Τρίτη 27 Ιουλίου 2021

H Αγία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου


 

Γέννηση και καταγωγή

Στα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο εικονομάχος Θεόφιλος και σύζυγός του η εικονολάτρισσα Θεοδώρα, όταν η περίοδος της Εικονομαχίας, που για περισσότερο από 100 χρόνια ταλάνισε την αυτοκρατορία, βρισκόταν στην τελευταία φάση της, στην Καππαδοκία της Μικράς Ασίας, γεννήθηκε και έζησε την πρώτη της νεότητα η οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου. Πατέρας της οσίας ήταν ο πατρίκιος Φιλάρετος ο Καππαδόκης. Ήταν από την Καισαρεία της Καππαδοκίας, ευνοούμενος του αυτοκράτορα Θεόφιλου και έμπιστος της συζύγου του Θεοδώρας. Ήταν ο στρατιωτικός διοικητής του εξαιρετικής σημασίας θέματος της Καππαδοκίας. Μητέρα της η πατρικία Ζωή, γυναίκα όμορφη και σεβαστή σε όλη την Καισαρεία για τον ενάρετο βίο της. Το ανδρόγυνο είχε αποκτήσει δυο κόρες, την Καλλινίκη και την Ειρήνη. Η Καλλινίκη γεννήθηκε το 825 μ.Χ. Οφείλει το όμορφο όνομά της στις θριαμβευτικές νίκες που πέτυχε ο πατέρας της εναντίον των Σαρακηνών τη χρονιά που γεννήθηκε. Τρία χρόνια αργότερα, το 828, γεννήθηκε η Ειρήνη. Ο Φιλάρετος όμως έχασε τη γυναίκα του, όταν εκείνη ήταν ακόμη πολύ νέα. Έτσι, η ανατροφή των δύο κορών τους ανατέθηκε στην πατρικία Σοφία, τη μεγαλύτερη αδερφή του στρατηγού.

Η Ειρήνη υποψήφια σύζυγος του αυτοκράτορα

Την άνοιξη του 839 μ.Χ., ο Φιλάρετος φιλοξένησε στο ανάκτορό του το νεαρό καίσαρα Βάρδα, αδερφό της Αυγούστας Θεοδώρας, ο οποίος είχε μεταβεί στην Καισαρεία για κρατική υπόθεση, απεσταλμένος του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Εκεί γνώρισε τη δεκατετράχρονη Καλλινίκη, γοητεύτηκε από την καλλονή της και τη ζήτησε σε γάμο. Λίγους μήνες αργότερα, ολόκληρη η Καππαδοκία παρέστη στους υπέρλαμπρους γάμους της Καλλινίκης και του Βάρδα, όπου ο ίδιος ο αυτοκράτορας Θεόφιλος συμμετείχε ως παραγαμπρός του γυναικαδερφού του.

Το χειμώνα του 843, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, χήρα πια και επίτροπος του γιου της Μιχαήλ Γ΄, κάλεσε τον πατρίκιο Φιλάρετο στην Κωνσταντινούπολη. Είχε αποφασίσει να θέσει οριστικό τέλος στην Εικονομαχία και γι’ αυτό το εγχείρημα χρειαζόταν τη βοήθεια και του στρατού και των ιερέων. Εμπιστεύτηκε λοιπόν το Φιλάρετο και τον Ομολογητή Μάξιμο (μετέπειτα Πατριάρχη). Όταν επιτεύχθηκε ο σκοπός της και οι ιερές εικόνες αναστηλώθηκαν (19 Φεβρουαρίου 843 μ.Χ.), ζήτησε από το Φιλάρετο να φέρει στην Κωνσταντινούπολη την όμορφη θυγατέρα του, προκειμένου να την παντρέψει με το γιο της Μιχαήλ. Έψαχνε κατάλληλη νύφη, η οποία θα συνέτιζε το νεαρό αυτοκράτορα από τα ξέφρενα γλέντια και θεωρούσε ότι η φημισμένη για την ενάρετη ζωή της καλλονή θα εξυπηρετούσε το σκοπό της. Ο Φιλάρετος μήνυσε αμέσως στην αδερφή του να στείλει την Ειρήνη, που τότε ήταν 15 χρονών, στη Βασιλεύουσα με τη συνοδεία του πατρικίου στρατηγού Νικηφόρου, αδερφού της μακαρίτισσας συζύγου του. Τα νέα ότι η Ειρήνη θα παντρευόταν τον αυτοκράτορα και θα φορούσε το στέμμα της αυτοκρατορίας διαδόθηκαν σαν αστραπή σε όλη την Καππαδοκία.

Η μόνη που έμεινε παγερά αδιάφορη σε όλη αυτήν την αναστάτωση ήταν και η άμεσα ενδιαφερόμενη: η Ειρήνη. Από πολύ νωρίς είχε ποθήσει το μοναχικό βίο και οι λόγοι που δέχτηκε με χαρά αυτό το ταξίδι προς τη Βασιλεύουσα απείχαν πολύ από αυτό που όλοι νόμιζαν: Ταξίδευε στην Πόλη για να αποχαιρετήσει την πολυαγαπημένη της αδερφή, την οποία δεν είχε ξαναδεί από την ημέρα των λαμπρών γάμων της (είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε) και για να αποσπάσει την ευχή του πατέρα της, ώστε να αποσυρθεί στη μονή που τόσο διακαώς ποθούσε.

Η Ειρήνη και οι συνοδοί της έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη ένα ανοιξιάτικο πρωινό, για να πληροφορηθούν εκεί ότι μόλις πριν λίγες μέρες είχαν τελεστεί οι γάμοι του αυτοκράτορα με την Ευδοκία τη Δεκαπολίτισσα. Ο πατέρας της, η αδερφή της, ο θείος της με δυσκολία έκρυβαν την απογοήτευσή τους. Η Ειρήνη αντίθετα αισθανόταν αγαλλίαση για την τροπή των γεγονότων και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να μιλήσει του πατέρα της και να πάρει την ευχή του, καθώς δεν ήθελε να τον λυπήσει με κρυφή της αναχώρηση.

Η ευκαιρία δεν άργησε να παρουσιαστεί. Ο Φιλάρετος γνώρισε σε μια αποστολή του στην Αδριανούπολη το γιο του Έπαρχου της πόλης Νικήτα, πατρίκιο Φωτεινό. Ο Φιλάρετος θεώρησε ότι ήταν ο πιο κατάλληλος για να ευτυχίσει στο πλευρό του η Ειρήνη και αμέσως μίλησε στον πατέρα του νέου. Οι δύο πατεράδες έδωσαν λόγο να αρραβωνιάσουν τα παιδιά τους. Η Ειρήνη όμως, όταν ο πατέρας της ανακοίνωσε τους προαποφασισμένους αρραβώνες της, τον πληροφόρησε για την αμετάκλητη απόφασή της να λάβει το μοναχικό σχήμα. Ακολούθησε έντονη συναισθηματική σύγκρουση πατέρα και κόρης, έπειτα από την οποία η ευαίσθητη Ειρήνη ασθένησε σοβαρά και κινδύνεψε ακόμη και η ζωή της. Όταν η υγεία της αποκαταστάθηκε, ο πατρίκιος Φιλάρετος, συνειδητοποιώντας ότι η Ειρήνη είχε λάβει μια απόφαση ζωής, την οδήγησε ο ίδιος στη γυναικεία κοινοβιακή μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ του Χρυσοβαλάντου, η οποία βρισκόταν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης.

Αγία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου


Μοναχή και Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου

Στη μονή αυτή, σε ηλικία περίπου 15 ετών, η Ειρήνη εκάρη μοναχή και έξι χρόνια αργότερα Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου. Οι συναξαριστές αναφέρουν πολλά θαύματα τα οποία επιτέλεσε η Ειρήνη ως Ηγουμένη, τρία όμως από αυτά θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σημαντικά, ώστε επηρέασαν άμεσα την ορθόδοξη αγιογραφία.

Ο άγγελος-οδηγός

Η Ειρήνη έδινε πολλή μεγάλη σημασία στην εξομολόγηση. Κάθε πρωί προσκαλούσε τις αδελφές στον ιερό ναό των Αρχαγγέλων και τις εξομολογούσε, ενώ πολλές φορές πήγαιναν και λαϊκοί να την επισκεφθούν και να ζητήσουν την καθοδήγησή της. Η Ειρήνη ζήτησε στην προσευχή της το διορατικό χάρισμα, για να γνωρίζει τι κρύβει ο εξομολογούμενος στην καρδιά του.

Ένα πρωί λοιπόν, όταν η Ειρήνη έμπαινε στο ναό για να προσκυνήσει και να αρχίσει το ποιμαντικό έργο της, βλέπει μπροστά της έναν άγγελο και τον ακούει να της απευθύνει τον εξής χαιρετισμό: «Χαίρε δούλη του Υψίστου, Ειρήνη. Εκείνος μ’ έστειλε να σε διακονώ χάρις εκείνων που μέλλουν δια μέσου εσού να σωθούν. Έχω διαταγή, σύμφωνα με την αίτηση σου, να βρίσκομαι πάντα πλησίον σου και να σου αποκαλύπτω τα μυστικά που κρύβουν οι ανθρώπινες καρδιές».

Από εκείνη τη στιγμή ο άγγελος ήταν πάντα πλάι της και της φανέρωνε μύχιες σκέψεις των ανθρώπων που κατέφευγαν στη συμβουλή της. Μάλιστα, με τόση λεπτότητα διόρθωνε τα σφάλματα και συμβούλευε, που όλοι, μοναχές και λαϊκοί, από όλες τις κοινωνικές τάξεις της Πόλης, την αποζητούσαν συνεχώς, ώστε να διδαχθούν και να διορθωθούν. Για τον Άγγελο τούτο που την καθοδηγούσε (σύμφωνα με μαρτυρίες του τότε, και τους βιογράφους της), λέγεται ότι είναι ο Άρχων Φιλάρετος ένας Αρχάγγελος από τις τάξεις των Σεραφείμ.

Τα λυγισμένα κυπαρίσσια και η αιώρηση της αγίας

Το δεύτερο θαύμα, η συναξαριστική παράδοση μας το μεταφέρει ως εξής: Τις έναστρες νύχτες, η οσία Ειρήνη στεκόταν έξω από το κελί της και προσευχόταν. Μία από τις βραδιές αυτές, κάποια αδελφή αγρυπνούσε έξω από το κελί της και είδε το εξής παράδοξο: Τα δύο πανύψηλα κυπαρίσσια, τα οποία ορθώνονταν αριστερά και δεξιά στην είσοδο του Καθολικού, λύγιζαν μπροστά στην προσευχόμενη αγία σαν να την προσκυνούσαν και η ίδια η Ειρήνη δεν πάταγε στη γη αλλά αιωρούνταν περίπου ένα μέτρο πάνω από το έδαφος. Όταν η οσία ολοκλήρωσε την προσευχή της, σταύρωσε τα δυο κυπαρίσσια και εκείνα επανήλθαν στη φυσιολογική τους θέση. Η μοναχή κατάπληκτη, με ανάμεικτα συναισθήματα φόβου και θαυμασμού, συγκρατήθηκε και δεν είπε τίποτα στην υπόλοιπη αδελφότητα. Το επόμενο βράδυ παραφύλαξε πάλι έξω από το κελί της και το ίδιο παράδοξο γεγονός επαναλήφθηκε και ξανά το ίδιο, το τρίτο κατά σειρά βράδυ. Την επόμενη νύχτα, η μοναχή, χωρίς να την αντιληφθεί η Ηγουμένη της, έτρεξε στα λυγισμένα κυπαρίσσια, έδεσε από ένα λευκό μαντήλι στις κορυφές τους και επέστρεψε στο κελί της.



