Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

Εωθινό Ευαγγέλιο - Κυριακή Η Λουκά (15/11/2020)

Ἦχος πλ. β´ - Ἑωθινόν Α´ (ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΗ´ 16 - 20)
16 Οἱ δὲ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς. 17 καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν. 18 καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων· Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς. 19 πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, 20 διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.


The Gospel According to Matthew 28:16-20
At that time, the eleven disciples went to Galilee, to the mountain to which Jesus had directed them. And when they saw him they worshipped him; but some doubted. And Jesus came and said to them, "All authority in heaven and on earth has been given to me. Go therefore and make disciples of all nations, baptizing them in the name of the Father and of the Son and of the Holy Spirit, teaching them to observe all that I have commanded you; and lo, I am with you always, to the close of the age. Amen." 


Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα- Ἦχος πλ. β´ - Ἑωθινόν Α´ (ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΗ´ 16 - 20)
16 Οι δε ένδεκα μαθηταί μετέβησαν εις την Γαλλαίαν, στο όρος το οποίον τους είχε ορίσει δια συνάντησιν ο Ιησούς. 17 Και ιδόντες αυτόν τον επροσκύνησαν, μερικοί δε είχαν κάποιαν αμφιβολίαν να πιστεύσουν ότι αυτός πράγματι ήτο ο Ιησούς. 18 Και αφού επλησίασεν όλους ο Ιησούς, ωμίλησε προς αυτούς και είπε· “μου εδόθη και ως προς άνθρωπον, κάθε εξουσία στον ουρανόν και εις την γην. 19 Λοιπόν, πηγαίνετε τώρα και διδάξατε εις όλα τα έθνη την αλήθειαν. Και αυτούς που θα πιστεύσουν και θα γίνουν μαθηταί σας, βαπτίσατέ τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. 20 Διδάσκοντες αυτούς να τηρούν όλας τας εντολάς, που εγώ σας έχω δώσει. Και ιδού, εγώ θα είμαι μαζή σας όλας τας ημέρας, μέχρις ότου λάβη τέλος ο αιών αυτός. Αμήν. (Θα είναι μαζή μας πάντοτε διότι αυτός είναι ο Εμμανουηλ, του οποίου το όνομα σημαίνει: Ο Θεός μαζή μας).

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ - ΚΥΡΙΑΚΗ Η ΛΟΥΚΑ (15/11/2020)

 

Ο Απόστολος Παύλος

ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Β´ 4 - 10

4 ὁ δὲ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, 5 καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι· 6 καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, 7 ἵνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ’ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. 8 τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, 9 οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. 10 αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν.


St. Paul's Letter to the Ephesians 2:4-10

Brethren, God who is rich in mercy, out of the great love with which he loved us, even when we were dead through our trespasses, made us alive together with Christ (by grace you have been saved), and raised us up with him, and made us sit with him in the heavenly places in Christ Jesus, that in the coming ages he might show the immeasurable riches of his grace in kindness toward us in Christ Jesus. For by grace you have been saved through faith; and this is not your own doing, it is the gift of God: not because of works, lest any man should boast. For we are his workmanship, created in Christ Jesus for good works, which God prepared beforehand, that we should walk in them.


Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα - ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Β´ 4 - 10

4 Ο Θεός όμως, ο οποίος είναι πλούσιος εις έλεος και φιλανθρωπίαν, χάρις εις την απεριόριστον αγάπην του, με την οποίαν μας ηγάπησε, 5 μας εζωοποίησε πνευματικώς, μαζή με τον Χριστόν, και όταν ακόμη ήμεθα νεκροί ένεκα των παραβάσεων. Εχετε σωθή όχι ένεκα της αξίας σας η των έργων σας, αλλά δωρεάν δια της χάριτος. 6 Και μας ανέστησε μαζή με τον Χριστόν και μας έβαλε να καθήσωμεν μαζή του εις την επουράνιον δόξαν δια του Ιησού Χριστού. 7 Και τούτο δια να φανερώση καθαρά εις τας ερχομένας γενεάς, δια μέσου όλων των αιώνων, τον μέγαν και ακατάληπτον, εις την ανθρωπίνην διάνοιαν, πλούτον της χάριτός του με την προς ημάς αγαθωσύνην, την οποίαν έδειξε δια του Ιησού Χριστού. 8 Διότι πράγματι έχετε σωθή δωρεάν με την χάριν δια μέσου της πίστεως. Και αυτή η ανεκτίμητος σωτηρία σας δεν προήλθεν από σας· το δώρον είναι του Θεού. 9 Δεν είναι καρπός και αποτέλεσμα έργων, δια να μη ημπορή ποτέ κανείς να καυχηθή. 10 Διότι όλοι μας είμεθα έργον ιδικόν του, αναγεννηθέντες και κτισθέντες εκ νέου δια του Ιησού Χριστού και επί του Χριστού ως θεμελίου, δια να πράττωμεν τα αγαθά έργα, τα οποίαν από καταβολής κόσμου είχεν ετοιμάσει ο Θεός, δια να πορευθώμεν κατά το διάστημα της ζωής μας με αυτά.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Η ΛΟΥΚΑ (15/11/2020)

Η Παραβολή του Καλού Σαμαρείτου

 

ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ - ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ι´ 25 - 37

25 Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 26 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; 27 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· 28 εἶπε δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. 29 ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; 30 ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἰεριχὼ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. 31 κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. 32 ὁμοίως δὲ καὶ Λευῒτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. 33 Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, 34 καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· 35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθὼν, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. 36 τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; 37 ὁ δὲ εἶπεν· Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.


The Gospel According to Luke 10:25-37

At that time, a lawyer stood up to put Jesus to the test, saying, "Teacher, what shall I do to inherit eternal life?" He said to him, "What is written in the law? How do you read?" And he answered, "You shall love the Lord your God with all your heart, and with all your soul, and with all your strength, and with all your mind; and your neighbor as yourself." And he said to him, "You have answered right; do this, and you will live." But he, desiring to justify himself, said to Jesus, "And who is my neighbor?" Jesus replied, "A man was going down from Jerusalem to Jericho, and he fell among robbers, who stripped him and beat him, and departed, leaving him half dead. Now by chance a priest was going down that road; and when he saw him he passed by on the other side. So likewise a Levite, when he came to the place and saw him, passed by on the other side. But a Samaritan, as he journeyed, came to where he was; and when he saw him, he had compassion, and went to him and bound up his wounds, pouring on oil and wine; then he set him on his own beast and brought him to an inn, and took care of him. And the next day he took out two denarii and gave them to the innkeeper, saying, 'Take care of him; and whatever more you spend, I will repay you when I come back.' Which of these three, do you think, proved neighbor to the man who fell among the robbers?" He said, "The one who showed mercy on him." And Jesus said to him, "Go and do likewise."


Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα- ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ι´ 25 - 37

25 Και ιδού, κάποιος νομοδιδάσκαλος εσηκώθηκε και με τον σκοπόν να πειράξη τον Χριστόν και να αποδείξη εις αυτόν ότι δεν γνωρίζει τον νόμον του είπε· “διδάσκαλε, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιωνίαν ζωήν;” 26 Ο Κυριος δε του είπε· “στον νόμον τι είναι γραμμένον; Πως αντιλαμβάνεσαι αυτό που διαβάζεις στον νόμον;” 27 Ο νομικός δε αποκριθείς είπε· “στον νόμον είναι γραμμένον, να αγαπάς Κυριον τον Θεόν σου με όλην σου την καρδίαν και με όλην σου την ψυχήν και με όλην σου την δύναμιν και με όλον σου τον νουν. (Ολος δε ο ευατός σου, ο νους, η καρδία, η θέλησις, η δραστηριότης σου, το πνεύμα και το σώμα, να πλημμυρίζουν από την αγάπην προς τον Θεόν). Να αγαπάς δε και τον πλησίον σου, όπως τον ευατόν σου”. 28 Είπε δε προς αυτόν ο Κυριος· “πολύ ορθά απήντησες· έτσι να κάνης και θα κληρονομήσης την αιώνιον ζωήν”. 29 Εντροπιασμένος ο νομικός διότι εφάνηκε εις τα μάτια των άλλων ότι δια ζήτημα πολύ γνωστόν ηρώτησεν τον Χριστόν, ηθέλησε να δικαιολογηθή και είπε προς τον Ιησούν· “και ποιός είναι ο πλησίον μου, που πρέπει να αγαπώ σαν τον ευατόν μου;” 30 Επήρε δε ο Ιησούς, εξ αφορμής αυτής της ερωτήσεως, πάλιν τον λόγον και είπε την παραβολήν· “Ενας άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ εις την Ιεριχώ και έπεσε εις τα χέρια ληστών, οι οποίοι, αφού του επήραν τα χρήματα, τον εγύμνωσαν, τον επλήγωσαν και έφυγαν, αφήσαντες αυτόν μισοπεθαμένον. 31 Κατά σύμπτωσιν ένας ιερεύς κατέβαινε στον δρόμον εκείνον και, μολονότι είδε τον τραυματίαν, τον επροσπέρασε, χωρίς να του δώση καμμίαν βοήθειαν. 32 Το ίδιο και κάποιος Λευΐτης, όταν έφθασε στο μέρος εκείνο, επλησίασε τον πληγωμένον, τον είδε, αλλά τον επροσπέρασε ασυγκίνητος. 33 Ενας όμως Σαμαρείτης, ο όποιος περνούσε από τον δρόμον εκείνον, ήλθε στο μέρος, όπου κατέκειτο μισοπεθαμένος ο τραυματίας, τον είδε και τον εσπλαγχνίσθηκε. 34 Επλησίασε κοντά του, έδεσε με προσοχήν πολλήν τα τραύματά του, αφού προηγουμένως τα έπλυνε και τα άλειψε μα λάδι και κρασί, τον ανέβασεν στο ζώον του, τον επήγε εις κάποιο πανδοχείον και τον επεριποιήθηκε ο ίδιος. 35 Την άλλην δε ημέρα εβγήκεν από το δωμάτιον του τραυματίου, όπου είχε διανυκτερεύσει, έβγαλε δύο δηνάρια, τα έδωσε στον ξενοδόχον και του είπε· Περιποιήσου τον, με όσην επιμέλειαν ημπορείς. Και ο,τι εξοδέψεις παραπάνω, εγώ, όταν επιστρέψω από την πατρίδα μου, θα σου το πληρώσω σαν προσωπικόν μου χρέος. 36 Λοιπόν, ηρώτησε τότε ο Κυριος τον νομοδιδάσκαλον, ποιός από τους τρεις αυτούς νομίζεις, ότι εφάνηκε πραγματικός πλησίον και αδελφός δια τον άνθρωπον αυτόν, που είχε πέσει στα χέρια των ληστών;” 37 Εκείνος δε είπε· “αυτός που έκαμε πράξιν ευσπλαγχνίας και αγάπης προς εκείνον”. Είπε λοιπόν εις αυτόν ο Ιησούς· “πήγαινε και συ και πράττε όμοια με αυτόν. (Κανε το καλόν με αγάπην προς όλους, είτε Ιουδαίοι είναι είτε Σαμαρείται είτε φίλοι είτε εχθροί”).

Ο Άγιος Φίλιππος ο Απόστολος (14 Νοεμβρίου)

Ο Άγιος Φίλιππος ο Απόστολος

Την πρώτη γνωριμία του με τον Χριστό μας την παρουσιάζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης με τούτα τα λόγια: «Τη επαύριον ηθέλησεν ο Ιησούς εξελθείν εις την Γαλιλαίαν•και ευρίσκει Φιλιππον και λέγει αυτώ•ακολούθει μοι» (Ιωαν. α’ 44). Ύστερα από το βάπτισμά Του και την τεσσαρακονθήμερη νηστεία Του στην έρημο και τους πειρασμούς Του από τον διάβολο, νικητής αποφασίζει να αναχωρήσει από την Ιουδαία στην Γαλιλαία για την έναρξη του έργου του.

Εκεί, σαν έφθασε, βρήκε μεταξύ των πρώτων τον Φίλιππο, που ήταν από τη Βηθσαϊδά, την ίδια πόλη από την οποία καταγόντουσαν και οι άλλοι δύο Απόστολοι και αδελφοί, Ανδρέας και Πέτρος. Πτωχοί και απλοϊκοί άνθρωποι ήσαν όλοι αυτοί. Όμως ο Κύριος τέτοιους εργάτες κατά κανόνα διαλέγει για τη διακονία Του. Ανθρώπους ταπεινούς και καλοδιάθετους. Την αγνή και πρόθυμη διάθεση είδε ο Κύριος στα βάθη της ψυχής του Φιλίππου και αυτήν εξετίμησε και έσπευσε να του μιλήσει και να του απευθύνει την τιμητική πρόσκληση: «Ακολούθει μοι», ακολούθησέ με.

