AΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ - ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙΑ´ 31 - 34 31
The Gospel According to Matthew 18:1-11
Η Εκκλησία εορτάζει την Πρόοδο του Τιμίου Σταυρού δηλαδή την
έξοδο του Τιμίου Σταυρού από το παλάτι στη Πόλη και τη λιτάνευσή του στις
συνοικίες της Κωνσταντινουπόλεως προς ευλογία των πιστών. Στην
Κωνσταντινούπολη, μετά την προσκύνηση του Τιμίου Ξύλου, γινόταν η λεγόμενη
Πρόοδος, δηλαδή η περιφορά Του μέσα στην πόλη. Ο Ευστρατιάδης αναφέρει τα έξης:
«Κατά την ημέρα ταύτην εξήγετο εκ του σκευοφυλακίου της μεγάλης εκκλησίας ο
Τίμιος Σταυρός, περιήγετο ανά την πόλιν και εξετίθετο εις διαφόρους ναούς προς προσκύνησίν
και αγιασμόν των πιστών και πάλιν απετίθετο εις το σκευοφυλάκιον». Ο
Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος στο έργο «Έκθεσις Βασιλείου τάξεως» περιγράφει
τον τρόπο που γινόταν, τόσο η προσκύνηση, όσο και η περιφορά. Το Τίμιο Ξύλο,
λοιπόν, προσφερόταν για προσκύνηση από τους πιστούς από τις 23 Ιουλίου και για
επτά ημέρες. Στη συνέχεια, για δύο εβδομάδες γινόταν η Πρόοδος του Τιμίου Ξύλου
προς αγιασμό, η οποία κάλυπτε όλη σχεδόν την Πόλη και τα περίχωρα της. Στις 14
Αυγούστου περίφεραν το Τίμιο Ξύλο στα ανάκτορα και το εναπόθεταν στο εκκλησάκι
των Αγίων Θεοδώρων, που βρισκόταν εντός του παλατιού.
Η επίσημη όμως εορτή θεσπίστηκε αργότερα. Τον 12ο αιώνα, στα
χρόνια της αυτοκρατορίας του Μανουήλ Κομνηνού, οι Βυζαντινοί σώθηκαν από επιδρομή
των Σαρακηνών με τη βοήθεια του Τιμίου Ξύλου. ‘Έκτοτε η εορτή ορίστηκε την
πρώτη μέρα της νηστείας του Δεκαπενταυγούστου (1 Αυγούστου) και συνοδευόταν από
λιτάνευση (πρόοδο) του τιμίου Σταυρού. Ο Πατμιακός κώδικας 266 αναγράφει ότι επίσης
κατά την 1η Αυγούστου στη Μεγάλη Εκκλησία ετελείτο «η Βάπτισις των τιμίων
Ξύλων».
Ο Σταυρός αναδεικνύεται σύμβολο ευλογίας και μέτρο της
αγάπης και της συγχώρεσης. Ο Σταυρός του Κυρίου δείχνει το μέγεθος και της
αγάπης και της θυσίας του ίδιου του Θεού, τόσο για τον άνθρωπο όσο και για τη
δημιουργία ολόκληρη.
Μεγαλυνάριον
Εὐδόκιμος πέφηνας τῷ Θεῷ, ἐν δικαιοσύνῃ,
τὸν σὸν βίον διαδραμών.
Ὁ λαθών γὰρ ἔσχες ἐγνώσθη μετὰ τέλος,
Εὐδόκιμε θεόφρον, πρὸς θείαν αἴνεσιν.
Ο Άγιος Ευδόκιμος, ο θαυμαστός, έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Θεοφίλου του Εικονομάχου (829-842 μ.Χ.) και καταγόταν από την Καππαδοκία. Ο πατέρας του Βασίλειος και η μητέρα του Ευδοκία ήταν ευσεβείς Χριστιανοί και τον ανέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Είχαν πολλά πλούτη και ήταν ένδοξοι και περιφανείς, διότι ο πατέρας του έφερε το αξίωμα του πατρικίου.