Το επόμενο πρωί, η ήρεμη ατμόσφαιρα του κοινοβίου αναστατώθηκε, όταν οι μοναχές είδαν τα δεμένα μαντήλια και κατάπληκτες ρωτούσαν η μια την άλλη ποιος ήταν αυτός που έδεσε τόσο ψηλά δέντρα, για ποιο λόγο το έπραξε και προπάντων με ποιο τρόπο. Η αδελφή που υπήρξε μάρτυρας στα θαυμάσια αυτά περιστατικά αποκάλυψε όλη την αλήθεια και τότε όλες έκλαιγαν από χαρά και συγκίνηση και παραπονιόντουσαν γιατί δεν τις ξύπνησε να δουν και εκείνες το θαύμα της Ηγουμένης τους. Πάνω στην ώρα κατέφθασε και η Ειρήνη. Όταν κατάλαβε τι συνέβη και πώς μαθεύτηκε ένα μυστικό που εκείνη κρατούσε επτασφράγιστο για χρόνια ολόκληρα, επέπληξε αυστηρά την αδελφή που το μαρτύρησε με τα παρακάτω λόγια: «Αν με έβλεπες να αμαρτάνω σαν άνθρωπος, θα εφανέρωνες την αμαρτία μου»; Έθεσε λοιπόν βαρύ επιτίμιο για όποια τολμούσε να φανερώσει οτιδήποτε παράδοξο έβλεπε, όσο ήταν η ίδια εν ζωή. Έτσι, πολλά από τα θαύματα της αγίας εξαφανίστηκαν στη σιωπή της συνοδείας της.

Τα θεόσταλτα μήλα

Κάποια χρονιά, ξημερώνοντας η γιορτή του μεγάλου Βασιλείου και μετά την τέλεση του εσπερινού, η αγία ξαγρυπνούσε προσευχόμενη. Πλησίαζε η ώρα του όρθρου και τότε η Ειρήνη ακούει κάποια φωνή να της λέει: «Υποδέξου το ναυτικό που σου φέρνει τα εσπεριδοειδή και φάε να ευφρανθεί η ψυχή σου». Μετά το πέρας της θείας λειτουργίας, η αγία λέει στην πορτάρισσα να ανοίξει την πόρτα της μονής και να οδηγήσει τον άνθρωπο που περιμένει εκεί στον ξενώνα, όπου θα πήγαινε και η ίδια να τον συναντήσει.



Πράγματι, η οσία Ειρήνη του Χρυσοβαλάντου συνάντησε τον άνθρωπο και τον ακούει να της εξιστορεί την εξής θαυμάσια ιστορία: Ήταν ναυτικός, πλοιοκτήτης ενός καραβιού, από την Πάτμο. Απέπλευσε με το πλοίο του από το βόρειο τμήμα του νησιού για την Πόλη και βρισκόταν λίγα μέτρα από τη στεριά, όταν βλέπει εκείνος και οι ναύτες κάποιον σεβάσμιο γέροντα να τους φωνάζει να σταματήσουν. Αυτό όμως ήταν αδύνατο, καθώς ο ισχυρός άνεμος έσπρωχνε το πλοίο στο ανοιχτό πέλαγος. Τότε ο γέροντας φωνάζει με όλη τη δύναμή του και προστάζει το πλοίο να σταματήσει. Το καράβι ακινητοποιείται και ο ίδιος αρχίζει να βαδίζει πάνω στα ύδατα. Μπροστά στους κατάπληκτους ναύτες, επιβιβάζεται στο πλοίο και δίνει στον καπετάνιο τρία μήλα και του λέει: «Όταν πας στη Βασιλεύουσα, δώσε τα στον Πατριάρχη και πες του πως του τα στέλνει ο Πανάγαθος Θεός με τον δούλο Του Ιωάννη, από τον Παράδεισο». Έπειτα δίνει στο ναύκληρο άλλα τρία μήλα προσθέτοντας: «Αυτά να τα πας της Ειρήνης, της Ηγουμένης του Χρυσοβαλάντου και να της πεις: φάγε από τους καρπούς του Παραδείσου που η αγνή ψυχή σου επεθύμησε». Λέγοντας αυτά, ο γέροντας ευλόγησε το πλήρωμα και το πλοίο ξεκίνησε και πάλι το ταξίδι του, ενώ ο ίδιος εξαφανίστηκε.

Ολοκληρώνοντας τη διήγησή του, ο ναυτικός προσκύνησε την Ειρήνη και της πρόσφερε τα μήλα. Η αγία τα δέχτηκε με δάκρυα ευλάβειας και ευγνωμοσύνης ευχαριστώντας τον άγιο ευαγγελιστή και απόστολο Ιωάννη. Στο κελί της γονάτισε και ευχαρίστησε τον Χριστό για αυτό το δείγμα της εύνοιάς Του προς τη δούλη Του.

Η αγία Ειρήνη, με την έμφυτη ευφυΐα της και τη χάρη του αγίου Πνεύματος, εννόησε ότι το θείο αυτό δώρο ήταν ουράνια πρόσκληση. Όταν έφτασε η μεγάλη Τεσσαρακοστή, έκοψε το ένα μήλο σε λεπτά κομματάκια και έτρωγε ένα κομμάτι κάθε μέρα, απέχοντας από οποιαδήποτε άλλη τροφή, ακόμη και από το νερό. Τη Μεγάλη Πέμπτη, ύστερα από τη θεία λειτουργία και αφού όλες οι μοναχές κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων, η Ειρήνη έκοψε και το δεύτερο μήλο και έδωσε σε κάθε αδελφή από ένα κομμάτι. Τότε τους αποκάλυψε και την ιστορία του θείου δώρου. Το τρίτο μήλο η Ειρήνη το φύλαξε για τις τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής της.

Τη Μεγάλη Παρασκευή, οι αδελφές έψαλαν τα άγια Πάθη και η Ειρήνη, μόνη της μέσα στο ιερό βήμα, γονατισμένη, είχε παραδοθεί σε προσευχή. Δίπλα της βρισκόταν μόνο ο άγγελος-οδηγός της, που τόσες φορές την είχε διακονήσει: «Γίνου έτοιμη» της είπε απλά και εκείνη κατάλαβε ότι πλησίαζε η ώρα να εγκαταλείψει τα επίγεια.

Η οσιακή της κοίμηση

Το σύντομο διάστημα από το ουράνιο αυτό μήνυμα μέχρι και την οσιακή της κοίμηση, η αγία προετοίμαζε την ακολουθία της για το μεγάλο γεγονός. Στον ιερό ναό τον Αρχαγγέλων τις δίδασκε για το μυστήριο του θανάτου, τη μελλοντική κρίση και την αιωνιότητα. Ο θάνατος είναι δύσκολο για κάθε ανθρώπινο πλάσμα και όσο πλησίαζε η ώρα, τόσο η ψυχή της αγίας ένιωθε την επιθανάτια αγωνία.

Τακτοποίησε τις υποθέσεις του μοναστηριού και υπέδειξε την άξια διάδοχό της. Μια εβδομάδα πριν τη μεγάλη ημέρα, νήστεψε τρώγοντας μόνο από το παραδεισένιο μήλο και καθημερινά κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Ξημέρωσε τέλος η Κυριακή, όπου για τελευταία φορά η Ειρήνη παρακολούθησε τη θεία λειτουργία, απάγγειλε το σύμβολο της πίστης (το πιστεύω), κοινώνησε, αγκάλιασε τις αδελφές και τους ζήτησε συγγνώμη και τέλος γονάτισε μπροστά στην Ωραία Πύλη, ύψωσε τα χέρια της και προσευχήθηκε για τελευταία φορά με αυτά τα λόγια: «Δέσποτα, Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του Ζώντος. Συ ο Ποιμήν ο Καλός που με το Πανάγιο και Πολύτιμο Αίμα Σου μας ελύτρωσες από τα δεσμά της αμαρτίας, άκουσε την τελυταία δέησι της ταπεινής Σου δούλης. Στην κραταιά Σου χείρα παραδίδω σήμερα το μικρό τούτο ποίμνιο. Σκέπασε το με τη θεία σκέπη Σου και διαφύλαξέ το από τις επιθέσεις του αοράτου εχθρού. Διότι Σύ είσαι ο αγιασμός μας και η απολύτρωσις και Σέ θα δοξάζουμε αιωνίως. Αμήν».

Στη συνέχεια, σιωπηλά και ήρεμα, αποσύρθηκε στο κελί της και πλάγιασε στην ασκητική της κλίνη. Οι μοναχές της, με ευλαβική σιωπή, την περικύκλωσαν και την έβλεπαν να χαμογελά. Με αυτό το ουράνιο χαμόγελο, το οποίο αποδείκνυε την απόλυτη μακαριότητα και γαλήνη της ψυχής της, παρέδωσε το πνεύμα της η οσία Ειρήνη, Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου, σε ηλικία 104 χρόνων.

Η οσιακή της κοίμηση διαδόθηκε σε όλη τη Βασιλεύουσα αστραπιαία και χιλιάδες κόσμου συνέρρευσαν στο μοναστήρι, για να προλάβουν να προσκυνήσουν το ιερό σκήνωμα της πνευματικής τους μητέρας. Επικεφαλής ήταν ο πατριάρχης, ο οποίος με το πλήθος του λαού από όλες τις κοινωνικές τάξεις και των αρχιερέων και λοιπών κληρικών συνόδευσαν τη μακαριστή Ηγουμένη στην τελευταία της κατοικία, στο παρεκκλήσι του μεγαλομάρτυρος αγίου Θεοδώρου.




ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΑ ΜΗΛΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ

Στο μοναστήρι της Αγίας της Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου στην Αθήνα γίνεται και η Ευλόγηση των Μήλων, «εις ανάμνησιν των τριών μήλων που δόθηκαν από τον Παράδεισο προερχόμενα, στην Οσία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου»,«Λιτανεύονται τα μήλα μέσα στο ναό και κατόπιν τοποθετούνται μπροστά στη θαυματουργό εικόνα στο ιερό θρονί της Αγίας Ειρήνης, διαβάζεται η ειδική ευχή και αγιάζονται. Η χάρη του Θεού τα μεταβάλλει σε άγια μήλα,τα οποία αν καταναλωθούν με΄τα απο τριήμερη νηστεία και με πίστη,μπορούν να βοηθήσουν σε προβλήματα ατεκνίας,αλλα και σε άλλα προβλήματα υγείας.Υπάρχει καταγεγραμένο πλήθος τεκνοποιήσεων αλλα και κάθε είδος θαυματων!