Την αξία αυτής της κρίσεως την βλέπουμε αμέσως στον τρόπο με τον οποίο ο Φίλιππος έσπευσε να ανταποκριθεί στην ιερή πρόσκληση του Ιησού, χωρίς κανένα ενδοιασμό, αλλά με ενθουσιασμό και ζηλευτή προθυμία αφήνει τα πάντα και ακολουθεί τον Κύριο. Αφήνει εργασία, γονείς, φίλους και γνωστούς, σπίτι, μικρή έστω περιουσία και σπεύδει να γίνει ένας ακόλουθος της συντροφιάς του Ιησού. Κάπως παράξενη η σπουδή του να ακολουθήσει τον Κύριο, θα σκεφθεί ίσως κάποιος. Παράξενη μπορεί να φαίνεται. Αν θελήσουμε όμως να προσέξουμε και να εμβαθύνουμε λίγο στα λόγια του Ευαγγελιστή Ιωάννη, η απορία αυτή θα διασκεβασθεί αμέσως. «Ην δε ο Φιλιππος από Βηθσαϊδά, εκ της πόλεως Ανδρέου και Πετρου». (Ιωάν. α’ 45). Ο Φίλιππος δηλαδή καταγόταν από τη Βηθσαϊδά, από την πατρίδα του Ανδρέα και του Πέτρου. Ιδού το μυστικό της προθυμίας του Φιλίππου να ακολουθήσει τον Κύριο. Ήταν συμπολίτης του Ανδρέα. Και ο Ανδρέας ήταν μία από τις ευγενικές εκείνες καρδιές που με λαχτάρα περίμενε τον Μεσσία. Ο πόθος του αυτός τον έσπρωξε να γίνει και μαθητής του Ιωάννη του Βαπτιστή. Και αυτά που άκουε από την φωνή «του βοώντος εν τη ερήμω», φρόντιζε να τα μεταφέρει συχνά και να τα κάμνει γνωστά και στους άλλους. Πόση καλοσύνη και ευγένεια ψυχής δεν φανερώνει τούτο το παράδειγμα! Μα και πόσο ιεραποστολικό ζήλο για την ευτυχία και την σωτηρία των άλλων!

Όταν ο Ανδρέας μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή γνώρισε τον Κύριο και κλήθηκε πρώτος να γίνει μαθητής Του, φρόντισε αμέσως την χαρά του να την μοιρασθεί με τον αδελφό του Πέτρο. Αδελφέ μου, του είπε, «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Ναι! Βρήκαμε Εκείνον, που περιμέναμε. Βρήκαμε τον Χριστό. Έτσι ερμηνεύεται στα Ελληνικά η λέξη Μεσσίας.

Το παράδειγμα του Ανδρέα επαναλαμβάνει και ο Φίλιππος. Μόλις και αυτός κλήθηκε να ακολουθήσει τον Ιησού, σπεύδει και αυτός να κάμει κοινωνό της χαράς του τον φίλο του Ναθαναήλ. Πόσο απλά μας εκθέτει ο θείος ευαγγελιστής την χειρονομία αυτή του Φιλίππου! «Ευρίσκει Φιλιππος τον Ναθαναήλ και λέγει αυτώ•ον έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν, Ιησούν τον υιόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ» (Ιωάν. α’ 46). Ναθαναήλ φίλε μου, βρήκαμε αυτόν για τον οποίον έγραψαν ο Μωϋσής και οι Προφήτες. Είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ.

Ο Φίλιππος δεν τα χάνει. Με απόλυτη βεβαιότητα σε ότι λέγει, του απαντά: «Έρχου και ίδε». Φίλε μου, έλα κι εσύ να δεις με τα μάτια σου και να αντιληφθείς μοναχός σου αυτό που σου λέω. Να βεβαιωθείς δηλαδή και να πιστοποιήσεις και σε άλλους, ότι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ είναι αυτός που περιμέναμε, ο Μεσσίας, ο Σωτήρας των ανθρώπων. Πλησίασε τον Χριστό και σε λίγο διαπίστωνε και ο ίδιος και ομολογούσε με την περίφημη φράση «ραββί, συ ει ο υιός του Θεού, συ ει ο βασιλεύς του Ισραήλ» το πιστεύω του. Δηλαδή, Διδάσκαλε, στ’ αλήθεια, συ είσαι ο γιος του Θεού, συ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ, που με οδηγό τις προφητείες περιμέναμε. Και δεν ομολογεί μονάχα τον Ιησού σαν τον άνθρωπο των προφητειών, μα και τον ακολουθεί και γίνεται ένας από τους δώδεκα μαθητές Του, ο γνωστός και με το άλλο όνομα Βαρθολομαίος.

Ο Άγιος Φίλιππος ο Απόστολος

Τρία χρόνια παρακολούθησε ο Φίλιππος τον Κύριο. Τρία χρόνια ακούει την διδασκαλία Του και παρακολουθεί τα θαύματά Του. Τρία χρόνια δέχεται την ευεργετική Του επίδραση και ενισχύεται στο έργο που τον περιμένει.Μερικά περιστατικά από τη ζωή του κοντά στον Ιησού, μας δείχνουν τον ζήλο του, αλλά και τις αδυναμίες του. Μας δείχνουν ακόμη και την ιδιαίτερη θέση που κατέχει η προσωπικότητά του στον κύκλο των δώδεκα. Τα περιστατικά αυτά θεωρήσαμε σκόπιμο να παραθέσουμε πιο κάτω, για να τα μελετήσουμε. Μας λένε τόσα πολλά.

Στις παραμονές των Παθών του Κυρίου, ως προσκυνητές ήλθαν στα Ιεροσόλυμα και πολλοί Έλληνες προσήλυτοι στον ιουδαϊσμό. Αυτοί με όσα είχαν ακούσει για τον Κύριο, ένοιωσαν στην καρδιά τους βαθύ τον πόθο για να τον γνωρίσουν καλύτερα και να έχουν μαζί Του μια ιδιαίτερη συνομιλία. Στην περίπτωση αυτή το όνομα του Φιλίππου, όνομα ελληνικό, τους έδωκε το θάρρος να τον πλησιάσουν και να του φανερώσουν την επιθυμία τους: «Κύριε, του είπαν, θέλομεν τον Ιησούν ιδείν». Κύριε, θέλουμε να ιδούμε τον Ιησού. Να η παράκληση που του απηύθυναν. Παράκληση και επιθυμία ζηλευτή και αξιοπρόσεκτη. Και ο Φίλιππος, που ήθελε την χαρά, που ένοιωθε αυτός με το να ακολουθεί τον Κύριο και να ακούει τα θεία λόγια Του, να την δοκιμάζουν και άλλοι, έσπευσε να συνεννοηθεί σχετικά με τον αγαπητό του Ανδρέα και ύστερα μαζί να οδηγήσουν τους Έλληνες στον Ιησού. Τι θέματα κουβέντιασαν οι πρόγονοί μας με τον Κύριο κατά τη συνάντησή τους εκείνη δεν γνωρίζουμε. Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως ο Κύριος σαν είδε τους Έλληνες να πλησιάζουν είπε τα τιμητικά και θαυμαστά εκείνα λόγια: «Ελήλυθεν η ώρα, ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου» (Ιωάν. ιβ’ 23). Έφτασε δηλαδή η ορισμένη από τον Θεό ώρα, για να δοξασθεί ο Υιός του ανθρώπου. Να δοξασθεί με τη Σταύρωση και την Ανάληψή Του και να αναγνωρισθεί ως Μεσσίας και Λυτρωτής από τους Έλληνες, που την στιγμή αυτή αντιπροσωπεύουν και όλο τον εθνικό κόσμο. Ευλογημένη και μεγάλη η ημέρα εκείνη. Ναι! πολύ μεγάλη. Γιατί αν η προσέλευση των εθνών στον Χριστό και την διδασκαλία Του αποτελεί μία νίκη και ένα θρίαμβο του Χριστού και του έργου Του, ο ερχομός των Ελλήνων στην πίστη την χριστιανική έχει κάτι το πολύ ανώτερο. Αυτοί, οι Έλληνες, έδωσαν στον Κύριο όχι μόνο την γλώσσα τους, αλλά και τους πιο πολλούς ζηλωτές ιεραποστόλους για την εξάπλωση του χριστιανικού κηρύγματος στον κόσμο.

Με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής όλες αυτές φυσικά οι αδυναμίες των μαθητών πέρασαν. Μαζί με τους άλλους Αποστόλους και ο Φίλιππος ξεκίνησε για να μεταφέρει το μήνυμα της σωτηρίας εκεί που η αγάπη του Θεού τον κάλεσε. Με πίστη και ενθουσιασμό και πυρωμένη καρδιά ο πνευματέμφορος αυτός εργάτης της νέας πίστεως συνοδευόμενος πάντα και από τον φίλο του Βαρθολομαίο και την αδελφή του Μαριάμνη προχώρησε και κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού σε διάφορες πόλεις της Λυδίας, της Μυσίας και της Παρθίας. Λυδία και Μυσία. Επαρχίες της Μ. Ασίας. Η Λυδία βρισκόταν προς τα Ν.Δ. και η Μυσία στα βόρειά της Μ. Ασίας. Η Παρθία ήταν ορεινή χώρα στα νοτιανατολικά της Κασπίας θάλασσας. Οι κάτοικοι Πάρθοι.

Παρά τις αφάνταστες δυσκολίες που συναντούσαν όπου πήγαιναν και τα εμπόδια που ο διάβολος παρενέβαλλε στο έργο τους, εν τούτοις οι Απόστολοι νικούσαν στο τέλος και το έργο του Κυρίου προχωρούσε μέρα με την ημέρα. Πολύ συνέβαλαν στην προσπάθειά τους και τα πολλά θαύματα με τα οποία τους χαρίτωσε ο Κύριος. Θαύματα θεραπείας διαφόρων ασθενειών, αλλά και αναστάσεως νεκρών. Ένα τέτοιο θαύμα είναι και τούτο:

Βρισκόταν ο Απόστολος με την συνοδεία του στην Ιεράπολη της Φρυγίας. Εκεί ο μισόκαλος διάβολος βλέποντας τον εαυτό του νικημένο, παρεκίνησε μερικούς να συλλάβουν τον Απόστολο και να τον βασανίσουν. Δεμένο τον οδήγησαν πρώτα στο δικαστικό βουλευτήριο. Εκεί ο έπαρχος Αρίσταρχος σαν τον είδε εφρύαξε κυριολεκτικά. Νομίζεις, του λέγει, πως μπορείς να τρομάξεις και εμένα με τις μαγικές σου πράξεις;

Και χωρίς άλλο λόγο τον άρπαξε από τα μαλλιά και άρχισε να τον σέρνει εδώ και εκεί και να τον βασανίζει. Στην ενέργεια αυτή του ασεβή έπαρχου ο Απόστολος δεν κρατήθηκε. Για να τον σωφρονίσει, αλλά και για να δώσει ένα μάθημα και στους άλλους που παρακολουθούσαν τον βασανισμό του, φώναξε δυνατά κι είπε:

– Κύριε, γνωρίζω την ευσπλαγχνία σου. Όχι για να ικανοποιηθώ για την αδικία που μου γίνεται, αλλά για να σωφρονισθεί ο σκληρός αυτός άρχοντας για ότι μου κάμνει, μα και να γνωρίσουν και οι άλλοι την δύναμή Σου και να ιδούν, ότι δεν είσαι μόνο αγάπη, αλλά και τιμωρός των κακών, δώσε να παραλύσει τούτο το χέρι, που κτυπά στην κεφαλή, που συ ευλόγησες.

Μόλις τέλειωσε τον λόγο του ο θείος Απόστολος το θαύμα έγινε. Βαριά τιμωρία κτύπησε τον αναιδή και άδικο άρχοντα. Το χέρι ξεράθηκε. Και ακόμη το ένα μάτι του τυφλώθηκε και τα αυτιά του κουφάθηκαν. Στο θέαμα αυτό οι παρευρισκόμενοι τρόμαξαν και με συντριβή ψυχής άρχισαν να παρακαλούν τον Απόστολο να τον σπλαγχνιστεί και να τον ξανακάμει καλά. Στην παράκλησή τους ο ανεξίκακος μαθητής τόνισε:

– Ο άρχοντας μπορεί να γίνει καλά, αρκεί τόσο αυτός, όσο και εσείς να πιστέψετε στον αληθινό Θεό και στον Ιησού Χριστό που έστειλε και έπαθε για μας.

Μια νεκρική πομπή, που περνούσε την ώρα εκείνη από το μέρος εκείνο, σταμάτησε ξαφνικά. Μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς, που συνόδευαν τον νεκρό και έτυχε να είναι φίλοι κι ομοϊδεάτες του άρχοντα, στράφηκαν με διάθεση εκδικήσεως στον Απόστολο και του είπαν ειρωνικά:

— Αν ο Θεός σου μπορεί να αναστήσει τούτο τον νεκρό, που παίρνουμε να θάψουμε, τότε να Τον πιστέψουμε και εμείς και ο Αρίσταρχος, ο άρχοντάς μας.

Συγκλονισμένος ο Απόστολος από την πρότασή τους, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και αφού έκαμψε τα γόνατα, ανέπεμψε μυστικά μια ολόθερμη προσευχή. Ύστερα, αφού στράφηκε προς τον νεκρό που βρισκόταν στο φέρετρο, τον κάλεσε με το όνομά του και του είπε:

- Θεόφιλε, ο Παντοδύναμος Θεός σε διατάζει να σηκωθείς και ελεύθερα να πεις ότι θέλεις.

Ευλογητός ο Θεός! Το θαύμα έγινε στην στιγμή. Ο νεκρός σηκώθηκε από το φέρετρο, πετάχτηκε κάτω, και αφού γονάτισε μπροστά στον Απόστολο του είπε μ’ έναν αναστεναγμό βαθιάς ανακουφίσεως.

Σ’ ευχαριστώ, καλέ μου άνθρωπε. Σ’ ευχαριστώ, άγιε του Θεού, για την σωτηρία που μου χάρισες. Μερικοί μαύροι και απαίσιοι με έσερναν από τα χέρια, για να με ρίξουν στην Κόλαση. Η παρέμβασή σου με γλίτωσε. Θα έφευγα από τούτο τον κόσμο αμαρτωλός, χωρίς να ξέρω την αλήθεια. Και η αλήθεια είναι μία. Ο Ιησούς Χριστός που κηρύττεις είναι ο αληθινός Θεός. Πιστεύω και εγώ στον Χριστό με όλη μου την ψυχή.

Το θαύμα συντάραξε τα πλήθη. Το κάλεσμα του νεκρού με το όνομά του και η ανάστασή του συνεκίνησε όσους βρίσκονταν εκεί, που χωρίς κανένα δισταγμό πίστεψαν στον Χριστό και αναφώνησαν:

– Άνθρωπέ μας, πιστεύουμε, πως ο Θεός, τον οποίο Συ κηρύττεις, είναι ο αληθινός Θεός. Τώρα, βοήθησέ μας να σωθούμε και συγχώρησε και τον άρχοντα.

