Αναλυτικός Βίος
Ήτανε κάποτε ένας άνδρας που ζούσε στα μοναστήρια της Παλαιστίνης, που διακρινόταν τόσο για τα λόγια όσο και την πολιτεία του, κι ο οποίος ανατράφηκε από βρέφος μέσα στα μοναστήρια σύμφωνα με τα μοναστικά ήθη και κανόνες. Και το όνομα του γέροντα τούτου ήτανε Ζωσιμάς. Κι ας μην νομίσει κανείς πως αναφέρομαι σ' εκείνον τον ομώνυμο Ζωσιμά που τόνε κατηγόρησαν κάποτε για αιρετικό. Άλλος ο ένας κι άλλος ο άλλος, και πολλή η μεταξύ τους διαφορά, κι ας είχαν κι οι δυο το ίδιο όνομα. Αυτός λοιπόν ο Ζωσιμάς, ο ορθόδοξος τώρα, που εμόνασε αρχικά σε κάποιο απ' τα πιο παλιά μοναστήρια, και που σε κάθε είδους άσκηση επιδόθηκε, κατάκτησε στο τέλος την ολοκληρωτική εγκράτεια. Ότι τηρούσε κάθε κανόνα που σε αυτόν παραδόθηκε από εκείνους που τόνε γαλούχησαν, και πολλά μάλιστα κι ο ίδιος επινόησε ζητώντας να υποτάξει τη σάρκα στο πνεύμα. Και στο στόχο του αυτό δεν αποτύγχανε. Και τόσο περιλάλητος έγινε ο γέροντας για το ήθος του, που πολλοί από πολλά μοναστήρια γειτονικά, αλλά κι από τα πιο μακρινά, συρρέανε σε αυτόν να διδαχτούνε την εγκράτεια από ‘κείνον. Αλλά ποτέ δεν παραμέλησε και τη μελέτη των θείων Λόγων, κι ας είχε φτάσει σε τέτοιον βαθμό ασκητικής πρακτικής, ότι κι αν έκανε είτε κοιμόταν, είτε ξυπνούσε, είτε ασχολούταν με καμιά χειρωνακτική εργασία απ' όπου εξασφάλιζε την τροφή. Κι άμα ζητάς να μάθεις το πώς εξασφάλιζε την τροφή όπου γευότανε, ένα έργο είχε εκείνος αδιάκοπο, που ποτέ δεν τελείωνε, να ψάλλει συνέχεια και πάντα να μελετά τις Γραφές. Πολλές φορές μάλιστα, λένε κάποιοι, πως ο γέροντας, ότι απ' τον Θεό αξιώθηκε, είχεν οράματα, καθώς ο Κύριος είπε μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται . Ότι οι την σάρκα που καθαρίσανε και το μάτι της ψυχής που κρατήσανε άγρυπνο βλέπουν οράματα θεϊκής επιφοίτησης και πρώιμα γεύονται τα καλά που μέλλονται για να ‘ρθουν.
Έλεγε λοιπόν ο Ζωσιμάς, μέσα από τη μητρική αγκάλη, να πούμε, με δώσανε σε τούτο το μοναστήρι, και μέχρι το πεντηκοστό τρίτο έτος της ηλικίας μου αυτόν τον δρόμο πορεύτηκα. Και μετά από τούτα ταράχτηκε από λογισμούς οχληρούς ότι τάχα έγινε σ' όλα τέλειος και δεν είχε ανάγκη να διδαχτεί τίποτα πια. Αυτά σκεφτότανε μόνος του. Άραγε υπάρχει στη γη μοναχός ικανός τίποτα να μου μάθει καινούργιο ή που να ‘χει τη δύναμη να με βοηθήσει ν' ασκήσω πρακτικές που δεν ξέρω ή που δεν τις άσκησα ήδη; Άραγε βρίσκεται ανάμεσα στους ασκητές της ερήμου κανένας που να με ξεπερνά; Κι ενώ τούτα συλλογιζόταν ο γέροντας, παρουσιάζεται ξάφνου κάποιος μπροστά του και του λέγει: ε Ζωσιμά, καλά αγωνίστηκες μέχρι τώρα κι όσο μπορεί άνθρωπος, καλά διάνυσες και τ' ασκητικό μονοπάτι. Μα στους ανθρώπους ανάμεσα κανένας δεν είναι τέλειος, κι ο δρόμος που υπολείπεται μεγαλύτερος είναι απ' αυτόν που διανύθηκε, κι ας μην το υποψιάζεσαι. Για να το μάθεις κι ο ίδιος λοιπόν, πόσες υπάρχουνε κι άλλοι οδοί της σωτηρίας, έξελθε εκ της γης σου, και εκ της συγγένειας σου, και εκ του τόπου του πατρός σου , και ψάξε ένα μοναστήρι στις όχθες του Ιορδάνη.
Αμέσως λοιπόν ο γέροντας ακολουθώντας το παράγγελμα, εγκαταλείπει το μοναστήρι όπου από παιδάκι εμόνασε. Και φτάνοντας στον Ιορδάνη, τον πιο άγιο ανάμεσα στους ποταμούς, οδηγείται απ' το παράγγελμα σ' αυτό το μοναστήρι όπου ο Θεός του όρισε να πάει. Κι αφού έκρουσε τη θύρα με το χέρι, συντυχαίνει πρώτα τον μοναχό όπου εφύλαγε τη θύρα. Κι εκείνος με τη σειρά του μηνά στον ηγούμενο πως κάποιος ξένος ήρθε. Κι ο ηγούμενος τον δέχτηκε παρατηρώντας το μοναστικό του ένδυμα και το ευλαβικό του ήθος, κι αφού ο Ζωσιμάς έκανε τη συνήθη στους μοναχούς μετάνοια κι έλαβε την ευκή του γέροντα, τον ρωτά ο ηγούμενος: Από πού μας έρχεσαι, αδερφέ, και για ποιο λόγο, σ' εμάς τους ταπεινούς; Κι ο Ζωσιμάς αποκρίθηκε δεν είναι ανάγκη, πάτερ μου, ν' αποκαλύψω τ' από πού κι όσο για το τι, αυτό είναι αλήθεια απλό ότι ήρθα για να ωφεληθώ. Ότι ένδοξα πράματα άκουσα για σας κι αξιέπαινα, ικανά στο Χριστό τον Θεό μας να προσεγγίσουν την ψυχή. Του λέει τότε ο ηγούμενος, ο Θεός, αδελφέ, ο μόνος ικανός να θεραπεύσει την ανθρώπινη αδυναμία, Εκείνος και σένα και μας θα διδάξει τα θεία θελήματα και θα μας οδηγήσει στο να πράξουμε τα δέοντα. Ότι δε δύναται ο άνθρωπος άνθρωπο να ωφελήσει, πάρεξ κι έχει αδιάκοπα το νου στραμμένο ένδον του, κι εξασκώντας τον νου του πράττει το καθήκον, έχοντας εξασφαλίσει ο Θεός να συντρέχει τις πράξεις του. Πλην, επειδή, καθώς είπες, η αγάπη του Θεού σε παρακίνησε εμάς τους ταπεινούς να δεις γέροντες, μείνε μαζί μας, αν πράγματι γι' αυτό τον λόγο ήρθες, κι όλους θα μας θρέψει, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, ο ποιμήν ο καλός, ο που έδωσε την ψυχή αυτού λύτρον αντί πολλών , και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ' όνομα. Αυτά αφού είπε ο ηγούμενος, ο Ζωσιμάς έκανε αμέσως μετάνοια, κι αφού ζήτησε την ευκή του, είπε Αμήν κι έμεινε σ' εκείνο το μοναστήρι.
Και είδε ο γέροντας πράξεις και άκουσε λόγια θαυμαστά και όλοι να δουλεύουνε με ζήλο στην υπηρεσία του Κυρίου. Και δεν έπαυαν να ψάλλουνε τους ψαλμούς καθ' όλην τη διάρκεια της νύχτας και με κάποια εργασία ν' απασχολούν πάντα τα χέρια τους, με κάποιο ψαλμό πάντα στα χείλια. Δεν παραδινόντουσαν ποτέ στην οκνηρία, και καθόλου δεν απασχολούνταν με υλικές φροντίδες, και δε γνώριζαν ούτε τα ονόματα καν των ετήσιων προσόδων ούτε και είχαν καμιάν έγνοια για τους μόχθους της καθημερινής ζωής. Αλλά αποκλειστικά και μόνο ένα πράγμα απασχολούσε τους πάντες, πώς δηλαδή να νεκρώσουν το σώμα και τίποτα από τα εγκόσμια να μη νιώθουνε σαν να ήταν ανάμεσα στους ζωντανούς ήδη νεκροί. Κι ως τροφή είχανε ανεξάντλητη μόνο τα θεόπνευστα λόγια, ότι δε βάζαν στο στόμα τους παρά μόνον τα αναγκαία, δηλαδή λίγο ψωμί και λίγο νερό, καθώς φλεγόσαντε όλοι τους απ' την αγάπη για τον Θεό. Αυτά ο Ζωσιμάς, καθώς ο ίδιος είπε , βλέποντας, πολύ επωφελούτανε, ωθούμενος μόνο προς τα μπροστά, πάντα προχωρώντας στον ίδιο τον δρόμο, και συνεργάτες έχοντας βρει πρόθυμους για την ανοικοδόμηση ενός παραδείσου νέου.
Όταν είχανε περάσει αρκετές μέρες, έφτασε ο καιρός όπου οι χριστιανοί έπρεπε να εκτελέσουν τις άγιες νηστείες, ώστε να καθαρίσουν τους εαυτούς τους, για να τιμήσουν το θείο πάθος και την ανάσταση του Χριστού. Όσο για την πύλη του μοναστηριού αυτή ποτέ δεν άνοιγε, αλλά έμενε πάντα κλειστή, ώστε ανενόχλητοι να επιδίδονται οι μοναχοί στην άσκηση. Και δεν άνοιγε παρά μόνον αν υπήρχε ανάγκη μεγάλη. Κι ο τόπος ολόγυρα ήταν παντέρημος και στους περισσότερους μοναχούς απ' τα γειτονικά μοναστήρια ήτανε όχι μονάχα αδιάβατος μα κι άγνωστος. Και στο μοναστήρι αυτό υπήρχε κανόνας, που βαστούσε απ' τον Θεό, και που γι' αυτόν ακριβώς το λόγο οδήγησε, πιστεύω, κι ο Θεός τον Ζωσιμά σε τούτο το μοναστήρι. Κι ο κανόνας αυτός έλεγε που την Κυριακή της πρώτης βδομάδας των νηστειών, αφού τελούταν κατά το σύνηθες η θεία λειτουργία κι αφού ο καθένας γινότανε μέτοχος των ζωοποιών κι αχράντων μυστήριων, και λάμβανε μικρής ποσότητας τροφή. Κι έπειτα μαζευόσαντε όλοι στο ιερό κι αφού προσευχόταν επί μακρόν κι έκαμναν πολλές γονυκλισίες, ασπάζονταν οι γέροντες ο ένας τον άλλον κι έπειτα ο καθένας ασπαζότανε τον ηγούμενο, έκανε μετάνοια, ζητούσε να λάβει την ευκή του, ώστε να την έχει μαζί του συναγωνιστή για τον προκείμενο αγώνα.
Κι αφού γινόταν αυτά, άνοιγ' η πύλη του μοναστηριού και ψάλλοντας όλοι μαζί το Κύριος φωτισμός μου και Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου, από τίνος δειλιάσομαι ; κι όλον τον υπόλοιπο ύμνο αναχωρούσαν όλοι από το μοναστήρι. Κι αφήνανε έναν μονάχα, ή κάποτε δύο, ανάμεσα στους πολλούς μοναχούς για φύλακα στο μοναστήρι, όχι για να φυλάγουνε όσα βρίσκονταν μέσα (άλλωστε δεν υπήρχε και τίποτα που θα μπορούσαν να κλέψουν οι κλέφτες), αλλά για να μη μένει αλειτούργητο το ιερό. Κι ο καθένας κουβαλούσε, για να ταΐσει τον εαυτό του ό,τι ήθελε κι ό,τι μπορούσε. Άλλος ψωμί, άλλος φρούτα ξερά, άλλος χουρμάδες, άλλος όσπρια βρεμένα σε νερό, κι άλλος τίποτα πάρεξ το σαρκίο του και το ράκος όπου εφόραγε σκοπεύοντας να τραφεί με τα λιγοστά βότανα που φύτρωναν σ' εκείνην την έρημο. Κι οι γέροντες είχαν κανόνα και νόμο απαράβατο να μη γνωρίζει ο ένας πώς ο άλλος πορεύεται και τι κάνει. Και διασχίζοντας τον Ιορδάνη διασκορπίζανε όσο μακρύτερα ο ένας από τον άλλον και πολλή έρημος βρισκόταν ανάμεσά τους και κανείς δεν συναντούσε κανέναν. Κι αν ακόμα τύχαινε κάποιος να δει έναν άλλον από μακριά να πλησιάζει αμέσως, άλλαζε πορεία κι αναζητούσε άλλο τόπο και ζούσε ο καθένας με τον εαυτό του και τον Θεό, ψάλλοντας συνέχεια και τρώγοντας αριά και ξηρά τροφή.
Έτσι αφού περνούσαν όλες τις ημέρες της νηστείας, γυρνούσαν στο μοναστήρι την Κυριακή πριν τη ζωοποιό ανάσταση του Σωτήρα, την οποία η Εκκλησία γιορτάζει παραδοσιακά μετά βαΐων. Κι επέστρεφε ο καθένας έχοντας ως καρπούς του δικού του σκοπού τη δική του συνείδηση, που γνώριζε πόσο ασκήθηκε και ποιων μόχθων έσπειρε σπόρους. Και κανένας δε ρώταγε τον άλλον τίποτα σχετικά με τα παραπάνω και πώς ο καθένας τον δικό του δρόμο πορεύτηκε. Αυτός λοιπόν ήταν ο κανόνας του μοναστηριού και έτσι εκτελούταν. Ότι καθένας από αυτούς αφότου πήγαινε στην έρημο κι αφότου αναλάμβανε τον αγώνα εναντίον του εαυτού του κάτω απ' το άγρυπνο μάτι του Θεού ελευθερωνότανε από την αγωνία να αρέσει στους άλλους ή να τους κάνει εντύπωση. Ότι όσα που οι άνθρωποι κάμουνε, για ν' αρέσουνε στους ανθρώπους, όχι μόνο δεν ωφελούνε αυτούς που τα κάμουνε, αλλά πολύ βλάπτουνε και τους άλλους.