Πηγή: Βικιπαίδεια

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ Ο ΠΑΚΝΑΝΑΣ (1753 - 1771) Ο εν Αθήναις αθλήσας ένδοξος νεομάρτυς του Χριστού

Μέσα στη μακρόχρονη χριστιανική ιστορία της περιωνύμου και αγιοτόκου πόλεως των Αθηνών έζησαν αγιασμένες μορφές, οι οποίες διακρίθηκαν για το αγωνιστικό τους φρόνημα και την ακλόνητη πίστη τους στον Σωτήρα Χριστό.
Ακόμα και κατά τη σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας υπήρξαν φωτεινά παραδείγματα νεομαρτύρων που αποδεικνύουν περίτρανα ότι ο Χριστός ζει και βασιλεύει σε όλους τους αιώνες, ακόμα και σε εποχές που ασθένησε η πίστη και λιγόστεψε η ελπίδα. Ανάμεσα στους νεαρούς αθλητές της πίστεως που έζησαν και μαρτύρησαν μέσα στη ζοφώδη περίοδο της Τουρκοκρατίας, συγκαταλέγεται και ένας αγράμματος, αλλά ευσεβής Αθηναίος κηπουρός, ο Άγιος ένδοξος νεομάρτυς Μιχαήλ ο Πακνανάς ή και Μπακνανάς επονομαζόμενος, ο δι’ αποκεφαλισμού μαρτυρικώς τελειωθείς στους στύλους του Ολυμπίου Διός στις 9 Ιουλίου 1771.

 

Ο νεαρός και λαμπρός αυτός αθλητής της πίστεως, ο οποίος συναριθμήθη στην ευλογημένη χορεία των αθλοφόρων ομολογητών και μαρτύρων του ονόματος του Κυρίου, γεννήθηκε το 1753 στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην ιστορική συνοικία της Βλασσαρούς που βρίσκεται στον χώρο της Αρχαίας Αγοράς των Αθηνών. Οι γονείς του ήταν φτωχοί, αλλά ιδιαίτερα ευσεβείς, κατοικούσε δε σ’ ένα μικρό σπίτι επί της οδού Αστεροσκοπείου, το οποίο συνόρευε στη βόρεια πλευρά του με τον περίφημο βυζαντινό ναό των Αγίων Αποστόλων του Σολάκη που σώζεται μέχρι σήμερα στον χώρο της Αρχαίας Αγοράς. Η μεγάλη ανέχεια των γονέων του δεν του έδωσε την ευκαιρία να μορφωθεί, γι’ αυτό και παρέμεινε αγράμματος. Ήταν όμως απλοϊκός στη συμπεριφορά του και διέθετε μεγάλη πίστη στον Ιησού Χριστό, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τους τακτικούς εκκλησιασμούς του στον ιστορικό Ιερό Ναό της Παναγίας Βλασσαρούς, ο οποίος χρονολογούνταν από τον 17ο αιώνα, αλλά δυστυχώς κατεδαφίσθηκε το 1937 κατά τη διάρκεια των ανασκαφών της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής στον χώρο της Αρχαίας Αγοράς. Μάλιστα από τον ναό αυτό πήρε τη προσωνυμία «Βλασσαρού» η ομώνυμη ιστορική αθηναϊκή συνοικία, στην οποία κατοικούσε ο ευσεβής και ενάρετος Μιχαήλ. 


Όταν άρχισε ο Μιχαήλ να μεγαλώνει, ο πατέρας του, ο οποίος ονομαζόταν Αντώνιος, τον πήρε κοντά του στους κήπους, όπου εργαζόταν, για να τον βοηθά. Έτσι ο αγράμματος, αλλά ευσεβής Μιχαήλ έγινε κηπουρός. Είχε μάλιστα και ένα γαϊδουράκι, με το οποίο μετέφερε και πουλούσε διάφορα αγροτικά προϊόντα στα χωριά που βρίσκονταν γύρω από την Αθήνα. Μία ημέρα και ενώ επέστρεφε από τη συνηθισμένη του διαδρομή, σταμάτησε σε μία βρύση για να ξαποστάσει και να πιει νερό. Εκεί συνελήφθη από τους Τούρκους με την ανυπόστατη κατηγορία ότι δήθεν μετέφερε πυρίτιδα για να ενισχύσει τους υποκινούμενους από τους Ρώσους αρματωμένους Έλληνες στα γύρω χωριά και στη Σαλαμίνα και μάλιστα σε μία περίοδο που υπήρχε επαναστατικός αναβρασμός λόγω των Ορλωφικών. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με τον συγγραφέα Δημήτριο Σισιλιάνο (1875-1974) και το βιβλίο του «Παλαιαί Αθήναι, 1205-1821», και ο ίδιος ο Μιχαήλ είχε λάβει μέρος στην εξέγερση των Ελλήνων κατά την περίοδο του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768 -1774). 


Μετά τη σύλληψη του, τον οδήγησαν στη φυλακή χτυπώντάς τον, και επί τριάντα ημέρες τον πίεζαν να ασπασθεί τον μουσουλμανισμό, υποβάλλοντάς τον σε φρικτά βασανιστήρια. Μάλιστα τον φοβέριζαν ότι εάν δεν τουρκεύσει, τότε θα τον θανατώσουν. Όμως ο ευσεβής και πάναγνος στην ψυχή Μιχαήλ αγνόησε τις απειλές και τα δελεάσματα των λυσσαλέων Τούρκων και έμεινε σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του Ιησού Χριστού, επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη καρτερία και υπέρμετρο σθένος. Στη φυλακή ερχόταν και επισκεπτόταν τον Μιχαήλ ένας θεοσεβής χριστιανός, ονόματι Γεώργιος, ο οποίος μόλις πληροφορήθηκε τη φυλάκισή του, στάθηκε αρωγός στις δύσκολες στιγμές του, εμψυχώνοντάς τον να συνεχίσει με το ίδιο θάρρος και την ίδια δύναμη τον αγώνα του για του Χριστού την πίστη την αγία. Βλέποντας οι βασανιστές το ακμαίο φρόνημα και την αδάμαστη πίστη του νεαρού Μιχαήλ, αποφάσισαν να τον βγάλουν από τη φυλακή, όπου είχε υποβληθεί σε βασανιστήρια επί τριάντα ημέρες, και να τον οδηγήσουν στον Βοεβόδα. Αυτός προσπάθησε με διάφορα δελεάσματα και κολακείες να τον πείσει να αλλαξοπιστήσει και έτσι να αποφύγει τη θανατική καταδίκη. Ο θαρραλέος όμως Μιχαήλ έμεινε και πάλι σταθερός στην πίστη του, στους δε εκφοβισμούς και τις δελεαστικές προτάσεις απαντούσε με τη χαρακτηριστική φράση: «Δεν τουρκεύω». Βλέποντας ο Βοεβόδας την αμετάβλητη στάση του νεαρού αθλητού της πίστεως, τον έστειλε στον ονομαστό Καλοπασσιά από τα Ιωάννινα, ο οποίος τις ημέρες εκείνες βρισκόταν στην Αθήνα. Αυτός προσπάθησε άλλοτε με κολακείες και υποσχέσεις για πλούσια δώρα και πολλά χρήματα και άλλοτε με απειλές ότι θα τον βασανίσει και θα τον θανατώσει, να τον πείσει να γίνει μουσουλμάνος. Αλλά ο γενναίος αθλητής του Χριστού απαντούσε με την απλότητα και την ευγένεια της ψυχής του διαρκώς με δύο λέξεις που δεν ήταν άλλες από το: «Δεν τουρκεύω». Τότε ο Καλοπασσιάς απευθυνόμενος στον νεαρό Μιχαήλ, του πρότεινε να αρνηθεί τη χριστιανική του πίστη προσωρινά για να μπορέσει να γλυτώσει τη ζωή του και κατόπιν ας πάει σε άλλο τόπο και ας ασπασθεί εκεί και πάλι την πίστη του στον Χριστό. Όμως ο λαμπρός και καλλίνικος νεομάρτυς του Χριστού έμεινε σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του, ενώ φώναζε ακατάπαυστα: «δεν τουρκεύω, δεν τουρκεύω». Βλέποντας ο Καλοπασσιάς την αλύγιστη πίστη του Μιχαήλ στον Ιησού Χριστό, δόθηκε η εντολή να οδηγηθεί στον κριτή για να τον δικάσει. Αυτός με τη σειρά του προσπάθησε με διάφορους τρόπους να τον προτρέψει να αλλαξοπιστήσει, αλλά και πάλι ο γενναίος ομολογητής της χριστιανικής πίστεως έλεγε διαρκώς τις λέξεις: «Δεν τουρκεύω». Τότε ο κριτής αποφάσισε τη δι’ αποκεφαλισμού θανάτωσή του. 

 

Κατά τη διάρκεια της μετάβασης του μάρτυρος στον τόπο της εκτέλεσης και παρόλο που ήταν δέσμιος και εξουθενωμένος από τα βασανιστήρια, πήγαινε με μεγάλη προθυμία και χαρά προς τον τόπο του μαρτυρίου, ενώ από τους χριστιανούς που έβρισκε στον δρόμο του, τους ζητούσε να τον συγχωρήσουν, ευχόταν δε ο Θεός να συγχωρήσει και αυτούς. Όταν έφτασε ο γενναίος Μιχαήλ στον τόπο της εκτέλεσης, γονάτισε και αφού προσευχήθηκε στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, έσκυψε την κεφαλή του γεμάτος χαρά και ανέμενε ήρεμος και γαλήνιος τον θάνατο, ο οποίος θα τον οδηγούσε στην αιώνια και αληθινή ζωή. Ο δήμιος χτύπησε με την ανάποδη πλευρά του σπαθιού τον λαιμό του μάρτυρος για να τον κάνει να δειλιάσει και έτσι να αρνηθεί τον Χριστό, έστω και την τελευταία στιγμή. Ο Μιχαήλ όμως του απάντησε: «Χτύπα για την πίστη». Στη συνέχεια ο δήμιος γύρισε το σπαθί από την κοφτερή του πλευρά και τον χτύπησε ελαφρά με την κόψη του σπαθιού για να τον κάνει να πονέσει και να αλλαξοπιστήσει. Αλλά και πάλι ο νεαρός αθλητής της πίστεως όχι μόνο δεν δείλιασε, αλλά απεναντίας φώναζε δυνατότερα προς τον δήμιο την ίδια φράση: «Χτύπα για την πίστη». Όμως η θαρραλέα αυτή στάση του Μιχαήλ εξαγρίωσε τον δήμιο σε τέτοιο βαθμό, ώστε επέφερε στη συνέχεια στον μάρτυρα ένα τόσο δυνατό χτύπημα, ώστε αποκόπηκε η τιμία κεφαλή του. Μ’ αυτό τον τρόπο ο δεκαοχτάχρονος Αθηναίος κηπουρός Μιχαήλ ο Πακνανάς έλαβε τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου και προσχώρησε στη θριαμβεύουσα Εκκλησία για να δοξάζεται αιώνια ως γενναίος ομολογητής και ένδοξος μάρτυς του ονόματος του Κυρίου. Η δι’ αποκεφαλισμού μαρτυρική τελείωση του Αγίου ενδόξου νεομάρτυρος Μιχαήλ του Πακνανά έλαβε χώρα στους στύλους του Ολυμπίου Διός στις 9 Ιουλίου 1771, που είναι και η ημέρα εορτασμού της μνήμης του. Ενδεικτικό είναι ότι μέχρι σήμερα σε έναν από τους στύλους του αρχαίου ειδωλολατρικού ναού σώζεται εγχάρακτη επιγραφή που μαρτυρεί και επιβεβαιώνει τον αποκεφαλισμό του Αγίου, και γράφει το ακόλουθο: «1771 Ιουλίου 9, απεκεφαλίσθη ο Πακνανάς Μιχάλης…». 