Τότε ο Απόστολος, αφού κατάπαυσε με το χέρι του τον θόρυβο, παρήγγειλε σ’ έναν από τους άρχοντες που συνόδευαν τον νεκρό να κάμει το σημείο του σταυρού πάνω στον Αρίσταρχο και να ζητήσει την βοήθεια της Αγίας Τριάδος. Ο άρχοντας έκαμε ότι του είπε ο Απόστολος και η θεραπεία ακολούθησε. Ο Αρίσταρχος έγινε αμέσως τελείως καλά. Το αποτέλεσμα συγκινητικό. Πολλοί ζήτησαν και βαπτίσθηκαν την ίδια ώρα. Πρώτος ο πατέρας του αναστηθέντος νεκρού, που λεγόταν Πρέφικτος και ήταν και αυτός ένας από τους άρχοντες της πόλεως. Μετά την βάπτισή του ο αναγεννημένος πια άνθρωπος έδωσε στον Απόστολο τους δώδεκα χρυσούς θεούς που είχε στο σπίτι του μαζί με τα άλλα υπάρχοντά του, για να τα διαμοιράσει στους φτωχούς και να τα χρησιμοποιήσει, όπως αυτός έκρινε καλύτερα.


Ο Άγιος Φίλιππος ο Απόστολος

Για χρόνια πολλά συνέχισε η ευλογημένη αυτή ομάδα το ανορθωτικό και σωστικό έργο της στις διάφορες πόλεις των επαρχιών που αναφέραμε. Τα αποτελέσματα, στ’ αλήθεια, θαυμαστά. Όπου «επλεόνασεν η αμαρτία υπερεπερίσσευσεν η χάρις» (Ρωμ. ε’ 20). Εκεί που πληθύνθηκε η αμαρτία, δόθηκε πολύ πιο άφθονη η χάρη. Εκεί που η αμαρτία είχε σχεδόν αποκτηνώσει τα θύματά της, ένας καινούργιος κόσμος αναγεννάται. Ο κόσμος της καλοσύνης και της αγάπης. Ο κόσμος ο όμορφος, ο αγγελικά πλασμένος. Ο κόσμος της αρετής. Η άλλοτε χριστιανική Μ. Ασία.

Έφτασε όμως ο καιρός να επικυρώσει ο θείος Απόστολος τα όσα δίδασκε και με την θυσία της ζωής του. Ήρθε ο καιρός να μαρτυρήσει. Εκεί στην Ιεράπολη της Φρυγίας μία ημέρα που δίδασκε, μερικοί φανατικοί ειδωλολάτρες τον συνέλαβαν και αφού τον βασάνισαν σκληρά, τον οδήγησαν στους άρχοντες. Μια ψευτοδίκη κατέληξε στην απόφαση ο Απόστολος να θανατωθεί. Οι δήμιοι, που περίμεναν, άρπαξαν τον Φίλιππο, του έδεσαν τους αστραγάλους και τον κρέμασαν σ’ ένα δένδρο με το κεφάλι προς τα κάτω. Ύστερα πήραν και τον Βαρθολομαίο και αφού τον βασάνισαν και αυτόν, τον κρέμασαν. Τον Απόστολο Φίλιππο τον σταύρωσαν. Η αδελφή του Μαριάμνη με πόνο ψυχής παρακολουθεί το μαρτύριο του αδελφού της και του άλλου Αποστόλου και προσεύχεται να τους δώσει ο Θεός δύναμη και υπομονή. Ένας σεισμός που έγινε την ώρα εκείνη έδειξε την αγάπη του Θεού στους εργάτες του Ευαγγελίου. Οι αλλεπάλληλες δονήσεις που έγιναν σε ολόκληρη την χώρα κατατρόμαξαν τα πλήθη που έτρεξαν με δάκρυα να ζητήσουν συγχώρηση από τους Αποστόλους. Ο Κύριος στις παρακλήσεις των εργατών του σταμάτησε το σεισμό και με μία θαυμαστή οπτασία τους έδωκε μία ακόμη απόδειξη της θείας του δυνάμεως. Μια σκάλα παρουσιάστηκε εκεί να ενώνει την γη με τον Ουρανό. Τα πλήθη έτρεξαν και κατέβασαν το Βαρθολομαίο από εκεί που ήταν κρεμασμένος. Όταν θέλησαν να κατεβάσουν και τον Φίλιππο από τον Σταυρό, αυτός δεν δέχθηκε, αλλά συνέχισε να διδάσκει τα πλήθη που ήσαν γύρω και να τα προτρέπει να μετανοήσουν και να βαπτισθούν. Διδάσκοντας άφησε την αγία του ψυχή να πετάξει στον ουρανό, στη χώρα της αιωνιότητας. Ο Απόστολος Βαρθολομαίος και η Μαριάμνη πήραν το τίμιο λείψανο και το έθαψαν μαζί με εκείνους που πίστεψαν και βαφτίστηκαν, με σεβασμό και ευλάβεια ραίνοντάς το με τα δάκρυα της αγάπης τους. Το σεπτό σκήνωμα του Αποστόλου για πολλά χρόνια στόλισε τον ιερό ναό που είχε κτισθεί στην Ιεράπολη προς τιμήν του Αγίου. Η δε αγία κάρα του τιμήθηκε από διάφορους αυτοκράτορες, όπως τον Θεοδόσιο, τον Ηράκλειο και άλλους με τις βασιλικές σφραγίδες τους.


Μικρογραφία του μαρτυρίου του Αποστόλου Φιλίππου.
Από το “Μηνολόγιο του Αυτοκράτορος Βασιλείου του Β’” (κώδικας Vat. gr. 1613).


Μετά την άλωση της Βασιλίδος των πόλεων από τους Λατίνους κατά το 1204 το σεπτό λείψανο μεταφέρθηκε στην Κύπρο και για πολλά χρόνια φυλασσόταν στο χωριό Άρσος, το χωριό αυτό λέγεται επίσημα και Αρσινόη της Πάφου, στον ιερό ναό που κτίστηκε εκεί προς τιμή του Αποστόλου. Αργότερα ένα μέρος των λειψάνων για ευλογία διανεμήθηκε σε διάφορα μέρη. Η θήκη δε με την ιερή κάρα προ του 1788 για μεγαλύτερη, τάχατες, ασφάλεια μετακομίσθηκε στην Ιερά Μονή του Σταυρού στο Όμοδος. Εκεί φυλάσσεται μέχρι σήμερα.

Σε χρόνια περασμένα, που το νησί μας μέσα στα τόσα άλλα το έδερνε και επιδημία ακρίδων, οι πατέρες μας μετέφεραν την θήκη με την αγία κάρα μέχρι τη Μεσαορία και έκαμναν αγιασμό, και εράντιζαν τα σπαρτά και τα δένδρα, για να τα απαλλάξουν από την αληθινή αυτή μάστιγα.

Θαύματα πολλά γίνονται και στις ημέρες μας σε όλους εκείνους που με βαθιά πίστη καταφεύγουν στον Κύριο και με ευλάβεια εκζητούν τη μεσιτεία του πνευματέμφορου Αποστόλου

Πηγή:http://www.pigizois.net/kiprioi_agioi/filipos_apostolos.htm

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

Βίος και πολιτεία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (13 Νοεμβρίου)

 

Σημειώσεις από το Συναξάρι του Συμεών του Μεταφραστού (10ου αιώνα)




 
Στις 13 Νοεμβρίου Γιορτάζει Η Εκκλησία Την Κοίμηση Του Αγίου Ιωάννου Του Χρυσοστόμου Που Μεταφέρθηκε Από Τις 14 Σεπτεμβρίου Λόγω Της Δεσποτικής Εορτής Της Υψώσεως Του Τιμίου Σταυρού. 
 
ΠΡΟΟΙΜΙΟ: ΓΕΝΝΗΣΗ, ΑΝΑΤΡΟΦΗ, ΣΠΟΥΔΕΣ, ΑΣΚΗΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ
 
Στο προοίμιο του Βίου αυτού τονίζει ο Συμεών τη γενική αλήθεια ότι ο βίος των αγίων είναι πάρα πολύ ωφέλιμος για τους χριστιανούς γιατί αποτελεί «παράκληση προς αρετή.» Αυτό, λέγει, ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου γιατί ο άγιος αυτός μίλησε γι αυτό που έζησε.
 
1) Καταγωγή και πρώτη ανατροφή: ο άγιός Ιωάννης ο Χρυσόστομος καταγόταν από εθνικούς, έλληνες γονείς, που έγιναν χριστιανοί ύστερα από τη δική του βάπτιση. Τον πατέρα του που ήταν ανώτερος αξιωματικός στο ρωμαϊκό στρατό τον λέγανε Σεκούνδο και τη μητέρα του Ανθούσα. Τον άγιό μας τον βάπτισε ο επίσκοπος Αντιοχείας Μελέτιος. Την πρώτη ανατροφή του και την παιδεία του την έλαβε στην Αντιόχεια. Εκεί έμαθε την ελληνική γραμματική και τα βασικά εγκύκλια γράμματα. Εκεί επίσης σπούδασε τη ρητορική κοντά στο περίφημο σοφιστή Λιβάνιο και τη φιλοσοφία στον καθηγητή Ανδραγάθιο. Ωστόσο ο πατέρας του πέθανε πρόωρα και τον μεγάλωσε η χήρα μητέρα του.
 
2) Φοιτητής στην Αθήνα: Μετά τις σπουδές του στην Αντιόχεια ήρθε στην Αθήνα για περαιτέρω σπουδές στη φιλοσοφία κοντά στους σοφιστές, και είχε την ευκαιρία να περιηγηθεί ολόκληρη την Ελλάδα. Στην Αθήνα έγινε και το πρώτο κατόρθωμά του, η δημόσια συζήτησή του με τον σπουδαίο σοφιστή Ανθέμιο, πού κατέληξε στην μεταστροφή του Ανθέμιου στην χριστιανική πίστη. Τέτοια ήταν η επιτυχία του πού τον αναζήτησε ο τότε επίσκοπος των Αθηνών να τον καταστήσει διάδοχό του.
 
3) Επάνοδος στην Αντιόχεια: Για να αποφύγει την χειροτονία του έφυγε ο Ιωάννης από την Αθήνα και επανήλθε στην Αντιόχεια. Εδώ επέλεξε τον ασκητικό βίο μαζί με το φίλο του Βασίλειο πού ήταν και αυτός από την Αντιόχεια. Στην απόφασή του όμως αυτή εναντιώθηκε η μητέρα του που του ζήτησε να μην την καταστήσει χήρα για δεύτερη φορά! Δεν μπόρεσε να αποφύγει την προτροπή της μητέρας του. Την υπάκουσε μέχρι το θάνατό της. Αμέσως μετά διαίρεσε την πατρική περιουσία του σε τρία μέρη και την μεταβίβασε α) στους πτωχούς, β) στις εκκλησίες που στερούνταν τα απαραίτητα λειτουργικά εφόδια και γ) στο δημόσιο (τα ακίνητα, ελευθερώνοντας τους δούλους που εργάζονταν σε αυτά).
 
4) Αναγνώστης και ασκητής: Στην συνέχεια έγινε αναγνώστης και ασκητής και άρχισε να μελετάει και να ερμηνεύει τις Γραφές με αποτέλεσμα να συναρπάζει τον κόσμο με τα κηρύγματά του. Η σκέψη του όμως ήταν στραμμένη στην ασκητική ζωή. «Τήν ερημίαν ηγείτο του παντός αξίαν», θεωρώντας την σαν κρυμμένο πολύτιμο θησαυρό γιατί εκεί αναζητούσε την παρουσία του Θεού. Έτσι, ακολούθησε τον δρόμο της αδελφής του που είχε ήδη γίνει μοναχή. Εγκατέλειψε την πόλη και προς «τον ησύχιον βίον αυτομολεί» δηλ. έγινε μοναχός από μόνος του. Εδώ επιδόθηκε στην μελέτη της Βίβλου και συνέγραψε τα πρώτα του έργα: τους Περί Ιερωσύνης Λόγους, που εξηγεί ποιος πρέπει να είναι ο ιερέας και τι είναι η χριστιανική ιερωσύνη, το Περί Παρθενίας, που εξηγεί πως η πνευματική ζωή ξεπερνάει τα σωματικά πάθη, το Είς Σταγείριον Μοναχόν δαιμονιζόμενον (σεληνιαζόμενο), που εξηγεί ότι οι δοκιμασίες που επιτρέπει ο θεός στην ζωή των πιστών οφείλονται σε κάποια μυστική πρόνοιά του που θα τους αποκαλυφθεί στον μέλλοντα αιώνα, τούς Περί κατανύξεως δύο λόγους εις Δημήτριον και Στελέχιον, και το Προς Θεόδωρον εκπεσόντα πού εξηγεί ότι όταν πέσει κανείς πνευματικά πάλι μπορεί να σηκωθεί. Εκτός από αυτά στο πρόγραμμά του είχε την καθημερινή επίσκεψη των ασθενών.
 