Τότε λοιπόν κι ο Ζωσιμάς μαζί με όλους τους άλλους και σύμφωνα με τον κανόνα του μοναστηριού πέρασε τον Ιορδάνη μη παίρνοντας μαζί του τίποτ' άλλο παρά κάποια εφόδια για τη χρεία του σώματος κι αυτό το ράκος μοναχά όπου εφόραγε. Και πήρε να εκτελεί τον κανόνα περπατώντας στην έρημο κι έτρωγε μόλις πεινούσε και κοιμόνταν λίγο ξαπλώνοντας στη γη όπου τον έβρισκ' η νύχτα. Κι αξημέρωτα ακόμα έπαιρνε πάλι να περπατά κρατώντας ανάλλαχτο το ρυθμό του βαδίσματος. Και του γεννήθηκε η επιθυμία, καθώς έλεγε, κι ήλπιζε κάπως να γίνει και μέσα στα βάθη τα πιο βαθιά της ερήμου ν' απαντούσε κάποιον πατέρα, όπου θα μπορούσε να τον συμβουλέψει για όσα ποθούσε η ψυχή του. Κι όλο και τάχαινε το βήμα σαν να ήτανε ν' απαντήσει κανένα ξακουστό πανδοχείο. Κι αφού περπάτησε μέρες πολλές, σταμάτησε κατά την έκτη ώρα της εικοστής ημέρας στρεφόμενος προς την ανατολή να ψάλλει τη συνήθη ευκή. Ότι συνήθιζε κατά τη διάρκεια της μέρας να κάνει μικρές στάσεις να μπορέσει λιγάκι να ξαποστάσει και να ψάλλει και να κλίνει το γόνα και να προσευκηθεί.
Και ψάλλοντας και κοιτώντας τον ουρανό μ' άγρυπνο μάτι βλέπει στο βάθος δεξιά, ενώ έψελνε τους ψαλμούς της έκτης ώρας , να κάνει την εμφάνισή του ένα είδωλο, ένα ανθρώπινο σώμα. Και ταράχτηκε στην αρχή ότι νόμισε που αυτό που βλέπει ήτανε φάντασμα και τρόμος πολύς τον κατάλαβε. Κι έκανε το σημείο του σταυρού κι αφού έδιωξε το φόβο ξαναγυρνώντας το βλέμμα στα νότια, βλέπει στ' αλήθεια κάτι να βαδίζει στο βάθος. Και είχε το πλάσμα μαύρο το σώμα, σαν να ‘χε μαυρίσει από τις φλόγες του ήλιου, κι ελάχιστες τρίχες φαινότανε στο κεφάλι του, σαν μαλλί άσπρες κι αυτές και έτσι κοντές που δε ‘φτάναν απ' τον αυχένα πιο κάτω. Αφού είδε αυτό ο Ζωσιμάς, ένιωσε ευχαρίστηση μέσα του και χαρά εξαιτίας του αλλόκοτου θεάματος κι άρχισε να τρέχει προς το μέρος που και το πλάσμα πορευότανε. Και χαιρότανε χαρά μεγάλη. Ότι τόσες ημέρες στην έρημο δεν είχ' απαντήσει ζωντανό πλάσμα, μήτ' άνθρωπο, μήτε και ζώο, πτηνό ή χερσαίο. Ζητούσε λοιπόν να μάθει ποιος ήταν κι από πού ερχόταν το πλάσμα, ελπίζοντας πως θα γίνει μάρτυρας σπουδαίων πραμάτων.
Εκείνο όμως μόλις αντιλήφθηκε τον Ζωσιμά να πλησιάζει από μακριά, άρχισε να τρέχει μέσα στην έρημο πιο βαθιά. Κι ο Ζωσιμάς μη λογαριάζοντας την ηλικία του ή την κούραση που είχε συσσωρεύσει τόσων ημερών πορεία, πίεσε τον εαυτό του να τρέξει για να προλάβει το πλάσμα. Κι εκείνος καταδίωκε κι εκείνο καταδιωκόταν. Και το βήμα του Ζωσιμά πιο ταχύ και το πλησίασε γρήγορα. Και μόλις έφτασε σε μια απόσταση που να μπορεί τη φωνή του ν' ακούσει, άρχισ' ο Ζωσιμάς να φωνάζει και να κλαίει φωνάζοντας, γιατί μ' αποφεύγεις τον γέροντα και αμαρτωλό; δούλε του Θεού ζωντανού, όποιος κι αν είσαι, μείνε μαζί μου, ότι ο Θεός μου όρισε την έρημο τούτη να κατοικήσω. Μείνε με τον αδύνατο και ανάξιο για χάρη της ελπίδας τούτης που τρέφεις σαν ανταμοιβή για τους τόσους σου κόπους. Στάσου και δώσε ευκή κι ευλογία στο γέροντα ότι ο Κύριος δεν αποστρέφεται κανέναν ποτέ. Κι αυτά λέγοντας ο Ζωσιμάς κλαίγοντας φτάσανε κι οι δυο τους να τρέχουν σε κάποιο τόπο που κάποιος ξερός χείμαρρος είχε αφήσει τα ίχνη του. Εγώ πάντως δεν πιστεύω πως μπορεί να υπήρχε ποτέ χείμαρρος εκεί πέρα, πως θα μπορούσε σ' εκείνη τη γη να φανεί χείμαρρος; αλλά έλαχ' ο τόπος να ‘χει τούτο το σχήμα.
Κεφάλαιο ΙΙ
Μόλις φτάσαν λοιπόν σ' εκείνο το μέρος, το πλάσμα κατέβηκε κι αμέσως ανέβηκε στο άλλος μέρος της όχθης. Κι ο Ζωσιμάς εξαντλημένος και μη μπορώντας άλλο να τρέξει, στάθηκ' ασθμαίνοντας στο άλλο μέρος του χειμαρρόσχημου τούτου τόπου και στα δάκρυα δάκρυα και λυγμούς στους λυγμούς, ώστε να μπορέσει έτσι που ήταν τώρα κοντά του ν' ακούσει το πλάσμα τον οδυρμό του. Και το φεύγον εκείνο κορμί τέτοιαν αφήνει φωνή κι έτσι λέει, αββά Ζωσιμά, για όνομα του Θεού, συγχώρεσέ με, ότι δεν μπορώ να στρέψω και κατά πρόσωπο να σ' αντικρίσω. Ότι είμαι γυναίκα και μάλιστα γυμνή καταπώς βλέπεις κι αισχύνομαι το κορμί μου που έχω ακάλυπτο. Αλλά μιας και θέλεις να μ' ανταμείψεις με την ευκή σου, πέτα μου το ράκος το που φοράς, να συγκαλύψω με τούτο τη γυναικεία μου ασθένεια, και να στραφώ προς τα σένα, και την ευκή σου να λάβω. Τότε φρίκη και μεγάλη κατάπληξη κατέλαβε το Ζωσιμά, καθώς έλεγε, μόλις άκουσε να τον φωνάζει με τ' όνομα του. Ότι ήταν οξύνους ο άνδρας και περί των θείων σοφώτατος κι αμέσως κατάλαβε που δεν μπορούσε να τον φωνάξει με τ' όνομα του, εκείνον που ποτέ της δεν είχε δει και για τον οποίον ποτέ της δεν είχε ακούσει να γίνεται λόγος, πάρεξ και είχεν ευλογηθεί με το χάρισμα της θείας οράσεως.
Κι αμέσως κάνει ό,τι εκείνη που του παράγγειλε και βγάζοντας το ράκος εκείνο το παλιό όπου εφόραγε της το πετά κι εκείνος πισωπατά . Κι εκείνη πιάνοντας το, καλύπτει όσα μέρη του σώματος της χρειαζόνταν να καλυφτούν περισσότερο. Στρέφεται λοιπόν τότε στο Ζωσιμά και του λέει τι σου ‘ρθεν, αββά Ζωσιμά, να δεις αμαρτωλό γύναιο; τι να μάθεις από μένα και τι να δεις που άξιζε σε τέτοιον κόπο να μπεις; Κι ο Ζωσιμάς έκλινε το γόνα στη γη την ευκή της ζητώντας κατά το σύνηθες κι εκείνη γονατίζει σε στάση μετάνοιας και στεκόνταν έτσι κι οι δυο τους ώρα πολλήν γονατισμένοι στη γη, ο ένας στην μια όχθη κι η άλλη στην άλλη, κι ο καθένας ζητούσε να ευλογήσει τον άλλον έτσι που για ώρα πολλήν δεν ακουγότανε τίποτα άλλο πάρεξ το ευλόγησον. Και μετά από πολλήν ώρα λέει η γυναίκα στο Ζωσιμά, αββά Ζωσιμά συ αρμόζει να ευλογήσεις και να προσευχηθείς ότι συ έχεις ευλογηθεί με την τιμή του πρεσβύτερου κι εσύ παρευρίσκεσαι χρόνια τώρα στο άγιο θυσιαστήριο και πολλές φορές μέχρι τώρα μυσταγωγός έγινες των αχράντων μυστηρίων. Κι αυτά λέγοντας ο Ζωσιμάς φόβο μεγάλο φοβήθηκε και μια αγωνία μες την καρδιά κι έγινε σύντρομος και στέναζε κι ίδρος τον έλουζε και κόμπιαζε η φωνή. Της λέγει λοιπόν με σπασμένη φωνή και συνέχεια ασθμαίνοντας, ω μητέρα πνευματική απ' το ήθος σου είν' ολοφάνερο που ήδη εσύ αναχώρησες για τον Κύριο και στο μεγαλύτερο μέρος απονέκρωσες στον κόσμο τούτο τον εαυτό σου. Κι είναι ολοφάνερο το χάρισμα αυτό που σου δόθηκε ότι ποτέ κανείς πριν δεν με κάλεσε με τ' όνομα μου μήτε και με τ' αξίωμά μου που να μην μ' είχε γνωρίσει. Αλλά καθώς η χάρη δεν εξαρτάται απ' τ' αξιώματα αλλά απ' τα ψυχικά τα γνωρίσματα, ευλόγησέ με σου ζητώ στο όνομα του Κυρίου και προσευxήσου για μένα.
Υποχωρώντας τελικά μπροστά στην τόση επιμονή του γέροντα λέει η γυναίκα στο Ζωσιμά, ευλογητός ο Θεός, ο που φροντίζει για τη σωτηρία των ανθρώπων και των ψυχών τους. Κι αφού είπε με τη σειρά του Αμήν ο Ζωσιμάς, σηκώνονται κι οι δυο από τη γη και ρωτά η γυναίκα τον Ζωσιμά για ποιο λόγο ήρθες σε μένα την αμαρτωλή, άνθρωπε; Για ποιο λόγο θέλησες ν' απαντήσεις από κάθ' αρετή γύναιο γυμνωμένο; Από την άλλη πάλι, μιας και σε καθοδήγησε η χάρη του Αγίου Πνεύματος, αν μπορείς με κάποιον τρόπο να μου παρέχεις καμιά υπηρεσία που αδυνατώ λόγω της ηλικίας μου, πες μου, πώς ζει το χριστιανικό έθνος την σήμερον; Πώς οι βασιλείς; Πώς διαχειρίζονται οι υποθέσεις της Εκκλησίας; Και της λέγει τότε ο Ζωσιμάς, εν συντομία, μητέρα, χάρη στις όσιες προσευχές σου, σε όλα χάρισε ο Χριστός ειρήνη σταθερή. Αλλά δέξου ανάξιου γέροντα παράκληση, και προσευχήσου υπέρ του κόσμου όλου, και υπέρ εμού του αμαρτωλού, ώστε να μην μείνει άκαρπο το διάστημα της παραμονής μου σ' αυτήν εδώ την έρημο. Και του απαντάει τότε εκείνη, συ είναι το πρέπον, αββά Ζωσιμά, που αξιώθηκες το αξίωμα του ιερέα, καθώς σου είπα ήδη, να προσευχηθείς υπέρ εμού κι υπέρ πάντων. Ότι εσύ είσαι προορισμένος για τούτο. Μιας κι όμως παρακινούμαστε να υπακούμε εκείνο που ζήτησες πρόθυμα, θα το πράξω.
Αυτά λέγοντας στρέφει προς την ανατολή το κορμί και σηκώνει το βλέμμα ψηλά και ανοίγει τα χέρια κι αρχίζει ψιθυριστά να προσεύχεται. Κι από κει που στεκόταν ο Ζωσιμάς δεν ακουγόταν καμιά φωνή έναρθρη. Ούτε και μπορούσε ν' ακούσει της προσευχής τα λεγόμενα. Κι εκεί που στεκότανε, καθώς έλεγε, τον κατέλαβε τρόμος πολύς και ξαπλώθηκε στη γη μην τολμώντας μια λέξη. Κι ορκιζότανε, κι έβαζε μάρτυρα τον Θεό, που καθώς την έβλεπε ν' αργεί πολύ με την προσευχή, σήκωσε λιγάκι το βλέμμ' από χαμαί, και την είδε να έχ' υψωθεί ίσαμε ένα πήχη από τη γη και να προσεύχεται στον αέρα κρεμάμενη. Και πάει αυτό ήτανε μόλις είδε κι αυτό φόβο στο φόβο κι άλλο φοβόταν κι αγωνιούσε πολύ και δεν τολμούσε να βγάλει άχνα, από μέσα του μονάχα επαναλαμβάνοντας, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, ξαπλωμένος πάντα στη γη και πονηροί τον σκανδαλίζανε λογισμοί μη τάχα κι ήτανε πνεύμα η γυναίκα και προσποιούτανε που προσεύχοταν. Και στρέφεται τότε η γυναίκα στον αββά και τον σηκώνει απ' τη γη και του λέει αυστηρά, γιατί μ' υποβλέπεις αββά και σε σκανταλίζουνε λογισμοί πονηροί και σκέφτεσαι που είμαι πνεύμα και προσποιούμαι όπου προσεύχομαι; Μάθε, άνθρωπε, που μπορεί να είμαι γυναίκα αμαρτωλή αλλά με προστατεύει το άγιο βάπτισμα. Και πνεύμα δεν είμαι, αλλά ολόκληρη και χώμα και στάχτες και σάρκα. Και μόλις είπε αυτά με το σημείο του σταυρού σφραγίζει το μέτωπο και τα μάτια της, τα χείλη της και το στήθος της, έτσι μιλώντας, ο Θεός, αββά Ζωσιμά, να μας φυλά από του πονηρού και τις ενέδρες του, ότι πολλή υπάρχει ανάμεσα μας ακόμη η ισχύς του.