 

Στις 4 Απριλίου 2003 ο Άγιος νεομάρτυς Μιχαήλ ο Πακνανάς ή και Μπακνανάς όπως ονομάζεται, ανακηρύχθηκε από την Εκκλησία της Ελλάδος προστάτης άγιος των διαιτολόγων και διατροφολόγων, αφού ως κηπουρός συνέστηνε μία διατροφή πλούσια σε φρούτα και λαχανικά. Το όνομά του φέρει τιμητικά σήμερα κεντρικός αθηναϊκός δρόμος στην περιοχή του Ν. Κόσμου, καθώς και παρακείμενη στάση του τραμ. Η πανίερη μνήμη του ενδόξου αυτού Αθηναίου νεομάρτυρος τιμάται στην Αθήνα στους Ιερούς Ναούς Αναλήψεως Κυρίου Ν. Κόσμου και Αγίου Φιλίππου Βλασσαρούς, ενώ από το 2010 τελείται κατ’ έτος στη μνήμη του υπαίθρια Θεία Λειτουργία στον αρχαιολογικό χώρο των στύλων του Ολυμπίου Διός που αποτελεί και τον τόπο του ενδόξου μαρτυρίου του, με πρωτοβουλία του Αρχιμανδρίτου π. Μαξίμου Κάππα, Προϊσταμένου του ιστορικού Ιερού Ναού Αγίας Φωτεινής Ιλισσού. Αξιομνημόνευτη είναι και η ψηφιδωτή εικονογραφική παράσταση του Αγίου στον Ιερό Ναό Αγίου Ανδρέου Δήμου Αγίας Παρασκευής Αττικής, αλλά και η ιστορηθείσα από τον αείμνηστο Φώτη Κόντογλου τοιχογραφία του ενδόξου Αθηναίου νεομάρτυρος στο παρεκκλήσιο της Αγίας Ειρήνης της οικογένειας Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά Αττικής. Προς τιμήν του Αγίου έχουν ποιήσει ασματικές ακολουθίες ο αείμνηστος Μέγας Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Γεράσιμος Μοναχός ο Μικραγιαννανίτης, ο οποίος έχει ποιήσει και Παρακλητικό Κανόνα, αλλά και ο Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας Δρ. Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας, ο οποίος έχει ποιήσει και Χαιρετιστήριους Οίκους στον Αθηναίο νεομάρτυρα του 18ου αιώνα. 


Ο Άγιος νεομάρτυς Μιχαήλ ο Αθηναίος κηπουρός, ο και Πακνανάς ή Μπακνανάς επονομαζόμενος, προβάλλει στη σημερινή εποχή μας ως φωταυγής αστέρας και οδοδείκτης στην πνευματική πορεία των Ελλήνων του 21ου αιώνα, αφού διδάσκει και παραδειγματίζει με το ακμαίο αγωνιστικό του φρόνημα και την ακλόνητη πίστη του στον Ιησού Χριστό, ενώ με τη δι’ αποκεφαλισμού μαρτυρική του τελείωση και με το τίμιο αίμα του συνέβαλε αποφασιστικά στην αναζωογόνηση της χλιαρής πίστεως των χριστιανών της εποχής του και στην αποφυγή του πνευματικού αποπροσανατολισμού του ελληνορθοδόξου Γένους μας στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός

Βιβλιογραφία 

* Αττάρτ Αθανασίου Α., Πρωτοπρεσβυτέρου, Ο Άγιος Φίλιππος Αθηνών και οι περί αυτόν κατεδαφισθέντες Ιεροί Ναοί και Ναΐσκοι από του 1ου αιώνος μ.Χ. έως και σήμερον, Αθήνα 2003.

* Μπούσια Χαραλάμπους Μ., Μιχαήλ νεομάρτυς ο Κηπουρός ή και Πακνανάς, Περιοδικό «Τόλμη», Τεύχος 21, Ιούλιος /Αύγουστος 2002.

* Νέον Μαρτυρολόγιον, Εκδοτικός Οίκος Αστήρ, Δ΄ Έκδοσις, Αθήναι 1993.

* Νικολάκη Φιλοθέου Μ., Αρχιμανδρίτου, Οι Άγιοι των Αθηνών, Εκδόσεις Σαΐτης, Αθήνα 2006.

* Τασούλα Μανουήλ, Αθηναίων Σεβάσματα - Ναοί της Αρχαίας Αγοράς και ξεχασμένα εκκλησάκια της Παλιάς Αθήνας, Εκδόσεις Ατραπός, Αθήνα 2003.

* Φερούση Δημήτρη, Μιχαήλ Μπακνανάς, Εκδόσεις Αστέρος, Αθήνα 2007.

Εικόνες 

[1] Ψηφιδωτή τοιχογραφία του Αγίου Μιχαήλ του Μπακνανά στον Ιερό Ναό Αγίου Ανδρέου Δήμου Αγίας Παρασκευής Αττικής.

[2] Φορητή εικόνα του Αγίου Μιχαήλ του Μπακνανά στον Ιερό Ναό Αγίου Φιλίππου Βλασσαρούς Αθηνών. Ιστορήθηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου Στεφανίου Κορινθίας.

[3] Φορητή εικόνα του Αγίου Μιχαήλ του Μπακνανά στον Ιερό Ναό Αναλήψεως Κυρίου Ν. Κόσμου Αθηνών.

[4] Το σπίτι του Αγίου Μιχαήλ του Πακνανά στην ιστορική αθηναϊκή συνοικία της Βλασσαρούς, πριν την κατεδάφισή του.

[5] Το δεξιό κλίτος του Ιερού Ναού Αναλήψεως Κυρίου Ν. Κόσμου Αθηνών τιμάται επ’ ονόματι του Αγίου Μιχαήλ του Μπακνανά. Πλησίον του Ιερού Ναού υπάρχει κεντρικός δρόμος και στάση τραμ που φέρουν το όνομα του ενδόξου νεομάρτυρος των Αθηνών.

[6] Πάνω σε αυτόν τον στύλο του Ολυμπίου Διός χαράχθηκε η επιγραφή που σώζεται μέχρι σήμερα: «1771 Ιουλίου 9, απεκεφαλίσθη ο Πακνανάς Μιχάλης…»

[7] Φορητή εικόνα που απεικονίζει το μαρτύριο του Αγίου Μιχαήλ του Πακνανά. Φυλάσσεται στον ιστορικό Ιερό Ναό Αγίας Φωτεινής Ιλισσού Αθηνών, ο οποίος βρίσκεται πλησίον των στύλων του Ολυμπίου Διός, όπου έλαβε χώρα και το ένδοξο μαρτύριο του Αγίου. (www.romfea.gr)

[8] Ο Άγιος Μιχαήλ ο Μπακνανάς αποκεφαλίσθηκε στους στύλους του Ολυμπίου Διός στις 9 Ιουλίου 1771. Τοιχογραφία του Αγίου δια χειρός Φωτίου Κόντογλου στο παρεκκλήσιο της Αγίας Ειρήνης οικογένειας Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά Αττικής. 

[9] Ο Άγιος Μιχαήλ ο Μπακνανάς τιμάται στον ιστορικό Ιερό Ναό του Αγίου Φιλίππου Βλασσαρούς Αθηνών, ο οποίος βρίσκεται στην παλαιά αθηναϊκή συνοικία της Βλασσαρούς, όπου βρισκόταν και το σπίτι του Αγίου.

[10] Στον ιστορικό Ιερό Ναό της Παναγίας Βλασσαρούς εκκλησιαζόταν ο ευσεβής και ενάρετος Μιχαήλ ο Πακνανάς.

[11] Στον αρχαιολογικό χώρο των στύλων του Ολυμπίου Διός μαρτύρησε δι' αποκεφαλισμού στις 9 Ιουλίου 1771 ο Άγιος Μιχαήλ ο Πακνανάς. (www.romfea.gr)


Πηγή.:http://syndesmosklchi.blogspot.com/2013/07/1753-1771.html Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος Εκπαιδευτικός

Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

Οι 12 απόστολοι (μαθητές) του Χριστού

 


Ο όρος απόστολος σημαίνει πρωταρχικά «απεσταλμένος, πρεσβευτής», ενώ μια πιο ειδική σημασία και ευρύτερα χρησιμοποιούμενη είναι «απεσταλμένος παρά του Θεού ».Στην αρχαία ελληνική γραμματεία, ο όρος δήλωνε κάθε απεσταλμένο για την εκπλήρωση συγκεκριμένης αποστολής ή τον αγγελιαφόρο. Ο ίδιος ο Ιησούς έστειλε τους μαθητές του ως αντιπροσώπους του στον κόσμο και με το κήρυγμά τους να καλέσουν κοντά στο Θεό όχι μονάχα Ισραηλίτες αλλά και εθνικούς (“ειδωλολάτρες”).

Από την Καινή Διαθήκη μαθαίνουμε τα ονόματα των 12 μαθητών του Ιησού, τους οποίους ο ίδιος ονόμασε αποστόλους

Πρώτος (1) Απόστολος είναι ο Πέτρος, ο κορυφαίος των Αποστόλων, ο οποίος προηγουμένως ονομαζόταν Σίμων. Ήταν έγγαμος ψαράς, αγράμματος, αδελφός του Ανδρέα του Πρωτόκλητου, από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, υιός του Ίωνα.
Αυτόν τον Απόστολο μακάρισε ο Κύριος και τον ονόμασε Πέτρο, ενώ την πίστη του αποκάλεσε πέτρα πάνω στην όποια αποφάσισε να οικοδομήσει την Εκκλησία Του.
Κήρυξε το Ευαγγέλιο πρώτα στην Ιουδαία και στην Αντιόχεια , ακολούθως στη Μικρά Ασία και κατέληξε στη Ρώμη. Επειδή εκεί νίκησε με υπερφυσικό τρόπο το μάγο Σίμωνα, σταυρώθηκε από τον αυτοκράτορα Νέρωνα κατακέφαλα, (πάνω τα πόδια – κάτω το κεφάλι), όπως ό ίδιος το ζήτησε και έτσι έλαβε το άφθαρτο στεφάνι του μαρτυρίου, μεταξύ των ετών 66 και 69, αφού άφησε δύο καθολικές επιστολές στην Εκκλησία του Χριστού.