Ο Ευδόκιμος, αν και καταγόταν από τόσο ξακουστό γένος, δοξαζόταν περισσότερο και θαυμαζόταν για τις αρετές του και τα χαρίσματά του. Παρά το γεγονός ότι ήταν νέος ένδοξος και αξιωματούχος, από γονείς ευγενείς μέσα στην κοινωνία, ωστόσο διαβιούσε ζωή ενάρετη και με άκρα σωφροσύνη, αντιτασσόμενος στα κελεύσματα του πονηρού.
Όσον αφορά τη μόρφωσή του, ο ίδιος ευλογημένος από το Θεό, καταγινόταν αδιαλείπτως στην ανάγνωση των θείων Γραφών και ευφραινόταν η τρισόλβια ψυχή του, ακολουθώντας το: «ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγια σου Κύριε, ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον ἐν τῷ στόματί μου». Η κύρια απασχόλησή του ήταν να πηγαίνει στους ιερούς Ναούς, να ακούει τις ιερές ακολουθίες και τα θεία λόγια. Ιδιαίτερα και μετά φόβου αγωνιζόταν να γίνει «Ναός καθαρός Θεού ζώντος», όπως λέει και ο Απόστολος των Εθνών Παύλος. Πολλές φορές τον παρακινούσαν οι συνομήλικοί του να πηγαίνουν σε διασκεδάσεις και απολαυστικές διατριβές, αλλά ο αοίδιμος Άγιος Ευδόκιμος μόνη ευχαρίστηση και τρυφή είχε τη μελέτη των ψυχωφελών βιβλίων.
Η σωφροσύνη και η καθαρότητα, η τιμιότερη όλων των άλλων αρετών, η οποία κάνει ισάγγελο τον άνθρωπο χαρακτήριζαν τον Ευδόκιμο, τόσο που μπορούσε να λέει ότι: «Ποτὲ δὲν ἠκολούθησεν ἡ καρδία μου εἰς τὸν ὀφθαλμόν μου». Το σπουδαιότερο είναι ότι αποφάσισε ο πάνσεμνος να μη βλέπει γυναικείο πρόσωπο καθόλου, όσο θα βρισκόταν στην παρούσα ζωή. Έτσι εκτός της μητέρας του, άλλη γυναίκα ή παρθένα ούτε κοίταξε στο πρόσωπο, ούτε μίλησε. Ήταν επίσης ελεήμων, τόσο ώστε να τρέφεται η ψυχή του από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ακόμα και αυτά που είχε ανάγκη για να ζήσει, τα χάριζε στους φτωχούς. Όχι μόνο χρήματα, αλλά και ό,τι άλλο χρειάζονταν. Βοηθούσε τόσο πολύ τους ενδεείς, ώστε και αν ακόμη ήταν ανάγκη να πουληθεί ως σκλάβος ο ίδιος για να ελευθερωθεί άλλος, θα το έπραττε με χαρά. Διότι ήξερε ο μακάριος ότι ο καρπός της αγάπης είναι η ελεημοσύνη. Για αυτό ήθελε και έγινε αληθινός πατέρας των ορφανών, κυβερνήτης των χηρών, ενδυμασία των γυμνών, χορτασμός των πεινασμένων, παρηγοριά των λυπημένων.
Λόγω των αρετών του αξιώθηκε να τιμηθεί από το βασιλιά Θεόφιλο με το αξίωμα του «Κανδιδάτου». Διορίστηκε στρατοπεδάρχης της Καππαδοκίας και έπειτα των Χουρσιανών. Όμως ως φρόνιμος οικονόμος δε μεταχειριζόταν τη θέση του για να αποκομίσει τιμή και δόξα. Αντίθετα ήταν ταπεινός, όλη δε η επιμέλεια η φροντίδα του ήταν στο να κυβερνά μικρούς και μεγάλους με οσιότητα και δικαιοσύνη, για αυτό και αποκλήθηκε δίκαιος. Και ήταν έτοιμος να θυσιάζει και την ψυχή του για τον υπήκοό του.
