Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020
Live : Η Παναγία η Αγρότισσα - Όρθρος & Θεία Λειτουργία (4/8/2020)
Live : Αγία Σαλώμη η Μυροφόρος - Όρθρος & Θεία Λειτουργία (3/8/2020)
AΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ - ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙΑ´ 31 - 34 31
The Gospel According to Matthew 18:1-11
Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020
Η Πρόοδος του Τιμίου Σταυρού 1/8
Η Εκκλησία εορτάζει την Πρόοδο του Τιμίου Σταυρού δηλαδή την
έξοδο του Τιμίου Σταυρού από το παλάτι στη Πόλη και τη λιτάνευσή του στις
συνοικίες της Κωνσταντινουπόλεως προς ευλογία των πιστών. Στην
Κωνσταντινούπολη, μετά την προσκύνηση του Τιμίου Ξύλου, γινόταν η λεγόμενη
Πρόοδος, δηλαδή η περιφορά Του μέσα στην πόλη. Ο Ευστρατιάδης αναφέρει τα έξης:
«Κατά την ημέρα ταύτην εξήγετο εκ του σκευοφυλακίου της μεγάλης εκκλησίας ο
Τίμιος Σταυρός, περιήγετο ανά την πόλιν και εξετίθετο εις διαφόρους ναούς προς προσκύνησίν
και αγιασμόν των πιστών και πάλιν απετίθετο εις το σκευοφυλάκιον». Ο
Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος στο έργο «Έκθεσις Βασιλείου τάξεως» περιγράφει
τον τρόπο που γινόταν, τόσο η προσκύνηση, όσο και η περιφορά. Το Τίμιο Ξύλο,
λοιπόν, προσφερόταν για προσκύνηση από τους πιστούς από τις 23 Ιουλίου και για
επτά ημέρες. Στη συνέχεια, για δύο εβδομάδες γινόταν η Πρόοδος του Τιμίου Ξύλου
προς αγιασμό, η οποία κάλυπτε όλη σχεδόν την Πόλη και τα περίχωρα της. Στις 14
Αυγούστου περίφεραν το Τίμιο Ξύλο στα ανάκτορα και το εναπόθεταν στο εκκλησάκι
των Αγίων Θεοδώρων, που βρισκόταν εντός του παλατιού.
Η επίσημη όμως εορτή θεσπίστηκε αργότερα. Τον 12ο αιώνα, στα
χρόνια της αυτοκρατορίας του Μανουήλ Κομνηνού, οι Βυζαντινοί σώθηκαν από επιδρομή
των Σαρακηνών με τη βοήθεια του Τιμίου Ξύλου. ‘Έκτοτε η εορτή ορίστηκε την
πρώτη μέρα της νηστείας του Δεκαπενταυγούστου (1 Αυγούστου) και συνοδευόταν από
λιτάνευση (πρόοδο) του τιμίου Σταυρού. Ο Πατμιακός κώδικας 266 αναγράφει ότι επίσης
κατά την 1η Αυγούστου στη Μεγάλη Εκκλησία ετελείτο «η Βάπτισις των τιμίων
Ξύλων».
Ο Σταυρός αναδεικνύεται σύμβολο ευλογίας και μέτρο της
αγάπης και της συγχώρεσης. Ο Σταυρός του Κυρίου δείχνει το μέγεθος και της
αγάπης και της θυσίας του ίδιου του Θεού, τόσο για τον άνθρωπο όσο και για τη
δημιουργία ολόκληρη.
Ο Άγιος Ευδόκιμος ο δίκαιος - 31 Ιουλίου
Μεγαλυνάριον
Εὐδόκιμος πέφηνας τῷ Θεῷ, ἐν δικαιοσύνῃ,
τὸν σὸν βίον διαδραμών.
Ὁ λαθών γὰρ ἔσχες ἐγνώσθη μετὰ τέλος,
Εὐδόκιμε θεόφρον, πρὸς θείαν αἴνεσιν.
Ο Άγιος Ευδόκιμος, ο θαυμαστός, έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Θεοφίλου του Εικονομάχου (829-842 μ.Χ.) και καταγόταν από την Καππαδοκία. Ο πατέρας του Βασίλειος και η μητέρα του Ευδοκία ήταν ευσεβείς Χριστιανοί και τον ανέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Είχαν πολλά πλούτη και ήταν ένδοξοι και περιφανείς, διότι ο πατέρας του έφερε το αξίωμα του πατρικίου.
Ο Ευδόκιμος, αν και καταγόταν από τόσο ξακουστό γένος, δοξαζόταν περισσότερο και θαυμαζόταν για τις αρετές του και τα χαρίσματά του. Παρά το γεγονός ότι ήταν νέος ένδοξος και αξιωματούχος, από γονείς ευγενείς μέσα στην κοινωνία, ωστόσο διαβιούσε ζωή ενάρετη και με άκρα σωφροσύνη, αντιτασσόμενος στα κελεύσματα του πονηρού.
Όσον αφορά τη μόρφωσή του, ο ίδιος ευλογημένος από το Θεό, καταγινόταν αδιαλείπτως στην ανάγνωση των θείων Γραφών και ευφραινόταν η τρισόλβια ψυχή του, ακολουθώντας το: «ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγια σου Κύριε, ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον ἐν τῷ στόματί μου». Η κύρια απασχόλησή του ήταν να πηγαίνει στους ιερούς Ναούς, να ακούει τις ιερές ακολουθίες και τα θεία λόγια. Ιδιαίτερα και μετά φόβου αγωνιζόταν να γίνει «Ναός καθαρός Θεού ζώντος», όπως λέει και ο Απόστολος των Εθνών Παύλος. Πολλές φορές τον παρακινούσαν οι συνομήλικοί του να πηγαίνουν σε διασκεδάσεις και απολαυστικές διατριβές, αλλά ο αοίδιμος Άγιος Ευδόκιμος μόνη ευχαρίστηση και τρυφή είχε τη μελέτη των ψυχωφελών βιβλίων.
Η σωφροσύνη και η καθαρότητα, η τιμιότερη όλων των άλλων αρετών, η οποία κάνει ισάγγελο τον άνθρωπο χαρακτήριζαν τον Ευδόκιμο, τόσο που μπορούσε να λέει ότι: «Ποτὲ δὲν ἠκολούθησεν ἡ καρδία μου εἰς τὸν ὀφθαλμόν μου». Το σπουδαιότερο είναι ότι αποφάσισε ο πάνσεμνος να μη βλέπει γυναικείο πρόσωπο καθόλου, όσο θα βρισκόταν στην παρούσα ζωή. Έτσι εκτός της μητέρας του, άλλη γυναίκα ή παρθένα ούτε κοίταξε στο πρόσωπο, ούτε μίλησε. Ήταν επίσης ελεήμων, τόσο ώστε να τρέφεται η ψυχή του από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ακόμα και αυτά που είχε ανάγκη για να ζήσει, τα χάριζε στους φτωχούς. Όχι μόνο χρήματα, αλλά και ό,τι άλλο χρειάζονταν. Βοηθούσε τόσο πολύ τους ενδεείς, ώστε και αν ακόμη ήταν ανάγκη να πουληθεί ως σκλάβος ο ίδιος για να ελευθερωθεί άλλος, θα το έπραττε με χαρά. Διότι ήξερε ο μακάριος ότι ο καρπός της αγάπης είναι η ελεημοσύνη. Για αυτό ήθελε και έγινε αληθινός πατέρας των ορφανών, κυβερνήτης των χηρών, ενδυμασία των γυμνών, χορτασμός των πεινασμένων, παρηγοριά των λυπημένων.