Δεύτερος (2) είναι ο Ανδρέας, ο Πρωτόκλητος, ο αδελφός του Πέτρου.Υπήρξε νωρίτερα μαθητής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, αλλά τον εγκατέλειψε για να ακολουθήσει τον Χριστό. Προσέλκυσε και τον αδελφό του λέγοντας: «Εύρήκαμεν τον Μεσσίαν». Θεωρείται ιδρυτής της Εκκλησίας της Κων/πόλεως.
Κήρυξε το Ευαγγέλιο σε όλα τα παραθαλάσσια μέρη της Μαύρης θάλασσας, Βιθυνίας και Βυζαντίου. Αργότερα μέσω Θράκης και Μακεδονίας κατήλθε μέχρι την Αχαΐα. Στην Πάτρα έκανε πολλά θαύματα. Εκεί η διδασκαλία του καρποφόρησε και με τις προσευχές του θεράπευσε θαυματουργικά πολλούς ασθενείς. Ακόμα και η Μαξιμίλιαν, σύζυγος του ανθύπατου Αιγεάτου, αφού τη θεράπευσε ο Απόστολος από τη βαρεία αρρώστια που είχε, πίστεψε στο Χριστό. Το γεγονός αυτό εκνεύρισε τον ανθύπατο και με την παρότρυνση ειδωλολατρών ιερέων συνέλαβε τον Ανδρέα και τον οδήγησε στο μαρτύριο με σταυρικό θάνατο, πιθανώς την εποχή του διωγμού του Νέρωνα. Το λείψανό του έθαψε με ευλάβεια ο πρώτος επίσκοπος Πατρών Στρατοκλής. Το λείψανο του μετά από πολλά χρόνια μεταφέρθηκε στο Ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως.

Τρίτος (3) Απόστολος είναι ο Ιάκωβος.

Ο Απόστολος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και πρεσβύτερος αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Καταγόταν κι αυτός από την Βησθαϊδά της Γαλιλαίας. Ασχολούνταν με την αλιεία μαζί με τον Ιωάννη, έχοντας και οι δύο μαζί τους και τον πατέρα τους, καθώς και πολλούς εργάτες. Είχαν δικό τους πλοίο και συνεργάτης τους ήταν και ο Απόστολος Πέτρος. Παρ’ όλα αυτά όταν άκουσαν το κήρυγμα του Ιησού «ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ  μετὰ τῶν μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ» ( Μαρκ. 1, 20).

Ο Ιάκωβος μαζί με τον Ιωάννη επέδειξαν μεγάλο ζήλο ως Μαθητές του Κυρίου. Γι’ αυτό και εκλήθησαν υιοί βροντής και έγιναν μάρτυρες πολλών μεγάλων γεγονότων, που δεν τα εβίωσαν οι άλλοι Απόστολοι. Έγιναν αποκλειστικοί μάρτυρες της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Είδαν την θαυμαστή ανάσταση της θυγατέρας του αρχισυνάγωγου Ιάρειου και είχαν την ευλογία να προσκληθούν από τον Ιησού κοντά Του κατά τις ώρες της προσευχής και της αγωνίας Του στο κήπο της Γεσθημανή. Η οικειότητα αυτή οδήγησε προφανώς τον Ιάκωβο με τον αδελφό του Ιωάννη να ζητήσουν μέσω της μητέρας τους από τον Κύριο πρωτοκαθεδρία στην εγκόσμια βασιλεία Του, παρανοώντας την αποστολή του Μεσσία. Οι δύο Μαθητές εζητούσαν από τον Χριστό δόξα με ανθρώπινα κριτήρια, έχοντας κατά νου ότι η Βασιλεία Του είναι αισθητή. Ο Χριστός όμως, διορθώνοντας την εσφαλμένη δοξασία τους, υποδεικνύει την πραγματική και αιώνια δόξα, η οποία διέρχεται μέσα από το «ποτήριον», που είναι τα Πάθη και ο Σταυρός. Γι’ αυτό τους λέγει: «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεὶν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι;».

Μετά την Πεντηκοστή ο Απόστολος Ιάκωβος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μεγάλο πλήθος ανθρώπων μεταστρεφόταν στη νέα πίστη και άλλαζε τρόπο ζωής χάρη στο έργο του Ιακώβου. Αυτό εθορύβησε ιδιαίτερα τους άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι, το έτος 44 μ.Χ. τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν, ως αμνό, με διαταγή του Ηρώδου του Αγρίππα.

Εορτάζει στις 30 Απριλίου εκάστου έτους.

 

Τέταρτος (4) είναι ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής και Θεολόγος, αδελφός του Ιακώβου. Είναι ο συγγραφέας του τετάρτου και εκτενούς ευαγγελίου καθώς και ο συγγραφέας του βιβλίου της Αποκαλύψεως και τριών καθολικών επιστολών. Πήρε την ονομασία θεολόγος εξ αιτίας των υψηλών θεολογικών νοημάτων του ευαγγελίου που συνέγραψε και συγκεκριμένα της σημαντικής χριστολογίας που ανέπτυξε. Υπήρξε από τους πλέον αγαπημένους μαθητές του Κυρίου, ο οποίος διακρινόταν για την αγάπη του και για το οικουμενικό πνεύμα της διδασκαλίας του. Κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μικρά Ασία. Εξορίστηκε στην Πάτμο, όπου πλήθη απίστων προσήλθαν στο Χριστιανισμό. Όταν επέστρεψε στην Έφεσο αναπαύθηκε εν ειρήνη (περίπου 95 χρονών).

Πέμπτος (5) Απόστολος του Χριστού είναι ο Φίλιππος. Καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας. Κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μικρά Ασία (Λυδία και Μυσία), μαζί με τον Βαρθολομαίο και την αδελφή του Μαριάμνη. Βρήκε μαρτυρικό θάνατο στην Ιεράπολη της Φρυγίας, καθώς τρυπήθηκε στους αστραγάλους και καρφώθηκε σ’ ένα ξύλο. Λόγω σεισμού πού ακολούθησε οι συνοδοί του αφέθηκαν ελεύθεροι.

Έκτος (6) είναι ο Βαρθολομαίος ή Ναθαναήλ.
Δίδαξε το Χριστιανισμό στους Ινδούς και μαζί με τον Ιούδα στην Αρμενία. Οι δυο τους θεωρούνται θεμελιωτές της Αρμενικής Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Ουρβανούπολη με σταυρικό θάνατο, με το κεφάλι προς τα κάτω, κατά διαταγή του βασιλιά Αστυάγη. Εκεί παρέδωσε το πνεύμα του και έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.

Έβδομος (7) Απόστολος είναι ο Θωμάς .Ήταν Ιουδαίος στην καταγωγή και, όπως και άλλοι μαθητές, ασκούσε το επάγγελμα του ψαρά. Εγκατέλειψε το επάγγελμά του και ακολούθησε το Χριστό, όταν εκείνος του το ζήτησε. Ήταν από τους ένθερμους μαθητές, όμως μετά την ανάσταση ολιγοπίστησε και δεν πίστεψε ότι ο Χριστός αναστήθηκε, παρά μόνον όταν ψηλάφισε στα χέρια Του τα σημάδια της Σταύρωσης, στη δεύτερη εμφάνιση του Χριστού στους μαθητές μετά την ανάσταση Του. Κατά τη χριστιανική παράδοση, μετά από Θεία Παρέμβαση ταξίδεψε ως την Ινδία, όπου ξεκίνησε το ιεραποστολικό του έργο, προσηλυτίζοντας και βαπτίζοντας Χριστιανούς πολλούς ειδωλολάτρες.

Κατόπιν ταξίδεψε ανατολικότερα, όπου βασίλευε κάποιος με το όνομα Μίσδιος. Εκεί ο Θωμάς συνέχισε την ιεραποστολή, όταν βάπτισε όμως τη γυναίκα και τα παιδιά του Μίσδιου, εκείνος οργίστηκε και έδωσε εντολή να θανατωθεί ο Άγιος. Το σώμα του έθαψαν οι Χριστιανοί της περιοχής και κατά την παράδοση στον τάφο του γίνονταν πολλά θαύματα. Το ιερό λείψανο του Αγίου Θωμά παρέμεινε εκεί έως ότου ο γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1204 το λείψανο μεταφέρθηκε στη Ρώμη, μαζί με τα λείψανα άλλων Αγίων που εκλάπησαν ως λάφυρα κατά την Δ’ Σταυροφορία.Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Αγίου Θωμά στις 6 Οκτωβρίου.

 Όγδοος (8) είναι ο Ματθαίος, ο Τελώνης, αδελφός του Ιακώβου του Αλφαίου.Καταγόταν από την Γαλιλαία και εργαζόταν ως τελώνης, (φοροεισπράκτορας). Κάποια ημέρα που ο Ιησούς περνούσε από την Καπερναούμ, όπου ο Ματθαίος κατοικούσε, τον είδε και γνωρίζοντας την εσωτερική του ψυχή του ζήτησε να Τον ακολουθήσει. Ο Ματθαίος χωρίς δεύτερη σκέψη άφησε την εργασία του και από τότε ήταν δίπλα Του. Κήρυξε το Ευαγγέλιο στους Πάρθους καί Μήδους στους οποίους ίδρυσε Εκκλησία, μετά από πολλά θαύματα πού έκανε σ’ αυτούς. Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή και τη δράση του Ματθαίου. Αν και μεταγενέστερες παραδόσεις μιλούν για μαρτυρικό θάνατο στην πυρά ή εκτέλεση με ξίφος, η πιθανότερη εκδοχή είναι αυτή του Ηρακλείωνα την οποία παραθέτει ο Κλήμης Αλεξανδρείας και αναφέρει ότι ο Ματθαίος πέθανε από φυσικό θάνατο.

Ένατος (9)  είναι ο Ιάκωβος ο υιός του Αλφαίου, αδελφός του Λευί δηλαδή  του Ματθαίου.
Λέγεται και Ιάκωβος ο μικρός, προς διάκριση από τον Ιάκωβο το μεγάλο, τον αδελφό του Ιωάννου, αλλά και προς διάκριση από τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο. Ο Απόστολος Ιάκωβος, o υιός του Αλφαίου, ήταν ένας εκ των μαθητών και αποστόλων του Ιησού Χριστού. Για τη δράση του και τη θέση του στην στην αρχέγονη εκκλησία δε γνωρίζουμε τίποτα, αφού η αρχαία παράδοση σιωπά. Κατά το βιογράφο του Νικήτα Παφλαγόνα, κήρυξε το ευαγγέλιο στη Γάζα, την Ελευθερούπολη και τις γειτονικές περιοχές και υπέστη μαρτυρικό θάνατο στην Αίγυπτο στην πόλη Οστρακίνη. Ο ίδιος μνημονεύεται από όλους τους Ευαγγελιστές πάντοτε στην ένατη θέση του αποστολικού κύκλου και διακρίνεται σαφώς τόσο από τον έτερο Ιάκωβο, υιό του Ζεβεδαίου, όσο και από τον Ιάκωβο τον αδελφόθεο, παρά τις όποιες προσπάθειες ταυτίσεως έχουν γίνει μέχρι σήμερα. Η μνήμη του εορτάζεται στις 9 Οκτωβρίου.
Δέκατος (10) Απόστολος είναι ο Σίμων ο Κανανίτης ,  ο Ζηλωτής. Ονομάζεται Κανανίτης λόγω της καταγωγής του από την Κανά της Γαλιλαίας Τα προσωνύμια Κανανίτης και Ζηλωτής του αποδίδονται για να διακρίνεται από τον άλλο Σίμωνα που υπήρχε μεταξύ των αποστόλων, το Σίμωνα Πέτρο. Για τον απόστολο Σίμωνα δε διασώζονται πολλές πληροφορίες. Εικάζεται ότι ήταν ζηλωτής, εξ ου και το προσωνύμιο. Σύμφωνα με την παράδοση της εκκλησίας κήρυξε στην Περσία, στην Αίγυπτο και στη Μαυριτανία, ενώ μαρτύρησε με σταυρικό θάνατο στην Ιερουσαλήμ ή στη Βρετανία, σύμφωνα με άλλη πηγή. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 10 Μαΐου.