Ο Άγιος Ευδόκιμος υπήρξε τέλειος Χριστιανός. Άνθρωπος της ορθής πίστης και της θυσίας. Στην αγάπη του πλησίον αμίμητος, για την οποία απέφευγε τον εγωισμό και την καταλαλιά. Ο ίδιος φυλασσόταν από την κατάκριση και εμπόδιζε και τους άλλους να κατακρίνουν και να λυπούν τον πλησίον. Δίδασκε ακόμη ότι ο καθένας πρέπει να μάθει περισσότερο να ακούει, παρά να μιλά. Με την άψογη αυτή διαγωγή του χρημάτισε σκεύος εκλογής και δάσκαλος και με λόγια και με έργα. Τύπος και παράδειγμα και ζώσα εικόνα σε εκείνους, οι οποίοι τον συναναστρέφονταν, μέχρι το τέλος της παρούσας ζωής. Κοιμήθηκε οσιακά στην Καππαδοκία, αφού έζησε τριάντα τρία χρόνια, νέος στην ηλικία, αλλά πρεσβύτατος στη σύνεση και τη γνώση.
Όταν γνώρισε το τέλος του ο δίκαιος Ευδόκιμος δεν ταράχτηκε, γιατί όλη του η ζωή ήταν μια μελέτη θανάτου. Αυτό που τον λυπούσε ήταν ότι η μητέρα του ήταν μακριά και δε θα βρισκόταν κοντά του στην αναχώρησή του για τους ουρανούς. Όταν πλησίασε η τελευταία ώρα ήρθαν πολλοί άνθρωποι να τον επισκεφθούν, αφού τους μίλησε για τη μνήμη και το μυστήριο του θανάτου, τους όρκισε στο Θεό να τον ενταφιάσουν με τα ίδια ενδύματα, που φορούσε. Κατόπιν έκανε νεύμα και αφού βγήκαν όλοι έξω, άρχισε να προσεύχεται προς το Θεό, λέγοντας: «Κύριε ὁ Θεός μου, καθὼς δὲν ἠθέλησα ἔτι ζῶν νὰ φανῆ ἡ πολιτεία μου, οὕτω παρακαλῶ καὶ ἡ τελευτή μου νὰ γίνη χωρὶς καμμίαν χάριν, οὔτε νὰ θαρρήση τίς, ὅτι σοι εὐηρέστησα». Έπειτα λέγοντας το «εἰς χεῖρας σου παραδίδω Κύριε τὸ πνεῦμα» ανήλθε η ψυχή του στους ουρανούς το έτος 829 μ.Χ.
Οι γονείς του λυπήθηκαν όταν έμαθαν για την κοίμηση του Αγίου, ωστόσο παρηγορούνταν με τα θαύματα που έκανε. Η μητέρα του φλεγόμενη από το πάθος της φιλοτεκνίας, δεν υπολόγισε το μακρινό ταξίδι, ούτε συλλογίστηκε τους κόπους και τους κινδύνους της οδοιπορίας, αλλά κίνησε με μεγάλη προθυμία και πήγε στον τάφο του αγιοτάτου παιδιού της. Βλέποντας εκεί το πλήθος που προσερχόταν με ευλάβεια και τα θαύματα που γίνονταν από το ιερό εκείνο μνήμα, όπου δαιμονιζόμενοι και από άλλα πάθη πάσχοντες θεραπεύονταν ταχύτατα, έπεσε και αγκάλιασε τον τάφο του γιου της με δάκρυα στα μάτια. Συγκλονισμένη συνέπλεξε το θρήνο για την απώλεια μαζί με τον έπαινο για το Άγιο παιδί της.
Όταν σήκωσαν την πλάκα από το μνήμα και έβγαλαν έξω τη λάρνακα, όπου κειτόταν το ιερό λείψανο, δεκαοχτώ μήνες μετά την κοίμηση του Αγίου, φάνηκε το θαύμα. Το λείψανο δεν είχε υποστεί καμία αλλοίωση ή μεταβολή. Το πρόσωπο ήταν άφθαρτο και δεν είχε επέλθει σήψη σε κάποιο μέρος του σώματός του. Αντίθετα το πρόσωπο ήταν φαιδρό, χαριέστατο με όλους τους χαρακτήρες αμετάβλητους. Ακόμα και τα ενδύματά του είχαν παραμείνει αναλλοίωτα και άφθαρτα. Επιπλέον το σώμα και τα ενδύματα ανέδιδαν μια θαυμάσια ευωδία.
Εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο σημείο ένας Ιερομόναχος, με το όνομα Ιωσήφ, ο οποίος έλαβε το ιερό λείψανο για να το σηκώσει όρθιο. Μόλις το αγκάλιασε στάθηκε όρθιο, σαν να ήταν ζωντανό. Εκείνος από το φόβο του έπεσε μπροστά στα πόδια του Αγίου και τον παρακαλούσε, σαν να ήταν εν ζωή να αφήσει να πάρουν τα ενδύματά του για ευλογία. Έτσι άρχισε πρώτα και αφαίρεσε το χιτώνα και του φόρεσε άλλον. Έπειτα έβγαλε από τα πόδια του εκείνα, που φορούσε, με τόση ευκολία, ώστε φαινόταν σαν να βοηθούσε και ο ίδιος ο Άγιος σε αυτό. Ύστερα, αφού έντυσε το ιερό σκήνωμα κανονικά, το τοποθέτησε με σεβασμό δοξάζοντας με τους παρευρεθέντες το Θεό «τὸν δοξάζοντα τοὺς Αὐτὸν ἀντιδοξάζοντας».
Μόλις φανερώθηκε το άφθαρτο σώμα του Αγίου Ευδοκίμου έφριξαν οι δαίμονες και έφευγαν «ὡς ὑπὸ ἀστραπῆς διωκόμενοι», καθώς το είδαν «ἐν δόξῃ ἁγιότητος ἀπαστράπτον». Η μητέρα του Αγίου θέλησε να μεταφέρει το ιερό λείψανο στην Κωνσταντινούπολη, όμως οι εντόπιοι δεν το επέτρεψαν. Μετά από καιρό ο Ιερομόναχος Ιωσήφ έκλεψε το θησαυρό, χωρίς να τον πάρουν είδηση οι εντόπιοι. Ωστόσο φανερώθηκε από το μύρο που έσταζε και τα θαύματα που γίνονταν καθοδόν. Θαυματουργώντας ο αοίδιμος Άγιος αποδόθηκε στους γονείς του ως δώρο πολύτιμο. Και η θεοφιλής μητέρα του με πολύ πόθο έφτιαξε αργυρή θήκη για το ιερό λείψανο, το οποίο κατέθεσε στον περικαλλή Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου στην Κωνσταντινούπολη, που είχε κτίσει νωρίτερα και όπου έγινε η μετακομιδή την 6
Πηγή υλικού
Βίοι Αγίων,
Επιλογή υλικού
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου, Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων
![]() |
Άγιος Απόστολος Σίλας |
Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Ἐκπαιδευτικὸς
Βιβλιογραφία
Εἰκόνες
[01] Φορητὴ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Σίλα σὲ προσκυνητάρι στὸν ὁμώνυμο Ἱερὸ Ναὸ Ν. Πεντέλης Ἀττικῆς. Ἱστορήθηκε τὸ 1955 ἀπὸ τὴν Ἀδελφότητα τῶν Ἀβραμαίων στὴ Νέα Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
ΠΗΓΗ: kallimasia.blogspot.gr
Η οσία Ειρήνη ζούσε στην Καππαδοκία στους κόλπους πλούσιας και ευγενούς οικογένειας, μετά τον θάνατο του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου (842). Όταν η Θεοδώρα ανέλαβε την αντιβασιλεία, αναζήτησε σε όλη την Αυτοκρατορία σύζυγο για το γιό της, τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ (842-867). Οι απεσταλμένοι της αυλής πρόσεξαν την
ομορφιά και ευγένεια των ηθών της Ειρήνης και την έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη μαζί με την αδελφή της, η οποία παντρεύτηκε αργότερα τον καίσαρα Βάρδα, αδελφό της Θεοδώρας. Στον δρόμο τους πέρασαν κοντά από το όρος Όλυμπος της Βιθυνίας και η Ειρήνη επισκέφθηκε τον άγιο Ιωαννίκιο τον Μέγα, ο οποίος την χαιρέτησε προλέγοντας ότι θα γινόταν ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου.