Κι ο γέροντας κοιτώντας την μόλις ακούει τούτα τα λόγια, ρίχνει τον εαυτό του στο έδαφος και αγκαλιάζοντας με τα χέρια τα πόδια της και λούζοντας τα με δάκρυα λέει, σε ξορκίζω, στ' όνομα του Χριστού, του Θεού μας, και της Παρθένου που τόνε γέννησε, και που για χάρη του εντύθηκες τη γυμνότητα αυτήν, και που για χάρη του σε τέτοιο βαθμό τη σάρκα σου εξαχρείωσες, μην κρύψεις από το δούλο σου τίποτα, κι όλα να μου τα πεις, το ποια είσαι, και τ' από πού κατάγεσαι και το πότε και με ποιο τρόπο σ' αυτήν την έρημο ήρθες να κατοικήσεις, τίποτα να μην κρύψεις από μένα για σένα, αλλά όλα να μου τ' αφηγηθείς, ώστε τα μεγαλεία του Θεού να καταστούν ολοφάνερα. Σοφία γαρ κεκρυμμένη και θησαυρός αφανής, τις ωφέλεια επ' αμφοτέροις ; καθώς είναι γραμμένο. Όλα να μου τα πεις, για όνομα του Θεού. Κι όχι που για να καυχηθείς να τα πεις μήτε για την επίδειξη, αλλά για να με διδάξεις τον ανάξιο, μόνο. Ότι θαρρώ πως ο Θεός, τον που πιστεύεις κι υπηρετείς, γι' αυτόν το λόγο μ' οδήγησε σε τούτη την έρημο, για να φανερώσει ο Κύριος όλα τα σχετικά με σένα. Και δεν είναι στα μέτρα μας να εναντιωνόμαστε τις αποφάσεις του Κυρίου. Άμα δεν ήταν ευάρεστο στο Χριστό, τον Θεό μας, να σε αποκαλύψει και τον τρόπο που αγωνίζεσαι να καταστήσει κατάδηλο, δε θα επέτρεπε από κανέναν να θεαθείς, ούτε κι εμένα να διανύσω θα προέτρεπε τόσο μεγάλο δρόμο για να σε συναντήσω, εμένα που ουδέποτε σκέφτηκα ή θέλησα πριν το κελί μου να εγκαταλείψω.
Κι ενώ ο αββάς Ζωσιμάς έλεγε αυτά κι άλλα πολλά, τον σηκώνει τρυφερά η γυναίκα και του λέει, αισχύνομαι, αββά μου, να σου ιστορήσω την αισχύνη των έργων μου, συγχώρεσε με, για όνομα του Θεού. Μιας όμως κι είδες έτσι γυμνό το κορμί μου, για σένα θ' απογυμνώσω και την ψυχή μου, για να γνωρίσεις κι εσύ τι αισχύνη και τι ντροπή την ψυχή μου πληρώσαν οι πράξεις μου. Ότι αν δεν ήθελα να σου διηγηθώ τη ζωή μου, δεν ήτανε, όπως υπέθεσες, για να μην καυχηθώ (γιατί τι αλήθεια υπάρχει σε μένα πρόσφορο για να καυχηθώ έτσι που έγινα σκεύος εκλογής του διαβόλου). Αλλά επειδή ήξερα πως έτσι και ξεκινήσω να σου διηγούμαι, θα φύγεις μακριά μου, καθώς που φεύγει κανείς απ' τον όφη, μην αντέχοντας μέχρι τέλους ν` ακούσεις όλα τα αίσχη τόσα που έπραξα. Αλλά αφού έτσι το θέλησες κι αφού πήρα την απόφαση να μιλήσω, τίποτα πια δε θα κρύψω. Σε ξορκίζω όμως, από τώρα και στο εξής, να μην παραλείψεις για μένα να εύχεσαι μήπως και βρω σωτηρία και έλεος την ώρα της κρίσης. Κι ενώ ο γέροντας έκλαιγε ακατάσχετα, ξεκίνησε η γυναίκα την ιστορία της κι έτσι μίλησε:
Εγώ, αδελφέ, γεννήθηκα στην Αίγυπτο. Αλλά μόλις έγινα δώδεκα χρονών, κι ενώ οι γονείς μου ζούσαν ακόμα, προδίδοντας τη στοργή τους, το έσκασα και πήγα στην Αλεξάνδρεια. Και το πώς απώλεσα την παρθενία μου στην αρχή, και το πώς με κατέτρεχε, δίχως εγκράτεια και χωρίς κορεσμό, η επιθυμία μου να κάνω τον έρωτα, ντρέπομαι τώρα ακόμα και να το σκέφτομαι. Αλλά δεν ταιριάζει να μιλήσω με σεμνότητα τώρα, αλλά έστω και με συντομία, όλα να σου τα διηγηθώ, για να γνωρίσεις κι εσύ τη λαγνεία και τη φιληδονία μου. Δεκαεφτά, που λες, χρόνια, συγχώρησον, ζούσα σαν πόρνη παραδομένη στη φλόγα της ασωτίας. Και μάλιστα, σου τ' ορκίζομαι, χωρίς να πληρώνομαι. Κι ήταν φορές που δε δεχόμουνα χρήματα ακόμα κι από κάποιους που θέλαν να με πληρώσουνε. Και το έκανα τούτο, γιατί νόμιζα που έτσι θα κέρδιζα την προσοχή τους, γιατί ήθελα όλοι να με προσέχουν. Κι έτσι δώριζα από δω κι από κει εκείνο το που ζητούσαν. Και μη φανταστείς πως ήμουνα τίποτα πλούσια. Ζητιανεύοντας ζούσα. Κι ήτανε φορές που δεν είχα να φάω παρά τις λινάτσες από τα ρούχα μου. Αλλά μου αρκούσε η επιθυμία μου. Δίχως εγκράτεια και χωρίς κορεσμό να κυλιέμαι στο βόρβορο. Κι έτσι κυλούσε η ζωή μου και πίστευα που θα συνέχιζα μέχρι τέλους να ζω τη φύση προσβάλλοντας.
Κι ενώ αυτός ήταν ο τρόπος της ζωής μου, βλέπω κάποτε άνδρες Λιβύους κι Αιγύπτιους, λαό πολύ, να τρέχουνε προς τη θάλασσα. Και ρωτώ κάποιον που έτυχε να βρεθεί πλάι μου, για πού βιάζονται έτσι τρέχοντας όλοι αυτοί οι άντρες; Κι αυτός μου απαντά κι έτσι μου λέει, στα Ιεροσόλυμα όλοι ανεβαίνουν για τη γιορτή της υψώσεως του τιμίου σταυρού, που ‘ναι να γιορταστεί σε λίγες μέρες. Και του λέω τότε κι εγώ, άραγε θα με πάρουν κι εμένα μαζί τους, άμα θελήσω ν' ακολουθήσω; Και μου λέει τότε εκείνος, αν έχεις το ναύλο σου και τα έξοδα, κανένας δεν σ' εμποδίζει. Και του λέω τότε εγώ, εγώ, βέβαια, αδελφέ, λεφτά δεν έχω ούτε για το ναύλο ούτε για τα λοιπά έξοδα. Αλλά θα πάω κι εγώ, και θ' ανέβω σε κάποιο από τα πλοία που εμισθώσανε και θα τους έχω να με τρέφουνε ακόμα κι αν δεν το θέλουν. Ότι έχω κορμί, αντί ναύλου, που μπορούνε να λάβουν. Γιατί γι' αυτό ήθελα να πάω, αββά μου, συγχώρησον, για να ‘χω ανά πάσα στιγμή έτοιμους πολλούς εραστές να μου χορταίνουν το πάθος. Σου το ‘πα, αββά, μη μ' αναγκάσεις να σου μιλήσω τα αίσχη μου, ότι φρίττω, Κύριος οίδεν, έτσι με τα λόγια μου να μολύνω και σένα και τον αγέρα.
Κι ο Ζωσιμάς, το χώμα δάκρυα βρέχοντας, έτσι της λέει, λέγε, για το Θεό, μητέρα μου, λέγε και μη διακόψεις τον ειρμό τέτοιας μιας ιστορίας ψυχωφελούς. Αυτή τότε αμέσως παίρνοντας την ιστορία από κει που σταμάτησε, του λέει: Εκείνος λοιπόν ο νεαρός ακούγοντας τα αισχρά μου λόγια, βάζει τα γέλια και φεύγει. Κι εγώ αφού γδύθηκα το κουρέλι το που εφόραγα (είχε τύχει μάλιστα να μου ‘χει κρατήσει για πολύ καιρό εκείνο), τρέχω προς τη θάλασσα κατά που έβλεπα και τους άλλους να τρέχουν. Και βλέπω τότε κάποιους νέους να στέκονται στο γιαλό, ίσαμε δέκα τον αριθμό ή και περισσότερους, και όλοι να έχουνε κάτι ρωμαλέα κορμιά καλοσχηματισμένα κι όλο αρρενωπότητα κινήσεις, και μου φανήκαν αρκετά ικανοί γι' αυτό που τους ήθελα. Και φαίνεται υπήρχανε κι άλλοι συνταξιδιώτες, γιατί κι άλλοι ακόμα είχαν ανέβει στα πλοιάρια ήδη. Κι αναιδέστατα τότε, κατά τη συνήθεια μου, πηδώ στο ανάμεσό τους. Πάρτε, καλέ, κι εμένα μαζί σας εκεί που πηγαίνετε! Όλο και κάπου θα σας φανώ χρήσιμη! έτσι έλεγα. Κι αφού γελώντας κι άλλα είπα λόγια αισχρότερα, κατάφερα να κάνω τους πάντες να γελάν με τα πάντα. Κι αυτοί με τη σειρά τους βλέποντας την τόση μου κλίση γι' αδιαντροπιά με παίρνουν και μ' ανεβάζουν στο πλοιάριο που είχανε ήδη ‘τοιμάσει. Και περιμέναμε λίγο ακόμα να ‘ρθουνε και κάποιοι άλλοι κι ύστερα ξεκινήσαμε .
Τα υπόλοιπα πώς να στα διηγηθώ, άνθρωπε; Ποια γλώσσα να πει, ποιο αυτί να ακούσει όλα που έγιναν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού επάνω στο πλοίο; Τι να σου πω; Ότι τους ανάγκαζα να μου κάνουν αυτό που ζητούσα ακόμα κι αν δεν το θέλανε; Ότι δεν υπάρχει καμιάν ασέλγεια, απ' όσες χωρούν κι απ' όσες που δε χωρούν στο νου του ανθρώπου, την οποία με προθυμία να μην τήνε δίδαξα στους ταλαίπωρους; Καμιά φορά τώρα, αββά μου, εγώ αναρωτιέμαι το πώς μας άντεξε η θάλασσα, τόση ασωτία, το πώς δεν μας έπνιξε. Πώς δεν άνοιξε το στόμα της η γη να με καταπιεί ζωντανή έτσι που τόσες παγίδεψα ψυχές. Αλλά κατά πώς φαίνεται ο Θεός ζητούσε και τη δική μου μετάνοια. Ότι δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά περιμένει και περιμένει στοργικά ελπίζοντας στην αγκάλη του την επιστροφή. Τέλος πάντων με τα πολλά φτάσαμε κάποτε στην Ιερουσαλήμ. Κι όσες μέρες πριν τη γιορτή παρέμεινα εκεί, τα ίδια και χειρότερα έκανα. Και δεν αρκέστηκα μόνο στους νεαρούς που τους είχα να με υπηρετούν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, αλλά και άλλους πολλούς αποπλάνησα και κατοίκους της πόλης και ξένους.
Κι ολόκληρο τον χρόνο που ακολούθησε απέκρυψε τα πάντα και σε κανέναν δεν τόλμησε να διηγηθεί τίποτ’ απ’ όσα είδε. Και μέσα του ικέτευε το Θεό αμέσως ναν του δείξει το πρόσωπο εκείνο που ποθούσε να ξαναδεί. Κι εδυσχέραινε και δυσφορούσε αναλογιζόμενος τη διάρκεια του έτους, κι ήθελε, αν γινόταν αυτό, που να γίνει μέρα το έτος. Κι έφτασε κάποτε κι η πρώτη Κυριακή των άγιων νηστειών κι αμέσως μετά την συνηθισμένη ευκή οι άλλοι όλοι ψάλλοντας αναχώρησαν. Κι αυτός ν’ αρρωστήσει αρρώστια και ναν τον ψήνει ο πυρετός και που τον ανάγκασε μέσα να παραμείνει. Και θυμήθηκεν τότε ο Ζωσιμάς που του ‘π’ η αγία που μήτε θα θέλει να βγει απ’ τη μονή μήτε και θα μπορεί. Και περάσανε λίγες μέρες, κι απ’ την αρρώστια ανάρρωσε και στο μοναστήρι παράμενε.