Λόγω των αρετών του αξιώθηκε να τιμηθεί από το βασιλιά Θεόφιλο με το αξίωμα του «Κανδιδάτου». Διορίστηκε στρατοπεδάρχης της Καππαδοκίας και έπειτα των Χουρσιανών. Όμως ως φρόνιμος οικονόμος δε μεταχειριζόταν τη θέση του για να αποκομίσει τιμή και δόξα. Αντίθετα ήταν ταπεινός, όλη δε η επιμέλεια η φροντίδα του ήταν στο να κυβερνά μικρούς και μεγάλους με οσιότητα και δικαιοσύνη, για αυτό και αποκλήθηκε δίκαιος. Και ήταν έτοιμος να θυσιάζει και την ψυχή του για τον υπήκοό του.
Ο Άγιος Ευδόκιμος υπήρξε τέλειος Χριστιανός. Άνθρωπος της ορθής πίστης και της θυσίας. Στην αγάπη του πλησίον αμίμητος, για την οποία απέφευγε τον εγωισμό και την καταλαλιά. Ο ίδιος φυλασσόταν από την κατάκριση και εμπόδιζε και τους άλλους να κατακρίνουν και να λυπούν τον πλησίον. Δίδασκε ακόμη ότι ο καθένας πρέπει να μάθει περισσότερο να ακούει, παρά να μιλά. Με την άψογη αυτή διαγωγή του χρημάτισε σκεύος εκλογής και δάσκαλος και με λόγια και με έργα. Τύπος και παράδειγμα και ζώσα εικόνα σε εκείνους, οι οποίοι τον συναναστρέφονταν, μέχρι το τέλος της παρούσας ζωής. Κοιμήθηκε οσιακά στην Καππαδοκία, αφού έζησε τριάντα τρία χρόνια, νέος στην ηλικία, αλλά πρεσβύτατος στη σύνεση και τη γνώση.
Όταν γνώρισε το τέλος του ο δίκαιος Ευδόκιμος δεν ταράχτηκε, γιατί όλη του η ζωή ήταν μια μελέτη θανάτου. Αυτό που τον λυπούσε ήταν ότι η μητέρα του ήταν μακριά και δε θα βρισκόταν κοντά του στην αναχώρησή του για τους ουρανούς. Όταν πλησίασε η τελευταία ώρα ήρθαν πολλοί άνθρωποι να τον επισκεφθούν, αφού τους μίλησε για τη μνήμη και το μυστήριο του θανάτου, τους όρκισε στο Θεό να τον ενταφιάσουν με τα ίδια ενδύματα, που φορούσε. Κατόπιν έκανε νεύμα και αφού βγήκαν όλοι έξω, άρχισε να προσεύχεται προς το Θεό, λέγοντας: «Κύριε ὁ Θεός μου, καθὼς δὲν ἠθέλησα ἔτι ζῶν νὰ φανῆ ἡ πολιτεία μου, οὕτω παρακαλῶ καὶ ἡ τελευτή μου νὰ γίνη χωρὶς καμμίαν χάριν, οὔτε νὰ θαρρήση τίς, ὅτι σοι εὐηρέστησα». Έπειτα λέγοντας το «εἰς χεῖρας σου παραδίδω Κύριε τὸ πνεῦμα» ανήλθε η ψυχή του στους ουρανούς το έτος 829 μ.Χ.
Οι γονείς του λυπήθηκαν όταν έμαθαν για την κοίμηση του Αγίου, ωστόσο παρηγορούνταν με τα θαύματα που έκανε. Η μητέρα του φλεγόμενη από το πάθος της φιλοτεκνίας, δεν υπολόγισε το μακρινό ταξίδι, ούτε συλλογίστηκε τους κόπους και τους κινδύνους της οδοιπορίας, αλλά κίνησε με μεγάλη προθυμία και πήγε στον τάφο του αγιοτάτου παιδιού της. Βλέποντας εκεί το πλήθος που προσερχόταν με ευλάβεια και τα θαύματα που γίνονταν από το ιερό εκείνο μνήμα, όπου δαιμονιζόμενοι και από άλλα πάθη πάσχοντες θεραπεύονταν ταχύτατα, έπεσε και αγκάλιασε τον τάφο του γιου της με δάκρυα στα μάτια. Συγκλονισμένη συνέπλεξε το θρήνο για την απώλεια μαζί με τον έπαινο για το Άγιο παιδί της.
Όταν σήκωσαν την πλάκα από το μνήμα και έβγαλαν έξω τη λάρνακα, όπου κειτόταν το ιερό λείψανο, δεκαοχτώ μήνες μετά την κοίμηση του Αγίου, φάνηκε το θαύμα. Το λείψανο δεν είχε υποστεί καμία αλλοίωση ή μεταβολή. Το πρόσωπο ήταν άφθαρτο και δεν είχε επέλθει σήψη σε κάποιο μέρος του σώματός του. Αντίθετα το πρόσωπο ήταν φαιδρό, χαριέστατο με όλους τους χαρακτήρες αμετάβλητους. Ακόμα και τα ενδύματά του είχαν παραμείνει αναλλοίωτα και άφθαρτα. Επιπλέον το σώμα και τα ενδύματα ανέδιδαν μια θαυμάσια ευωδία.
Εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο σημείο ένας Ιερομόναχος, με το όνομα Ιωσήφ, ο οποίος έλαβε το ιερό λείψανο για να το σηκώσει όρθιο. Μόλις το αγκάλιασε στάθηκε όρθιο, σαν να ήταν ζωντανό. Εκείνος από το φόβο του έπεσε μπροστά στα πόδια του Αγίου και τον παρακαλούσε, σαν να ήταν εν ζωή να αφήσει να πάρουν τα ενδύματά του για ευλογία. Έτσι άρχισε πρώτα και αφαίρεσε το χιτώνα και του φόρεσε άλλον. Έπειτα έβγαλε από τα πόδια του εκείνα, που φορούσε, με τόση ευκολία, ώστε φαινόταν σαν να βοηθούσε και ο ίδιος ο Άγιος σε αυτό. Ύστερα, αφού έντυσε το ιερό σκήνωμα κανονικά, το τοποθέτησε με σεβασμό δοξάζοντας με τους παρευρεθέντες το Θεό «τὸν δοξάζοντα τοὺς Αὐτὸν ἀντιδοξάζοντας».