5) Τα πρώτα του θαύματα: Στο ασκητήριο του αγίου συνέβησαν και διάφορα θαυμαστά γεγονότα. Ο γέροντας Ησύχιος, που ήταν συνασκητής του, βλέπει σε όραμα τον απόστολο Ιωάννη και τον απόστολο Πέτρο να δίνουν στον Ιωάννη αντίστοιχα ένα τόμο (το Ευαγγέλιο) και τα κλειδιά (της αποστολικής εξουσίας)! Ακολουθούν τα θαύματα: 6) η θεραπεία ενός περιφανή Αντιοχέα που έπασχε από ημικρανία. 7) Η θεραπεία κάποιου άρχοντα Αρχέλαου της Αντιόχειας που έπασχε από λέπρα που τον έκανε να αφιερωθείστον Χριστό και να υποκινήσει και άλλους άρχοντες να κάνουν το ίδιο. 8) Η θεραπεία του Εύκλεου πού είχε χάσει την όρασή του από το ένα μάτι του και αποκαταστάθηκε με την επέμβαση του αγίου. 9) Η θεραπεία κάποιας Αντιοχειανής Χριστίνας που αιμορροούσε για επτά έτη και ελευθερώθηκε με την προσευχή του αγίου. Και τέλος, 10) η εξουδετέρωση ενός φονικού λιονταριού που είχε φονεύσει και καταβροχθίσει πολλούς αντιοχειανούς γεωργούς χρησιμοποιώντας σαν μοναδικό μέσο το σημείο του σταυρού.
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος - Mονή Xιλανδαρίου, Άγιον Όρος


 
Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΔΙΑΚΟΝΟΣ ΚΑΙ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ
 
10) Αναχωρητής στην έρημο, επιστροφή στην Αντιόχεια και χειροτονία του σε διάκονο: Έχοντας γίνει περιφανής και περιβόητος τα 4 αυτά χρόνια στην Μονή του, δραπετεύει αλλού για να μείνει αφανής. Αναχωρεί σε ερημικό τόπο για δύο χρόνια. Εδώ όμως αρρωσταίνει σοβαρά από την νηστεία και τις κακουχίες. Έτσι η θεία πρόνοια τον οδηγεί πίσω στην Αντιόχεια όπου χειροτονείται διάκονος από τον Αντιοχείας Μελέτιο και υπηρετεί την εκκλησία για 5 χρόνια.
 
11) Ο Χρυσόστομος χειροτονείται πρεσβύτερος: Όταν ο Μελέτιος πήγε στην Κωνσταντινούπολη για την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (το 381 μ.Χ.) τότε ο Χρυσόστομος ξαναγύρισε στην Μονή του. Εκεί τον βρήκε ο νέος πατριάρχης Αντιοχείας, ο Φλαβιανός, που διαδέχτηκε τον Μελέτιο, και τον έπεισε να επιστρέψει στην Αντιόχεια, όπου τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Το έκανε αυτό ο Φλαβιανός γιατί πήρε θεία προσταγή από κάποιον άγγελο! Το ότι η κλήση του Χρυσοστόμου στην ιεροσύνη ήταν θεοπρόστακτη φάνηκε και από ένα ακόμη θαύμα που έγινε την στιγμή της χειροτονίας του. Μια ολόλευκη περιστερά ήρθε και κάθισε επάνω στην κεφαλή του την στιγμή εκείνη που υποδήλωνε την ξεχωριστή χάρη του Αγίου Πνεύματος που του δόθηκε.
 
12) Η διακονία του ως πρεσβυτέρου: Η διακονία του ως πρεσβυτέρου τον ανέδειξε σε «χρυσόστομο» (τον κληρικό με το χρυσό στόμα), λόγω των εκπληκτικών ομιλιών και κηρυγμάτων του που βασίζονταν στην εξήγηση των βιβλικών κειμένων. Παράλληλα όμως με το έργο της διδαχής ανέπτυξε και έργο ποιμαντικό και κοινωνικό πού περιλάμβανε ιδιαίτερη φροντίδα για τούς ασθενείς και τους στερημένους. Και η περίοδος αυτή στέφθηκε με θαύματα. Αναφέρονται: 13) Η θεραπεία του γιου κάποιας Ευκλείας στην Αντιόχεια πού έγινε ύστερα από μετάνοια των γονέων του. 14) Η θεραπεία της γυναίκας ενός αιρετικού Μαρκιωνιστού άρχοντα της Αντιόχειας πού έπασχε από μακροχρόνια νόσο δυσεντερίας και μεταστράφηκε στην ορθόδοξη πίστη και η ίδια και ο άντρας της. Ο σεισμός πού επακολούθησε και είχε σαν συνέπεια την καταστροφή του ναού των Μαρκιωνιστών, που τον ύβριζαν διότι είχε συμβάλει στην μεταστροφή του ομοϊδεάτη τους άρχοντα, και την μεταστροφή όλων τους στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Και τέλος η επιστροφή πολλών άλλων ειδωλολατρών στην χριστιανική πίστη στην περιοχές του όρους Αμμανού και του όρους Κάσιου.
 
15) Ο Χρυσόστομος στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης: Η διακονία του Χρυσοστόμου στην Αντιόχεια τελείωσε όταν επήλθε ο θάνατος του πατριάρχη Νεκταρίου στην Κωνσταντινούπολη. Τότε ο αυτοκράτορας Αρκάδιος έγραψε στον Φλαβιανό Αντιοχείας και ζήτησε τον Ιωάννη για τον θρόνο της εκκλησίας στην βασιλεύουσα. Επακολούθησε η αντίδραση του Ιωάννη και του λαού, αλλά ο Φλαβιανός τους καθησύχασε. 16) Έτσι ήλθε ο Ιωάννης στην Κωνσταντινούπολη όπου του έγινε παλλαϊκή υποδοχή. Χειροτονήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου από τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας. Τότε κήρυξε και τον πρώτο λόγο του στην βασιλεύουσα πού έδωσε την πρώτη γεύση της μεγαλοσύνης του. 17) Τότε έγινε και το πρώτο θαύμα του στην εκκλησία, η απελευθέρωση ενός δαιμονισμένου που παρουσιάστηκε στο μέσον της εκκλησίας.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος



Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
 
Α) ΤΟ ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΟ ΕΡΓΟ
 
18) Η διακονία του Χρυσοστόμου στην Κωνσταντινούπολη: Το πρώτο ποιμαντικό έργο του Χρυσοστόμου ήταν έργο ανακαινιστικό και είχε σαν στόχο τα ανθρώπινα ήθη. Μίλησε ανοιχτά εναντίον των συνεισάκτων (των γυναικών που συζούν με αγάμους), εναντίον της πλεονεξίας και του άδικου πλουτισμού, εναντίον της ασωτίας, της αλαζονείας, της κενοδοξίας, της αργολογίας, της επιορκίας και γενικά της υβριστικής στάσης ενάντια στον Θεό. 19) Σαν άριστος γεωργός έσπειρε και καλλιέργησε με τους λόγους του και την συμπεριφορά του την αρετή, την ελεημοσύνη, την μεγαλοψυχία, την κοινωνικότητα, την γενναιοδωρία (την οποία απαίτησε σαν ποιμενάρχης από τους πλουσίους), την ταπεινοφροσύνη (την οποία αποκαλούσε μητέρα των αρετών), την σωφροσύνη, την παρθενία και, πάνω από όλα, την αγάπη (την οποία θεωρούσε βασίλισσα των αρετών). Τέτοια ήταν τα λόγια του ώστε όποιος τον άκουγε θεωρούσε την ψυχή του ακριβές αντίγραφο του αποστόλου Παύλου («της Παύλου τε ψυχής εκμαγείον είναι νομίσαι την εκείνου ψυχήν»). 20) Το έργο του ήταν επίσης ιεραποστολικό. Η φροντίδα του επεκτεινόταν σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου και αγκάλιαζε όλες τις εκκλησίες, στα πέρατα της γης («αυτώ κατά Παύλον η μέριμνα πασών των εκκλησιών ην»). Αναφέρεται ιδιαίτερα το έργο του στη Φοινίκη, στους Κέλτες που ήσαν αρειανοί, στους Σκύθες, στους Μαρκιωνιστές, κ.τ.λ. 21) Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το οικονομικό έργο του. Περιέκοψε τα αναλώματα της εκκλησίας, δηλ. τις υπερβολικές και μη αναγκαίες δαπάνες, και κατεύθυνε τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους στα έργα φιλανθρωπίας, στα νοσοκομεία, στην πρόνοια για τις χήρες, στους ηλικιωμένους, στους πτωχούς και στερημένους και γενικά στα έργα ελεημοσύνης. Όσον αφορά στο προσωπικό του έργο ήταν έργο αδάπανο. Δεν λάβαινε μέρος σε συμπόσια. Δεν έτρωγε με κανένα. Γιατί; Γιατί ήταν ασκητικός, γιατί ήθελε να μείνει απροσωπόληπτος, να μη διακονεί τραπέζας αλλά τον λόγο του Θεού και να καταγίνεται σε αδιάλειπτη προσευχή. Ήταν μιμητής του Παύλου («ούτω πολύς αυτώ και απόρρητος ο προς Παύλου πόθος, ώστε αρμοζόντως ειπείν, τούτο είναι, Ιωάννην Παύλον, όπερ Παύλω Χριστός ετύγχανε, μάλλον δε και Ιωάννη κατά Παύλον Χριστός. Επεί και τοιούτοι κακείνου δια Χριστόν οι προς Παύλον έρωτες»).

Ο Απόστολος Παύλος υπαγορεύει στο αυτί του Αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου.
Εικόνα από το Αγιογραφείο της ΙΜΜ Βατοπαιδίου.

22) Η ερμηνεία των επιστολών του απ. Παύλου από τον Χρυσόστομο: Όταν καταπιάστηκε με την ερμηνεία των επιστολών του απ. Παύλου είχε αγωνία μήπως και δεν τις ερμήνευε με τρόπο που ανταποκρινόταν στον σκοπό του αποστόλου. Προσευχόταν λοιπόν να του δοθεί κάποια θεία απάντηση. Έτσι και έγινε και μάλιστα με τρόπο εξαιρετικά θαυμαστό. Κάποιος αυλικός άρχοντας έπεσε άδικα σε δυσμένεια, απολύθηκε από τον βασιλιά και εκδιώχθηκε από την βασιλεύουσα. Ζήτησε λοιπόν την βοήθεια του αγίου, γιατί γνώριζε, όπως όλοι οι αδικούμενοι, ότι μόνο αν μεσολαβούσε εκείνος θα υπήρχε περίπτωση να αποκατασταθεί. Ο ποιμένας του είπε να τον επισκεφθεί την νύχτα προς αποφυγή σύλληψής του και εκείνος υπάκουσε. 23)Όταν προσήλθε στο επισκοπείο του άνοιξε ο Πρόκλος, ο οποίος και έσπευδε να ειδοποιήσει τον άγιο. Τον είδε όμως από την χαραμάδα της πόρτας σκυμμένο να ασχολείται με την ερμηνεία των επιστολών του Παύλου. Είδε επίσης και κάποιον άλλον άνδρα, φαλακρό και με πλατειά γένια, που έμοιαζε με τον προφήτη Ελισαίο, να στέκεται πίσω από τους ώμους του και να του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. Σκέφτηκε ότι κάποιος είχε έλθει από έξω χωρίς να του γίνει αντιληπτός και αυτός μιλούσε τώρα στον άγιο. Γύρισε λοιπόν και είπε στον νυχτερινό επισκέπτη να περιμένει. Περνούσε όμως η ώρα και έτσι ξαναπήγε ο Πρόκλος να δει τι συμβαίνει. Ξαναβλέπει τον άγιο να συνομιλεί με τον άγνωστο επισκέπτη. Εν τω μεταξύ όμως ξημέρωσε και χτύπησε το σήμαντρο για τον Όρθρο. Ζήτησε λοιπόν ο Πρόκλος από τον άρχοντα να έλθει την άλλη ημέρα το βράδυ. Έτσι και έγινε. Πάλι όμως βρέθηκε ο Πρόκλος αντιμέτωπος με το ίδιο θέαμα. Όπως ήταν φυσικό, φάνηκε σαν να έχασε την εμπιστοσύνη του ο επισκέπτης στην ειλικρίνεια του Πρόκλου. Εκείνος τον διαβεβαίωσε ότι του έλεγε την αλήθεια και του ζήτησε να υπομείνει και να ξαναδοκιμάσει το επόμενο βράδυ. Έτσι και έγινε. Πάλι όμως τον πρόλαβε το σήμαντρο και ο όρθρος στην αυγή της νέας ημέρας! Βαρύθυμος ο επισκέπτης αποχώρησε χωρίς να διαβεβαιώσει την αυριανή του επάνοδο. Ο Πρόκλος με τη σειρά του αποφάσισε να λάβει τα μέτρα του, να μην φαει, ούτε να κοιμηθεί, αλλά να ξαγρυπνήσει στην πόρτα ώστε να μην εισέλθει στο εξής κανένας άλλος στα δώματα του αγίου. Ήλθε το επόμενο βράδυ, ήλθε και ο επισκέπτης. Ο Πρόκλος τον διαβεβαίωσε ότι ήταν ο πρώτος και μοναδικός επισκέπτης και πήγε να ειδοποιήσει τον κύριό του. Αντίκρισε όμως το ίδιο θέαμα. Τότε κατάλαβε ότι το θέαμα δεν ήταν ανθρώπινο αλλά θείο! Γύρισε λοιπόν και εξήγησε το γεγονός στον νυχτερινό επισκέπτη, που απεχώρησε και πάλι με μεγάλη λύπη. Αργότερα καλεί ο άγιος τον Πρόκλο και τον ρωτά αν ήλθε κάποιος επισκέπτης που περίμενε από μέρες. Ο Πρόκλος του δίνει εξηγήσεις. Ο άγιος απορεί και τον ρωτά πως ήταν ο συνομιλητής του πού είδε ο Πρόκλος. Εκείνος με την σειρά του τού δείχνει την εικόνα του Παύλου που κρεμόταν απέναντί του. Αυτός ήταν! Τότε κατάλαβε ο άγιος Χρυσόστομος την σημασία αυτού του θαύματος. Ήταν η θεία απάντηση στο ερώτημά του που περίμενε. Πήρε λοιπόν θάρρος και έφερε εις πέρας την ερμηνεία όλων των επιστολών του απ. Παύλου. Ωστόσο τον επισκέφτηκε και πάλι ο άρχοντας και με την μεσολάβηση του αγίου ποιμένα αποκαταστάθηκε από τον βασιλιά.
 