Όταν οι μοναχοί επέστρεψαν πάλι κι έφτασε η εσπέρα του δείπνου του μυστικού εκείνος έκανε όσα που του παράγγειλε η αγία. Και παίρνοντας σ’ ένα μικρό δισκοπότηρο από το άχραντο σώμα κι από το τίμιο αίμα του Χριστού του Θεού ημών, έβαλε σ’ ένα μικρό καλάθι χουρμάδες, σύκα ξερά και λίγη φακή βρεμένη σε νερό. Και φεύγει μέσα στη μαύρη νύχτα και κάθεται στο χείλος του Ιορδάνη την άφιξη της που του παράγγειλε η αγία να περιμένει. Κι έτσι που αργούσε η αγία γυναίκα ο Ζωσιμάς δεν ενύσταξε αλλά δίχως να ξαπλώσει που την έρημο ατένιζε προσμένοντας να δει εκείνην που τόσο πεθύμησε. Κι εκεί που καθότανε έλεγε στον εαυτό του ο γέροντας, μην άραγες την εμπόδισε το ανάξιον μου να έρθει; μην ήλθε και μη βρίσκοντας κανέναν εδώ αμέσως ξανάφυγε; Κι αυτά λέγοντας αμέσως εδάκρυσε και δακρύζοντας στέναξε και στον ουρανό τα μάτια σηκώνοντας ικέτευε το Θεό κι έλεγε, μη με στερήσεις, Δέσποτα, κι αμέσως να δω εκείνη οπού ‘δα ότι συγχώρησες. Να μη φύγω κενός, τις αμαρτίες μου να φέρω σε έλεγχο. Και τούτα με δάκρυα προσευκόμενος σε λογισμούς άλλους έπεσε ο νους του. Έλεγε στον εαυτό του λοιπόν, κι αν τυχόν έλθει τι θα γίνει λοιπόν; πλοιάριο δεν υπάρχει και πως θα περάσει τον ποταμό σε μένα για να ‘ρθει τον ανάξιο; Αλί, αλί, της αναξιότητας μου αυτής! Αλί, αλί της ελεεινότητας μου αυτής! Ποιος τέτοιου καλού δίκαια μ’ αποστέρησε ;
Κι αυτά ενώ σκεφτόταν ο γέροντας, ιδού φτάνει και η γυναίκα και στέκοταν στην αντίπερα όχθη του ποταμού απ’ όπου και ήρθε. Και σηκώθηκ’ ο Ζωσιμάς χαίρων κι αγαλλιώμενος και δοξάζοντας το Θεό. Κι αμέσως ξανάφερε μ’ αγωνία στο νου του τη σκέψη πως δεν θα μπορούσε αυτή τελικά να διασχίσει τον Ιορδάνη. Και βλέπει τότε αυτήν με το σημείο του τιμίου σταυρού να σφραγίζει το ποταμό – η νύχτα ήταν πανσέληνος, καθώς έλεγε – κι εν συνεχεία να ανεβαίνει στα ύδατα και να περπατά επί των υδάτων και προς το μέρος του να βαδίζει. Κι εκείνος που θέλησε ναν κάμει μετάνοια εκείνη φωνάζοντας τον εμπόδιζε, και, περπατώντας πάντα επάνω στα ύδατα, τι κάνεις, αββά, του εφώναζε, δεν ντρέπεσαι, συ ιερέας άνθρωπος και τα θεία που βαστάζεις μυστήρια; Και καθώς συμμορφώθηκε αυτός με τα λόγια της, πατώντας έξω απ’ το νερό του λέγει, ευλόγησον, πάτερ, ευλόγησον. Και της αποκρίθηκε τότε αυτός έντρομος, έκπληκτος απ’ το παράδοξο θέαμα, μα την αλήθεια, δεν έλεγε ψέματα ο Θεός όταν υπόσχοταν σε όσους καθαρίσουν τους εαυτούς τους πως θα ομοιάσουν σ’ Εκείνον! Δόξα σοι, Χριστέ, ο Θεός μας, ο που την προσευκή μου δεν την παράκουσες μήτε και το έλεος σου από το δούλο σου στέρησες! Δόξα σοι, Χριστέ, ο Θεός μας, ο που μου ‘δειξες μέσω της δούλης σου τούτης από την τελειότητα το πόσο απέχω! Κι αυτά αφού είπε, ζήτησε η γυναίκα να πει το άγιο της πίστεως σύμβολο, και το Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς να ξεκινήσει. Κι αφού έγινε κι αυτό κι αφού τελείωσε κι η ευκή φίλησε κατά το έθιμο στο στόμα τον γέροντα. Κι αφού μετάλαβε τα θεία μυστήρια σήκωσε τα χέρια στον ουρανό, κι εστέναξε, δάκρυα στα μάτια, κι έτσι αναφώνησε, Νυν απολύεις την δούλην σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη· ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριον σου.
Τότε λέγει στο γέροντα, συγχώρησε με αββά κι εκπλήρωσε ακόμα μια μου επιθυμία. Γύρνα τώρα στο μοναστήρι, με τη χάρη του Θεού να σε φρουρεί, και το επόμενος έτος έλα και πάλι σε κείνον τον χείμαρρο όπου εγώ για πρώτη φορά σε συνάντησα. Να ‘ρθεις οπωσδήποτε, να ‘χεις την ευκή του Θεού, και πάλι θα με δεις άμα το θέλει ο Κύριος. Κι εκείνος τότε της αποκρίθηκε, είθε να ήτανε μπορετό να σε ακολουθήσω εγώ και στο εξής συνέχεια να βλέπω το τίμιο σου πρόσωπο! Μα έλα αν θέλεις κι εσύ να εκπληρώσεις μία του γέροντα παράκληση κι απ’ όσα που ‘φερα πάρε λίγη από τούτη δω την τροφή. Και λέγοντας αυτά, της δείχνει όσα που ‘χε μες το καλάθι. Κι αυτή με τ’ ακροδάκτυλα αγγίζοντας τη φακή, και παίρνοντας τρεις κόκκους, τους φέρνει στο στόμα, λέγοντας πως με τη χάρη του Πνεύματος αρκούν για να συντηρήσουνε την ουσία της ψυχής μου αμόλυντη. Κι αυτά λέγοντας λέγει και πάλιν στο γέροντα, προσευχήσου στον Κύριο για μένα, προσευχήσου, και θυμήσου την αθλιότητα τη δική μου. Κι ο γέροντας ρίχνεται μπροστά της στο χώμα κι αγγίζει τα πόδια της αγίας κι αφού της ζήτησε να προσεύχεται για την Εκκλησία, για τη βασιλεία και για τον ίδιο, δάκρυα στα μάτια, την άφησε κι απήλθε στενάζοντας κι οδυρόμενος ότι δεν ετόλμαγε για πολύ να κρατήσει εκείνην που δε κρατιότανε. Κι εκείνη αμέσως τον Ιορδάνη σφραγίζοντας ανέβηκ’ επάνω στα ύδατα και διέσχισε και περπάτησε κι έφτασε εκεί απ’ όπου πριν είχε έρθει. Κι έστρεψε ο γέροντας το κεφάλι με χαρά και φόβο ναν την κοιτάει και τον εαυτό του κατηγορώντας που ξέχασε και πάλι να ζητήσει τ’ όνομα της αγίας να μάθει. Ήλπιζε όμως που θα το μάθαινε του χρόνου.
Κι αφού πέρασ’ ο χρόνος, τρέχει αμέσως στην έρημο, τα πάντα δηλαδή έχοντας ήδη τελέσει κατά το σύνηθες, για ν’ αντικρίσει ξανά το παράδοξο θέαμα. Κι αφού διάνυσε της ερήμου το διάστημα και βλέποντας κάποια σημάδια που φανερώναν που βρήκε κείνον που ζητούσε τον τόπο, κοιτούσε δεξιά κι αριστερά περιφέροντας το βλέμμα παντού καθώς κυνηγός εμπειρότατος που καταδιώκει το γλυκύτατο θήραμα. Και μη βλέποντας τίποτα πουθενά να κινείται, άρχισ’ αμέσως τον εαυτό του να βρέχει με δάκρυα. Και το βλέμμα προς τα πάνω σηκώνοντας έλεγε, δείξε μου, Δέσποτα, τον ασύλητο θησαυρό σου, που σε τούτη κατέκρυψες έρημο. Δείξε μου, σου ζητώ, τον εν σώματι άγγελο, ο κόσμος όπου δεν του ‘ναι αντάξιος. Κι αυτά προσευχόμενος φτάνει στον τόπο που ‘ταν σχηματισμένος σε χειμάρρου μορφή, κι είδε προς το μέρος όπου ανέβαινε η ήλιος να κείτεται η αγία νεκρή, κι όπως έπρεπε ακουμπισμένα τα χέρια της, και το κορμί της να κοιτά στην ανατολή. Κι εκείνος τρέχοντας τότε ρίχνεται στ’ άψυχο πάνω κορμί κι αγκαλιάζοντας το να κλαίει τρέμοντας μ’ αναφιλητά και με τα δάκρυα του καυτά να πλένει τα πόδια της τρυφερά ότι δεν τόλμαγε άλλο μέρος του κορμιού της κανένα ν’ αγγίσει.
Κι αφού έκλαψεν ώρα πολλή κι είπε ψαλμούς οπού ταιριάζανε στην περίπτωση κι είπε την επιτάφια ευκή, αναρωτιότανε μέσα του, άραγε ταιριάζει στην αγία να θάψω το λείψανο; Μήπως τούτο δεν της αρέσει; Κι ενώ σκεφτότανε αυτά βλέπει ξαφνικά, λίγο πιο πέρα απ’ το κεφάλι της, χαραγμένα πάνω στην άμμο γράμματα που ‘γραφαν: Θάψε, αββά Ζωσιμά, σε τούτο το τόπο της ταπεινής Μαρίας το λείψανο, δώσε πίσω στο χώμα το χώμα και να προσεύχεσαι πάντα για μένα στο Κύριο. Και ότι απέθανε το μήνα Φαρμουθί (σύμφωνα με το αιγυπτιακό ημερολόγιο και Απρίλη σύμφωνα με το ρωμαϊκό), την ίδια εκείνη τη νύχτα του σωτήριου πάθους, αμέσως μετά την μετάληψη του θείου και μυστικού δείπνου. Κι αυτά ο γέροντας διαβάζοντας τα γράμματα χάρηκε ότι έμαθε το όνομα της αγίας και κατάλαβε που μόλις μετάλαβε τα θεία μυστήρια στις όχθες του Ιορδάνη, αμέσως έφτασε στον τόπο αυτό όπου κι απέθανε. Και το διάστημα αυτό που πάσκιζ’ ο Ζωσιμάς είκοσι μέρες τώρα να διανύσει, σε μιαν ώρα μέσα μόνο η Μαρία το διέσχισε, κι αμέσως προς το Θεό αποδήμησε.
Δοξάζοντας το Θεό και δάκρυα βρέχοντας το κορμί, καιρός είπε, Ζωσιμά, να κάνεις τώρα το που σου ζήτησαν. Αλλά πώς να κάμεις, ταλαίπωρε, τρύπα με χέρια γυμνά; Κι αυτά λέγοντας μόνος του είδε λίγο πιο κει ένα μικρό ξυλαράκι πεταμένο στην έρημο και παίρνοντας το άρχισε σιγά-σιγά να σκάβει. Και θεόξηρη ήταν η γη και καθόλου το γέροντα δεν υπάκουε που μοχθούσε. Και στέναξε τότε μεγάλο στεναγμό από τα βάθη της ψυχής του και σηκώνοντας το κεφάλι βλέπει ένα λιοντάρι τρανό να στέκεται πλάι στο λείψανο της αγίας και να γλείφει με στοργή τις πατούσες της. Κι ο Ζωσιμάς βλέποντας το θηρίο έγινε σύντρομος και φοβόταν πολύ, πολύ περισσότερο που θυμήθηκε τα λεγόμενα της Μαρίας που του ‘χε κάποτε πει ότι ποτέ δεν συνάντησε πλάσμα ζωντανό σε τούτη την έρημο. Και κάνοντας το σημείο του σταυρού πίστεψε που θα τον εφύλαγε αβλαβή της πεθαμένης η δύναμη. Και το λιοντάρι στράφηκε προς το μέρος του γέροντα κι όχι μόνο δεν φανέρωνε εχθρικές διαθέσεις αλλά τουναντίον τον καθησύχαζε με κινήματα. Κι είπεν ο Ζωσιμάς στο λιοντάρι, επειδή, θηρίο, η Μεγάλη επέτρεψε να ταφεί το κορμί της κι επειδή εγώ είμαι γέρος και δεν έχω τη δύναμη να σκάψω την τρύπα κι ούτε έχω και τα κατάλληλα εργαλεία και δεν γίνεται τώρα να γυρίσω πίσω για να πάω να φέρω, κάνε κείνο που πρέπει, αν θες, με τα νύχια σου, ώστε να δώσουμε πίσω στη γη το σκήνωμα της αγίας. Και δεν πρόλαβε να μιλήσει τα λόγια του κι αμέσως που το λιοντάρι πήρε να σκάβει μια τρύπα κι έγινε σε λίγο μεγάλη αρκετά να χωρέσει το λείψανο.
Και πάλι με δάκρυα τα πόδια να πλένει της αγίας ο γέροντας κι αφού την ικέτευσε τώρα περισσότερο από ποτέ να προσεύχεται υπέρ πάντων, κάλυψε το κορμί της με χώμα, που ήταν καθώς και πρώτα γυμνό, με το κουρέλι μονάχα που κάποτε της είχε πετάξει ο Ζωσιμάς άτσαλα να καλύπτει κάποια σημεία του κορμιού της. Κι είπεν τη προσευχή με το λιοντάρι να στέκεται πλάι του και μόλις τελείωσε αναχωρήσαν κι οι δυο. Και το λιοντάρι σα πρόβατο χάθηκε στα βάθη της έρημος κι ο Ζωσιμάς στο μοναστήρι επέστρεψε δοξάζοντας κι ευλογώντας το Χριστό το Θεό μας. Και με το που γύρισε στο κοινόβιο πήρε να διηγείται τα πάντα στους υπόλοιπους μοναχούς και τίποτα δεν απόκρυψε απ’ όσα που είδε κι απ’ όσα που άκουσε. Και τα διηγήθηκε όλα απ’ την αρχή έτσι που αφού ακούσουνε όλοι να απορήσουνε με τα μεγαλεία του Θεού και με φόβο και πόθο να εκτελούνε το μνημόσυνο της αγίας. Κι ο Ιωάννης ο ηγούμενος βρήκε στη μονή κάποιους που χρειαζότανε διόρθωμα κι έτσι δεν πήγε χαμένος και άκαρπος της αγίας ο λόγος. Και πέθανε ο Ζωσιμάς σε κείνο το ίδιο το μοναστήρι σχεδόν εκατό χρονών.