Η θεία Πρόνοια εμπόδισε τον γάμο της με τον αυτοκράτορα και, με την καρδιά της ξαλαφρωμένη και γεμάτη χαρά, μοίρασε τα υπάρχοντα της και αποσύρθηκε στην Μονή Χρυσοβαλάντου, την όποια είχε ιδρύσει ο πατρίκιος Νικήτας (Νικόλαος), κοντά στην στέρνα του Άσπαρ, σε τόπο ευάερο, μακριά από τις πλατείες και τα θορυβώδη μέρη. Στη μοναχική κουρά της, μαζί με τις τρίχες της κεφαλής έκοψε και κάθε δεσμό που την κρατούσε στον κόσμο και δόθηκε με ζήλο στους ασκητικούς αγώνες γνωρίζοντας ότι στο μέτρο που εξασθενίζει το σώμα, ο εσωτερικός άνθρωπος ανακαινίζεται και πλησιάζει το Θεό. Έχοντας μόνο ένα χιτώνα που άλλαζε μια φορά το χρόνο, τρεφόμενη με νερό και ψωμί, υποτασσόταν πρόθυμα και με χαρά σε ό,τι της όριζαν αγνοώντας τις αντιρρήσεις και τους γογγυσμούς. Η διαρκής κατάνυξη χαροποιούσε τη καρδιά της και έκανε το πρόσωπο της να λάμπει και σαν γόνιμη γη έφερε τους πλούσιους καρπούς των αγίων αρετών. Έβλεπε όλες τις αδελφές της σαν βασίλισσες και θεωρούσε τον εαυτό της ως θεραπαινίδα τους, προσφερόμενη στις πιο ευτελείς εργασίες για να τις διακονεί. Από το στόμα της έβγαιναν μόνο λόγια των Γραφών ή των αγίων Πατέρων, τους οποίους μελετούσε αδιάκοπα.
Ενώ ήταν λιγότερο από έναν χρόνο στο μοναστήρι, έχοντας διαβάσει με θαυμασμό τον βίο του αγίου Αρσενίου, ο οποίος προσευχόταν από τη δύση του ηλίου έως την αυγή, προσπάθησε να τον μιμηθεί. Και με τη βοήθεια της θείας χάριτος κατάφερε σιγά-σιγά να στέκει όρθια, με υψωμένα τα χέρια σε προσευχή, όλη την ήμερα και όλη τη νύκτα. Αγωνιζόταν με τέτοια σοφία να δουλαγωγήσει το σώμα στην ανάταση της ψυχής της προς το Θεό, ώστε καμία μέθοδος του δαίμονα δεν μπορούσε να την πλήξει. Όταν εκείνος της υπέβαλλε μνήμες από τη δόξα και την ευμάρεια της ζωής που είχε εγκαταλείψει, πήγαινε να εξομολογηθεί τους λογισμούς της στην ηγουμένη της, διπλασίαζε την άσκησή της και αμέσως ελευθερωνόταν από τις αναμνήσεις αυτές.
Μετά το θάνατο της ηγουμένης, υποδείχθηκε παρά τη θέλησή της ως διάδοχος της και χειροτονήθηκε από τον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο. Ενθυμούμενη την προφητεία του αγίου Ιωαννικίου και λογίζοντας ως καθήκον της να μη αναζητεί τα αρεστά στην ίδια έζησε έκτοτε ως άγγελος επίγειος, επιμηκύνοντας τις νηστείες της, προσευχόμενη όλη τη νύκτα και κάνοντας αμέτρητες μετάνοιες. Με τα μέσα αυτά προσείλκυσε τη χάρη του Θεού και έλαβε τόση σοφία, ώστε να μπορεί να οδηγεί πλήθος ψυχών στην οδό της Σωτηρίας. Ζητούσε από τις αδελφές να μην την θεωρούν ως ανώτερή τους, άλλα ως μία συμμονάστριά τους που είχε ορισθεί να τις υπηρετεί.