24) Η αυστηρή ποιμαντορία του αγίου και το κόστος της! Ο άγιος δεν έπαψε στις ομιλίες του και στις προσωπικές επαφές του να ελέγχει αυστηρά τους κληρικούς και τους λαϊκούς. Τους έλεγχε για το βίο τους και την συμπεριφορά τους, γιατί ο ζήλος του για την εκκλησία και την αγιότητά της ήταν σαν φωτιά πού έκαιγε μέσα στα σωθικά του. Έτσι ο επιεικής και ηπιότατος ποιμενάρχης φάνηκε στους ασυναίσθητους πολίτες βαρύς και αποβλητέος. Σε αυτήν την δυσφορία προστέθηκαν και άλλες. 25) Ο πρωθυπουργός Ευτρόπιος, που ήταν προηγουμένως θερμός υποστηρικτής του Χρυσοστόμου, έγινε ξαφνικά αντίπαλός του. Συμφώνησε με τις αρχές, αντίθετα με τον ποιμενάρχη, να καταργηθεί το άσυλο της προσφυγής στην εκκλησία, γιατί το χρησιμοποιούσαν αυτό πολλοί αδικημένοι πού πρόστρεχαν στον άγιο ποιμένα για συμπαράσταση και βοήθεια. Δεν ήξερε ο Ευτρόπιος, λέγει ο συναξαριστής, ότι ακόνιζε το μαχαίρι εναντίον του εαυτού του! Όταν αργότερα χρειάστηκε να προσφύγει ο ίδιος στην εκκλησία βρήκε το δρόμο κλειστό. Ποιος έσπευσε τότε να τον ελεήσει; Ο άγιος ποιμένας! Και έτσι φανερώθηκε πόσο φιλεύσπλαχνος, συγκαταβατικός και φιλάνθρωπος ήταν ο ιερός Χρυσόστομος. 26) Μια άλλη παρόμοια περίπτωση είναι η υπόθεση των αιρετικών Αρειανών της Πόλεως. Πώς τους απομάκρυνε ο άγιος, αλλά και πως διευθετήθηκε η υπόθεσή τους με την μεσολάβηση του αγίου. 27) Εν τω μεταξύ ο άγιος συνέχιζε απρόσκοπτα τις καυστικές ομιλίες του, των οποίων η αυθεντία σφραγιζόταν κατά την τέλεση της θείας Λειτουργίας με την φανέρωση (στην Αναφορά) του Παναγίου Πνεύματος (!), όπως έλεγαν πολλοί μάρτυρες. 28) Η αυθεντία του αγίου ποιμένα τονίζεται και σε μια άλλη εκπληκτική ιστορία πού αναφέρει σαν παράδειγμα ο συναξαριστής. Είχε ο άγιος μεταστρέψει στην ορθόδοξη πίστη ένα Μακεδονιανό αιρετικό που δεν πίστευε στην θεότητα του αγίου Πνεύματος, όχι όμως και την γυναίκα του η οποία προσπάθησε να αποδείξει στον άνδρα της ότι δεν υπήρχε διαφορά ανάμεσα στην θεία κοινωνία των Ορθοδόξων και των Μακεδονιανών. Ήλθε λοιπόν στην θεία Λειτουργία των Ορθοδόξων με τον άνδρα της προφασιζόμενη ότι είχε δεχθεί την ορθή πίστη και όταν της πρόσφερε ο άγιος τον «θείον άρτον» εκείνη τον έκρυψε και τον αντικατέστησε με ένα άλλον καθαγιασμένον από τους Μακεδονιανούς. Όταν όμως τον έβαλε στο στόμα της, τότε διαπίστωσε ότι ο δικός της ο άρτος μετατράπηκε σε πέτρα! 29) Μια άλλη περίπτωση που αναφέρει ο συναξαριστής είναι η περίπτωση του Γότθου (μισθοφόρου) στρατηγού Γαϊνά πού ήταν αιρετικός αρειανός και πρόβαλε αξιώσεις για τον εκκλησιασμό των αρειανών στρατιωτών που υπηρετούσαν στον ρωμαϊκό στρατό του Βυζαντίου. Ο άγιος αντιμετώπισε τις αξιώσεις του και τον αποστόμωσε. 30) Τέλος η αυστηρή ποιμαντορία του Ιερού Χρυσοστόμου φαίνεται στην φροντίδα για την κανονική τάξη την οποία προσπάθησε να επιβάλει και πέραν από τα όρια της βασιλεύουσας. Η περίπτωση της καθαιρέσεως του Αντωνίνου Εφέσου και ορισμένων άλλων μικρασιατών επισκόπων του είναι χαρακτηριστική. Η ανάρρηση του Αντωνίνου στον αποστολικό θρόνο της Εφέσου και η όλη μητροπολιτική ποιμαντορία του δεν ήσαν μόνο σιμωνιακή αλλά και καταδυναστευτική, όπως κατέδειξαν οι επτά σοβαρές κατηγορίες πού πρόβαλε εναντίον του στην σύνοδο ο επίσκοπος Ουαλεντινουπόλεως Θεόφιλος. Ο Χρυσόστομος πήγε επί τόπου και επέβαλε την κανονική τάξη – κάτι πού ήταν απαραίτητο αλλά τού στοίχισε ακριβά αργότερα όταν ξέσπασε η κρίση στην εκκλησία και ο διωγμός εναντίον του. 31) Μετά την επιστροφή του στην έδρα του συνέχισε χωρίς υποστολή το συνηθισμένο έργο του, την προστασία των χηρών, την φροντίδα των ορφανών, την βοήθεια στους αδικημένους, την καθοδήγηση όλων στην αρετή, δηλ. στην επιμέλεια της ψυχής, και στο καθημερινό κήρυγμα του θείου λόγου πού έρεε σαν ανοιχτός κρουνός με πλούσιο γάργαρο νερό.

Oμιλίες Iωάννου του Xρυσοστόμου - 1335 μ.Χ. - Mονή Bατοπαιδίου, Άγιον Όρος


 
Β) Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
 
31) Η Κρίση στην Εκκλησία: Το κόστος της συνεπούς και ακέραιης διακονίας του ι. Χρυσοστόμου άρχισε να μεγαλώνει με το ξέσπασμα μιας κρίσης στην εκκλησία πού χαρακτηρίζεται από τον συναξαριστή σαν μια άγρια λαίλαπα. Και η αιτία; Ποια ήταν η αιτία; Ήταν «το πάθος της φιλαργυρίας», πού πολεμούσε ο άγιος και την χαρακτήριζε σαν το «κακοηθέστατο και ανελευθερώτατο των άλλων παθών πάντων». Οι μεγαλόσχημοι δούλοι στο πάθος αυτό ήσαν εκείνοι πού κίνησαν τον πόλεμο και προκάλεσαν την κρίση. Πρώτη στον πόλεμο αυτό ήταν «η πρώτη των εραστών του πλούτου η (βασίλισσα) Ευδοξία», αν και ποτέ δεν αναφέρθηκε ο άγιος σε αυτήν ή σε άλλους προσωπικά όταν έλεγχε την φιλαργυρία γενικά. Εκείνη όμως που άκουγε το λόγια του τα έπαιρνε προσωπικά. Πως λοιπόν άρχισε ο πόλεμος εναντίον του αγίου ποιμένα;
 
31) Η αντιπαράθεση της Βασίλισσας Ευδοξίας και του ιερού Χρυσοστόμου: Η αρχή της αντιπαράθεσης ήταν η περίπτωση του Πατρίκιου Θεοδέριχου του οποίου την περιουσία προσπάθησε να δημεύσει και να προσεταιρισθεί η βασίλισσα Ευδοξία. Του ζήτησε να την δανείσει χρήματα για κοινωνικούς (ανθρωπιστικούς) σκοπούς. Αυτός αρνήθηκε και κάτω από τις πιέσεις της βασίλισσας κατέφυγε στον άνθρωπο του Θεού. Ο άγιος λύτρωσε τον Πατρίκιο με την επέμβασή του και εκείνος τότε αφιέρωσε τον πλούτο του στην Εκκλησία. Τότε επενέβη η Ευδοξία και κατηγόρησε τον άγιο ότι ήταν εκείνος φιλοχρήματος. Και ο άγιος την ανταπάντησε ότι η δωρεά του Πατρικίου δόθηκε στον Χριστό. Εκείνον θα λυπήσεις και τον εαυτόν σου θα βλάψεις αν αντισταθείς σε αυτήν την δωρεά. «Τούτο πρώτον τη Ευδοξία σπέρμα της προς αυτόν (τον Χρυσόστομον) απεχθείας», σημειώνει ο συναξαριστής. 32) Μια άλλη περίπτωση αντιπαράθεσης συνδέεται με κάποια χήρα Καλλιτρόπη που κατοικούσε στην Αλεξάνδρεια και έπεσε θύμα του Αυγουστάλιου (Ρωμαίου Διοικητού) Παυλακίου. Εκείνη τον πηγαίνει σε δίκη στην βασιλεύουσα και εκείνος μετατρέπει την δίκη σε βάρος της. Τότε προσφεύγει η Καλλιτρόπη στη βασίλισσα, και εκείνη χρησιμοποιεί την περίσταση για να εισπράξει χρήματα (Ταύτα η φιλοχρήματος εκείνη και ανελεύθερος και χρυσώ ζώσα, χρυσόν ορώσα, χρυσόν πνέουσα, χρυσόν νυκτός και μεθ’ ημέραν φανταζομένη»)! Η τελευταία επιλογή της χήρας είναι «ο πάντων λιμένας», ο άγιος στον οποίον και καταφεύγει. Ο άγιος ποιμένας ζητά από την βασίλισσα να επιστρέψει τα χρωστούμενα στην χήρα. Η Ευδοξία του ζητάει να μην ανακατευτεί στην υπόθεση. Εκείνος επιμένει, και εκείνη στέλνει δύο εκατόνταρχους να τον συλλάβουν. Εκείνοι σπεύδουν να εκτελέσουν την βασιλική εντολή, βλέπουν όμως όραμα ταξιάρχη αγγέλου που τους προειδοποιεί ότι προστατεύει τον άγιο! Η Ευδοξία δεν έχει άλλη επιλογή. Υποχωρεί. Χρησιμοποιεί όμως άλλο μέσο. Στέλνει τον Φρουμέντιο να τον μεταπείσει. Ο άγιος παραμένει αμετακίνητος, αλλά μεσολαβεί για να πάρει η χήρα τελικά το οφειλόμενο!33) Η βασίλισσα αντεπιτίθεται. Στέλνει μήνυμα στον άγιο να περιορισθεί στα εκκλησιαστικά και να μην αναμιγνύεται στα πολιτικά. Εκείνος της απαντά ότι δεν ανακατεύεται, αλλά απλά ελέγχει την αδικία, επιτιμά και παρακαλεί, γιατί αυτός είναι ο ρόλος του επισκόπου. Ο επίσκοπος οφείλει να διδάσκει εναντίον των παθών, όπως η φιλαργυρία και να υποστηρίζει το δίκαιο. Η Ευδοξία αποφασίζει να εξοντώσει τον άγιο. Πώς; Κινεί εναντίον του κληρικούς και λαϊκούς, αυλικούς και γυναίκες. Οι θερμότεροι εταίροι αγωνιστές ήσαν ο πατριάρχης Θεόφιλος Αλεξανδρείας και οι Αντιοχειανοί επίσκοποι, Ακάκιος Βερροίας, Αντίοχος Πτολεμαΐδος, και ο Σεβηριανός Γαβάλων. Επίσης 2 πρεσβύτεροι και πέντε διάκονοι. Με άλλα λόγια χρησιμοποιεί η βασίλισσα συμμορία και συνομωσία.
 
34) Ο αρνητικός ρόλος του Θεοφίλου Αλεξανδρείας: Η αντιπαράθεση του Θεοφίλου με τον Χρυσόστομο έχει βαθιές ρίζες, τις οποίες παρουσιάζει ο συναξαριστής. Αρχίζει με την διαμάχη του Θεοφίλου με δύο καταξιωμένους ιερείς του, τον Πέτρο και τον Ισίδωρο. Ο Θεόφιλος κατηγόρησε τον πρώτο ότι δέχτηκε μια Μανιχαία (αιρετική) γυναίκα σε κοινωνία. Ο Πέτρος υποστήριξε ότι η γυναίκα αυτή είχε μεταστραφεί στην Ορθοδοξία και έφερε σαν μάρτυρά του τον Ισίδωρο πού είχε χειροτονήσει ο μ. Αθανάσιος. Ο Θεόφιλος καθαίρεσε τον Πέτρο χωρίς λόγο και ζητούσε δικαιολογία για να τιμωρήσει τον Ισίδωρο. Η αφορμή δόθηκε όταν έλαβε ο Ισίδωρος 1000 χρυσά από την Θεοδότη την αδελφή του Υπάρχου Θεοδώρου για φιλανθρωπικούς σκοπούς με την παράκληση να μην μάθει τίποτε για αυτό ο Θεόφιλος που θα χρησιμοποιούσε τα χρήματα αυτά για κτίρια. Όταν πληροφορήθηκε περί τούτου ο Θεόφιλος τότε σχεδίασε την τιμωρία του Ισιδώρου. Τον κατηγόρησε γραπτώς στην σύναξη των πρεσβυτέρων ότι είχε περιπέσει στην ασέλγεια των σοδομιτών. Ο Ισίδωρος που ήταν 80 χρονών ζήτησε να παρουσιαστεί μάρτυρας. Ο Θεόφιλος πλήρωσε 15 χρυσά σε κάποιο νέο για να ψευδομαρτυρήσει με μέσο την αδελφή του. Ο νέος αυτός το είπε στην μητέρα του και η μητέρα του στον Ισίδωρο. Ο Ισίδωρος κατέφυγε στο θυσιαστήριο, αλλά ο Θεόφιλος τον απόβαλε. Έτσι άφησε την ενορία του και γύρισε στο μοναστήρι του στην Νιτρία όπου ήταν και πριν ως νέος. Αλλά ούτε και εκεί θα έμενε ήσυχος ο Ισίδωρος γιατί και εκεί θα τον καταδίωκε (λέγει ο συναξαριστής) ο Θεόφιλος, η μάλλον ο εχθρός και πολέμιος πάντων (ο διάβολος) δια αυτού (του Θεοφίλου). Πως έγινε αυτό; Η αφορμή ήταν κάποιο ζήτημα που είχε τότε ανακύψει στα μοναστήρια της Αιγύπτου.
 