Κι από τότε οι μοναχοί άγραφη την διηγούνταν την ιστορία η μια γενιά μετά την άλλη, θέλοντας να συμβάλλουνε στη κοινή ωφέλεια μέσα από τούτο το παράδειγμα αρετής και να βοηθήσουν έτσι όποιον που ήθελε ν’ ακούσει. Και μέχρι σήμερα κανείς δεν είχε κάτσει να γράψει την ιστορία. Έτσι, κι εγώ άγραφη την άκουσα και γραμμένη τώρα την παραδίνω. Ίσως πάλι να έχουνε γράψει κι άλλοι το βίο της αγίας, και μάλιστα πολύ καλύτερα από μένα, αλλά να μην έτυχε γω ναν το γνωρίζω. Πλην κι εγώ το κατά δύναμιν έγραψα τούτη την ιστορία, μη θέλοντας τίποτ’ άλλο παρά την αλήθεια να γράψω. Κι ο Θεός που πολύ ανταμείβει εκείνους που σ’ αυτόν καταφεύγουνε, ας μ’ ανταμείψει κι εμένα με το μισθό της ωφελείας που θα ‘χουνε όσοι τύχει να διαβάσουν την ιστορία, κι ας ανταμείψει το ίδιο κι εκείνον που ζήτησε να γραφτεί αυτή η ιστορία. Κι ας μας αξιώσει ο Θεός να σταθούμε αντάξια απέναντι στο παράδειγμα της ευλογημένης Μαρίας, αντικείμενο τούτης της ιστορίας, καθώς κι όσους άλλους που ευαρεστήσανε κάποτε με λόγια και έργα το Κύριο. Κι ας δοξάσουμε με τη σειρά μας κι εμείς το Θεό τον βασιλέα του σύμπαντος και του χρόνου να μας αξιώσει το έλεος του ναν τύχουμε την ημέρα της κρίσεως, εις το όνομα του Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών, στον οποίον πάσαν του πρέπει δόξα και τιμή, και προσκύνημα πάντοτε, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το πανάγιο και ζωοποιό Πνεύμα, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Έλεγε λοιπόν ο Ζωσιμάς, μέσα από τη μητρική αγκάλη, να πούμε, με δώσανε σε τούτο το μοναστήρι, και μέχρι το πεντηκοστό τρίτο έτος της ηλικίας μου αυτόν τον δρόμο πορεύτηκα. Και μετά από τούτα ταράχτηκε από λογισμούς οχληρούς ότι τάχα έγινε σ' όλα τέλειος και δεν είχε ανάγκη να διδαχτεί τίποτα πια. Αυτά σκεφτότανε μόνος του. Άραγε υπάρχει στη γη μοναχός ικανός τίποτα να μου μάθει καινούργιο ή που να ‘χει τη δύναμη να με βοηθήσει ν' ασκήσω πρακτικές που δεν ξέρω ή που δεν τις άσκησα ήδη; Άραγε βρίσκεται ανάμεσα στους ασκητές της ερήμου κανένας που να με ξεπερνά; Κι ενώ τούτα συλλογιζόταν ο γέροντας, παρουσιάζεται ξάφνου κάποιος μπροστά του και του λέγει: ε Ζωσιμά, καλά αγωνίστηκες μέχρι τώρα κι όσο μπορεί άνθρωπος, καλά διάνυσες και τ' ασκητικό μονοπάτι. Μα στους ανθρώπους ανάμεσα κανένας δεν είναι τέλειος, κι ο δρόμος που υπολείπεται μεγαλύτερος είναι απ' αυτόν που διανύθηκε, κι ας μην το υποψιάζεσαι. Για να το μάθεις κι ο ίδιος λοιπόν, πόσες υπάρχουνε κι άλλοι οδοί της σωτηρίας, έξελθε εκ της γης σου, και εκ της συγγένειας σου, και εκ του τόπου του πατρός σου , και ψάξε ένα μοναστήρι στις όχθες του Ιορδάνη.
Αμέσως λοιπόν ο γέροντας ακολουθώντας το παράγγελμα, εγκαταλείπει το μοναστήρι όπου από παιδάκι εμόνασε. Και φτάνοντας στον Ιορδάνη, τον πιο άγιο ανάμεσα στους ποταμούς, οδηγείται απ' το παράγγελμα σ' αυτό το μοναστήρι όπου ο Θεός του όρισε να πάει. Κι αφού έκρουσε τη θύρα με το χέρι, συντυχαίνει πρώτα τον μοναχό όπου εφύλαγε τη θύρα. Κι εκείνος με τη σειρά του μηνά στον ηγούμενο πως κάποιος ξένος ήρθε. Κι ο ηγούμενος τον δέχτηκε παρατηρώντας το μοναστικό του ένδυμα και το ευλαβικό του ήθος, κι αφού ο Ζωσιμάς έκανε τη συνήθη στους μοναχούς μετάνοια κι έλαβε την ευκή του γέροντα, τον ρωτά ο ηγούμενος: Από πού μας έρχεσαι, αδερφέ, και για ποιο λόγο, σ' εμάς τους ταπεινούς; Κι ο Ζωσιμάς αποκρίθηκε δεν είναι ανάγκη, πάτερ μου, ν' αποκαλύψω τ' από πού κι όσο για το τι, αυτό είναι αλήθεια απλό ότι ήρθα για να ωφεληθώ. Ότι ένδοξα πράματα άκουσα για σας κι αξιέπαινα, ικανά στο Χριστό τον Θεό μας να προσεγγίσουν την ψυχή. Του λέει τότε ο ηγούμενος, ο Θεός, αδελφέ, ο μόνος ικανός να θεραπεύσει την ανθρώπινη αδυναμία, Εκείνος και σένα και μας θα διδάξει τα θεία θελήματα και θα μας οδηγήσει στο να πράξουμε τα δέοντα. Ότι δε δύναται ο άνθρωπος άνθρωπο να ωφελήσει, πάρεξ κι έχει αδιάκοπα το νου στραμμένο ένδον του, κι εξασκώντας τον νου του πράττει το καθήκον, έχοντας εξασφαλίσει ο Θεός να συντρέχει τις πράξεις του. Πλην, επειδή, καθώς είπες, η αγάπη του Θεού σε παρακίνησε εμάς τους ταπεινούς να δεις γέροντες, μείνε μαζί μας, αν πράγματι γι' αυτό τον λόγο ήρθες, κι όλους θα μας θρέψει, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, ο ποιμήν ο καλός, ο που έδωσε την ψυχή αυτού λύτρον αντί πολλών , και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ' όνομα. Αυτά αφού είπε ο ηγούμενος, ο Ζωσιμάς έκανε αμέσως μετάνοια, κι αφού ζήτησε την ευκή του, είπε Αμήν κι έμεινε σ' εκείνο το μοναστήρι.
Και είδε ο γέροντας πράξεις και άκουσε λόγια θαυμαστά και όλοι να δουλεύουνε με ζήλο στην υπηρεσία του Κυρίου. Και δεν έπαυαν να ψάλλουνε τους ψαλμούς καθ' όλην τη διάρκεια της νύχτας και με κάποια εργασία ν' απασχολούν πάντα τα χέρια τους, με κάποιο ψαλμό πάντα στα χείλια. Δεν παραδινόντουσαν ποτέ στην οκνηρία, και καθόλου δεν απασχολούνταν με υλικές φροντίδες, και δε γνώριζαν ούτε τα ονόματα καν των ετήσιων προσόδων ούτε και είχαν καμιάν έγνοια για τους μόχθους της καθημερινής ζωής. Αλλά αποκλειστικά και μόνο ένα πράγμα απασχολούσε τους πάντες, πώς δηλαδή να νεκρώσουν το σώμα και τίποτα από τα εγκόσμια να μη νιώθουνε σαν να ήταν ανάμεσα στους ζωντανούς ήδη νεκροί. Κι ως τροφή είχανε ανεξάντλητη μόνο τα θεόπνευστα λόγια, ότι δε βάζαν στο στόμα τους παρά μόνον τα αναγκαία, δηλαδή λίγο ψωμί και λίγο νερό, καθώς φλεγόσαντε όλοι τους απ' την αγάπη για τον Θεό. Αυτά ο Ζωσιμάς, καθώς ο ίδιος είπε , βλέποντας, πολύ επωφελούτανε, ωθούμενος μόνο προς τα μπροστά, πάντα προχωρώντας στον ίδιο τον δρόμο, και συνεργάτες έχοντας βρει πρόθυμους για την ανοικοδόμηση ενός παραδείσου νέου.
Όταν είχανε περάσει αρκετές μέρες, έφτασε ο καιρός όπου οι χριστιανοί έπρεπε να εκτελέσουν τις άγιες νηστείες, ώστε να καθαρίσουν τους εαυτούς τους, για να τιμήσουν το θείο πάθος και την ανάσταση του Χριστού. Όσο για την πύλη του μοναστηριού αυτή ποτέ δεν άνοιγε, αλλά έμενε πάντα κλειστή, ώστε ανενόχλητοι να επιδίδονται οι μοναχοί στην άσκηση. Και δεν άνοιγε παρά μόνον αν υπήρχε ανάγκη μεγάλη. Κι ο τόπος ολόγυρα ήταν παντέρημος και στους περισσότερους μοναχούς απ' τα γειτονικά μοναστήρια ήτανε όχι μονάχα αδιάβατος μα κι άγνωστος. Και στο μοναστήρι αυτό υπήρχε κανόνας, που βαστούσε απ' τον Θεό, και που γι' αυτόν ακριβώς το λόγο οδήγησε, πιστεύω, κι ο Θεός τον Ζωσιμά σε τούτο το μοναστήρι. Κι ο κανόνας αυτός έλεγε που την Κυριακή της πρώτης βδομάδας των νηστειών, αφού τελούταν κατά το σύνηθες η θεία λειτουργία κι αφού ο καθένας γινότανε μέτοχος των ζωοποιών κι αχράντων μυστήριων, και λάμβανε μικρής ποσότητας τροφή. Κι έπειτα μαζευόσαντε όλοι στο ιερό κι αφού προσευχόταν επί μακρόν κι έκαμναν πολλές γονυκλισίες, ασπάζονταν οι γέροντες ο ένας τον άλλον κι έπειτα ο καθένας ασπαζότανε τον ηγούμενο, έκανε μετάνοια, ζητούσε να λάβει την ευκή του, ώστε να την έχει μαζί του συναγωνιστή για τον προκείμενο αγώνα.
Κι αφού γινόταν αυτά, άνοιγ' η πύλη του μοναστηριού και ψάλλοντας όλοι μαζί το Κύριος φωτισμός μου και Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου, από τίνος δειλιάσομαι ; κι όλον τον υπόλοιπο ύμνο αναχωρούσαν όλοι από το μοναστήρι. Κι αφήνανε έναν μονάχα, ή κάποτε δύο, ανάμεσα στους πολλούς μοναχούς για φύλακα στο μοναστήρι, όχι για να φυλάγουνε όσα βρίσκονταν μέσα (άλλωστε δεν υπήρχε και τίποτα που θα μπορούσαν να κλέψουν οι κλέφτες), αλλά για να μη μένει αλειτούργητο το ιερό. Κι ο καθένας κουβαλούσε, για να ταΐσει τον εαυτό του ό,τι ήθελε κι ό,τι μπορούσε. Άλλος ψωμί, άλλος φρούτα ξερά, άλλος χουρμάδες, άλλος όσπρια βρεμένα σε νερό, κι άλλος τίποτα πάρεξ το σαρκίο του και το ράκος όπου εφόραγε σκοπεύοντας να τραφεί με τα λιγοστά βότανα που φύτρωναν σ' εκείνην την έρημο. Κι οι γέροντες είχαν κανόνα και νόμο απαράβατο να μη γνωρίζει ο ένας πώς ο άλλος πορεύεται και τι κάνει. Και διασχίζοντας τον Ιορδάνη διασκορπίζανε όσο μακρύτερα ο ένας από τον άλλον και πολλή έρημος βρισκόταν ανάμεσά τους και κανείς δεν συναντούσε κανέναν. Κι αν ακόμα τύχαινε κάποιος να δει έναν άλλον από μακριά να πλησιάζει αμέσως, άλλαζε πορεία κι αναζητούσε άλλο τόπο και ζούσε ο καθένας με τον εαυτό του και τον Θεό, ψάλλοντας συνέχεια και τρώγοντας αριά και ξηρά τροφή.
Έτσι αφού περνούσαν όλες τις ημέρες της νηστείας, γυρνούσαν στο μοναστήρι την Κυριακή πριν τη ζωοποιό ανάσταση του Σωτήρα, την οποία η Εκκλησία γιορτάζει παραδοσιακά μετά βαΐων. Κι επέστρεφε ο καθένας έχοντας ως καρπούς του δικού του σκοπού τη δική του συνείδηση, που γνώριζε πόσο ασκήθηκε και ποιων μόχθων έσπειρε σπόρους. Και κανένας δε ρώταγε τον άλλον τίποτα σχετικά με τα παραπάνω και πώς ο καθένας τον δικό του δρόμο πορεύτηκε. Αυτός λοιπόν ήταν ο κανόνας του μοναστηριού και έτσι εκτελούταν. Ότι καθένας από αυτούς αφότου πήγαινε στην έρημο κι αφότου αναλάμβανε τον αγώνα εναντίον του εαυτού του κάτω απ' το άγρυπνο μάτι του Θεού ελευθερωνότανε από την αγωνία να αρέσει στους άλλους ή να τους κάνει εντύπωση. Ότι όσα που οι άνθρωποι κάμουνε, για ν' αρέσουνε στους ανθρώπους, όχι μόνο δεν ωφελούνε αυτούς που τα κάμουνε, αλλά πολύ βλάπτουνε και τους άλλους.
Τότε λοιπόν κι ο Ζωσιμάς μαζί με όλους τους άλλους και σύμφωνα με τον κανόνα του μοναστηριού πέρασε τον Ιορδάνη μη παίρνοντας μαζί του τίποτ' άλλο παρά κάποια εφόδια για τη χρεία του σώματος κι αυτό το ράκος μοναχά όπου εφόραγε. Και πήρε να εκτελεί τον κανόνα περπατώντας στην έρημο κι έτρωγε μόλις πεινούσε και κοιμόνταν λίγο ξαπλώνοντας στη γη όπου τον έβρισκ' η νύχτα. Κι αξημέρωτα ακόμα έπαιρνε πάλι να περπατά κρατώντας ανάλλαχτο το ρυθμό του βαδίσματος. Και του γεννήθηκε η επιθυμία, καθώς έλεγε, κι ήλπιζε κάπως να γίνει και μέσα στα βάθη τα πιο βαθιά της ερήμου ν' απαντούσε κάποιον πατέρα, όπου θα μπορούσε να τον συμβουλέψει για όσα ποθούσε η ψυχή του. Κι όλο και τάχαινε το βήμα σαν να ήτανε ν' απαντήσει κανένα ξακουστό πανδοχείο. Κι αφού περπάτησε μέρες πολλές, σταμάτησε κατά την έκτη ώρα της εικοστής ημέρας στρεφόμενος προς την ανατολή να ψάλλει τη συνήθη ευκή. Ότι συνήθιζε κατά τη διάρκεια της μέρας να κάνει μικρές στάσεις να μπορέσει λιγάκι να ξαποστάσει και να ψάλλει και να κλίνει το γόνα και να προσευκηθεί.
