην Χριστόν δια μέσου σου.
Αφού δε είπε αυτά την έλυσε. από το ξύλο και την κατέβασε με ευλάβεια. Η Αγία προσευχήθηκε ώρα πολλή στο Χριστό. Έπειτα δε με μεγάλη φωνή εβόησε λέγουσα:
—Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, Συ που γνωρίζεις τα κρυφά των καρδιών μας και έκαμες τον κόσμο με την σοφία Σου, πρόσταξε να αναστηθούν όλοι αυτοί, που
κατακαύθηκαν από το πυρ, για να βλέπουν οι πολλοί τα θαυμάσια Σου και να δοξάζουν το Άγιον Σου όνομα.
Και ενώ αυτά παρακαλούσε το Θεό, στράφηκε προς τους νεκρούς και με την αγία της δεξιά άγγιζε έναν έναν τους νεκρούς λέγουσα:
—«Εις το όνομα του Ιησού εγέρθητι».
Και αμέσως, ω του εξαισίου θαύματος! όλοι, σαν από ύπνο ηγέρθησαν υγιείς. Οι περισσότεροι άνθρωποι αυτής της πόλεως όταν είδαν αυτό το θαυμάσιο, πίστεψαν στο Χριστό.
Βαπτίσθηκαν τότε οι άρχοντες Διόδωρος και Διογένης με όλους τους συγγενείς και το πλήθος που βρισκόταν εκεί. Η Αγία έμεινε λίγο καιρό εκεί στο σπίτι κάποιας Φηρμίνας μίας
από αυτούς που αναστήθηκαν και εκεί η Αγία έκανε θαυμαστές θαυματουργίες και κατόπιν νικήτρια η Αγία Ευδοκία επέστρεψε στο Μοναστήρι της. Το θέλημα όμως του Θεού
ήταν να λάβει μαζί με τον στέφανον της οσιότητος και τον στέφανον του Μαρτυρίου.
Αφού πέρασε λίγος χρόνος, απέθανε ο ηγεμόνας Διογένης θεάρεστα. Τον διαδέχθηκε κάποιος που λεγόταν Βικέντιος. Αυτός ήταν σκληρός και απάνθρωπος. Ήταν φοβερός
διώκτης των Χριστιανών. Αυτός, όταν άκουσε τα κατορθώματα της Αγίας, επειδή γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε με άλλο τρόπο να την θανατώσει, έστειλε στρατιώτες και απέκοψαν
της Αγίας της κεφαλήν την πρώτην του μηνός Μαρτίου. Έτσι το μεν πνεύμα απήλθε εις τα ουράνια, το δε τίμιο και πάνσεπτο λείψανο της έμεινε στη γη πηγάζον πλούσια μετά
θάνατον θαύματα.




Στίχος
Ἡ Σαμαρεῖτις οὐχ ὕδωρ Εὐδοκία, Ἀλλ' αἷμα, Σῶτερ, ἐκ τραχήλου σοι φέρει. Μαρτίου ἀμφὶ πρώτῃ ἡ Εὐδοκία ξίφος ἔτλη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως
Φόβον ἔνθεον, ἀναλαβοῦσα, κόσμου ἔλιπες, τὴν εὐδοξίαν, καὶ τῷ Λόγῳ Εὐδοκία προσέδραμες· οὗ τὸν ζυγὸν τῇ σαρκί σου βαστάσασα, ὑπερφυῶς
ἠγωνίσω δι' αἵματος. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ΄.
Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός,
παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Εὐδοκία τό πνεῦμά σου.

Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ
Ὁ εὐδοκήσας ἐκ βυθοῦ ἀπωλείας, πρὸς εὐσεβείας τὸν ἀκρότατον ὅρον, ἀναγαγεῖν σε ἔνδοξε ὡς λίθον ἐκλεκτόν, οὗτος καὶ τὸν βίον σου,
τῇ ἀθλήσει λαμπρύνας, χάριν ἰαμάτων σοι, Εὐδοκία παρέχει· ὃν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἡμᾶς, Ὁσιομάρτυς, Ἀγγέλων ἐφάμιλλε.

Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν
Φωτισθεῖσα τῇ αἴγλῃ τῇ θεϊκῇ, τὸν τῆς πλάνης κατέλιπες σκοτασμόν, καὶ βίον ἀνέλαβες, μετὰ σώματος ἄϋλον, χαρισμάτων δὲ θείων, πλησθεῖσα
τοῦ Πνεύματος, ἐκ ψιλῆς προσρήσεως, νεκροὺς ἐξανέστησας· ὅθεν ἐπὶ τέλει, μαρτυρίου στεφάνῳ, ἐνθέως κεκόσμησαι, καὶ τὸν δόλιον ᾔσχυνας,
Εὐδοκία Ἰσάγγελε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον
Χάρις εὐδοκίας τῆς θεϊκῆς, νύμφην σε τοῦ Λόγου, ἀπειργάσατο ἐκλεκτήν, ἤθεσιν ὁσίοις, καὶ αἵματι Μαρτύρων, θεόφρον Εὐδοκία, περιαστράπτουσαν.

πηγή από: http://xristianos.gr/