Μόλις φανερώθηκε το άφθαρτο σώμα του Αγίου Ευδοκίμου έφριξαν οι δαίμονες και έφευγαν «ὡς ὑπὸ ἀστραπῆς διωκόμενοι», καθώς το είδαν «ἐν δόξῃ ἁγιότητος ἀπαστράπτον». Η μητέρα του Αγίου θέλησε να μεταφέρει το ιερό λείψανο στην Κωνσταντινούπολη, όμως οι εντόπιοι δεν το επέτρεψαν. Μετά από καιρό ο Ιερομόναχος Ιωσήφ έκλεψε το θησαυρό, χωρίς να τον πάρουν είδηση οι εντόπιοι. Ωστόσο φανερώθηκε από το μύρο που έσταζε και τα θαύματα που γίνονταν καθοδόν. Θαυματουργώντας ο αοίδιμος Άγιος αποδόθηκε στους γονείς του ως δώρο πολύτιμο. Και η θεοφιλής μητέρα του με πολύ πόθο έφτιαξε αργυρή θήκη για το ιερό λείψανο, το οποίο κατέθεσε στον περικαλλή Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου στην Κωνσταντινούπολη, που είχε κτίσει νωρίτερα και όπου έγινε η μετακομιδή την 6
Πηγή υλικού
Βίοι Αγίων,
Επιλογή υλικού
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου, Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων
Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020
Ο Άγιος Απόστολος Σίλας. Ο μετά του Αποστόλου Παύλου συνιδρυτής της Αποστολικής Εκκλησίας των Φιλίππων
Μέσα στὴν εὐλογημένη χορεία τῶν Ἁγίων Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων συναριθμεῖται καὶ ὁ τιμώμενος στὶς 30 Ἰουλίου Ἅγιος Ἀπόστολος Σίλας, ὁ καὶ συνέκδημος τοῦ θεηγόρου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, ἀλλὰ καὶ συνεργάτης τοῦ κορυφαίου Ἀποστόλου Πέτρου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐνδεικτικὸ ὅτι στὴν πρώτη του ἐπιστολὴ τὸν χαρακτηρίζει ὡς «πιστὸ ἀδελφό». Ἄλλωστε μέσα ἀπὸ τὴν ἐπίγεια βιοτὴ καὶ τὴν ἱεραποστολική του δράση διακρίθηκε γιὰ τὸν ἔνθερμο ζῆλο, τὴν ἀκλόνητη καὶ ζωντανὴ πίστη, τὸ θυσιαστικὸ φρόνημα καὶ τὴν ἀξιομνημόνευτη καρτερία.
![]() |
Άγιος Απόστολος Σίλας |
Ὁ ἔνδοξος καὶ πανεύφημος
Ἅγιος Ἀπόστολος Σίλας, ποὺ τὸ ὄνομά του εἶναι συντετμημένη μορφὴ τοῦ
ὀνόματος Σιλουανός, μὲ τὸ ὁποῖο μάλιστα ἀναφέρεται τόσο στὴ Β´ Ἐπιστολὴ
τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρὸς Κορινθίους ὅσο καὶ στὴν Α´ Ἐπιστολὴ τοῦ
Ἀποστόλου Πέτρου, ἀπολάμβανε τὴν ἰδιαίτερη ἐκτίμηση καὶ τὸν μεγάλο
σεβασμὸ στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναδείχθηκε μεταξὺ
τῶν ἐκλεκτῶν καὶ ἡγετικῶν στελεχῶν της, γεγονὸς ποὺ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ
τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων στὰ Κεφάλαια 15, 16 καὶ 17. Ἡ μεγάλη
ἀναγνώριση τῆς προσωπικότητος τοῦ Ἁγίου Σίλα στὴν Ἐκκλησία τῶν
Ἱεροσολύμων, ὅπου μνημονεύεται ὡς «ἡγούμενος ἐν τοῖς ἀδελφοῖς»,
παρακίνησε τοὺς ὑπόλοιπους Ἀποστόλους νὰ ἐπιλέξουν αὐτὸν καὶ τὸν Ἰούδα,
τὸν ἐπονομαζόμενο Βαρσαβά, γιὰ νὰ συνοδεύσουν τοὺς Ἀποστόλους Παῦλο καὶ
Βαρνάβα στὴν Ἀντιόχεια. Ἐκεῖ θὰ ἐπέδιδαν τὴν ἐπιστολὴ τῶν Ἁγίων
Ἀποστόλων ποὺ περιεῖχε τὴν ἀπόφαση τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου τῆς
Ἱερουσαλήμ, παρέχοντας παράλληλα καὶ τὶς ἀπαραίτητες ἐπεξηγήσεις, ὥστε
νὰ ἀποφευχθεῖ ὁ ἐνδεχόμενος κίνδυνος παρανόησης τῶν ἀποφάσεων αὐτῆς τῆς
Συνόδου.
. Φτάνοντας στὴν Ἀντιόχεια ὁ Ἅγιος Σίλας παρέδωσε στοὺς
Ἀντιοχεῖς τὴν ἀπόφαση τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου καὶ παρέμεινε μαζὶ μὲ τὸν
Ἰούδα γιὰ νὰ ἐργασθεῖ μὲ ἔνθερμο ἱεραποστολικὸ ζῆλο γιὰ τὴ διάδοση τοῦ
μηνύματος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ «Ἰούδας τε καὶ Σίλας, καὶ αὐτοὶ
προφῆται ὄντες, διὰ λόγου πολλοῦ παρεκάλεσαν τοὺς ἀδελφοὺς καὶ
ἐπεστήριξαν, Πράξεις (ιε´ 32)». Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς παραμονῆς του στὴν
Ἀντιόχεια συνδέθηκε ἰδιαίτερα μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος βρῆκε στὸ
πρόσωπο τοῦ Σίλα τὸν ἔμπιστο καὶ πολύτιμο συνεργάτη καὶ συνοδοιπόρο του.
Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἐπέλεξε ὡς τὸν πλέον κατάλληλο συνοδό του γιὰ τὴ Β´
Ἀποστολική του περιοδεία τὸν Μάρτιο τοῦ 49μ.Χ., προκειμένου νὰ διαδοθεῖ
τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἔθνη. Ἄλλωστε ὁ Σίλας διέθετε ἔνθερμο
ἱεραποστολικὸ ζῆλο καὶ βαθιὰ πίστη, εὐφυΐα καὶ δυναμισμό, τόλμη καὶ
παρρησία, ἐνῶ ἀπολάμβανε τὴν ὑψηλὴ ἀναγνώριση τῆς Ἐκκλησίας τῶν
Ἱεροσολύμων. Ἐπιπλέον ἦταν, ὅπως καὶ ὁ Παῦλος, Ρωμαῖος πολίτης.
Ἐνδεικτικὸ εἶναι μάλιστα τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Σίλας ἐπελέγη ἀπὸ τὸν Παῦλο ὡς
συνοδὸς καὶ συνεργάτης του ἀντὶ τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου. Ἔτσι ἀκολούθησε
τὸν Παῦλο στὶς περιοδεῖες του στὴν Καρία, τὴν Κιλικία, τὴ Λυκαονία, τὴ
Φρυγία, τὴ Γαλατία καὶ τὴν Τρωάδα, ὑπομένοντας τὶς θλίψεις, τὶς
στερήσεις καὶ τὶς ταλαιπωρίες ποὺ ὑπέστη ὁ θεηγόρος καὶ οὐρανοβάμων
Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν. Παράλληλα ὁ Σίλας, ὁ πιστὸς καὶ ἔνθεος αὐτὸς
συνακόλουθός του, ἐπέδειξε ἀξιοθαύμαστη ὑπομονὴ καὶ καρτερία, ἀλλὰ καὶ
ξεχωριστὴ αὐτοθυσία, γεγονὸς ποὺ ἐγκωμιάζεται στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν
Ἀποστόλων.