35) Ωριγενισμός και ανθρωπομορφιανισμός: Το ζήτημα αυτό αφορούσε στο κατά πόσον θα μπορούσε να γίνει παραδεκτός ο ανθρωπομορφιανισμός της θεολογίας της Παλαιάς Διαθήκης, δηλ. αν ο Θεός έχει ανθρώπινη σωματική μορφή, η όχι. Ο Θεόφιλος αποκήρυττε τους ανθρωπομορφιανούς, δηλ. τους απλοϊκούς (αμαθείς) μοναχούς που έλεγαν ότι ο Θεός είχε σωματική ανθρώπινη μορφή. Όταν έμαθαν την στάση του Θεοφίλου αποφάσισαν οι μοναχοί αυτοί να τον εκθρονίσουν. Εκείνος τότε προσπάθησε να ξεγελάσει τούς μοναχούς με λογοπαίγνιο λέγοντάς τους ότι έτσι τους είδε με τον νου του στον Θεό, και έτσι αποσόβησε την οργή τους. Εκείνοι του ζήτησαν να αποκηρύξει ρητά τον Ωριγένη. Εκείνος όμως επαμφοτέριζε, μιλώντας και έτσι και αλλιώς, ενώ όφειλε σαν επίσκοπος να διδάξει ότι ο Θεός είναι ασώματος και η μόνη σωματική μορφή του είναι η ενσάρκωση του Λόγου του. Δηλαδή γίνεται ορατός ο Θεός μόνον δια μέσου της ανθρωπότητας του Χριστού, όχι όμως στην θεότητά του.
 
36) Οι Μακροί Αδελφοί (ηλικιωμένοι μοναχοί): Οι τέσσερις διακεκριμένοι μοναχοί γνωστοί ως Μακροί, ο Διόσκορος, ο Αμμώνιος, ο Ευσέβιος και ο Ευθύμιος είχαν άριστη σχέση με τον Θεόφιλο, ο οποίος τους εκτιμούσε βαθύτατα και τους είχε σαν κόρη των οφθαλμών του και στενούς συνεργάτες του στην Αλεξάνδρεια, όσον καιρό ήταν πραγματικός θεόφιλος (φίλος Θεού). Όταν όμως έγινε φιλάργυρος και φιλόχρυσος τα πράγματα άλλαξαν και έτσι οι μακροί αδελφοί γύρισαν πίσω στην μονή τους. 37)Όταν έμαθε ο Θεόφιλος γιατί γύρισαν στην μονή τους αποφάσισε να τους τιμωρήσει. Τους διέβαλε στους ανθρωπομορφιανούς, λέγοντάς τους ότι ήσαν Ωριγενιστές, δηλ. πίστευαν ότι «τό θείον είναι ασώματον». Εκείνοι ήλθαν στην Αλεξάνδρεια για να απολογηθούν αλλά ο Θεόφιλος τους καταδίκασε και τους απόβαλε («αυτούς τε άμα και τον θείον Ισίδωρον αναθεματίσας αποκηρύττει»). Έπειτα χειροτονεί κάποια ανθρωπάρια και τα χρησιμοποιεί εναντίον των μακρών αδελφών εγχειρίζοντας τους λίβελους εναντίον τους, τους οποίους είχε συντάξει ο ίδιος! 38) Έτσι επάνω σε αυτή τη βάση ζητά ο Θεόφιλος από τον Ρωμαίο Αυγουστάλιο (Διοικητή) να απελάσει τους οσίους άνδρες ως κακοδόξους. Ακολουθεί ο διωγμός των μοναχών και η καταστροφή της μονής τους. Οι ίδιοι ξέφυγαν τον διωγμό γιατί κρύφτηκαν στο φρέαρ της μονής. 39) Στην συνέχεια έρχονται οι όσιοι γυμνοί στην Αλεξάνδρεια. Τους βλέπει και ξεσηκώνεται ο λαός που προβαίνει σε βανδαλισμούς, απαιτώντας την έκδοση και δίκη του Θεοφίλου. Εκείνος κρύβεται από φόβο για την οργή του λαού. Η επέμβαση του άρχοντα σώζει τους οσίους πατέρες. Εκείνοι όμως αποχωρούν στα Ιεροσόλυμα όπου ζητούν την υποστήριξη του επισκόπου Ιεροσολύμων Σιλβανού. Ο Θεόφιλος το μαθαίνει και γράφει αμέσως στον Σιλβανό να μην τους δεχθεί χωρίς την δική του συγκατάβαση ούτε εκκλησιαστικά ούτε ιδιωτικά. Γι αυτό και εκείνοι αποφάσισαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους από τα Ιεροσόλυμα στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσουν εκεί το δίκιο τους. Με την άφιξή τους εκεί προσέρχονται στον γλυκό και ελεήμονα ποιμένα, αναφέροντάς του τα όσα υπέστησαν. Ο άγιος πληροφορείται τα πάθη τους και τους επιτρέπει να μείνουν στον ναό της αγίας Αναστασίας χωρίς όμως να κοινωνούν στα άχραντα μυστήρια πρίν κριθεί εκκλησιαστικά και επίσημα η περίπτωσή τους.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος


 
40) Χρυσόστομος, Μακροί αδελφοί και Θεόφιλος: Ακολουθεί το γράμμα του Χρυσοστόμου στον Θεόφιλο με το οποίο του ζητά να συγχωρήσει τους μοναχούς. Ο Θεόφιλος όμως αγνοεί την έκκληση του Χρυσοστόμου και καταγγέλλει τους μακρούς αδελφούς στον βασιλιά, στέλνοντάς του λίβελους που είχε έντεχνα συλλέξει εναντίον τους. Οι μοναχοί με την σειρά τους υποβάλλουν τα δικά τους γράμματα στον άγιο. Εκείνος γράφει πάλι στον Θεόφιλο, που καταλαμβάνεται από μανία εναντίον του αγίου. Τον εγκαλεί με πικρόχολο γράμμα ότι δεν έχει δικαίωμα να δικάζει υπερόρια, παραβαίνοντας τους κανόνες της Συνόδου της Νίκαιας (325) και να ανακατεύεται σε υποθέσεις που αφορούν την εκκλησία του. Τότε αναγκάζονται οι μοναχοί να γράψουν υπομνήματα στον βασιλιά για την υπόθεσή τους. Ο βασιλιάς γράφει στον άρχοντα της Αλεξάνδρειας και του ζητά να στείλει τον Θεόφιλο στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης γράφει και στον Ιννοκέντιο Ρώμης να στείλει αντιπροσώπους για να ασχοληθούν με την διαμάχη του Θεοφίλου με τους μοναχούς της Νιτρίας. Οι συκοφάντες ομολογούν στις αρχές ότι όλα αυτά είναι κατασκευάσματα του Θεοφίλου. Εκείνος για να αποφύγει την φυλάκιση επανέρχεται στο ίδιο τέχνασμα. Δωροδοκεί τους άρχοντες! Διαδίδει επίσης ότι ο Ιωάννης έδωσε κοινωνία στον Διόσκορο. Έτσι πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη όχι για να κριθεί αλλά για να κρίνει! Πηγαίνει με πολλούς επισκόπους και πείθει τον Επιφάνιο Κύπρου να γράψει στον Ιωάννη να απόσχει από τα βιβλία του Ωριγένη. Ο άγιος διαβλέπει τις ραδιουργίες αλλά εμπιστεύεται τον εαυτόν του στον Κύριο.
 
41) Χρυσόστομος και Ευδοξία: ο αμπελώνας της χήρας του Θεογνώστου. Ο Θεόγνωστος ήταν άρχοντας πού τον διέβαλαν στον βασιλιά και δήμευσαν την περιουσία του. Αποβλήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά πέθανε καθ’ οδό προς τον προορισμό του. Η χήρα γυναίκα του απευθύνθηκε στον Μέγα Ποιμένα. Ο Μέγας με την σειρά του την φροντίζει και την προστατεύει συνδέοντάς την με ξενώνα της Εκκλησίας. Η Ευδοξία όμως την προκαλεί και την εμπλέκει σε νέα περιπέτεια. Προσπαθεί να της πάρει τον αμπελώνα της. Επεμβαίνει όμως ο άγιος. Τον εγκαλεί η Ευδοξία ότι αγνοεί τους νόμους. Εκείνος πηγαίνει αυτοπροσώπως και μιλάει στην Ευδοξία, ζητώντας της να μην μιμηθεί την γυναίκα του Αχαάβ. Εκείνη έξαλλη εναντίον του προχωρεί σε κκατάσχεση του αμπελώνα της χήρας χωρίς αποζημίωση. Τότε ο Μέγας Ποιμένας ειδοποιεί τους θυρωρούς του ναού να μην επιτρέψουν την είσοδο στην βασίλισσα. 42) Μετά από λίγο στην γιορτή του Σταυρού γίνεται κοσμοσυρροή. Προσέρχεται και η βασίλισσα, αλλά οι θυρωροί δεν της επιτρέπουν την είσοδο, σύμφωνα με την εντολή του Μεγάλου Ποιμένα. Η Ευδοξία αποκαλεί την πράξη αυτή «ύβριν». Ένας από τους παρεστώτες κτυπά με το ξίφος την θύρα του ναού και παραλύει η δεξιά του! Οπότε η Ευδοξία επιστρέφει στα δώματά της. Ο παράλυτος στο χέρι προσέρχεται στον Μέγα Ποιμένα και δηλώνει μετάνοια. Θεραπεύεται ύστερα από νίψη του χεριού του σε λουτήρα σύμφωνα με την οδηγία του αγίου.
 
43) Ο Επιφάνιος Κύπρου και ο Χρυσόστομος: Σύμφωνα με τον Συναξαριστή ο Επιφάνιος ήλθε στην Κωνσταντινούπολη πολύ πριν έλθει ο Θεόφιλος. Ήρθε με τα αντιωριγενικά συγγράμματά του. Δεν ζήτησε να συναντήσει τον Χρυσόστομο γιατί ήταν (κακώς) πληροφορημένος για την στάση του έναντι του ωριγενισμού. Γύρισε παντού στην Πόλη, χειροτόνησε διάκονο και αρνήθηκε την φιλοξενία του Χρυσοστόμου που τον προσκάλεσε. Ο άνθρωπος του Θεού του υπενθύμισε το εκκλησιαστικό έθος ότι όφειλε να καταλύσει μαζί του. Εκείνος του απήντησε ότι θα το έκανε αυτό μόνον εάν καταδίκαζε τον ωριγενισμό. Ο Μέγας του διαμήνυσε ότι το ζήτημα του ωριγενισμού έπρεπε να διερευνηθεί με νηφαλιότητα και όχι με προπέτεια. Εν τω μεταξύ πληροφορήθηκε η Ευδοξία την διαφωνία αυτή των δύο αρχιερέων και προσκαλεί τον Επιφάνιο να συγκαλέσει σύνοδο κατά του αλαζόνα Ιωάννη που δέχεται κάποιο αντιεκκλησιαστικό δόγμα. Μάλιστα τού διαμήνυσε τα εξής: «Σοι των εκκλησιών πασών την αρχήν δίδωμι και αξιώ σύνοδον κατ’ αυτού εγείραι και του θρόνου, καθάπερ εστί δίκαιον, καθελείν». Με τα λόγια αυτά έδειχνε τον θυμό της. Η απάντηση του Επιφανίου ήταν αποστομωτική. «Τέκνον, εάν ο Ιωάννης κατηγορηθεί για αίρεση και δεν προσέλθει αν κληθεί, η αντίθετα εάν αποδείξει ότι είναι καθαρός από αυτήν, ή και εάν ακόμη μετανοήσει για την αίρεση αυτή δεν μπορώ να τον καταδικάσω γιατί η βασιλεία δεν κρίνει την ιεροσύνη. Επίσης, οι βασιλείς πρέπει να είναι αμνησίκακοι. Τότε η Ευδοξία από τη μεγάλη λύπη της ξεστόμισε κάτι τελείως παράλογο και επικίνδυνο! «Αν ο Ιωάννης δεν κατακριθεί για την υπεροψία του, τότε θα διατάξω να ανοιχθούν οι ναοί των ειδώλων και να αναβιώσει η ειδωλολατρία». Στο σημείο αυτό εύλογα διερωτάται ο συναξαριστής: «Τι περισσότερο έκανε η Ηρωδιάδα όταν πίστεψε στον θάνατο του άλλου εκείνου Ιωάννη»; Βέβαια η διαφορά ανάμεσά τους έχει να κάνει με τα πάθη τους. Η Ηρωδιάδα είχε το πάθος της ακολασίας. Η Ευδοξία όμως είχε το πάθος της πλεονεξίας. Και οι δυο τους αρνήθηκαν τον έλεγχο και επιδίωξαν την απαλλαγή. Ωστόσο ο Επιφάνιος που κατάλαβε πόσο απαράδεκτα ήταν όλα αυτά είπε τότε: «Εγώ δεν έχω απολύτως καμιά θέση σε μια τέτοια κρίση». Έτσι αποχώρησε για την έδρα του. Κατά τον συναξαριστή είναι μάλλον ψεύτικη η φήμη, ότι συναίνεσε και αυτός στην καθαίρεση του Χρυσοστόμου. Αλλά ούτε και ο Χρυσόστομος τα γνώριζε αυτά. Και έτσι ίσως να έγινε τούτο κατά θεία οικονομία, για να φανερωθεί κάτι άλλο, η πατερική αυθεντία και αγιότητα και η δική του και η του Επιφανίου. Ίσως να ευχήθηκαν ο ένας στον άλλο να μην ξαναγυρίσουν ζωντανοί στο θρόνο τους, το οποίο και έγινε! Απεβίωσαν και οι δύο εκτός έδρας και έτσι, ή αυτό ήταν θεία οικονομία γιατί φανερώνει ότι ήσαν και οι δυο τους άγιοι για αυτό και εκπληρώθηκε η επιθυμία τους , ή μπορεί να ήταν και μια κακιά φήμη για κάτι που ποτέ δεν έγινε.
 