Ενδέκατος (11)  είναι ο Ιούδας Ιακώβου, τον οποίο ο Ματθαίος ονομάζει Λεββαίο ή Θαδδαίο.Ο Απόστολος αυτός αναφέρεται ως 10ος στη σειρά μαθητής από τους Ματθαίο, με τη διαφορά ότι ο Μάρκος τον αναφέρει ως Θαδδαίο. Αναφέρεται επίσης από το Λουκά (6, 16) ως Ιούδας Ιακώβου. Ιούδας πιθανώς ήταν το κύριο όνομά του και το Λεββαίος-Θαδδαίος προσωνύμια που του αποδίδονταν και τα οποία σημαίνουν εύψυχος-θαρραλέος και ευρύστερνος-μεγάθυμος αντίστοιχα. Πληροφορίες για τη ζωή του αποστόλου δεν υπάρχουν, ενώ έγινε μία σχετικά εκτενής έρευνα από Καινοδιαθηκολόγους για να αποσαφηνιστεί η ταυτότητά του.

Σύμφωνα με τον Ιερώνυμο  ο Ιούδας, ο Λεββαίος και Θαδδαίος, κήρυξε στην Αρμενία φέροντας μάλιστα μαζί του και την Ιερή Λόγχη. Μαρτύρησε στο Σαβαρχάμ, νοτιοανατολικά του όρους Αραράτ στην περιοχή Αραντάζ περί το 50, γι αυτό και η Αρμενική εκκλησία θεωρείται αποστολική, θεμελιωμένη στο αίμα του Αποστόλου Ιούδα. Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις από τη Συρία ο Ιούδας μαρτύρησε στο Αραντ κοντά στη Βηρυτό. Τέλος κατά το Νικηφόρο Κάλλιστο ο Ιούδας κήρυξε το ευαγγέλιο αρχικά στην Ιουδαία, τη Γαλιλαία και τη Σαμάρεια και εν συνεχεία στη Συρία και τη Μεσοποταμία. Πέθανε στην Έδεσσα (πόλη της νοτιοανατολικής Τουρκίας, η σημερινή Ουρφά). Η μνήμη του εορτάζεται στις 21 Αυγούστου.

Δωδέκατος (12) Απόστολος τον Χριστού είναι ο Ματθίας, στη θέση του προδότη Ιούδα του Ισκαριώτη.

Ο Ματθίας δεν αναφέρεται στους καταλόγους των αποστόλων που αναφέρονται στα τρία Συνοπτικά Ευαγγέλια. Με βάση το πρώτο κεφάλαιο των Πράξεων, μετά την Ανάληψη του Χριστού, ο Απόστολος Πέτρος πρότεινε στους περίπου 120 μαθητές, να επιλέξουν ένα προκειμένου να καλύψουν τη θέση του Ιούδα στον κύκλο των δώδεκα:

Πρότειναν δύο: τον Ιωσήφ, που τον έλεγαν Βαρσάββα και και που πήρε και το όνομα Ιούστος, και το Ματθία. Ύστερα προσευχήθηκαν και είπαν: «Εσύ, Κύριε, που ξέρεις τις καρδιές όλων, δείξε μας ποιόν από τους δύο αυτούς διάλεξες να αναλάβει τη θέση στο λειτούργημα αυτό και στην αποστολή που εγκατέλειψε ο Ιούδας και πήγε στη θέση που του άξιζε». Ύστερα έβαλαν κλήρους με τα ονόματα τους, κι ο κλήρος έπεσε στο Ματθία, που προστέθηκε στους έντεκα αποστόλους.Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 9 Αυγούστου.

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2021

Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Ἀπόστολος

 Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἐγεννήθηκε στὴ μικρὴ πόλη Βηθσαϊδὰ κοντὰ στὴ λίμνη Γεννησαρέτ, ὅπου ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἁλιέως μὲ τὸν ἀδελφό του Ἀνδρέα, κληθέντα καὶ αὐτὸν στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα, καὶ μὲ τοὺς υἱοὺς τοῦ Ζεβεδαίου Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη, γενόμενους ἐπίσης Ἀποστόλους. Τὸ ὄνομά του ἀπαντᾶ στὴν Καινὴ Διαθήκη ὑπὸ τέσσερις τύπους: α. Συμεὼν (ἐκ τοῦ Sim Un, σημιτικοῦ τύπου). β. Σίμων (κοινότερος τύπος, ἐξελληνισμένη σύντμηση τοῦ προηγούμενου). γ. Κηφᾶς (ἀπὸ τὸ ἀραμαϊκὸ Kepha, ποὺ σημαίνει πέτρα). δ. Πέτρος (παράφραση τῆς προηγούμενης ἀραμαϊκῆς ἐπωνυμίας, ἡ ὁποία ἐδόθηκε στὸ Σίμωνα ἀπὸ τὸν Χριστό).




Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Ἰωάννης ἢ Ἰωνᾶς. Οἱ γονεῖς του ἀνῆκαν στοὺς λιγοστοὺς πιστοὺς εὐσεβεῖς Ἰουδαίους τῆς ἐποχῆς τους, οἱ ὁποῖοι ἐπερίμεναν ἐναγώνια τὸν Μεσσία καὶ τὴ μεσσιανικὴ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία θὰ ἐτερματίζετο ἡ κακοδαιμονία τῆς ἀνθρωπότητος.

Ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Πέτρος εἶχε τὴν πεθερά του, τὴν ὁποία ἐθεράπευσε ὁ Κύριος, στὴν Καπερναούμ, προκύπτει ὅτι ἦταν ἔγγαμος. Δὲν εἶναι γνωστὸ μὲ βεβαιότητα τὸ ὄνομα τῆς συζύγου του, καλουμένης Ἰωάννας ὑπὸ τῶν Ἀνατολικῶν καὶ Περπετούης ὑπὸ τῶν Δυτικῶν. Οὔτε εἶναι γνωστὸ ἂν ἡ σύζυγός του ἐζοῦσε ἀκόμη, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἐκλήθηκε στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα.


Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης καλοῦνται «ἀγράμματοι καὶ ἰδιῶται» ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ Συνεδρίου, σημεῖο ὅτι δὲν εἶχαν φοιτήσει στὶς λόγιες ραββινικὲς σχολές. Εἶχαν ὅμως μαθητεύσει στὸν Τίμιο Πρόδρομο. Τοῦτο εἶναι βέβαιο γιὰ τοὺς υἱοὺς τοῦ Ζεβεδαίου καὶ γιὰ τὸν Ἀνδρέα, πιθανῶς δὲ καὶ γιὰ τὸν Σίμωνα Πέτρο.

Ἡ κλήση τοῦ Πέτρου στὸ ἀποστολικὸ ἔργο ἔγινε βαθμιαίως. Ὅταν τὸν ἐπαρουσίασε ὁ ἀδελφός του Ἀνδρέας στὸν Κύριο, μὲ τοὺς λόγους «εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν», ἔλαβε τὴν ἐπωνυμία Κηφᾶς. Ἦταν παρὼν κατὰ τὸ θαῦμα στὴν Κανᾶ καὶ ἐγκαταστάθηκε μετὰ μὲ τὸν Κύριο στὴν Καπερναούμ. Ἐκλήθηκε ὁριστικὰ μετὰ τὴν πρώτη θαυμαστὴ ἁλιεία, γενόμενος ἔτσι «ἁλιεὺς ἀνθρώπων».


Ὁ ἐνθουσιώδης καὶ εὐσεβὴς Πέτρος ἐπέταξε τὰ δίχτυα ἀπὸ τοὺς πρώτους καὶ ἀκολούθησε τὸν Κύριο πιστά. Λόγῳ τοῦ δυναμικοῦ χαρακτῆρος του καὶ τῆς ἰδιαίτερης ἀφοσιώσεώς του στὸν Κύριο ἀξιώθηκε νὰ ἔχει ἐξαιρετικὴ θέση μεταξὺ τῶν Ἀποστόλων καὶ νὰ ὁμιλεῖ συχνὰ ἐκ μέρους αὐτῶν. Ὁμολόγησε πρῶτος ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Ὁ Κύριος ἐξετίμησε αὐτὴ τὴν ὁμολογία καὶ τὸν διαβεβαίωσε πὼς ἐπάνω σὲ αὐτὴ τὴν ὁμολογία πίστεως, ποὺ ἔγινε κατ’ ἀποκάλυψιν Θεοῦ Πατρός, «οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν».


Κατὰ τὴν ἑβδομάδα τῶν παθῶν καὶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση ὁ Πέτρος ἀποτελεῖ κεντρικὸ πρόσωπο στὰ Εὐαγγέλια. Ἔτσι στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο ἀρνεῖται πρὸς στιγμὴν τὴ νίψη τῶν ποδῶν του ἀπὸ τὸν Κύριο, ἀγωνιᾶ κατόπιν νὰ μάθει ποιὸς εἶναι ὁ προδότης, διαμαρτύρεται, διότι στὴν πρὸς τὸν Κύριο ἐρώτησή του «Κύριε, ποῦ ὑπάγεις;», ἔλαβε ἀπὸ Αὐτὸν τὴν ἀπάντηση «ὅπου ἐγὼ ὑπάγω οὐ δύνασαί μοι νῦν ἀκολουθῆσαι», καὶ τέλος ὑπόσχεται στὸν Κύριο ὅτι θὰ θυσιάσει τὴν ψυχή του γιὰ Ἐκεῖνον καὶ δὲν θὰ σκανδαλισθεῖ ἀπὸ τὸ ἐπερχόμενο Πάθος Του. Κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ ὁ Ἰησοῦς στὴν μετὰ τοῦ Πέτρου στιχομυθία του εἶπε σὲ αὐτὸν τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Σίμων, Σίμων, ἰδοῦ ὁ σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ συνιάσαι ὡς τὸν σῖτον. Ἐγὼ δὲ ἐδεήθην περὶ σοῦ ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου. Καὶ σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου». Πράγματι δέ, δὲν ἐξέλιπε ἡ πίστη τοῦ Πέτρου, ἂν καὶ ἀρνήθηκε τὸν Διδάσκαλο τρεῖς φορὲς στὴν αὐλὴ τοῦ ἀρχιερέως. Ἕνεκα τῆς ὑπὲρ αὐτοῦ δεήσεως τοῦ Κυρίου, ἦλθε στὸν ἑαυτό του, μετανόησε  καὶ ἔκλαψε πικρὰ γιὰ τὴν πράξη του καὶ ἀξιώθηκε πρῶτος αὐτὸς ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους νὰ διαπιστώσει τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως καὶ πρῶτος νὰ δεῖ τὸν Ἀναστάντα Κύριο.