. Ὁ Σίλας ὅμως συνόδευσε τὸν Παῦλο καὶ στὴν
ἱεραποστολική του περιοδεία στὴ Μακεδονία, ὅπου μετέβη γιὰ νὰ κηρύξει τὸ
Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ κατόπιν θαυμαστοῦ ὁράματος. Σύμφωνα μ’ αὐτὸ
ἄνδρας ἀπὸ τὴ Μακεδονία ἐμφανίσθηκε στὸν Παῦλο καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ
ἔρθει στὴ γῆ τῆς Μακεδονίας γιὰ νὰ κηρύξει τὴ χριστιανικὴ πίστη. Ἔτσι ὁ
Παῦλος καὶ ὁ Σίλας ἀναχώρησαν ἀπὸ τὴν Τρωάδα καὶ διὰ μέσου της
Σαμοθράκης ἀποβιβάστηκαν στὴ Νεάπολη ποὺ εἶναι ἡ σημερινὴ πόλη τῆς
Καβάλας. Ἀπὸ ἐκεῖ ἔφτασαν στοὺς Φιλίππους ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν μία
ἀπὸ τὶς σημαντικότερες πόλεις τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας καὶ ταυτόχρονα
καὶ Ρωμαϊκὴ ἀποικία. Στὸν τόπο αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εὐρισκόμενος ἔξω
ἀπὸ τὴν πόλη κοντὰ στὸν ποταμὸ Ζυγάκτη κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Ἀκροατὲς τοῦ κηρύγματός του ἦταν γυναῖκες, μεταξὺ δὲ αὐτῶν καὶ ἡ ἐκ
Θυατείρων τῆς Μ. Ἀσίας Λυδία ἡ πορφυρόπωλις, ἡ μετέπειτα ἁγία καὶ
ἰσαπόστολος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία ἀκούγοντας τὴ διδασκαλία τοῦ
Παύλου γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ βαπτίσθηκε χριστιανή, ὅπως καὶ ὅλη ἡ
οἰκογένειά της. Στοὺς Φιλίππους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θεράπευσε μὲ τὴν
προσευχητικὴ συμμετοχὴ καὶ τοῦ πιστοῦ συνοδοιπόρου καὶ συνεργάτου του,
τοῦ Ἁγίου Σίλα, ἕνα κορίτσι ποὺ βρισκόταν κάτω ἀπὸ ἰσχυρὴ δαιμονικὴ
ἐπήρεια καὶ μὲ τὶς μαντεῖες της ἐπέφερε πολλὰ κέρδη στοὺς κυρίους της.
Τὸ κορίτσι αὐτὸ ἀκολουθοῦσε ἐπίμονα τὸν Παῦλο καὶ τὸν Σίλα καὶ φώναζε
γιὰ πολλὲς ἡμέρες τὸ ἀκόλουθο: «οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ
Ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας». Τότε οἱ δύο
κήρυκες τῆς χριστιανικῆς πίστεως κατάλαβαν ὅτι τὸ νεαρὸ κορίτσι ἦταν
δαιμονισμένο καὶ ἁπλὰ ἀκολουθοῦσε τοὺς δύο Ἀποστόλους, πιστεύοντας ὅτι
ἔχουν μία ἀνώτερη δύναμη, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχει συνειδητοποιήσει τὴ χάρη
καὶ τὴν εὐεργεσία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος μὲ τὴ
συμπροσευχὴ τοῦ Σίλα ἀπευθυνόμενος στὸν δαίμονα ποὺ εἶχε τὸ νεαρὸ
κορίτσι μέσα στὴ ψυχή του, εἶπε: «Παραγγέλω σοι, ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ
Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ’ αὐτῆς, καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ». Ἀμέσως τὸ κορίτσι
ἀπελευθερώθηκε ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ δαίμονος καὶ εἰσῆλθε μέσα στὴν ψυχή
της ἡ δύναμη τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
. Ὅμως ἡ θαυματουργικὴ δύναμη καὶ τὸ πύρινο κήρυγμα τῶν
Ἀποστόλων Παύλου καὶ Σίλα στοὺς Φιλίππους προκάλεσε ἀναταραχὴ στὴν πόλη
καὶ ἐξόργισε τοὺς ἀνώτατους ἄρχοντες, ἀφοῦ ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία
ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τῆς Ρωμαϊκῆς παροικίας. Αὐτὸ
εἶχε ὡς συνέπεια νὰ ξεσηκωθεῖ ὁ λαὸς ἐναντίον τους καὶ νὰ δοθεῖ ἡ ἐντολὴ
νὰ ραβδιστοῦν ἀνηλεῶς οἱ δύο κήρυκες τῆς πίστεως. Ἔτσι ὁ Παῦλος καὶ ὁ
Σίλας, ἀποσιωπώντας τὴν ἰδιότητά τους ὡς «Ρωμαῖοι πολίτες» , ὑπέστησαν
σκληροὺς καὶ ἀπάνθρωπους ραβδισμοὺς καὶ κατόπιν ρίχθηκαν σὲ σκοτεινὴ
ἐσωτερικὴ φυλακή, ἐνῶ τοποθετήθηκε καὶ δεσμοφύλακας γιὰ νὰ ἐπιβλέπει τὴ
φύλαξή τους. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ὅτι τὰ πόδια τους ἦταν στερεωμένα πάνω σὲ
ξύλο, ἀλλὰ παρὰ τὶς κακουχίες οἱ δύο Ἀπόστολοι προσεύχονταν ὅλη τὴ
νύχτα, ὑμνώντας καὶ δοξολογώντας τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα οἱ
φυλακισμένοι στὰ ἄλλα κελιὰ ἄκουγαν μὲ θαυμασμὸ τοὺς οὐράνιους αὐτοὺς
ὕμνους ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὸ κελὶ τῶν δύο Ἀποστόλων. Δὲν ἄργησε ὅμως νὰ
ἔρθει καὶ ἡ λυτρωτικὴ λύση καὶ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ἕνας αἰφνίδιος
καὶ ἰσχυρὸς σεισμὸς τράνταξε τὰ θεμέλια της φυλακῆς. Ἀμέσως ἄνοιξαν
διάπλατα ὅλες οἱ πόρτες καὶ ἔσπασαν οἱ ἁλυσίδες ὅλων τῶν φυλακισμένων.
Βλέποντας ἔντρομος ὁ δεσμοφύλακας αὐτὸ τὸ ἀπρόσμενο καὶ ἀκατάληπτο
γεγονὸς καὶ γνωρίζοντας τὶς τραγικὲς συνέπειες ποὺ θὰ εἶχε γιὰ ἐκεῖνον,
ἀποφάσισε μὲ τὸ σπαθί του νὰ δώσει τέλος στὴ ζωή του. Τότε ὁ Παῦλος τοῦ
φώναξε δυνατά: «μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γὰρ ἐσμεν ἐνθάδε».
Ἀκούγοντας ἔντρομος ὁ δεσμοφύλακας τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Παύλου, ρώτησε τοὺς
δύο κήρυκες τῆς πίστεως τί πρέπει νὰ κάνει γιὰ νὰ σωθεῖ. Τότε ἐκεῖνοι
τοῦ εἶπαν νὰ πιστέψει στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ
σωθεῖ τόσο ἐκεῖνος ὅσο καὶ ἡ οἰκογένειά του. Κατόπιν ὁ δεσμοφύλακας,
ἀλλὰ καὶ τὰ ὑπόλοιπα μέλη τῆς οἰκογένειάς του βαπτίσθηκαν χριστιανοί,
ἐνῶ παρέθεσε στοὺς δύο Ἀποστόλους πλούσιο τραπέζι. Ἀξιοσημείωτο εἶναι τὸ
γεγονὸς ὅτι πρὶν τὴ βάπτισή του περιποιήθηκε ἀκόμη καὶ τὶς πληγές τους.