44) Ο Θεόφιλος στην Κωνσταντινούπολη: Λίγο αργότερα έρχεται ο Θεόφιλος στην Κωνσταντινούπολη με πολλούς επίσκόπους κατά πρόσκληση της Ευδοξίας. Συγκεντρώνεται πλήθος από κακούς ανθρώπους πού ήθελαν την καθαίρεση του σοφού ποιμένα. Ποιοι ήσαν αυτοί; Αμαρτωλές ψυχές, ένοχοι τους οποίους είχε αποδείξει ανάξιους για την ιεροσύνη η αδέκαστη γνώμη του Ιωάννη. Συναντήθηκαν μυστικά με την Ευδοξία, αντάλλαξαν δώρα και συνωμότησαν εναντίον του αγίου. Έβαψαν τις ψυχές τους με το αίμα αθώου, χωρίς να απλώσουν τα χέρια τους επάνω του και χωρίς να μάθει τίποτε ο βασιλιάς Αρκάδιος. Βρήκαν λοιπόν την αφορμή που ζητούσαν, χωρίς όμως να υπάρχει καμιά αλήθεια σε αυτήν. Κήρυττε ο Μέγας Ποιμένας για τους ιερείς του αίσχους που έφαγαν στο τραπέζι της Ιεζάβελ, όπως λέγει ο Ηλίας στο βιβλίο των Βασιλειών (Γ΄, 18:1συν). Πήραν τα λόγια του ο Θεόφιλος και η συμμορία του και τα μετέφεραν στον βασιλιά, ερμηνεύοντάς τα ότι δήθεν αναφέρονταν σ’ αυτούς και στην βασίλισσα. Λυπάται ο βασιλιάς και ενδίδει στο αίτημα της καταδίκης του αγίου που του είχε υποβληθεί. Έτσι ετοιμάζεται σύνοδος με τους αντιφρονούντες. Δύο διάκονοι που είχαν καθαιρεθεί από τον άγιο, ο ένας για μοιχεία και ο άλλος φόνο, αποκαθίστανται στον βαθμό τους και δίνουν ψεύτικους λίβελους διαβολών κατά του Πατριάρχη.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, 1894 μ.Χ. - Φανάρι, Κωνσταντινούπολη



 
Η ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΙ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΞΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
 
45) Η ψευδοσύνοδος στη Δρύ και η πρώτη εξορία του Χρυσοστόμου: Γίνεται σύναξη στην Δρύ (403), στον αγρό του Ρουφίνου κοντά στην Χαλκηδόνα, όπου έρχεται ο Θεόφιλος και οι Αντιοχειανοί επίσκοποι, Σεβηριανός, Ακάκιος και Αντίοχος. Ο Χρυσόστομος είχε 40 επισκόπους με το μέρος του που απορούσαν πώς ήταν δυνατόν ο Θεόφιλος που είχε κληθεί στην Πόλη για να κριθεί, πέτυχε να μεταπείσει τους άρχοντες και να ποζάρει σαν κριτής των άλλων. Τους έλεγε όμως ο Χρυσόστομος να μην μικροψυχούν γιατί στην βασιλεία των ουρανών εισέρχεται κανείς ύστερα από πολλές θλίψεις. Έλεγε επίσης ότι κανείς δεν πρέπει να αφήσει την Εκκλησία για χάρη του. Ζητά μόνον να τον μνημονεύουν στις προσευχές τους. Ζητά επίσης να μην διακόψουν την κοινωνία, για να μην γίνει σχίσμα, όχι όμως να υπογράψουν την καθαίρεσή του, γιατί δεν είχε κάνει κανένα παράπτωμα. Ακολουθεί η κλήση του να παρουσιασθεί στη σύνοδο και να απολογηθεί για τούς λίβελους που έχουν κατατεθεί εις βάρος του. Τον καλούν απλά σαν Ιωάννη και όχι σαν αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Ο Χρυσόστομος στέλνει αντιπροσωπία τριών επισκόπων και δύο πρεσβυτέρων (όπως αναφέρει η επιστολή του προς τον πάπα Ρώμης Ιννοκέντιο), τονίζοντας ότι δεν αποφεύγει την κρίση αλλά τον δηλωμένο εχθρός και φανερό πολέμιο, και ότι δεν μπορεί κανονικά να δικάζει ο εξ Αιγύπτου τους εν Θράκη επισκόπους. Ο Θεόφιλος όμως συνέχισε την αντικανονική διαδικασία εναντίον του. Κακοποίησε τους απεσταλμένους του Χρυσοστόμου χωρίς να σεβαστεί την ιερατική τους ιδιότητα. Έπειτα ειδοποίησε τον βασιλιά ότι επειδή αρνήθηκε ο Χρυσόστομος να προσέλθει στην σύνοδο και να απαντήσει στις σοβαρές κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον του, καθαιρέθηκε σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες και κατά συνέπεια πρέπει το κράτος να τον απελάσει από την Πόλη. Τότε ξεσηκώθηκε ο λαός υπέρ του Χρυσοστόμου με διαμαρτυρίες προς τον βασιλιά εναντίον του Θεοφίλου. Ο άγιος όμως (όπως έγραψε στον Ιννοκέντιο) δέχθηκε να τον απομακρύνουν από την Πόλη αργά το βράδυ για να αποφευχθεί μεγαλύτερο κακό στον λαό, αφού πρώτα δήλωσε ότι ζητούσε να συγκληθεί κανονική σύνοδος για να εξετάσει τα άτοπα συμβάντα. Τον αποβίβασαν πέρα από το στόμιο της Προποντίδας, στην Πραίνετο. Ωστόσο γράφει ο Θεόφιλος στον Ιννοκέντιο για να τον ενημερώσει σχετικά με την καθαίρεση. Επίσης καταδικάζει τον Ηρακλείδη της Εφέσου (που είχε αντικαταστήσει τον σιμωνιακό Αντωνίνο) χωρίς να τον καλέσει να απολογηθεί, και προκαλεί και σωρεία άλλων ατοπημάτων και ταραχών. Ξεσηκώνεται λοιπόν ο κόσμος της βασιλεύουσας εναντίον και εκείνος αναχωρεί κρυφά για την Αίγυπτο για να αποφύγει τον διωγμό. Ταυτόχρονα συμφιλιώνεται με τους Μακρούς Αδελφούς και παραδέχεται τα βιβλία του Ωριγένη τα οποία είχε προηγουμένως απορρίψει.
 
46) Η επιστροφή του Χρυσοστόμου από την πρώτη εξορία του: Τότε πού έγιναν αυτά συνέβη ένα βράδυ να γίνει δυνατός σεισμός στην Πόλη από τον Θεό που δημιούργησε ρήγματα στους βασιλικούς κοιτώνες. Ο λαός το είδε αυτό σαν θεομηνία και φώναζε να ανακληθεί ο άγιος ποιμένας. Αυτό ακριβώς έπραξε ο βασιλιάς. Ανακάλεσε τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο στην θέση του. Έμαθε ο κόσμος για την επιστροφή του στις 13 Νοεμβρίου και κατέκλυσε τους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Ήταν σωστή λαοθάλασσα και τα κύματά της οι υμνωδίες που αναπέμπονταν στον πανάγαθο Θεό. Εκδήλωναν έτσι την λύπη τους γιατί τον στερήθηκαν αλλά και την άκρα ευχαρίστηση τους που επέστρεφε κοντά τους. Ο άγιος έφθασε έξω από την Πόλη, αλλά δεν εισήλθε. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι θα συγκαλούσε ο βασιλιάς κανονική σύνοδο που θα αποφάσιζε συνοδικά για την θέση του. Στο τέλος όμως ενέδωσε στις εκκλήσεις του λαού και των αρχόντων και εισήλθε στην Πόλη όπου και ανέλαβε ξανά τον θρόνο του. Τότε, λέγει ο συναξαριστής, ξαναπήρε η Εκκλησία τον νυμφίο της, λύθηκε το πένθος της, άνθισε και ανέθαλλε γιατί ποτίστηκε από τους ποταμούς των εμπνευσμένων λόγων του. Εντούτοις ο φθόνος δεν έλειψε, αλλά ξαναδυνάμωσε και κατάφερε να εκδιώξει ξανά τον Ποιμένα από το ποίμνιό του! Μα πώς, πώς έγιναν όλα αυτά;