Και ψάλλοντας και κοιτώντας τον ουρανό μ' άγρυπνο μάτι βλέπει στο βάθος δεξιά, ενώ έψελνε τους ψαλμούς της έκτης ώρας , να κάνει την εμφάνισή του ένα είδωλο, ένα ανθρώπινο σώμα. Και ταράχτηκε στην αρχή ότι νόμισε που αυτό που βλέπει ήτανε φάντασμα και τρόμος πολύς τον κατάλαβε. Κι έκανε το σημείο του σταυρού κι αφού έδιωξε το φόβο ξαναγυρνώντας το βλέμμα στα νότια, βλέπει στ' αλήθεια κάτι να βαδίζει στο βάθος. Και είχε το πλάσμα μαύρο το σώμα, σαν να ‘χε μαυρίσει από τις φλόγες του ήλιου, κι ελάχιστες τρίχες φαινότανε στο κεφάλι του, σαν μαλλί άσπρες κι αυτές και έτσι κοντές που δε ‘φτάναν απ' τον αυχένα πιο κάτω. Αφού είδε αυτό ο Ζωσιμάς, ένιωσε ευχαρίστηση μέσα του και χαρά εξαιτίας του αλλόκοτου θεάματος κι άρχισε να τρέχει προς το μέρος που και το πλάσμα πορευότανε. Και χαιρότανε χαρά μεγάλη. Ότι τόσες ημέρες στην έρημο δεν είχ' απαντήσει ζωντανό πλάσμα, μήτ' άνθρωπο, μήτε και ζώο, πτηνό ή χερσαίο. Ζητούσε λοιπόν να μάθει ποιος ήταν κι από πού ερχόταν το πλάσμα, ελπίζοντας πως θα γίνει μάρτυρας σπουδαίων πραμάτων.
Εκείνο όμως μόλις αντιλήφθηκε τον Ζωσιμά να πλησιάζει από μακριά, άρχισε να τρέχει μέσα στην έρημο πιο βαθιά. Κι ο Ζωσιμάς μη λογαριάζοντας την ηλικία του ή την κούραση που είχε συσσωρεύσει τόσων ημερών πορεία, πίεσε τον εαυτό του να τρέξει για να προλάβει το πλάσμα. Κι εκείνος καταδίωκε κι εκείνο καταδιωκόταν. Και το βήμα του Ζωσιμά πιο ταχύ και το πλησίασε γρήγορα. Και μόλις έφτασε σε μια απόσταση που να μπορεί τη φωνή του ν' ακούσει, άρχισ' ο Ζωσιμάς να φωνάζει και να κλαίει φωνάζοντας, γιατί μ' αποφεύγεις τον γέροντα και αμαρτωλό; δούλε του Θεού ζωντανού, όποιος κι αν είσαι, μείνε μαζί μου, ότι ο Θεός μου όρισε την έρημο τούτη να κατοικήσω. Μείνε με τον αδύνατο και ανάξιο για χάρη της ελπίδας τούτης που τρέφεις σαν ανταμοιβή για τους τόσους σου κόπους. Στάσου και δώσε ευκή κι ευλογία στο γέροντα ότι ο Κύριος δεν αποστρέφεται κανέναν ποτέ. Κι αυτά λέγοντας ο Ζωσιμάς κλαίγοντας φτάσανε κι οι δυο τους να τρέχουν σε κάποιο τόπο που κάποιος ξερός χείμαρρος είχε αφήσει τα ίχνη του. Εγώ πάντως δεν πιστεύω πως μπορεί να υπήρχε ποτέ χείμαρρος εκεί πέρα, πως θα μπορούσε σ' εκείνη τη γη να φανεί χείμαρρος; αλλά έλαχ' ο τόπος να ‘χει τούτο το σχήμα.
Κεφάλαιο ΙΙ
Μόλις φτάσαν λοιπόν σ' εκείνο το μέρος, το πλάσμα κατέβηκε κι αμέσως ανέβηκε στο άλλος μέρος της όχθης. Κι ο Ζωσιμάς εξαντλημένος και μη μπορώντας άλλο να τρέξει, στάθηκ' ασθμαίνοντας στο άλλο μέρος του χειμαρρόσχημου τούτου τόπου και στα δάκρυα δάκρυα και λυγμούς στους λυγμούς, ώστε να μπορέσει έτσι που ήταν τώρα κοντά του ν' ακούσει το πλάσμα τον οδυρμό του. Και το φεύγον εκείνο κορμί τέτοιαν αφήνει φωνή κι έτσι λέει, αββά Ζωσιμά, για όνομα του Θεού, συγχώρεσέ με, ότι δεν μπορώ να στρέψω και κατά πρόσωπο να σ' αντικρίσω. Ότι είμαι γυναίκα και μάλιστα γυμνή καταπώς βλέπεις κι αισχύνομαι το κορμί μου που έχω ακάλυπτο. Αλλά μιας και θέλεις να μ' ανταμείψεις με την ευκή σου, πέτα μου το ράκος το που φοράς, να συγκαλύψω με τούτο τη γυναικεία μου ασθένεια, και να στραφώ προς τα σένα, και την ευκή σου να λάβω. Τότε φρίκη και μεγάλη κατάπληξη κατέλαβε το Ζωσιμά, καθώς έλεγε, μόλις άκουσε να τον φωνάζει με τ' όνομα του. Ότι ήταν οξύνους ο άνδρας και περί των θείων σοφώτατος κι αμέσως κατάλαβε που δεν μπορούσε να τον φωνάξει με τ' όνομα του, εκείνον που ποτέ της δεν είχε δει και για τον οποίον ποτέ της δεν είχε ακούσει να γίνεται λόγος, πάρεξ και είχεν ευλογηθεί με το χάρισμα της θείας οράσεως.
Κι αμέσως κάνει ό,τι εκείνη που του παράγγειλε και βγάζοντας το ράκος εκείνο το παλιό όπου εφόραγε της το πετά κι εκείνος πισωπατά . Κι εκείνη πιάνοντας το, καλύπτει όσα μέρη του σώματος της χρειαζόνταν να καλυφτούν περισσότερο. Στρέφεται λοιπόν τότε στο Ζωσιμά και του λέει τι σου ‘ρθεν, αββά Ζωσιμά, να δεις αμαρτωλό γύναιο; τι να μάθεις από μένα και τι να δεις που άξιζε σε τέτοιον κόπο να μπεις; Κι ο Ζωσιμάς έκλινε το γόνα στη γη την ευκή της ζητώντας κατά το σύνηθες κι εκείνη γονατίζει σε στάση μετάνοιας και στεκόνταν έτσι κι οι δυο τους ώρα πολλήν γονατισμένοι στη γη, ο ένας στην μια όχθη κι η άλλη στην άλλη, κι ο καθένας ζητούσε να ευλογήσει τον άλλον έτσι που για ώρα πολλήν δεν ακουγότανε τίποτα άλλο πάρεξ το ευλόγησον. Και μετά από πολλήν ώρα λέει η γυναίκα στο Ζωσιμά, αββά Ζωσιμά συ αρμόζει να ευλογήσεις και να προσευχηθείς ότι συ έχεις ευλογηθεί με την τιμή του πρεσβύτερου κι εσύ παρευρίσκεσαι χρόνια τώρα στο άγιο θυσιαστήριο και πολλές φορές μέχρι τώρα μυσταγωγός έγινες των αχράντων μυστηρίων. Κι αυτά λέγοντας ο Ζωσιμάς φόβο μεγάλο φοβήθηκε και μια αγωνία μες την καρδιά κι έγινε σύντρομος και στέναζε κι ίδρος τον έλουζε και κόμπιαζε η φωνή. Της λέγει λοιπόν με σπασμένη φωνή και συνέχεια ασθμαίνοντας, ω μητέρα πνευματική απ' το ήθος σου είν' ολοφάνερο που ήδη εσύ αναχώρησες για τον Κύριο και στο μεγαλύτερο μέρος απονέκρωσες στον κόσμο τούτο τον εαυτό σου. Κι είναι ολοφάνερο το χάρισμα αυτό που σου δόθηκε ότι ποτέ κανείς πριν δεν με κάλεσε με τ' όνομα μου μήτε και με τ' αξίωμά μου που να μην μ' είχε γνωρίσει. Αλλά καθώς η χάρη δεν εξαρτάται απ' τ' αξιώματα αλλά απ' τα ψυχικά τα γνωρίσματα, ευλόγησέ με σου ζητώ στο όνομα του Κυρίου και προσευκήσου για μένα.
Υποχωρώντας τελικά μπροστά στην τόση επιμονή του γέροντα λέει η γυναίκα στο Ζωσιμά, ευλογητός ο Θεός, ο που φροντίζει για τη σωτηρία των ανθρώπων και των ψυχών τους. Κι αφού είπε με τη σειρά του Αμήν ο Ζωσιμάς, σηκώνονται κι οι δυο από τη γη και ρωτά η γυναίκα τον Ζωσιμά για ποιο λόγο ήρθες σε μένα την αμαρτωλή, άνθρωπε; Για ποιο λόγο θέλησες ν' απαντήσεις από κάθ' αρετή γύναιο γυμνωμένο; Από την άλλη πάλι, μιας και σε καθοδήγησε η χάρη του Αγίου Πνεύματος, αν μπορείς με κάποιον τρόπο να μου παρέχεις καμιά υπηρεσία που αδυνατώ λόγω της ηλικίας μου, πες μου, πώς ζει το χριστιανικό έθνος την σήμερον; Πώς οι βασιλείς; Πώς διαχειρίζονται οι υποθέσεις της Εκκλησίας; Και της λέγει τότε ο Ζωσιμάς, εν συντομία, μητέρα, χάρη στις όσιες προσευχές σου, σε όλα χάρισε ο Χριστός ειρήνη σταθερή. Αλλά δέξου ανάξιου γέροντα παράκληση, και προσευχήσου υπέρ του κόσμου όλου, και υπέρ εμού του αμαρτωλού, ώστε να μην μείνει άκαρπο το διάστημα της παραμονής μου σ' αυτήν εδώ την έρημο. Και του απαντάει τότε εκείνη, συ είναι το πρέπον, αββά Ζωσιμά, που αξιώθηκες το αξίωμα του ιερέα, καθώς σου είπα ήδη, να προσευχηθείς υπέρ εμού κι υπέρ πάντων. Ότι εσύ είσαι προορισμένος για τούτο. Μιας κι όμως παρακινούμαστε να υπακούμε εκείνο που ζήτησες πρόθυμα, θα το πράξω.
Αυτά λέγοντας στρέφει προς την ανατολή το κορμί και σηκώνει το βλέμμα ψηλά και ανοίγει τα χέρια κι αρχίζει ψιθυριστά να προσεύχεται. Κι από κει που στεκόταν ο Ζωσιμάς δεν ακουγόταν καμιά φωνή έναρθρη. Ούτε και μπορούσε ν' ακούσει της προσευχής τα λεγόμενα. Κι εκεί που στεκότανε, καθώς έλεγε, τον κατέλαβε τρόμος πολύς και ξαπλώθηκε στη γη μην τολμώντας μια λέξη. Κι ορκιζότανε, κι έβαζε μάρτυρα τον Θεό, που καθώς την έβλεπε ν' αργεί πολύ με την προσευχή, σήκωσε λιγάκι το βλέμμ' από χαμαί, και την είδε να έχ' υψωθεί ίσαμε ένα πήχη από τη γη και να προσεύχεται στον αέρα κρεμάμενη. Και πάει αυτό ήτανε μόλις είδε κι αυτό φόβο στο φόβο κι άλλο φοβόταν κι αγωνιούσε πολύ και δεν τολμούσε να βγάλει άχνα, από μέσα του μονάχα επαναλαμβάνοντας, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, ξαπλωμένος πάντα στη γη και πονηροί τον σκανδαλίζανε λογισμοί μη τάχα κι ήτανε πνεύμα η γυναίκα και προσποιούτανε που προσεύχοταν. Και στρέφεται τότε η γυναίκα στον αββά και τον σηκώνει απ' τη γη και του λέει αυστηρά, γιατί μ' υποβλέπεις αββά και σε σκανταλίζουνε λογισμοί πονηροί και σκέφτεσαι που είμαι πνεύμα και προσποιούμαι όπου προσεύχομαι; Μάθε, άνθρωπε, που μπορεί να είμαι γυναίκα αμαρτωλή αλλά με προστατεύει το άγιο βάπτισμα. Και πνεύμα δεν είμαι, αλλά ολόκληρη και χώμα και στάχτες και σάρκα. Και μόλις είπε αυτά με το σημείο του σταυρού σφραγίζει το μέτωπο και τα μάτια της, τα χείλη της και το στήθος της, έτσι μιλώντας, ο Θεός, αββά Ζωσιμά, να μας φυλά από του πονηρού και τις ενέδρες του, ότι πολλή υπάρχει ανάμεσα μας ακόμη η ισχύς του.