. Στὸ μεταξὺ οἱ ἄρχοντες τῶν Φιλίππων ποὺ εἶχαν φυλακίσει
καὶ τιμωρήσει μὲ ραβδισμοὺς τοὺς δύο Ἀποστόλους, πρόσταξαν νὰ τοὺς
ἀπελευθερώσουν. Ὁ δεσμοφύλακας ἐνημέρωσε τὸν Παῦλο, ὁ ὁποῖος ὅμως
διαμαρτυρήθηκε ἔντονα, λέγοντας ὅτι χωρὶς νὰ δικασθεῖ ἐκεῖνος καὶ ὁ
Σίλας, μαστιγώθηκαν καὶ φυλακίστηκαν, παρόλο ποὺ ἦταν Ρωμαῖοι πολίτες
καὶ τώρα τοὺς καλοῦν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πόλη κρυφά. Γι’ αὐτὸ καὶ
ἀρνήθηκαν νὰ πράξουν κάτι τέτοιο. Μόλις ὅμως οἱ ἄρχοντες πληροφορήθηκαν
ὅτι εἶναι Ρωμαῖοι πολίτες, τοὺς ζήτησαν συγγνώμη καὶ τοὺς παρακάλεσαν νὰ
φύγουν ἀπὸ τὴν πόλη. Τότε οἱ δύο Ἀπόστολοι βγῆκαν ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ
ἀφοῦ πῆγαν στὸ σπίτι τῆς Λυδίας, ὅπου εἶχαν συναθροιστεῖ πολλοὶ
χριστιανοί, τοὺς καθοδήγησαν πνευματικὰ καὶ κατόπιν ἔφυγαν ἀπὸ τοὺς
Φιλίππους, ὅπου χάρη στὴν εὐεργετικὴ παρουσία καὶ τὴ διδασκαλία τους
ἱδρύθηκε σ’ αὐτὴ τὴν ἱστορικὴ περιοχὴ τῆς Μακεδονίας ἡ πρώτη χριστιανικὴ
Ἐκκλησία τῆς Εὐρώπης.
. Μετὰ τὴν ἀναχώρησή τους ἀπὸ τοὺς Φιλίππους πέρασαν ἀπὸ τὴν
Ἀμφίπολη καὶ τὴν Ἀπολλωνία καὶ ἔφθασαν στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ὑπῆρχε
συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων. Ἐκεῖ συνέχισαν μὲ τὸν ἴδιο ἔνθερμο ἱεραποστολικὸ
ζῆλο τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ οἱ ραβδισμοὶ καὶ οἱ
φυλακίσεις ποὺ εἶχαν ὑποστεῖ, δὲν ἔκαμψαν καθόλου τὸ ἀγωνιστικό τους
φρόνημα. Ἡ πνευματικὴ παρουσία τῶν δύο Ἀποστόλων στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἡ
πύρινη διδασκαλία τους γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Μεσσία ποὺ ἔπρεπε νὰ
σταυρωθεῖ καὶ νὰ ἀναστηθεῖ ἐκ νεκρῶν, παρακίνησε ἀρκετοὺς Ἰουδαίους νὰ
πιστέψουν στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ νὰ γίνουν μαθητὲς τοῦ Παύλου καὶ τοῦ
Σίλα. Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ προσήλυτοι Ἕλληνες, ὅπως καὶ γυναῖκες ποὺ εἶχαν
μεγάλη ἐπιρροὴ στὴν κοινωνία, ἀσπάσθηκαν τὴ χριστιανικὴ πίστη. Ὅμως ἡ
ἀπήχηση τοῦ κηρύγματος γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ στὴ Θεσσαλονίκη ἦταν τόσο
ἰσχυρή, ὥστε οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ δὲν πίστεψαν στὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου καὶ τοῦ
Σίλα, ἀντέδρασαν καὶ ἐπηρεάζοντας πονηροὺς ἀνθρώπους, ξεσήκωσαν τὸν
ὄχλο καὶ προκάλεσαν ἀναταραχὴ στὴν πόλη. Μάλιστα ἀναζήτησαν τοὺς δύο
Ἀποστόλους, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν τοὺς βρῆκαν, κατηγόρησαν τὸν Ἰάσονα ὅτι τοὺς
φιλοξενεῖ στὸ σπίτι του, ἰσχυριζόμενοι ὅτι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔφεραν τὴν
ἀναταραχὴ στὴν πόλη. Ὅμως κατόπιν χρηματικῆς ἐγγυήσεως, ἄφησαν
ἐλεύθερους τὸν Ἰάσονα καὶ ἄλλους χριστιανούς, ἐνῶ ὁ Παῦλος καὶ ὁ Σίλας
ἀναγκάσθηκαν νὰ φυγαδευτοῦν τὴ νύχτα καὶ νὰ καταφύγουν στὴ Βέροια.
. Οἱ Ἰουδαῖοι τῆς Βέροιας ἦταν πιὸ καλοπροαίρετοι σὲ
σύγκριση μ’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦσαν στὴ Θεσσαλονίκη καὶ γι’ αὐτὸ καὶ
ἀποδέχθηκαν μὲ μεγάλη προθυμία τὸ κήρυγμα γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἐνῶ
καθημερινὰ μελετοῦσαν τὴν Ἁγία Γραφὴ γιὰ νὰ διαπιστώσουν, ἐὰν αὐτὰ ποὺ
κήρυτταν οἱ Ἀπόστολοι συμφωνοῦσαν μὲ τὰ γραφόμενα. Ἡ παρουσία τῶν
Ἀποστόλων Παύλου, Σίλα καὶ Τιμοθέου στὴ Βέροια ὑπῆρξε ἰδιαίτερα
εὐεργετική, ἀφοῦ πολλοὶ Ἰουδαῖοι ἀσπάσθηκαν τὴ χριστιανικὴ πίστη, μεταξὺ
αὐτῶν καὶ ὁ Σωσίπατρος, ὅπως καὶ γυναῖκες τῆς ἀνώτερης κοινωνικῆς
τάξεως. Μόλις ὅμως πληροφορήθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι τῆς Θεσσαλονίκης ὅτι οἱ
ἐκδιωχθέντες τρεῖς κήρυκες τῆς πίστεως βρίσκονται στὴ Βέροια καὶ
κηρύττουν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, πῆγαν ἐκεῖ καὶ ξεσήκωσαν τὸν ὄχλο
ἐναντίον τους. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀνάγκασε τοὺς χριστιανοὺς τῆς Βέροιας νὰ
φυγαδεύσουν τὸν Παῦλο στὴν Ἀθήνα, ἐνῶ ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος παρέμειναν
στὴ Βέροια. Ἀργότερα ὅμως κατ’ ἐντολὴν τοῦ Παύλου ἐγκατέλειψαν καὶ οἱ
δύο τὴ Βέροια καὶ μετέβησαν στὴν Κόρινθο, ὅπου βρισκόταν ὁ θεηγόρος καὶ
οὐρανοβάμων Ἀπόστολος. Ἐκεῖ συνέδραμαν τὸν Παῦλο στὸ ἱεραποστολικό του
ἔργο καὶ μάλιστα σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ὁ Σίλας κατέστη ἰδιαίτερα
ἀγαπητὸς στὸν λαὸ τῆς Κορίνθου καὶ ἀναδείχθηκε ἀκάματος ἐργάτης στὸ
κηρυκτικὸ ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Ἐνδεικτικὸ
μάλιστα τῆς ἀγάπης τοῦ κορινθιακοῦ λαοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀποστόλου Σίλα
εἶναι ὅτι μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ οὐρανοβάμονος Παύλου ἀπὸ τὴν Κόρινθο, ὁ
Σίλας ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῆς Κορίνθου καὶ ἐκεῖ παρέδωσε
εἰρηνικὰ τὸ πνεῦμα του στὸν ἀθλοθέτη Κύριο.