Ἀξιώθηκε νὰ δεῖ ἀπὸ τοὺς πρώτους τὸ κενὸ μνημεῖο καὶ νὰ διαπιστώσει τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τὸ συγκλονιστικὸ αὐτὸ γεγονὸς τὸν μεταμόρφωσε κυριολεκτικά. Τὸ φλογερό του κήρυγμα τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔκανε νὰ πιστέψουν τρεῖς χιλιάδες ψυχές, καὶ νὰ βαπτισθοῦν. Ἡ ἱεραποστολικὴ δράση του ὑπῆρξε θαυμαστὴ καὶ εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐνεργοῦσε κατὰ καιροὺς περιοδεῖες ἐπισκεπτόμενος τὶς πλησιόχωρες Ἐκκλησίες. Ὁ Παῦλος στὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολή του ἀναφέρει, ὅτι κατὰ τὶς δύο ἀνόδους του στὰ Ἱεροσόλυμα συναντήθηκε ἐκεῖ μὲ τὸν Πέτρο, τὸν ὁποῖο ὀνομάζει καὶ Ἀπόστολο τῶν «ἐκ περιτομῆς» καὶ μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἐτιμᾶτο μαζὶ μὲ τὸν Ἀδελφόθεο Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη ὡς «στῦλος» τῆς Ἐκκλησίας.


Σὲ μία περιοδεία του ὁ Πέτρος, περὶ τῆς ὁποίας μᾶς ὁμιλοῦν οἱ Πράξεις, ἐπισκέφθηκε τὴ Λύδδα καὶ ἀφοῦ ἐθεράπευσε  τὸν παραλυτικὸ Αἰνέα, ἦλθε στὴν Ἰόππη, ὅπου ἀνέστησε τὴν Ταβιθᾶ ἢ Δορκάδα. Ἀπὸ ἐκεῖ δέ, μὲ θεία ἐπιταγή, ἐπορεύθηκε στὴν Καισάρεια, στὴν ὁποία ἐκατήχησε καὶ ἐβάπτισε τὸν ἐθνικὸ Κορνήλιο μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του. Ὅταν ἔμαθαν τὸ γεγονὸς αὐτὸ οἱ «ἐκ περιτομῆς» τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων ἐκατηγόρησαν τὸν Πέτρο. Ὁ Ἀπόστολος ἐξέθεσε μὲ λεπτομέρεια πῶς ὁ Θεὸς δι’ ὁράματος «ὑπέδειξεν μηδένα κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον λέγειν ἄνθρωπον» καὶ ἔκλεισε τὴν ἀπολογία του ἐκείνη ὡς ἑξῆς: «Εἰ οὖν τὴν ἴσην δωρεὰν ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς ὡς καὶ ἡμῖν πιστεύσασιν ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἐγὼ δὲ τὶς ἤμην δυνατὸς κωλῦσαι τὸν Θεόν;».


Ὁ Ἡρώδης Ἀγρίππας Α’, ἐπιθυμώντας νὰ εὐχαριστήσει τοὺς Ἰουδαίους συνέλαβε τὸν Πέτρο κατὰ τὶς ἑορτὲς τοῦ Πάσχα τοῦ 42 ἢ 44 μ.Χ. καὶ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακὴ γιὰ νὰ τὸν φονεύσει μετὰ ἀπὸ λίγο. Ἀλλ’ Ἄγγελος Κυρίου ἐλευθέρωσε κατὰ τὴ νύχτα τὸ δέσμιο καὶ ἀπὸ στρατιῶτες φρουρούμενο Πέτρο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε τοὺς συγκεντρωμένους καὶ προσευχόμενους ὑπὲρ αὐτοῦ ἀδελφοὺς στὴν οἰκία τῆς Μαρίας, μητέρας τοῦ Μάρκου, ἀνήγγειλε σὲ αὐτοὺς τὴ σωτηρία του ἀπὸ τὸν Ἄγγελο καὶ «ἐξελθὼν ἐπορεύθη εἰς ἕτερον τόπον».

Γιὰ τελευταία φορὰ ὁμιλοῦν οἱ Πράξεις περὶ τοῦ Πέτρου κατὰ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο (48/49 μ.Χ.), στὴν ὁποία μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο καὶ τὸν Ἀδελφόθεο Ἰάκωβο διεδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο. Ὁ Παῦλος στὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολή του μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ μία συνάντηση, τὴν ὁποία εἶχε μὲ τὸν Πέτρο στὴν Ἀντιόχεια, κατὰ τὴν ὁποία τὸν ἤλεγξε γιὰ τὴν ἐπιδειχθεῖσα ἔλλειψη θάρρους καὶ παραχώρηση ὑπὲρ τῶν ἰουδαϊζόντων καὶ σὲ βάρος τῶν ἐξ ἐθνῶν Χριστιανῶν.

Γιὰ τὴ μετὰ ταῦτα ζωὴ καὶ δράση τοῦ Πέτρου στερούμεθα σαφεῖς ἱστορικὲς μαρτυρίες. Ὁ Ὠριγένης καὶ ὁ Εὐσέβιος, προφανῶς ἀπὸ τὸν πρόλογο τῆς Α’ Καθολικῆς Ἐπιστολῆς Πέτρου, συμπέραναν ὅτι αὐτὸς ἐκήρυξε στοὺς Ἰουδαίους τῆς Διασπορᾶς, στὸν Πόντο, Γαλατία, Καππαδοκία, Ἀσία καὶ Βιθυνία. Ὁρισμένοι δέχονται καὶ τὴν ἀποστολικὴ δράση τοῦ Πέτρου στὴν Κόρινθο.

Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἔγραψε δύο Καθολικὲς Ἐπιστολές. Ἀπὸ αὐτές, ἡ μὲν πρώτη ἀπευθυνόταν στοὺς Χριστιανοὺς τοῦ Πόντου, τῆς Γαλατίας, τῆς Καππαδοκίας, τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Βιθυνίας, ἡ δὲ δεύτερη σὲ ὅλους τοὺς Χριστιανούς. Μέσα ἀπὸ αὐτὲς προσπαθεῖ νὰ στηρίξει τοὺς πιστοὺς στὶς θλίψεις ποὺ ὑφίστανται ἐξ αἰτίας τῆς πίστεώς τους στὸν Ἰησοῦ Χριστό.


Ὑπάρχει βέβαια καὶ ἡ παράδοση τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν περὶ μεταβάσεως τοῦ Πέτρου στὴ Ρώμη μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ τὸν Ἄγγελο ἢ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο, τῆς ὁποίας διετέλεσε  ἐπὶ εἰκοσιπενταετία Ἐπίσκοπος. Τὴν παράδοση αὐτὴ πολλοὺ Ὀρθόδοξοι μελετητὲς τὴν ἀμφισβητοῦν, διότι στηρίζεται σὲ μεταγενέστερα ψευδεπίγραφα κείμενα, τὶς λεγόμενες «Ψευδοϊσιδώρειες Διατάξεις» καὶ τὴν ἀπόκρυφη φιλολογία. Ἀναμφίβολα ὅμως ὁ Πέτρος συνδέεται μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἀφοῦ ἔδρασε καὶ ἔμαρτύρησε σὲ αὐτήν.


Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν παράδοση ὁ Πέτρος ἵδρυσε τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Ἐκήρυττε νυχθημερὸν στὴ μεγάλη πόλη καὶ κατόρθωσε νὰ μεταστρέψει πλῆθος κατοίκων στὸ Χριστιανισμό. Τὴν ἴδια ἐποχὴ εὑρισκόταν στὴ Ρώμη καὶ ὁ διαβόητος Σίμων ὁ μάγος, γνωστὸς ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Ἐκεῖ μὲ τὶς διάφορες μαγγανεῖες καὶ τὰ μαγικὰ κόλπα προκαλοῦσε τὸν θαυμασμὸ τοῦ πλήθους καὶ γι’ αὐτὸ ἀπέκτησε πολλοὺς ὀπαδούς. Ὅμως εὑρῆκε μπροστά του τὸν ἀληθινὸ ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος μὲ σειρὰ θαυμάτων ξεσκέπασε τὸν ἀπατεώνα μάγο, τὸν ἀπέδειξε  ὡς συνεργὸ τῶν δαιμόνων καὶ ἐφανέρωσε τὴν ἀνίκητη δύναμη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.


Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος γράφει: «Τοῦ Πέτρου καὶ Παύλου ἐν Ρώμῃ εὐαγγελιζομένων καὶ θεμελιούντων τὴν Ἐκκλησίαν».

Ὁ Ὠριγένης: «Ὃς καὶ ἐπὶ τέλει ἐν Ρώμῃ γενόμενος ἀνεσκολοπίσθη κατὰ κεφαλῆς οὕτως αὐτὸς ἀξίωσας». Τέλος ὁ πρεσβύτερος Γάιος (169 μ.Χ.) γράφει στὸν πρὸς Πρόκλο διάλογό του: «Ἐγὼ δὲ τὰ τρόπαια (μνημεία, σκηνώματα) τῶν ἀποστόλων ἔχω δεῖξαι. Ἐὰν γὰρ θελήσῃς ἀπελθεῖν ἐπὶ τὸν Βατικανὸν ἢ ἐπὶ τὴν ὁδὸν τὴν Ὠστίαν, εὑρήσεις τὰ τρόπαια τῶν ταύτην ἱδρυσαμένων τὴν Ἐκκλησίαν».


Κατὰ τὴν παράδοση, λοιπόν, ὁ Πέτρος ἄθλησε στὴ Ρώμη κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ αὐτοκράτορος Νέρωνος (64/67 μ.Χ.). Λίγο πρὶν τὸν συλλάβουν ἔκρινε σκόπιμο νὰ φύγει κρυφὰ ἀπὸ τὴν πόλη, γιὰ νὰ γλιτώσει. Καθὼς ἐβάδιζε βιαστικὰ τὴν περίφημη Ἀππία ὁδὸ εἶδε μπροστά του τὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος τὸν ἐρώτησε: «Quo Vadis, δηλαδὴ «ποῦ πηγαίνεις;». Τότε ὁ ἔνθερμος Ἀπόστολος  κατάλαβε πὼς ἡ φυγή του αὐτὴ ἰσοδυναμοῦσε μὲ νέα ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ μὲ δάκρυα  στὰ μάτια ἐγύρισε πίσω καὶ συνελήφθη καὶ καταδικάσθηκε σὲ σταυρικὸ θάνατο. Ὅταν ὁδηγήθηκε στὸ μαρτύριο παρακάλεσε τοὺς δημίους του νὰ τὸν σταυρώσουν ἀνάποδα, μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω, διότι, ὅπως εἶπε, δὲν ἐθεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἄξιο νὰ σταυρωθεῖ σὰν τὸν ἠγαπημένο Δάσκαλο καὶ Θεό του! Ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Χριστό, τὸ δὲ ἁγιασμένο λείψανό του τὸ περιμάζεψαν οἱ πιστοὶ καὶ τὸ ἔθαψαν στὸ Βατικανὸ λόφο.