Με γλυκύτητα και υπομονή τις συμβούλευε να πολιτεύονται στα πάντα κατά το πνεύμα του Ευαγγελίου, αποτάσσοντας τα μάταια θέλγητρα της δόξας και της εκτίμησης των ανθρώπων. Αν δεν ήθελαν η αποταγή τους να είναι επιφανειακή, όφειλαν να φροντίζουν να διατηρούν όχι μόνο την αγνεία τους, αλλά και την πραότητα, αρετές υπεράνω της φύσης που χαρίζονται από το Χριστό σε όσους προσεύχονται με πίστη. Ό,τι κι αν κατακτούσαν, συμβούλευε τις μαθήτριες της να το θεωρούν ως δώρο του Θεού και να έχουν αδιαλείπτως κατάνυξη αναπέμποντας ευχαριστίες. Απαγόρευε εξάλλου σ’ αυτές να προσεύχονται για την υγεία τους, λέγοντας ότι τίποτε δεν είναι λυσιτελέστερο για τη ψυχή από την ασθένεια που γίνεται δεκτή με ευγνωμοσύνη.
Έχοντας λάβει από άγγελο Κυρίου το προορατικό χάρισμα, η οσία ήταν σαν προφήτης του Θεού στη μονή της. Αφού αναπαυόταν για λίγο μετά την Ακολουθία του Όρθρου, καλούσε τις αδελφές και μία-μία, με τέχνη και διάκριση, τις βοηθούσε να εμφανίζονται αγνές και ανυπόκριτες ενώπιον του Θεού, αποκαλύπτοντάς τους, τους πιο κρυφούς λογισμούς τους. Γρήγορα κατέστη περιώνυμη σε όλη τη Βασιλεύουσα για τις αρετές και την σοφία με την οποία καθοδηγούσε την αδελφότητά της, ώστε κάθε είδους άνθρωποι, πλούσιοι και πτωχοί, μικροί και τρανοί, προσέρχονταν κοντά της για να λάβουν τις συμβουλές της και να εναποθέσουν την ελπίδα τους στις προσευχές της. Σε όλους δίδασκε την ωφέλεια της μετανοίας, που σε κάθε στιγμή μπορεί να καταστήσει το Θεό ευμενή έναντί μας.
Με τη στήριξη της θείας χάριτος πρόκοβε ασταμάτητα στην άσκηση και την καθαρή προσευχή. Κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέχρι το Πάσχα, δεν έτρωγε ψωμί, αλλά λίγα μόνο λαχανικά, μία φορά την εβδομάδα. Η ολονύκτια αγρυπνία της είχε γίνει τόσο φυσική όσο ο ύπνος στους άλλους ανθρώπους, και περνούσε τις νύκτες της με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, βυθισμένη σε άγιες θεωρίες. Μερικές φορές, έμενε στη στάση αυτή δύο ημέρες συνέχεια, ακόμη και μία ολόκληρη εβδομάδα, σε σημείο που οι μαθήτριες της χρειαζόταν στο τέλος να την βοηθήσουν να κατεβάσει τα μουδιασμένα χέρια της. Μια νύκτα, μια μοναχή κοιτάζοντας στην αυλή είδε την οσία Ειρήνη να προσεύχεται ανυψωμένη θαυματουργικά από το έδαφος, ενώ τα δύο πελώρια κυπαρίσσια που ορθώνονταν στην αυλή του μοναστηριού είχαν λυγίσει τις κορφές τους μέχρι το έδαφος- επανήλθαν δε στη θέση τους μόνο όταν σφραγίστηκαν από την οσία με το σημείο του Σταυρού. Αυτή η νυκτερινή προσευχή ήταν φοβερή για τους δαίμονες, οι οποίοι διπλασίαζαν τις επιθέσεις τους μέσα στη νύκτα.