Κι ο γέροντας κοιτώντας την μόλις ακούει τούτα τα λόγια, ρίχνει τον εαυτό του στο έδαφος και αγκαλιάζοντας με τα χέρια τα πόδια της και λούζοντας τα με δάκρυα λέει, σε ξορκίζω, στ' όνομα του Χριστού, του Θεού μας, και της Παρθένου που τόνε γέννησε, και που για χάρη του εντύθηκες τη γυμνότητα αυτήν, και που για χάρη του σε τέτοιο βαθμό τη σάρκα σου εξαχρείωσες, μην κρύψεις από το δούλο σου τίποτα, κι όλα να μου τα πεις, το ποια είσαι, και τ' από πού κατάγεσαι και το πότε και με ποιο τρόπο σ' αυτήν την έρημο ήρθες να κατοικήσεις, τίποτα να μην κρύψεις από μένα για σένα, αλλά όλα να μου τ' αφηγηθείς, ώστε τα μεγαλεία του Θεού να καταστούν ολοφάνερα. Σοφία γαρ κεκρυμμένη και θησαυρός αφανής, τις ωφέλεια επ' αμφοτέροις ; καθώς είναι γραμμένο. Όλα να μου τα πεις, για όνομα του Θεού. Κι όχι που για να καυχηθείς να τα πεις μήτε για την επίδειξη, αλλά για να με διδάξεις τον ανάξιο, μόνο. Ότι θαρρώ πως ο Θεός, τον που πιστεύεις κι υπηρετείς, γι' αυτόν το λόγο μ' οδήγησε σε τούτη την έρημο, για να φανερώσει ο Κύριος όλα τα σχετικά με σένα. Και δεν είναι στα μέτρα μας να εναντιωνόμαστε τις αποφάσεις του Κυρίου. Άμα δεν ήταν ευάρεστο στο Χριστό, τον Θεό μας, να σε αποκαλύψει και τον τρόπο που αγωνίζεσαι να καταστήσει κατάδηλο, δε θα επέτρεπε από κανέναν να θεαθείς, ούτε κι εμένα να διανύσω θα προέτρεπε τόσο μεγάλο δρόμο για να σε συναντήσω, εμένα που ουδέποτε σκέφτηκα ή θέλησα πριν το κελί μου να εγκαταλείψω.
Κι ενώ ο αββάς Ζωσιμάς έλεγε αυτά κι άλλα πολλά, τον σηκώνει τρυφερά η γυναίκα και του λέει, αισχύνομαι, αββά μου, να σου ιστορήσω την αισχύνη των έργων μου, συγχώρεσε με, για όνομα του Θεού. Μιας όμως κι είδες έτσι γυμνό το κορμί μου, για σένα θ' απογυμνώσω και την ψυχή μου, για να γνωρίσεις κι εσύ τι αισχύνη και τι ντροπή την ψυχή μου πληρώσαν οι πράξεις μου. Ότι αν δεν ήθελα να σου διηγηθώ τη ζωή μου, δεν ήτανε, όπως υπέθεσες, για να μην καυχηθώ (γιατί τι αλήθεια υπάρχει σε μένα πρόσφορο για να καυχηθώ έτσι που έγινα σκεύος εκλογής του διαβόλου). Αλλά επειδή ήξερα πως έτσι και ξεκινήσω να σου διηγούμαι, θα φύγεις μακριά μου, καθώς που φεύγει κανείς απ' τον όφη, μην αντέχοντας μέχρι τέλους ν` ακούσεις όλα τα αίσχη τόσα που έπραξα. Αλλά αφού έτσι το θέλησες κι αφού πήρα την απόφαση να μιλήσω, τίποτα πια δε θα κρύψω. Σε ξορκίζω όμως, από τώρα και στο εξής, να μην παραλείψεις για μένα να εύχεσαι μήπως και βρω σωτηρία και έλεος την ώρα της κρίσης. Κι ενώ ο γέροντας έκλαιγε ακατάσχετα, ξεκίνησε η γυναίκα την ιστορία της κι έτσι μίλησε:
Εγώ, αδελφέ, γεννήθηκα στην Αίγυπτο. Αλλά μόλις έγινα δώδεκα χρονών, κι ενώ οι γονείς μου ζούσαν ακόμα, προδίδοντας τη στοργή τους, το έσκασα και πήγα στην Αλεξάνδρεια. Και το πώς απώλεσα την παρθενία μου στην αρχή, και το πώς με κατέτρεχε, δίχως εγκράτεια και χωρίς κορεσμό, η επιθυμία μου να κάνω τον έρωτα, ντρέπομαι τώρα ακόμα και να το σκέφτομαι. Αλλά δεν ταιριάζει να μιλήσω με σεμνότητα τώρα, αλλά έστω και με συντομία, όλα να σου τα διηγηθώ, για να γνωρίσεις κι εσύ τη λαγνεία και τη φιληδονία μου. Δεκαεφτά, που λες, χρόνια, συγχώρησον, ζούσα σαν πόρνη παραδομένη στη φλόγα της ασωτίας. Και μάλιστα, σου τ' ορκίζομαι, χωρίς να πληρώνομαι. Κι ήταν φορές που δε δεχόμουνα χρήματα ακόμα κι από κάποιους που θέλαν να με πληρώσουνε. Και το έκανα τούτο, γιατί νόμιζα που έτσι θα κέρδιζα την προσοχή τους, γιατί ήθελα όλοι να με προσέχουν. Κι έτσι δώριζα από δω κι από κει εκείνο το που ζητούσαν. Και μη φανταστείς πως ήμουνα τίποτα πλούσια. Ζητιανεύοντας ζούσα. Κι ήτανε φορές που δεν είχα να φάω παρά τις λινάτσες από τα ρούχα μου. Αλλά μου αρκούσε η επιθυμία μου. Δίχως εγκράτεια και χωρίς κορεσμό να κυλιέμαι στο βόρβορο. Κι έτσι κυλούσε η ζωή μου και πίστευα που θα συνέχιζα μέχρι τέλους να ζω τη φύση προσβάλλοντας.
Κι ενώ αυτός ήταν ο τρόπος της ζωής μου, βλέπω κάποτε άνδρες Λιβύους κι Αιγύπτιους, λαό πολύ, να τρέχουνε προς τη θάλασσα. Και ρωτώ κάποιον που έτυχε να βρεθεί πλάι μου, για πού βιάζονται έτσι τρέχοντας όλοι αυτοί οι άντρες; Κι αυτός μου απαντά κι έτσι μου λέει, στα Ιεροσόλυμα όλοι ανεβαίνουν για τη γιορτή της υψώσεως του τιμίου σταυρού, που ‘ναι να γιορταστεί σε λίγες μέρες. Και του λέω τότε κι εγώ, άραγε θα με πάρουν κι εμένα μαζί τους, άμα θελήσω ν' ακολουθήσω; Και μου λέει τότε εκείνος, αν έχεις το ναύλο σου και τα έξοδα, κανένας δεν σ' εμποδίζει. Και του λέω τότε εγώ, εγώ, βέβαια, αδελφέ, λεφτά δεν έχω ούτε για το ναύλο ούτε για τα λοιπά έξοδα. Αλλά θα πάω κι εγώ, και θ' ανέβω σε κάποιο από τα πλοία που εμισθώσανε και θα τους έχω να με τρέφουνε ακόμα κι αν δεν το θέλουν. Ότι έχω κορμί, αντί ναύλου, που μπορούνε να λάβουν. Γιατί γι' αυτό ήθελα να πάω, αββά μου, συγχώρησον, για να ‘χω ανά πάσα στιγμή έτοιμους πολλούς εραστές να μου χορταίνουν το πάθος. Σου το ‘πα, αββά, μη μ' αναγκάσεις να σου μιλήσω τα αίσχη μου, ότι φρίττω, Κύριος οίδεν, έτσι με τα λόγια μου να μολύνω και σένα και τον αγέρα.
Κι ο Ζωσιμάς, το χώμα δάκρυα βρέχοντας, έτσι της λέει, λέγε, για το Θεό, μητέρα μου, λέγε και μη διακόψεις τον ειρμό τέτοιας μιας ιστορίας ψυχωφελούς. Αυτή τότε αμέσως παίρνοντας την ιστορία από κει που σταμάτησε, του λέει: Εκείνος λοιπόν ο νεαρός ακούγοντας τα αισχρά μου λόγια, βάζει τα γέλια και φεύγει. Κι εγώ αφού γδύθηκα το κουρέλι το που εφόραγα (είχε τύχει μάλιστα να μου ‘χει κρατήσει για πολύ καιρό εκείνο), τρέχω προς τη θάλασσα κατά που έβλεπα και τους άλλους να τρέχουν. Και βλέπω τότε κάποιους νέους να στέκονται στο γιαλό, ίσαμε δέκα τον αριθμό ή και περισσότερους, και όλοι να έχουνε κάτι ρωμαλέα κορμιά καλοσχηματισμένα κι όλο αρρενωπότητα κινήσεις, και μου φανήκαν αρκετά ικανοί γι' αυτό που τους ήθελα. Και φαίνεται υπήρχανε κι άλλοι συνταξιδιώτες, γιατί κι άλλοι ακόμα είχαν ανέβει στα πλοιάρια ήδη. Κι αναιδέστατα τότε, κατά τη συνήθεια μου, πηδώ στο ανάμεσό τους. Πάρτε, καλέ, κι εμένα μαζί σας εκεί που πηγαίνετε! Όλο και κάπου θα σας φανώ χρήσιμη! έτσι έλεγα. Κι αφού γελώντας κι άλλα είπα λόγια αισχρότερα, κατάφερα να κάνω τους πάντες να γελάν με τα πάντα. Κι αυτοί με τη σειρά τους βλέποντας την τόση μου κλίση γι' αδιαντροπιά με παίρνουν και μ' ανεβάζουν στο πλοιάριο που είχανε ήδη ‘τοιμάσει. Και περιμέναμε λίγο ακόμα να ‘ρθουνε και κάποιοι άλλοι κι ύστερα ξεκινήσαμε .
Τα υπόλοιπα πώς να στα διηγηθώ, άνθρωπε; Ποια γλώσσα να πει, ποιο αυτί να ακούσει όλα που έγιναν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού επάνω στο πλοίο; Τι να σου πω; Ότι τους ανάγκαζα να μου κάνουν αυτό που ζητούσα ακόμα κι αν δεν το θέλανε; Ότι δεν υπάρχει καμιάν ασέλγεια, απ' όσες χωρούν κι απ' όσες που δε χωρούν στο νου του ανθρώπου, την οποία με προθυμία να μην τήνε δίδαξα στους ταλαίπωρους; Καμιά φορά τώρα, αββά μου, εγώ αναρωτιέμαι το πώς μας άντεξε η θάλασσα, τόση ασωτία, το πώς δεν μας έπνιξε. Πώς δεν άνοιξε το στόμα της η γη να με καταπιεί ζωντανή έτσι που τόσες παγίδεψα ψυχές. Αλλά κατά πώς φαίνεται ο Θεός ζητούσε και τη δική μου μετάνοια. Ότι δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά περιμένει και περιμένει στοργικά ελπίζοντας στην αγκάλη του την επιστροφή. Τέλος πάντων με τα πολλά φτάσαμε κάποτε στην Ιερουσαλήμ. Κι όσες μέρες πριν τη γιορτή παρέμεινα εκεί, τα ίδια και χειρότερα έκανα. Και δεν αρκέστηκα μόνο στους νεαρούς που τους είχα να με υπηρετούν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, αλλά και άλλους πολλούς αποπλάνησα και κατοίκους της πόλης και ξένους.
Κι ολόκληρο τον χρόνο που ακολούθησε απέκρυψε τα πάντα και σε κανέναν δεν τόλμησε να διηγηθεί τίποτ’ απ’ όσα είδε. Και μέσα του ικέτευε το Θεό αμέσως ναν του δείξει το πρόσωπο εκείνο που ποθούσε να ξαναδεί. Κι εδυσχέραινε και δυσφορούσε αναλογιζόμενος τη διάρκεια του έτους, κι ήθελε, αν γινόταν αυτό, που να γίνει μέρα το έτος. Κι έφτασε κάποτε κι η πρώτη Κυριακή των άγιων νηστειών κι αμέσως μετά την συνηθισμένη ευκή οι άλλοι όλοι ψάλλοντας αναχώρησαν. Κι αυτός ν’ αρρωστήσει αρρώστια και ναν τον ψήνει ο πυρετός και που τον ανάγκασε μέσα να παραμείνει. Και θυμήθηκεν τότε ο Ζωσιμάς που του ‘π’ η αγία που μήτε θα θέλει να βγει απ’ τη μονή μήτε και θα μπορεί. Και περάσανε λίγες μέρες, κι απ’ την αρρώστια ανάρρωσε και στο μοναστήρι παράμενε.
Όταν οι μοναχοί επέστρεψαν πάλι κι έφτασε η εσπέρα του δείπνου του μυστικού εκείνος έκανε όσα που του παράγγειλε η αγία. Και παίρνοντας σ’ ένα μικρό δισκοπότηρο από το άχραντο σώμα κι από το τίμιο αίμα του Χριστού του Θεού ημών, έβαλε σ’ ένα μικρό καλάθι χουρμάδες, σύκα ξερά και λίγη φακή βρεμένη σε νερό. Και φεύγει μέσα στη μαύρη νύχτα και κάθεται στο χείλος του Ιορδάνη την άφιξη της που του παράγγειλε η αγία να περιμένει. Κι έτσι που αργούσε η αγία γυναίκα ο Ζωσιμάς δεν ενύσταξε αλλά δίχως να ξαπλώσει που την έρημο ατένιζε προσμένοντας να δει εκείνην που τόσο πεθύμησε. Κι εκεί που καθότανε έλεγε στον εαυτό του ο γέροντας, μην άραγες την εμπόδισε το ανάξιον μου να έρθει; μην ήλθε και μη βρίσκοντας κανέναν εδώ αμέσως ξανάφυγε; Κι αυτά λέγοντας αμέσως εδάκρυσε και δακρύζοντας στέναξε και στον ουρανό τα μάτια σηκώνοντας ικέτευε το Θεό κι έλεγε, μη με στερήσεις, Δέσποτα, κι αμέσως να δω εκείνη οπού ‘δα ότι συγχώρησες. Να μη φύγω κενός, τις αμαρτίες μου να φέρω σε έλεγχο. Και τούτα με δάκρυα προσευκόμενος σε λογισμούς άλλους έπεσε ο νους του. Έλεγε στον εαυτό του λοιπόν, κι αν τυχόν έλθει τι θα γίνει λοιπόν; πλοιάριο δεν υπάρχει και πως θα περάσει τον ποταμό σε μένα για να ‘ρθει τον ανάξιο; Αλί, αλί, της αναξιότητας μου αυτής! Αλί, αλί της ελεεινότητας μου αυτής! Ποιος τέτοιου καλού δίκαια μ’ αποστέρησε ;
Κι αυτά ενώ σκεφτόταν ο γέροντας, ιδού φτάνει και η γυναίκα και στέκοταν στην αντίπερα όχθη του ποταμού απ’ όπου και ήρθε. Και σηκώθηκ’ ο Ζωσιμάς χαίρων κι αγαλλιώμενος και δοξάζοντας το Θεό. Κι αμέσως ξανάφερε μ’ αγωνία στο νου του τη σκέψη πως δεν θα μπορούσε αυτή τελικά να διασχίσει τον Ιορδάνη. Και βλέπει τότε αυτήν με το σημείο του τιμίου σταυρού να σφραγίζει το ποταμό – η νύχτα ήταν πανσέληνος, καθώς έλεγε – κι εν συνεχεία να ανεβαίνει στα ύδατα και να περπατά επί των υδάτων και προς το μέρος του να βαδίζει. Κι εκείνος που θέλησε ναν κάμει μετάνοια εκείνη φωνάζοντας τον εμπόδιζε, και, περπατώντας πάντα επάνω στα ύδατα, τι κάνεις, αββά, του εφώναζε, δεν ντρέπεσαι, συ ιερέας άνθρωπος και τα θεία που βαστάζεις μυστήρια; Και καθώς συμμορφώθηκε αυτός με τα λόγια της, πατώντας έξω απ’ το νερό του λέγει, ευλόγησον, πάτερ, ευλόγησον. Και της αποκρίθηκε τότε αυτός έντρομος, έκπληκτος απ’ το παράδοξο θέαμα, μα την αλήθεια, δεν έλεγε ψέματα ο Θεός όταν υπόσχοταν σε όσους καθαρίσουν τους εαυτούς τους πως θα ομοιάσουν σ’ Εκείνον! Δόξα σοι, Χριστέ, ο Θεός μας, ο που την προσευκή μου δεν την παράκουσες μήτε και το έλεος σου από το δούλο σου στέρησες! Δόξα σοι, Χριστέ, ο Θεός μας, ο που μου ‘δειξες μέσω της δούλης σου τούτης από την τελειότητα το πόσο απέχω! Κι αυτά αφού είπε, ζήτησε η γυναίκα να πει το άγιο της πίστεως σύμβολο, και το Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς να ξεκινήσει. Κι αφού έγινε κι αυτό κι αφού τελείωσε κι η ευκή φίλησε κατά το έθιμο στο στόμα τον γέροντα. Κι αφού μετάλαβε τα θεία μυστήρια σήκωσε τα χέρια στον ουρανό, κι εστέναξε, δάκρυα στα μάτια, κι έτσι αναφώνησε, Νυν απολύεις την δούλην σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη· ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριον σου.