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και σκηνές του βίου του


47) Η δεύτερη εξορία του Χρυσοστόμου (404): Η αφορμή δόθηκε όταν έστησε η βασίλισσα Ευδοξία την ασημένια στήλη του ομοιώματός της κοντά στο ιερό της εκκλησιάς της αγίας Σοφίας και προκάλεσε αναπόφευκτα διάφορες κοσμικές εκδηλώσεις («δημώδεις παιδιαί»). Ο άγιος αποκήρυξε αυτήν την ενέργεια σαν ύβρη, γιατί τα άσματα των εκδηλώσεων αποτελούσαν ανοιχτή αντιπαράθεση στις υμνωδίες και ακολουθίες της εκκλησίας. Η Ευδοξία θεώρησε τα λόγια του ποιμένα ύβρη κατά του προσώπου της. Και το αποτέλεσμα; «Ευθύς ουν σύνοδος εκροτεῖτο πάλιν και βασιλικά προς τούτῳ γράμματα διεπέμποντο, άλλους τε των επισκόπων και τος πρώην ἐπισκόπους μετακαλούμενα». Δεν υπήρχε όμως «εὐπρόσωπος ἀφορμή». Γράφουν στον Θεόφιλο, το Λιβυκό θηρίο, όπως τον αποκαλεί ο συναξαριστής. Εκείνος όμως δεν απαντάει με ευθύτητα. Στέλνει τρεις επισκόπους, οπλίζοντάς τους με τον κανόνα που είχε χρησιμοποιηθεί από τους Αρειανούς κατά του αγίου Αθανασίου. «Εάν κάποιος επίσκοπος ή πρεσβύτερος, δικαίως ή και αδίκως καθαιρεθείς επανέλθει στην εκκλησία από μόνος του χωρίς συνοδική απόφαση δεν έχει πλέον το δικαίωμα να απολογηθεί» (Σύνοδος Εγκαινίων Αντιοχείας). Η εντολή του Θεοφίλου ήταν να απελαθεί ο Χρυσόστομος από τον βασιλιά με βάση αυτόν τον κανόνα, χωρίς να του δοθεί άλλη ευκαιρία να απολογηθεί. Συνάχτηκαν λοιπόν ενώπιον του βασιλιά οι επίσκοποι, και οι κατά (οι τρεις) και οι υπέρ (δέκα), και διαφώνησαν όσον αφορά στον κανόνα αυτόν. Τελικά όμως συμφώνησαν οι μεν για την ισχύ του κανόνα, οι δε ότι δεν μπορούσε να εφασμοσθεί στην περίπτωση του Ιωάννη γιατί δεν είχε καθαιρεθεί από σύνοδο αλλά εξωσθεί από τις πολιτικές αρχές και όχι από σύνοδο.48)Όταν πλησίαζε το Πάσχα (του 404) πείστηκε ο βασιλιάς ότι ο κανόνας ίσχυε και στην περίπτωση του Ιωάννη. Έτσι του ζητά να αποχωρήσει ως καταδικασμένος από δύο συνόδους. Εκείνος αρνείται ευθαρσώς, επικαλούμενος την εκλογή του από τον Θεό. «Εγώ παρά του Θεού και Σωτήρος την Εκκλησίαν επιτραπείς, υποχωρήσαι ταύτης εκών δέδοικα». Του επιτρέπουν να μείνει στην επισκοπή, όχι όμως και να λειτουργεί. Έρχεται το Πάσχα και ζητά ο βασιλιάς την γνώμη της ομάδας του Ακακίου και του Αντιόχου. Τι δέον γενέσθαι; Το αίμα του επάνω μας, είπαν. «Ούτως ερήμην καταψηφίζονται του δικαίου χωρίς λόγο και χωρίς απολογία». Το τι συνέβη μετά, κατά το Μέγα Σάββατο, το διηγείται ο ίδιος ο Μέγας Ποιμένας στην επιστολή του προς τον πάπα Ιννοκέντιο. Ο Λούκιος με τους οπλοφόρους του εκδίωξαν τον λαό από την εκκλησία με βία και τραυματισμούς. Χύθηκε αίμα. Και έτσι εξήλθε ο λαός από την πόλη με τους Ιωαννίτες λειτουργούς του και λειτουργούσαν στα δάση. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι την Πεντηκοστή, οπότε εξοργίσθηκαν οι εχθροί του Μεγάλου Ποιμένα. Έπεισαν τον βασιλιά να τον αποβάλει με βία. Εστάλη το μήνυμα της βασιλικής αποφάσεως και ο Μέγας συγκέντρωσε τους επισκόπους του και τους έδωσε τις τελευταίες υποθήκες του. Ενώ γινόταν αυτό τον ειδοποίησαν ότι ερχόταν ο Λούκιος με στράτευμα. Οι επίσκοποι του ζητούν να φύγει για να μην έλθει ο λαός σε αντιπαράθεση με τον στρατό και προκληθούν αιματηρά επεισόδια. Εκείνος τους αποχαιρετά και υπόσχεται να αποχωρήσει.49) Στην συνέχεια αποχαιρετά την Ολυμπιάδα για την οποία μιλάει ο συναξαριστής διεξοδικά. Ήταν για τον μακάριο Ιωάννη ότι η Θέκλα για τον Παύλο. Μαζί με την Ολυμπιάδα ήσαν και οι άλλες διακόνισσες, η Πρόκλη, η Πενταδία και η Σιλβανή, που έλαβαν τις τελευταίες εντολές και παραινέσεις του αγίου ποιμένα. Έπειτα φεύγει κρυφά από την ανατολική πύλη, γιατί ο κόσμος τον περιμένει στην δυτική. Το μαθαίνει ο λαός και χωρίζονται σε εκείνους που λυπούνται και σε εκείνους που χαίρονται. 50) Τότε όμως συμβαίνει κάτι το τρομερό. Βγαίνει φωτιά από τον επισκοπικό θρόνο στην μεγάλη εκκλησία «ουδεμιάς χειρός αναφθέν»! Φωτιά θεομηνίας πού θύμιζε τον σεισμό της πρώτης έξωσης του αγίου. Καταστρέφεται ο πατριαρχικός ναός και τα γύρω κτίσματα εκτός από τον οικίσκο που φυλάγονταν τα ιερά σκεύη. Αυτό γίνεται, γράφει ο συναξαριστής, όχι για να σωθεί ο χρυσός αλλά για να μην συκοφαντηθεί ο άγιος ποιμένας. Παρόλα αυτά η φωτιά χρεώνεται στους Ιωαννίτες.
51) Τά μετά την εξορία γεγονότα: Έτσι ο Μέγας ἀνθρωπος του Θεού οδηγείται από στρατιώτες στην Κουκουσό της Αρμενίας όπου φθάνει τελικά μετά από 70 μέρες εξοντωτικής πορείας και ταλαιπωρίας! Ο συναξαριστής περιγράφει το μαρτύριο του προσφέροντας αποσπάσματα από της επιστολές του αγίου που έγραφε κατά την πορεία του (επιστολές 118, 120, 121, 234, και 221 ολόκληρη). 52) Στην Κουκουσό τον υποδέχεται ο επίσκοπος Αδελφειός της Αραβισσού όπου υπήρχαν πολλοί ειδωλολάτρες. Του φέρνουν ένα νεαρό παιδί που ήταν παράλυτο για να το θεραπεύσει. Ο άγιος του μιλάει για τον αληθινό Θεό και το καθοδηγεί στην πίστη. Εκείνο πιστεύει, ο άγιος προσεύχεται και το νεαρό παιδί θεραπεύεται. Ακολουθεί μαζική επιστροφή στην χριστιανική πίστη του λαού της περιοχής που βαπτίζεται από τον άγιο, και η χειροτονία 7 επισκόπων, πρεσβυτέρων και διακόνων ύστερα από την και η οργάνωση της εκκλησίας, της κατήχησης και της λειτουργικής.53) Εν τω μεταξύ το μαρτύριο του Ιωάννου περιλαμβάνει και το μαρτύριο των υποστηρικτών και μαθητών του, των λεγομένων Ιωαννιτών. Ο συναξαριστής παρέχει λεπτομέρειες για το πώς ακριβώς έγιναν κοινωνοί των θλίψεων του Μεγάλου ποιμένα και οι συνεργάτες του. Το μαρτύριο αυτό συνδέεται με την στάση και πολιτική των διαδόχων του Ιωάννου στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης περί των οποίων γράφει ο συναξαριστής. 54)Πρώτος διάδοχος είναι ο Αρσάκιος, που ήταν πάνω από 80 ετών όταν χειροτονήθηκε και πατριάρχευσε μόνο για 14 μήνες. 55) Ο επόμενος πατριάρχης ήταν ο Αττικός ο οποίος προέβη σε φοβερά έργα. Απόβαλε τον Ηρακλείδη Εφέσου που είχε αντικαταστήσει τον Αντωνίνο και τοποθέτησε στην θέση του ένα τριβούνο ευνούχο. Καταδίωξε τους Ιωαννίτες και επικρότησε την επιπήδηση στον θρόνο της Αντιόχειας του ιταμού και μοχθηρού Πορφυρίου τον οποίον χειροτόνησαν οι γνωστοί εχθροί του Χρυσοστόμου, ο Αντίοχος, ο Σεβηριανός και ο Ακάκιος, και ο οποίος σαν πατριάρχης προέβη προέβη σε ανήκουστα έκτροπα. 56) Κάτω από τις συνθήκες αυτές οι Ιωαννίτες, επίσκοποι και κληρικοί, στρέφονται στον βασιλιά Ονώριο της Δύσης και στον πάπα Ιννοκέντιο της Ρώμης. Στέλνουν τρεις επιστολές, μία από τους λαϊκούς, μία άλλη από τον κλήρο και μια τρίτη που υπογράφτηκε από 40 επισκόπους. Καταγγέλλουν ότι «κακώς και αθέσμως η δευτέρα τετόλμηται κατά Ιωάννου υπερορία», και ζητούν επιστροφή του αγίου και Σύνοδο στη Θεσσαλονίκη. Η Δύση στέλνει αντιπροσωπεία επισκόπων που μεταφέρει γράμματα και υπομνήματα υπέρ του Χρυσοστόμου και των αιτημάτων των Ιωαννιτών. Ανάμεσά τους είναι και οι Ιωαννίτες επίσκοποι Κυριακός, Δημήτριος, Παλλάδιος και Ευλύσιος.57) Δυστυχώς όμως στην Ελλάδα τους συλλαμβάνουν οι χιλίαρχοι κατ εντολή της παμπόνηρης Ευδοξίας και τους οδηγούν αιχμαλώτους σε φρούριο της Θράκης (στον Αθύρα). Εκεί τους ανακρίνουν, τους παίρνουν τα γράμματα και τα δώρα προς τον βασιλιά Αρκάδιο. Ταυτόχρονα τους προσφέρουν 3000 χρυσά για να αναγνωρίσουν και να κοινωνήσουν με τον Αττικό. Η άρνησή τους να συμβιβαστούν κατέληξε σε βασανισμούς. Ωστόσο κάποιοι άλλοι εμφανίζονται ως δήθεν Ιωαννίτες και αναγνωρίζουν τον Αττικό ζητώντας σαν αντάλλαγμα 3000 χρυσά. Τελικά κατάφεραν οι δυτικοί απεσταλμένοι ύστερα από άλλες αντίξοες περιπέτειες να επιστρέψουν στη Ρώμη μετά από τέσσερις μήνες και να αναφέρουν τα ανήκουστα δεινά στα οποία υποβλήθηκαν από τους εχθρούς του Χρυσοστόμου.
 
58) Τά τελευταία γεγονότα της εξορίας του ιερού Χρυσοστόμου:Στην Κουκουσό ο Χρυσόστομος συνέχισε την ποιμαντική δράση του στο πλάι του Αδελφειού. Κηρύττει, διδάσκει, ιεροπράττει, γράφει επιστολές (τις πιό περίφημες στην Ολυμπιάδα). Συνιστά υπομονή, και εξηγεί ότι κανένα λυπηρό δεινό δεν είναι τόσο τρομερό όσο η αμαρτία. Τά δεινά λοιπόν που υποφέρει κανείς – και τα δικά του τα περιγράφει το κεφάλαιο αυτό με αρκετή παραστατικότητα – είναι πρόσκαιρα και οδηγούν γρηγορότερα στην τελείωση. Η στάση του αυτή εξοργίζει τους εχθρούς του οι οποίοι από φθόνο σχεδιάζουν την εξόντωσή του. Τον στέλνουν με νέα εντολή στηνΑραβισσό όπου υφίσταται νέες συκοφαντίες, αντιπαραθέσεις και κακοπάθειες. Εκείνος όμως παραμένει αήττητος στην προσκόλληση του στην αλήθεια και επιτελεί έργο ποιμαντικής οικοδομής και ενισχύσεως στους πιστούς που τον περιτριγυρίζουν. Ο φθόνος όμως των εχθρών του τους ωθεί να τον στείλουν σε νέα εξορία στην ερημική Πιτιούντα, στα σύνορα της ρωμαϊκής κυριαρχίας που γίνονταν συνεχείς επιδρομές των βαρβάρων.59) Καθώς προχωρούσε στη νέα αυτή δοκιμασία ήταν φανερό ότι το τέλος της ζωής του ήταν πλησίον. Λίγες μέρες πριν γίνει αυτό είδε σε όραμα να τον επισκέπτονται και πάλιν οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης για να τον ενισχύσουν και να τον βεβαιώσουν ότι η τελική νίκη του κατά των δαιμόνων πλησίαζε. Του έδωσαν να φάγει κάτι που υπόδειξαν λέγοντάς του ότι αν το έτρωγε δεν θα χρειαζόταν τίποτε περισσότερο. Εκείνος υπάκουσε και έφαγε χωρίς όμως να εξηγήσει τίποτε για το περιστατικό αυτό πού έγινε γνωστό στο ποσοστό που το άκουσαν οι δύο διάκονοί του που τον ακολουθούσαν μέχρι τέλους και οι οποίοι παρέδωσαν και πολλά άλλα συμβάντα του βίου του εκείνης της περιόδου. Η οδοιπορία συνεχίστηκε ανελέητα κάτω από τις ποιο αντίξοες καιρικές συνθήκες. 60) Η Πιτιούντα ήταν ο τελικός προορισμός. Δεν έφθασε όμως ποτέ εκεί –σύμφωνα με την πρόρρηση του Επιφανίου, όπως παρατηρεί ο συναξαριστής! Έφθασαν στα Κόμανα και έκανα στάση στο μαρτύριο του αγίου Βασιλίσκου πού είχε μαρτυρήσει στο διωγμό του Μαξιμιανού. Το βράδυ του παρουσιάζεται ο άγιος μάρτυρας και του λέγει, ότι αύριο θα είναι και οι δύο τους μαζί («Θάρσει αδελφέ, φάναι και χαίρε, συνάψει γαρ αμφοτέρους η επιούσα»). Παρουσιάζεται και στον νεωκόρο ζητώντας του να ετοιμάσει τόπο για την ταφή του. Την άλλη μέρα οι φρουροί του τον υποχρεώνουν να συνεχίσει την πορεία προς την Πιτιούντα. Εκείνος δυσανασχετεί λόγω του οράματος. Τελικά όμως ο καιρός και η αποπλάνηση των φρουρών από κάποιο χρησμό τούς ξαναγυρίζουν στα Κόμανα, στο μαρτύριο του Βασιλίσκου. Τέλεσε την θεία Λειτουργία, κοινώνησε, διένειμε τα υπάρχοντά του στους μαθητές του και στους πιστούς που ήσαν γύρω του, ακόμη και τα υποδήματά του, είπε την τελευταία του συνηθισμένη ευχή («Δόξα σοι Κύριε πάντων ένεκεν») έκανε το σημείο του σταυρού άπλωσε τα ωραία αποστολικά πόδια του στη γη και έφυγε για το ευλογημένο ταξίδι που θα τον οδηγούσε να δει τον Χριστό, να είναι μαζί με τον Χριστό, και να αγάλλεται αιώνια με την ωραιότητα του Προσώπου του. Η εκδημία αυτή και μετάθεση του αγίου πατέρα συνέπεσε με την ημέρα του Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 –γεγονός που σηματοδοτούσε το ότι ο άγιος είχε σταυρωθεί ολοκληρωτικά για τον κόσμο, ότι δεν είχε κανένα άλλο καύχημά του παρά τον σταυρό του Χριστού, ότι άφησε τον κονιορτό του κάτω κόσμου και μπήκε καθαρός στην ουράνια πολιτεία. 61) Τότε φανερώθηκε περίτρανα και ο πόθος του κόσμου για τον άγιο. Καθώς έτρεξαν τα νέα της εκδημίας του παντού, έτσι έτρεξε και το πλήθος των μοναχών από την Συρία, την Κιλικία, τον Πόντο και την Αρμενία να προσκυνήσει το μακάριο σώμα του που τοποθετήθηκε πλάι στο σώμα του μάρτυρος Βασιλίσκου «εἰς δόξαν Θεού, για την οποίαν εκείνος τα πάντα πάντοτε έπραττε».

Κοίμηση Ιερού Χρυσοστόμου

[Το Μαρτύριο Του Ιερού Χρυσοστόμου Τάραξε Την Εκκλησία Σε Ολόκληρη Την Οικουμένη. Οι Μαθητές Του, Που Αποτελούσαν Πλήθος Επισκόπων, Ιερέων, Μοναχών Και Πιστών, Δεν Αναγνώρισαν Τους Διαδόχους Του. Το Σχίσμα Των Ιωαννιτών Όπως Ονομάζεται Υιοθετήθηκε Και Από Τις Εκκλησίες Της Δύσεως Και Μάλιστα Της Πρεσβυτέρας Ρώμης. Η Άρση Του Έγινε Εν Μέρει Όταν Αναγράφτηκε Στα Δίπτυχα Των Πατριαρχείων Το Όνομα Του Ιερού Χρυσοστόμου – Αντιοχείας (413), Κωνσταντινουπόλεως Και Αλεξανδρείας (417) Και Τελικά Στην Ανακομιδή Των Λειψάνων Του Στην Κωνσταντινούπολη Από Τον Αρχιεπίσκοπο Και Πρώην Μαθητή Του Πρόκλο.]
 
Περιληπτική παρουσίαση υπό  π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΙΟΝ. ΔΡΑΓΑ,Πρωτοπρεσβυτέρου
Πηγή diakonima. gr/