. Ἡ δράση τοῦ Ἀποστόλου Σίλα μνημονεύεται καὶ στὸ ὑπ’
ἀριθμὸν 423 ἀρχαῖο χειρόγραφο τῆς Ἱεροσολυμιτικῆς Βιβλιοθήκης, ὅπου τὸ
ὄνομά του ἀναφέρεται μεταξὺ τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων στὴ δέκατη πέμπτη
σειρά. Ἀλλὰ ὁ Σίλας ὑπῆρξε συνεργάτης καὶ τοῦ κορυφαίου Ἀποστόλου
Πέτρου, μὲ τὸν ὁποῖο εἶχε γνωρισθεῖ προτοῦ γίνει συνοδοιπόρος τοῦ
θεηγόρου Ἀποστόλου Παύλου. Μάλιστα συμμετεῖχε καὶ στὴ συγγραφὴ τῆς Α´
Ἐπιστολῆς τοῦ Πέτρου, ὁ ὁποῖος τὸν χαρακτηρίζει σ’ αὐτὴ «πιστὸ ἀδελφό».
Τὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ὁ Πέτρος τοῦ τὴν ἔδωσε γιὰ νὰ τὴν κομίσει στὶς Τοπικὲς
Ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονταν στὶς περιοχὲς τοῦ Πόντου, τῆς Γαλατίας, τῆς
Καππαδοκίας, τῆς δυτικῆς Μ. Ἀσίας καὶ τῆς Βιθυνίας. Ἡ πολύπτυχη
ἱεραποστολικὴ δράση τοῦ τιμωμένου στὶς 30 Ἰουλίου Ἁγίου ἐνδόξου καὶ
πανευφήμου Ἀποστόλου Σίλα ὑμνεῖται καὶ γεραίρεται τόσο μέσα ἀπὸ τὴν
Ἀσματική του Ἀκολουθία, τὴν ποιηθεῖσα ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο Μοναχὸ Γεράσιμο
Μικραγιαννανίτη, Ὑμνογράφο τῆς Μεγάλης του Χριστοῦ Ἐκκλησίας ὅσο καὶ
μέσα ἀπὸ τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα ποὺ συντάχθηκε πρὸς τιμήν του ἀπὸ τὸν
Ἱερομόναχο Ἀθανάσιο Σιμωνοπετρίτη, ἐπίσης Ὑμνογράφο τῆς Μεγάλης τοῦ
Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
. Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Σίλας μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο
εἶναι οἱ συνιδρυτὲς τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῶν Φιλίππων ποὺ ὑπῆρξε
καὶ ἡ πρώτη χριστιανικὴ Ἐκκλησία τῆς Εὐρώπης. Ἀξιοσημείωτη εἶναι καὶ ἡ
σχετικὴ ἐπιχώρια παράδοση ὅτι στοὺς πρόποδες τῶν λόφων πάνω ἀπὸ τὴ
σημερινὴ πόλη τῆς Καβάλας σταμάτησαν γιὰ ἀνάπαυση οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος,
Σίλας, Τιμόθεος καὶ Λουκᾶς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς κοπιώδους ὁδοιπορίας
τους ἀπὸ τὸ λιμάνι τῆς Νεαπόλεως πρὸς τοὺς Φιλίππους. Στὸν εὐλογημένο
αὐτὸ τόπο θεμελιώθηκε στὶς 12 Ἰουνίου 1937 μικρὸς ναὸς ἐπ’ ὀνόματι τοῦ
Ἁγίου Σίλα, ὁ ὁποῖος ὅμως κατὰ τὴ διάρκεια τῆς γερμανοβουλγαρικῆς
κατοχῆς (1941 -1944) ὑπέστη μεγάλες καταστροφές. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁδήγησε
τὸν ἀοίδιμο Μητροπολίτη Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου κυρὸ Χρυσόστομο
Χατζησταύρου (1924-1962), τὸν καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ
πάσης Ἑλλάδος (1962 – +9 Ἰουνίου 1968) νὰ μετατρέψει τὸ ἐξοχικὸ
παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Σίλα σὲ ἀνδρώα Ἱερὰ Μονὴ ἐπ’ ὀνόματί του κατόπιν
σχετικοῦ βασιλικοῦ διατάγματος (26/1946, ΦΕΚ 275/9-9-46). Ἀργότερα καὶ
μὲ σχετικὴ πρωτοβουλία του θεμελιώθηκε νέος περικαλλὴς ἱερὸς ναὸς τοῦ
Ἁγίου, ὁ ὁποῖος ἐγκαινιάσθηκε στὶς 20 Μαΐου 1956.
Σήμερα ἡ εὑρισκόμενη σὲ ἀπόσταση μόλις
τριῶν χιλιομέτρων ἀπὸ τὴν Καβάλα Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Σίλα
εἶναι ἀνακαινισμένη καὶ δέχεται πολυπληθεῖς προσκυνητὲς ποὺ καταφθάνουν
γιὰ νὰ ζητήσουν τὶς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπικαλεσθοῦν τὴ
θαυματουργική του χάρη, ἀφοῦ ἀναρίθμητα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἔχει
ἐπιτελέσει ὁ ἔνθεος καὶ πανεύφημος αὐτὸς Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ.
. Ἰδιαίτερη τιμὴ ἀπολαμβάνει ὁ Ἅγιος Σίλας στὴ Ρόδο, ὅπου σὲ
ἀπόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων ἀπὸ τὸ χωριὸ Σορωνὴ καὶ σὲ κατάφυτη ἀπὸ
πεῦκα περιοχὴ βρίσκεται τὸ παλαιὸ ἐξωκκλήσιο τοῦ Ἁγίου, γνωστὸ στὸν
ροδιακὸ λαὸ ὡς «Ἅγιος Σουλᾶς».