Ὁ τάφος του ἦταν ἁπλὸς καὶ πτωσικός. Ἐσκέπασαν τὸ τίμιο λείψανό του μὲ χῶμα καὶ μετὰ μὲ πλάκες ἀπὸ κεραμίδι σὲ σχῆμα ἀμφικλινές. Ἔτσι ἔθαπταν τότε τοὺς πολλούς, τοὺς πτωχοὺς στὴ Ρώμη. Τὸ μνῆμα τοῦ Πέτρου τὸ ἤξερε καλὰ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἐπίσκοπός της Ἀνίκητος (155 – 166 μ.Χ.), περὶ τὸ 160 μ.Χ., ἐτοποθέτησε μία μαρμάρινη πλάκα, ἐπάνω ἀπὸ τὴν ὁποία ἐστήριξε σὲ δύο κιονίσκους μία τράπεζα μὲ μικρὴ κόγχη καὶ ὑποτυπῶδες ἀέτωμα. Γύρω της συνήρχοντο γιὰ προσευχὴ λίγοι Χριστιανοί, ἐνῶ στὸν ἱερὸ τόπο τῆς ταφῆς τοῦ Πέτρου συνάγονταν πολλοὶ προσκυνητὲς στὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ.


Ἕνας ἀπὸ τοὺς σκληρότερους χριστιανομάχους αὐτοκράτορες ἦταν ὁ Πόπλιος Λικίνιος Οὐαλεριανὸς (253 – 259 μ.Χ.). Ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία, ἐμεθόδευσε συστηματικώτερα τοὺς διωγμούς. Ἐστράφηκε κατὰ τοῦ κλήρου, τῆς λατρείας, τῆς περιουσίας καὶ τῶν κοιμητηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ μέτρα του ἐφαρμόσθηκαν περὶ τὸ 257 μ.Χ. μὲ πραγματικὴ ἀγριότητα. Θανατώνει τοὺς Ἐπισκόπους, κατεδαφίζει ναούς, δημεύει περιουσίες, ἀπαγορεύει τὶς συνάξεις  στοὺς τόπους ταφῆς τῶν Χριστιανῶν. Ὁ διάδοχος τοῦ μαρτυρήσαντος, τὸ 257 μ.Χ., Ἐπισκόπου Ρώμης Στεφάνου, Ἕλληνας Ἐπίσκοπος Σίξτος Β’ (257 – 2258 μ.Χ.), γιὰ νὰ προλάβει σκύλευση τῶν τάφων τῶν δύο Ἀποστόλων, κάνει κρυφὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἁγίων λειψάνων τους ἀπὸ τὰ μνημεῖα – τρόπαιά τους, πιθανῶς στὶς 29 Ἰανουαρίου τοῦ 258 μ.Χ., καὶ τὰ μεταφέρει στὸ κοιμητήριο ποὺ εἶναι σήμερα γνωστὸ ὡς Κατακόμβη τοῦ Ἁγίου Σεβαστιανοῦ. Ἔτσι ἡ ἡμερομηνία αὐτὴ διατηρήθηκε ὡς σήμερα κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, ὄχι πλέον σὲ ἀνάμνηση τῆς καταθέσεως τῶν τιμίων λειψάνων, ἡ ὁποία εἶχε λησμονηθεῖ ἀπὸ τὸ λαό, ἀλλ’ ὡς γενέθλιος ἡμέρα, δηλαδὴ ὡς ἑορτὴ τοῦ μαρτυρίου τους.


Μετὰ τὸ 260 μ.Χ., ὁ νέος αὐτοκράτορας Γαληνὸς (259 – 268 μ.Χ.) ἦταν περισσότερο ἐπιεικής. Ἐσταμάτησε τὶς ἀπάνθρωπες σκληρότητες καὶ ἐπέστρεψε τοὺς ναοὺς καὶ τὰ κοιμητήρια. Ἡ λατρεία ἀναπτύσεται στὸ νέο τόπο ταφῆς τῶν Ἀποστόλων. Ἐπάνω ἀπὸ τὴν Κατακόμβη του ἱδρύεται τὸ ἀρχαιότερο Μαρτύριο τῆς Ρώμης. Ἔτσι, στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., ἡ ἑορτὴ τῶν Πρωτοκορυφαίων τιμᾶται στὴ Ρώμη σὲ τρεῖς τόπους. Στὸ Βατικανὸ ὁ Πέτρος, στὴν ὁδὸ τῆς Ὠστίας ὁ Παῦλος καὶ οἱ δύο μαζὶ στὶς Κατακόμβες.


Ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἀπέκτησε τὰ πολιτικά της δικαιώματα (313 μ.Χ.), ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης Σιλβέστρος (315 – 335 μ.Χ.) ἐξασφάλισε τὴν ὑποστήριξη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση Μαρτυρίων στοὺς τόπους ἀθλήσεως καὶ ἀρχικῆς ταφῆς τῶν Ἀποστόλων. Τὰ ἐγκαίνια τῶν πρώτων κτισμάτων γύρω ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν Ἀποστόλων γίνονται ταυτοχρόνως στὸ Βατικανὸ καὶ στὴν ὁδὸ πρὸς τὴν Ὠστία στὶς 18 Νοεμβρίου τοῦ 324 μ.Χ. μὲ τὴ μετακομιδὴ τῶν λειψάνων τους ἀπὸ τὴν Κατακόμβη τοῦ Ἁγίου Σεβαστιανοῦ στοὺς τόπους ἀρχικῆς ταφῆς. Μόνο οἱ Τίμιες Κάρες τῶν Ἀποστόλων ἐκρατήθηκαν στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Ρώμης, τὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τοῦ Λατερανοῦ, σημερινὸ Ἅγιο Ἰωάννη. Ἐκεῖ παραμένουν μέχρι σήμερα, ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεντρικὴ Ἁγία Τράπεζα, μέσα σὲ κιβώρια.


Ἡ Κωνσταντίνεια βασιλικὴ τοῦ Βατικανοῦ, παρὰ τὶς πολλὲς ἐπισκευὲς λόγῳ τῶν καταστροφῶν ποὺ τὶς προξένησαν οἱ βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς τοῦ 5ου καὶ 6ου αἰῶνος μ.Χ., παρέμεινε δώδεκα αἰῶνες κέντρο προσκυνηματικῆς εὐσεβείας. Ἦταν πεντάκλιτη βασιλική, μὲ 90 μέτρα μῆκος καὶ 65 μέτρα πλάτος. Ἡ Ἀναγέννηση κατέστρεψε τὸν πάνσεπτο αὐτὸ ναὸ καὶ στὴ θέση του ἔκτισε τὸν ἀχανὴ καὶ βαρὺ σημερινὸ Ἅγιο Πέτρο (1626). Στὴν ὁδὸ πρὸς τὴν Ὠστία ἱδρύθηκε ἀρχικὰ μικρὴ τρίκλιτη βασιλική, τὴν ὁποία ἐπεξέτειναν τὸ 386 μ.Χ. οἱ αὐτοκράτορες Οὐαλεντιανὸς Β’, Θεοδόσιος καὶ Ἀρκάδιος σὲ πεντάκλιτη καὶ τὴν ἐγκαινίασε, τὸ 390 μ.Χ., ὁ Πάπας Σιρίκιος (384 – 398 μ.Χ.). Ἡ βασιλικὴ διατηρήθηκε σχεδὸν ἀκέραια μέχρι τὸν Ἰούλιο τοῦ 1823, ποὺ ἐκάηκε ἀπὸ μεγάλη πυρκαγιά, ἀλλὰ ἀναστηλώθηκε μὲ πιστότητα στὸ ἀρχαῖο της κάλλος.
Ὁ τάφος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καλύπτεται μὲ μία μεγαλογράμματη λατινικὴ ἐπιγραφὴ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., ποὺ γράφει: «Στὸν Παῦλο, Ἀπόστολο Μάρτυρα».


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τὴν κλῆσιν δεξάμενος, παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, πρωτόθρονος πέφηνας, τῶν Ἀποστόλων αὐτοῦ, καὶ πέτρα τῆς πίστεως· ὅθεν ὡς τῶν ἀρρήτων, κοινωνὸς καὶ αὐτόπτης, πᾶσιν εὐηγγελίσω, σωτηρίας τὸν λόγον· διό σε μεγαλύνομεν, Πέτρε Ἀπόστολε.

 

Ἕτερον μετὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἦχος δ’.

Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Ἕτερον μετὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖοι κήρυκες, τῆς εὐσεβείας, κρήνη δίκρουνος, θεογνωσίας, καὶ δογμάτων οὐρανίων ἀκφάντορες, Πέτρε καὶ Παῦλε σαφῶς ἀνεδείχθητε, ὡς Ἀποστόλων τῶν θείων Πρωτόθρονοι. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, σωτήριον ἡμῖν ἔλλαμψιν, καὶ λύτρωσιν παθῶν καὶ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.

Ὡς Ἀποστόλων τῶν θείων πρωτόθρονος, καὶ μαθητὴς τοῦ Σωτῆρος θερμότατος, ἀπαύστως δυσώπει τὸν Κύριον, λυτροῦσθαι ἡμᾶς πάσης θλίψεως, Ἀπόστολε Πέτρε πανεύφημε.

 

Ἕτερον μετὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἦχος β’. Αὐτόμελον.

Τοὺς ἀσφαλεῖς, καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφήν, τῶν Ἀποστόλων Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν· τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

 

Ἕτερον μετὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀποστόλων πρόκριτοι, καὶ κορυφαῖοι ὀφθέντες, οὐρανοὶ ὡς ἔμψυχοι, δόξαν Θεοῦ διηγοῦνται, Πέτρος μέν, ὁ τῆς ἀγάπης τοῦ Λόγου πλήρης, Πεῦλος δέ, ὡς ἐκλογῆς Χριστοῦ σκεῦος θεῖον, καὶ ἀμφότεροι αἰτοῦνται, πᾶσι δοθῆναι πταισμάτων ἄφεσιν.


Μεγαλυνάριον.

Χαίροις κορυφαῖε μύστα Χριστοῦ, Ἀπόστολε Πέτρε, Ἀποστόλων ἡ καλλονή· χαίροις οἰκονόμε, τῶν δωρεῶν τῶν θείων, καὶ πρὸς Χριστὸν μεσίτης, ἡμῶν θερμότατος.

 

Μεγαλυνάριον μετὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.
Πέτρε θεῖον ἅρμα Χερουβικόν, οὐράνιε Παῦλε, ὄχημά τε Σεραφικόν, ἡ πύρινος γλῶσσα, τοῦ Θεανθρώπου Λόγου, πυρός με τῆς γεέννης, ἀπολυτρώσασθε.


Πηγή.: https://www.synaxarion.gr/