Μία φορά ένας από αυτούς έριξε πάνω της το αναμμένο φιτίλι μιας κανδήλας. Τα ρούχα της Ειρήνης πήραν αμέσως φωτιά. Παρέμεινε ωστόσο ατάραχη και θα είχε καεί ολόκληρη αν μία μοναχή που ξύπνησε από τη μυρωδιά της σάρκας και των ρούχων που καίγονταν δεν έμπαινε στο κελλί της ηγουμένης παραβιάζοντας την πόρτα. Μέσα στους πυκνούς καπνούς είδε την οσία στις φλόγες όρθια και απαθή να προσεύχεται. Καθώς την έσπρωξε προσπαθώντας να σβήσει τις φλόγες, η Ειρήνη χαμήλωσε τα χέρια της και της είπε επιτιμητικά: «Γιατί μου στέρησες μια τόσο μεγάλη απόλαυση με την απότομη αυτή παρέμβασή σου; Ένας άγγελος στεκόταν μπροστά μου πλέκοντας μου ένα στεφάνι από άφθαρτα άνθη, τέτοια που δεν έχει δει ανθρώπου μάτι και ήταν έτοιμος να με πάρει από δω, όταν εσύ τον έδιωξες». Κι όταν η μαθήτριά της ξεκόλλησε τα κουρέλια του υφάσματος από τη σάρκα της, θεσπέσια ευωδία γέμισε το μοναστήρι.
Μια άλλη φορά ένας ναυτικός που ήλθε από την Πάτμο παρουσιάστηκε στο μοναστήρι και έδωσε στην οσία τρία υπέροχα μήλα, τα οποία ο άγιος Απόστολος Ιωάννης του είχε αναθέσει να της παραδώσει. Το πρώτο μήλο στάθηκε αρκετό να την τρέφει για σαράντα μέρες, κατά τις οποίες το στόμα της ανέδιδε μία υπερκόσμια ευωδιά· μοίρασε το δεύτερο στην αδελφότητα τη Μεγάλη Πέμπτη και κράτησε το τρίτο ως ακριβό φυλαχτό, αρραβώνα των άφθαρτων αγαθών του Παραδείσου.
Χάρις στο προφητικό χάρισμα, η Ειρήνη
τέλεσε πλήθος άλλων θαυμάτων και πρόβλεψε συγκεκριμένα την δολοφονία του
Βάρδα, την οποία ακολούθησε λίγο αργότερα εκείνη του Μιχαήλ Γ’ (867),
καθώς και την ανάληψη της εξουσίας από τον Βασίλειο Α’ τον Μακεδόνα. Με
τη βοήθεια του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου και της αγίας Αναστασίας της
Φαρμακολύτριας θεράπευσε δαιμονισμένους και έσωσε ένα συγγενή της, τον
οποίο ο αυτοκράτορας είχε κατά νου να εκτελέσει ως προδότη, εμφανιζόμενη
στον ηγεμόνα, απαστράπτουσα και πλήρης δόξης. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος
αναγνώρισε το σφάλμα του, ζήτησε συγγνώμη και από τότε έδειξε την
ευμένειά του απέναντι στο μοναστήρι.
Η οσία Ειρήνη έφθασε σε ηλικία
εκατόν τριών ετών, διατηρώντας όλη τη δροσιά και τη φυσική ομορφιά της,
σημάδι του κάλλους της ψυχής της. Ο φύλακας Άγγελος της την
προειδοποίησε ένα χρόνο πριν για το θάνατό της και όταν έφθασε η ημέρα
συγκέντρωσε τις αδελφές της, όρισε την ηγουμένη που είχε επιλέξει ο Θεός
και αφού τις προέτρεψε να περιφρονούν ό,τι είναι πρόσκαιρο ώστε να ζουν
τον αγαπημένο Νυμφίο τους, έκλεισε γαλήνια τα μάτια της και παρέδωσε τη
ψυχή της στα χέρια του Θεού. Ενταφιάσθηκε στο παρεκκλήσι του αγίου
μάρτυρος Θεοδώρου και ο τάφος της ανέδιδε διαρκώς μία ουράνια ευωδία,
φανερώνοντας σε όλους την παρρησία που είχε αποκτήσει στο Θεό, ενώ μέχρι
τις ημέρες μας η οσία Ειρήνη δεν παύει να μεσιτεύει γι’ αυτούς που την
επικαλούνται με πίστη.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ιούλιος.
Εκδ. Ίνδικτος