Ἐντὸς τοῦ ναοῦ ὑπάρχει θαυματουργὸ ἁγίασμα, τὸ ὁποῖο θεραπεύει διάφορες δερματικὲς ἀσθένειες καὶ ἰδιαίτερα τὴν ψώρα. Ἡ ἀποδιδόμενη τιμὴ στὸν Ἅγιο Σίλα στὴ Ρόδο καὶ ἡ ὕπαρξη ὁμωνύμου ἱεροῦ ναοῦ μὲ μεγάλη θαυματουργικὴ φήμη συνδέεται μὲ παλαιὰ τοπικὴ παράδοση. Σύμφωνα μ’ αὐτὴ ὁ Ἅγιος Σίλας ἦρθε στὴ Ρόδο μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο γιὰ νὰ κηρύξουν τὸν χριστιανισμό. Ὅταν ὁ Ἅγιος Σίλας ἐπισκέφθηκε τὴν περιοχὴ τῆς Σορωνῆς, ὅπου βρίσκεται σήμερα ὁ ὁμώνυμος ναός, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπῆρχε εἰδωλολατρικὸς βωμός. Μόλις ὁ Ἅγιος ἄρχισε νὰ κηρύττει γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, οἱ κάτοικοι τὸν ἀντιμετώπισαν μὲ μεγάλη δυσπιστία καὶ καχυποψία. Τότε γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴ θαυματουργικὴ δύναμη τοῦ Κυρίου σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ψεύτικη θρησκεία τῶν εἰδωλολατρικῶν θεῶν, πρότεινε νὰ φέρουν ἕναν ἀσθενῆ τῆς περιοχῆς ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ψώρα καὶ νὰ προσευχηθοῦν οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων γιὰ τὴ θεραπεία του. Στὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἀσθενὴς θεραπευτεῖ ἀπὸ τὶς προσευχὲς τῶν ἱερέων τῶν εἰδωλολατρῶν, τότε θὰ ἀσπασθεῖ καὶ ἐκεῖνος τὴν εἰδωλολατρικὴ θρησκεία. Ἐὰν ὅμως δὲν ὑπάρξει θεραπεία τοῦ ἀσθενοῦς, τότε θὰ προσευχηθεῖ στὸν ἕναν καὶ ἀληθινὸ Θεὸ καὶ θὰ ἀποδειχθεῖ περίτρανα ἡ ἀνωτερότητα τοῦ Θεοῦ, τὸν Ὁποῖο διδάσκει καὶ πιστεύει. Ἡ πρόταση ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τοὺς κατοίκους καὶ ὅπως ἦταν αὐτονόητο, οἱ προσευχὲς τῶν ἱερέων τῶν ψεύτικων εἰδώλων δὲν ἔφεραν ἀπολύτως κανένα ἀποτέλεσμα. Ἀπεναντίας ἡ προσευχὴ τοῦ Ἁγίου στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ θεράπευσε τὸν ἀσθενῆ καὶ ἔτσι οἱ κάτοικοι πίστεψαν στὴ χριστιανικὴ θρησκεία.
Μέχρι σήμερα πλῆθος προσκυνητῶν συρρέει
κάθε χρόνο στὶς 30 Ἰουλίου στὴ λαοφιλῆ πανήγυρη τοῦ Ἁγίου στὸν ὁμώνυμο
ἱερὸ ναὸ τῆς Σορωνῆς Ρόδου.
. Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Σίλας τιμᾶται καὶ στὴν ἡρωικὴ καὶ
φιλόξενη μεγαλόνησο τῆς Κρήτης, ὅπου τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου φέρει χωριὸ τῆς
ἐπαρχίας Τεμένους τοῦ νομοῦ Ἡρακλείου, στὸ ὁποῖο ὁ ἔνδοξος καὶ
πανεύφημος Ἀπόστολος σεμνύνεται μὲ δύο ὁμωνύμους ἱεροὺς ναούς, τὸν
παλαιὸ καὶ τὸν νέο ἐνοριακό, καθὼς καὶ οἰκισμὸς κοντὰ στὸ χωριὸ
Δαμαβόλου τῆς ἐπαρχίας Μυλοποτάμου τοῦ νομοῦ Ρεθύμνης, ὅπου ὑπάρχει
ἐπίσης ὁμώνυμος ναός. Ναοὶ (ἐξωκκλήσια –παρεκκλήσια) ἐπ’ ὀνόματι τοῦ
Ἁγίου Σίλα στὴν Κρήτη ὑπάρχουν ἐπίσης στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ νομοῦ
Λασιθίου καὶ συγκεκριμένα στὴ Νεάπολη, στὰ χωριὰ Καλὸ Χωριὸ καὶ Μάλες,
στὸν οἰκισμὸ Βαθὺ Κριτσᾶς, καθὼς καὶ στὸ χωριὸ Κεράσια τῆς ἐπαρχίας
Μαλεβιζίου τοῦ νομοῦ Ἡρακλείου. Στὴν Ἀττικὴ ὁ Ἅγιος Σίλας τιμᾶται στὴν
ὄμορφη καὶ πευκόφυτη περιοχὴ τῆς Νέας Πεντέλης μὲ ὁμώνυμο παρεκκλήσιο,
τὸ ὁποῖο ὑπάγεται στὸν ἱερὸ ἐνοριακὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς τῆς
περιοχῆς καὶ ὅπου κάθε χρόνο στὴ μνήμη του προσέρχονται πολυάριθμοι
χριστιανοὶ γιὰ νὰ τὸν τιμήσουν. Τέλος ἐξωκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Σίλα ὑπάρχει
καὶ στὴν περιοχὴ τοῦ χωριοῦ Μόρια τῆς νήσου Λέσβου, ἐνῶ στὴν Κύπρο στὸ
προάστιο Ὕψωνας τῆς Λεμεσοῦ καὶ σὲ περιοχὴ ποὺ φέρει τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου
σώζονται τὰ ἐρείπια τῆς ἀρχαίας Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σίλα, ὅπου κατ’ ἔτος
στὶς 30 Ἰουλίου ἑορτάζεται μὲ εὐλάβεια ἡ πανίερη μνήμη του.
. Ἂς ἐπικαλεστοῦμε λοιπὸν τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἐνθέου καὶ
παμμακαρίστου Ἁγίου ἐνδόξου καὶ πανευφήμου Ἀποστόλου Σίλα στὴν
καθημερινὴ ζωὴ καὶ τὸν προσωπικό μας πνευματικὸ ἀγώνα, ὥστε νὰ
ἀποκτήσουμε καὶ ἐμεῖς τὸν ἔνθερμο ἱεραποστολικό του ζῆλο, τὴν ἀκλόνητη
πίστη του καὶ τὴν ὑπομονή του στὴ σημερινὴ ἀλλοπρόσαλλη ἐποχὴ μὲ τοὺς
πάμπολλους πνευματικοὺς κινδύνους καὶ τὰ τόσα ὑπαρξιακὰ ἀδιέξοδα.
Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Ἐκπαιδευτικὸς
Βιβλιογραφία
- Βίος καὶ Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Σίλα, Ἐκδόσεις «Παρουσία», 2η Ἔκδοση, Καβάλα 2011.
Εἰκόνες
[01] Φορητὴ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Σίλα σὲ προσκυνητάρι στὸν ὁμώνυμο Ἱερὸ Ναὸ Ν. Πεντέλης Ἀττικῆς. Ἱστορήθηκε τὸ 1955 ἀπὸ τὴν Ἀδελφότητα τῶν Ἀβραμαίων στὴ Νέα Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
ΠΗΓΗ: kallimasia.blogspot.gr
Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020
Βίος Αγίου Καλλινίκου του Μάρτυρος
Πηγή: Καλοκαιρινή (Περιέχουσα βίους Ἁγίων τινῶν τοῦ Καλοκαιρίου) Παρά Άγαπίου Μοναχοῦ
Ούτος ο θείος καί μέγας Καλλίνικος ήτον από τήν καλήν καί εύφορον χώραν τών Κυλίκων• καί έκ νεαράς ήλικίας έσέβετο τόν άληθή Θεόν, τόν Σωτήρα κι Ποιητήν άπάσης τής κτίσεως ,τά δέ είδωλα ώς δόλια ό άδολος πρός τόν Χριστόν, καί εύχρηστος νέος εμίσει έξ όλης του τής καρδίας, καί τά έπόμπευε, κηρύττωντας φανερά μεγαλοφώνως τήν πλάνην έκείνων καί ματαιότητα.