Τότε λέγει στο γέροντα, συγχώρησε με αββά κι εκπλήρωσε ακόμα μια μου επιθυμία. Γύρνα τώρα στο μοναστήρι, με τη χάρη του Θεού να σε φρουρεί, και το επόμενος έτος έλα και πάλι σε κείνον τον χείμαρρο όπου εγώ για πρώτη φορά σε συνάντησα. Να ‘ρθεις οπωσδήποτε, να ‘χεις την ευκή του Θεού, και πάλι θα με δεις άμα το θέλει ο Κύριος. Κι εκείνος τότε της αποκρίθηκε, είθε να ήτανε μπορετό να σε ακολουθήσω εγώ και στο εξής συνέχεια να βλέπω το τίμιο σου πρόσωπο! Μα έλα αν θέλεις κι εσύ να εκπληρώσεις μία του γέροντα παράκληση κι απ’ όσα που ‘φερα πάρε λίγη από τούτη δω την τροφή. Και λέγοντας αυτά, της δείχνει όσα που ‘χε μες το καλάθι. Κι αυτή με τ’ ακροδάκτυλα αγγίζοντας τη φακή, και παίρνοντας τρεις κόκκους, τους φέρνει στο στόμα, λέγοντας πως με τη χάρη του Πνεύματος αρκούν για να συντηρήσουνε την ουσία της ψυχής μου αμόλυντη. Κι αυτά λέγοντας λέγει και πάλιν στο γέροντα, προσευχήσου στον Κύριο για μένα, προσευχήσου, και θυμήσου την αθλιότητα τη δική μου. Κι ο γέροντας ρίχνεται μπροστά της στο χώμα κι αγγίζει τα πόδια της αγίας κι αφού της ζήτησε να προσεύχεται για την Εκκλησία, για τη βασιλεία και για τον ίδιο, δάκρυα στα μάτια, την άφησε κι απήλθε στενάζοντας κι οδυρόμενος ότι δεν ετόλμαγε για πολύ να κρατήσει εκείνην που δε κρατιότανε. Κι εκείνη αμέσως τον Ιορδάνη σφραγίζοντας ανέβηκ’ επάνω στα ύδατα και διέσχισε και περπάτησε κι έφτασε εκεί απ’ όπου πριν είχε έρθει. Κι έστρεψε ο γέροντας το κεφάλι με χαρά και φόβο ναν την κοιτάει και τον εαυτό του κατηγορώντας που ξέχασε και πάλι να ζητήσει τ’ όνομα της αγίας να μάθει. Ήλπιζε όμως που θα το μάθαινε του χρόνου.
Κι αφού πέρασ’ ο χρόνος, τρέχει αμέσως στην έρημο, τα πάντα δηλαδή έχοντας ήδη τελέσει κατά το σύνηθες, για ν’ αντικρίσει ξανά το παράδοξο θέαμα. Κι αφού διάνυσε της ερήμου το διάστημα και βλέποντας κάποια σημάδια που φανερώναν που βρήκε κείνον που ζητούσε τον τόπο, κοιτούσε δεξιά κι αριστερά περιφέροντας το βλέμμα παντού καθώς κυνηγός εμπειρότατος που καταδιώκει το γλυκύτατο θήραμα. Και μη βλέποντας τίποτα πουθενά να κινείται, άρχισ’ αμέσως τον εαυτό του να βρέχει με δάκρυα. Και το βλέμμα προς τα πάνω σηκώνοντας έλεγε, δείξε μου, Δέσποτα, τον ασύλητο θησαυρό σου, που σε τούτη κατέκρυψες έρημο. Δείξε μου, σου ζητώ, τον εν σώματι άγγελο, ο κόσμος όπου δεν του ‘ναι αντάξιος. Κι αυτά προσευχόμενος φτάνει στον τόπο που ‘ταν σχηματισμένος σε χειμάρρου μορφή, κι είδε προς το μέρος όπου ανέβαινε η ήλιος να κείτεται η αγία νεκρή, κι όπως έπρεπε ακουμπισμένα τα χέρια της, και το κορμί της να κοιτά στην ανατολή. Κι εκείνος τρέχοντας τότε ρίχνεται στ’ άψυχο πάνω κορμί κι αγκαλιάζοντας το να κλαίει τρέμοντας μ’ αναφιλητά και με τα δάκρυα του καυτά να πλένει τα πόδια της τρυφερά ότι δεν τόλμαγε άλλο μέρος του κορμιού της κανένα ν’ αγγίσει.
Κι αφού έκλαψεν ώρα πολλή κι είπε ψαλμούς οπού ταιριάζανε στην περίπτωση κι είπε την επιτάφια ευκή, αναρωτιότανε μέσα του, άραγε ταιριάζει στην αγία να θάψω το λείψανο; Μήπως τούτο δεν της αρέσει; Κι ενώ σκεφτότανε αυτά βλέπει ξαφνικά, λίγο πιο πέρα απ’ το κεφάλι της, χαραγμένα πάνω στην άμμο γράμματα που ‘γραφαν: Θάψε, αββά Ζωσιμά, σε τούτο το τόπο της ταπεινής Μαρίας το λείψανο, δώσε πίσω στο χώμα το χώμα και να προσεύχεσαι πάντα για μένα στο Κύριο. Και ότι απέθανε το μήνα Φαρμουθί (σύμφωνα με το αιγυπτιακό ημερολόγιο και Απρίλη σύμφωνα με το ρωμαϊκό), την ίδια εκείνη τη νύχτα του σωτήριου πάθους, αμέσως μετά την μετάληψη του θείου και μυστικού δείπνου. Κι αυτά ο γέροντας διαβάζοντας τα γράμματα χάρηκε ότι έμαθε το όνομα της αγίας και κατάλαβε που μόλις μετάλαβε τα θεία μυστήρια στις όχθες του Ιορδάνη, αμέσως έφτασε στον τόπο αυτό όπου κι απέθανε. Και το διάστημα αυτό που πάσκιζ’ ο Ζωσιμάς είκοσι μέρες τώρα να διανύσει, σε μιαν ώρα μέσα μόνο η Μαρία το διέσχισε, κι αμέσως προς το Θεό αποδήμησε.
Δοξάζοντας το Θεό και δάκρυα βρέχοντας το κορμί, καιρός είπε, Ζωσιμά, να κάνεις τώρα το που σου ζήτησαν. Αλλά πώς να κάμεις, ταλαίπωρε, τρύπα με χέρια γυμνά; Κι αυτά λέγοντας μόνος του είδε λίγο πιο κει ένα μικρό ξυλαράκι πεταμένο στην έρημο και παίρνοντας το άρχισε σιγά-σιγά να σκάβει. Και θεόξηρη ήταν η γη και καθόλου το γέροντα δεν υπάκουε που μοχθούσε. Και στέναξε τότε μεγάλο στεναγμό από τα βάθη της ψυχής του και σηκώνοντας το κεφάλι βλέπει ένα λιοντάρι τρανό να στέκεται πλάι στο λείψανο της αγίας και να γλείφει με στοργή τις πατούσες της. Κι ο Ζωσιμάς βλέποντας το θηρίο έγινε σύντρομος και φοβόταν πολύ, πολύ περισσότερο που θυμήθηκε τα λεγόμενα της Μαρίας που του ‘χε κάποτε πει ότι ποτέ δεν συνάντησε πλάσμα ζωντανό σε τούτη την έρημο. Και κάνοντας το σημείο του σταυρού πίστεψε που θα τον εφύλαγε αβλαβή της πεθαμένης η δύναμη. Και το λιοντάρι στράφηκε προς το μέρος του γέροντα κι όχι μόνο δεν φανέρωνε εχθρικές διαθέσεις αλλά τουναντίον τον καθησύχαζε με κινήματα. Κι είπεν ο Ζωσιμάς στο λιοντάρι, επειδή, θηρίο, η Μεγάλη επέτρεψε να ταφεί το κορμί της κι επειδή εγώ είμαι γέρος και δεν έχω τη δύναμη να σκάψω την τρύπα κι ούτε έχω και τα κατάλληλα εργαλεία και δεν γίνεται τώρα να γυρίσω πίσω για να πάω να φέρω, κάνε κείνο που πρέπει, αν θες, με τα νύχια σου, ώστε να δώσουμε πίσω στη γη το σκήνωμα της αγίας. Και δεν πρόλαβε να μιλήσει τα λόγια του κι αμέσως που το λιοντάρι πήρε να σκάβει μια τρύπα κι έγινε σε λίγο μεγάλη αρκετά να χωρέσει το λείψανο.
Και πάλι με δάκρυα τα πόδια να πλένει της αγίας ο γέροντας κι αφού την ικέτευσε τώρα περισσότερο από ποτέ να προσεύχεται υπέρ πάντων, κάλυψε το κορμί της με χώμα, που ήταν καθώς και πρώτα γυμνό, με το κουρέλι μονάχα που κάποτε της είχε πετάξει ο Ζωσιμάς άτσαλα να καλύπτει κάποια σημεία του κορμιού της. Κι είπεν τη προσευχή με το λιοντάρι να στέκεται πλάι του και μόλις τελείωσε αναχωρήσαν κι οι δυο. Και το λιοντάρι σα πρόβατο χάθηκε στα βάθη της έρημος κι ο Ζωσιμάς στο μοναστήρι επέστρεψε δοξάζοντας κι ευλογώντας το Χριστό το Θεό μας. Και με το που γύρισε στο κοινόβιο πήρε να διηγείται τα πάντα στους υπόλοιπους μοναχούς και τίποτα δεν απόκρυψε απ’ όσα που είδε κι απ’ όσα που άκουσε. Και τα διηγήθηκε όλα απ’ την αρχή έτσι που αφού ακούσουνε όλοι να απορήσουνε με τα μεγαλεία του Θεού και με φόβο και πόθο να εκτελούνε το μνημόσυνο της αγίας. Κι ο Ιωάννης ο ηγούμενος βρήκε στη μονή κάποιους που χρειαζότανε διόρθωμα κι έτσι δεν πήγε χαμένος και άκαρπος της αγίας ο λόγος. Και πέθανε ο Ζωσιμάς σε κείνο το ίδιο το μοναστήρι σχεδόν εκατό χρονών.
Κι από τότε οι μοναχοί άγραφη την διηγούνταν την ιστορία η μια γενιά μετά την άλλη, θέλοντας να συμβάλλουνε στη κοινή ωφέλεια μέσα από τούτο το παράδειγμα αρετής και να βοηθήσουν έτσι όποιον που ήθελε ν’ ακούσει. Και μέχρι σήμερα κανείς δεν είχε κάτσει να γράψει την ιστορία. Έτσι, κι εγώ άγραφη την άκουσα και γραμμένη τώρα την παραδίνω. Ίσως πάλι να έχουνε γράψει κι άλλοι το βίο της αγίας, και μάλιστα πολύ καλύτερα από μένα, αλλά να μην έτυχε γω ναν το γνωρίζω. Πλην κι εγώ το κατά δύναμιν έγραψα τούτη την ιστορία, μη θέλοντας τίποτ’ άλλο παρά την αλήθεια να γράψω. Κι ο Θεός που πολύ ανταμείβει εκείνους που σ’ αυτόν καταφεύγουνε, ας μ’ ανταμείψει κι εμένα με το μισθό της ωφελείας που θα ‘χουνε όσοι τύχει να διαβάσουν την ιστορία, κι ας ανταμείψει το ίδιο κι εκείνον που ζήτησε να γραφτεί αυτή η ιστορία. Κι ας μας αξιώσει ο Θεός να σταθούμε αντάξια απέναντι στο παράδειγμα της ευλογημένης Μαρίας, αντικείμενο τούτης της ιστορίας, καθώς κι όσους άλλους που ευαρεστήσανε κάποτε με λόγια και έργα το Κύριο. Κι ας δοξάσουμε με τη σειρά μας κι εμείς το Θεό τον βασιλέα του σύμπαντος και του χρόνου να μας αξιώσει το έλεος του ναν τύχουμε την ημέρα της κρίσεως, εις το όνομα του Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών, στον οποίον πάσαν του πρέπει δόξα και τιμή, και προσκύνημα πάντοτε, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το πανάγιο και ζωοποιό Πνεύμα, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Πηγή.:www. vakxikon. gr