Ήτον δέ καταπολλά γνωστικός καί λόγιος, όθεν μέ τά γλυκύτατα, καί φρόνιμά του λόγια, έσυρνεν ώς άλλη τίς σειρήνα τούς άκροατάς πρός τού λόγου του• καί ώς ό μαγνίτης τόν σίδηρον, ούτως έτράβιζε καθένα μέ τήν ένάρετον καί θαυμασίαν πολιτείαν του. Έχωντας ούν πόθον νά φέρη καί άλλους πολλούς άχρήστους είς τόν Χριστόν ό χρηστότατος, υπήγε καί ώς άλλα Κάστρη, καί έκήρυτε παντού τήν εύσέβειαν.
Διαβαίνωντας ούν άπό διαφόρους πόλεις καί χωρία έδίδασκε τό Ιερόν Εύαγγέλιον• καί φθάνωντας είς Άγκυραν τής Γαλατίας, ήτις είναι μεγάλη πόλις καί πολυάνθρωπος, έκήρυξε καί εκεί τήν ευσέβειαν• και οί μέν συνετοί καί καλόγνωμοι άκούσαντες τήν άλήθειαν ώφελήθησαν, έκδεχόμενοι τόν σπόρον τής πίστεως, οί δέ άσύνετοι και κακότροποι, ώς γή πετρώδης, καί άνωφέλευτος, ού μόνον ποσώς δέν έτελεσφόρησαν, άλλά καί τόν διδάσκαλον καί ευεργέτην αδίκως οί άδικοι ώς δίκαιον τελείως εμίσησαν, καί έκατάβαλαν εις τόν Ηγεμόνα τής πόλεις οί άχρηστοι τόν φιλόχριστον.
Ο δέ φιλόχρυσος καί μισόχριστος Άρχων, ός τις ώνομάζετο Σακέρδως, έπρόσταξε νά τόν φέρουν καί λέγει του μέ θρασύτητα• όλοι θυσιάζουσι τούς θεούς, διά νά τούς έχουσι βοήθειαν, οί όποίοι μάς δίδουσι όλα τά καλά καί εύεργετούσί μας, καί μόνον έσύ τολμάς καί τούς καταφρονής άναιδέστατε· καί δε φθάναι όπού έσύ δέν τους προσκυνής; άλλά καί τούς άλλους σπουδάζεις νά βυθίσης εις τήν πλάνην αύτήν μέ ταίς φλυαρίαις σου;
Ο δέ Αγιος πράος καί ταπεινός ταύτα άπεκρίνατο. Ως δούλος όπου είμαι του Δεσπότου Χριστού, του άληθινού Θεού• (ος τις ειναι ή δύναμίς μου, ό πλούτος, καί καύχημα ) σπουδάζω, καί άγωνίζομαι πρώτον μέν νά φυλάξω τον λόγον μου καθαρόν, και αμέτοχον από τήν θανάσιμον βλάβην τής είδωλολατρείας• δεύτερον επιποθώ, καί κοπιάζω τό κατά δύναμιν νά έπιστρέψω καί τούς πλανεμένους άπό τήν άγνωσίαν είς τήν εύλάβειαν• ότι αί άγιαί μας Γραφαί λέγουσιν, ότι όποιος έπιστρέψει άμαρτωλόν είς μετάνοιαν, να τόν κάμη μέ τήν διδαχήν του νά άφήση τήν πλάνην του, θέλει σώσει καί αύτός τήν ψυχήν του άπό τόν αίώνιον θάνατον. Λοιπόν μακαρία ή ώρα, νά έκαμνες καί εσύ τόν λόγον μεν, Ηγεμών εκλαμπρότατε, νά άφήσης τήν πλάνην σου, νά δράμης είς τήν άλήθειαν καί τότε ήθελες γνωρίση, πόση διαφορά είναι άπό τόν Χριστόν, έως αυτά τά κωφά καί άναίσθητά σας είδωλα, τά όποία σάς όδηγούν είς όλεθρον καί άπώλειαν.
Ταύτα ή μισόκαλος καί φαύλη ψυχή τά ψυχωφελή άκούσασα λόγια έθυμώθη άμετρα, καί κυττάζωντας μέ άγριον όμμα τόν Άγιον, είπεν αυτώ• θαρρώ νά επιθυμείς τον θάνατον, κακοθάνατε, διά τούτο φλυαρείς τοιαύτα παιδικά καί μάταια λόγια. Αλλά γίνωσκε, ότι αυτά δέν σε ώφελούσιν όλότελα • ούτε τινάς θέλει δυνηθή να σέ λυτρώση από τάς χείρας μου, ούτε αύτός όπού ονομάζεις Θεόν καί Σωτήρα σου• διατί θέλω νά σπαράξω όλα τά μέλη σου, καί νά σού δώσω τόσα πικρά κολαστήρια, όπου να γνωρίσης μέ ταύτα, πόσον κακόν είναι ή άπείθεια, καί πόσας τιμωρίας λαμβάνουσιν όσοι τούς θεούς καταφρονούσι καί μυκτηρίζουσι.
Τότε ο Άγιος τον εκοίταξε χαρούμενος, λέγωντας• Μην αμελήσεις, ούτε βάλης καιρόν είς το μέσον ολότελα• αλλά ταχέως ετοίμασον όλα σου τα κολαστήρια όργανα, πύρ, ξίφη, τροχούς, στρεβλώσεις, και μάστιγας, και είτι άλλην συλλογισθής δριμύτεραν βάσανον• ότι αυτά όλα, καί άλλα περισσότερα επιποθώ, και δεινότερα παιδευτήρια διά την αγάπην τού Χριστού μου. Τά δέ απολαυστικά και τερπνά τού βίου τούτου νομίζω σκιάς καί ονείρατα, καί μόνον φαντάζομαι τα μετά θάνατον, ως αθάνατα όντως και ατελεύτητα . Όθεν άλλο δεν φοβούμαι, ειμή μόνον να μήν υστερηθώ της αιωνίου εκείνης μακαριότητος, και θείας του Χριστού απολαύσεως• αμή αυτά όλα τα πρόσκαιρα κολαστήρια λογίζομαι ηδονήν, και απόλαυσιν διά τόν δεσπότην μου Χριστόν τον αληθή Θεόν και Σωτήρα μου.
Τότε ό Ηγεμών προστάσσει και τόν έδερναν είς όλον τό σώμα μέ ώμά βούνευρα, φωνάζων πρός αυτόν ο διαλαλητής, και ταύτα λέγων• Προσκύνησον τους θεούς Καλλίνικε, και επικαλέσου τους να σε λυτρώσουν από ταύτην την βάσανον. Ο δε Αγιος έδέχετο τάς πληγάς τόσον άφοβα, οπού σού έφαίνετο πώς δέν ήτον έκείνος ό τιμωρούμενος • καί μόνον είς τόν Θεόν είχεν υψουμένην όλην του τήν διάνοιαν, καί τού ευχαρίστα πώς τόν ηξίωσεν νά πάθη ταύτα διά τήν άγάπην του• καί όσον έβλεπε τό σώμα του καταξεσχισμένον, καί κόκκινον- από τό πλήθος τού αίματος, τοσούτον έπεριγέλα έκείνους όπού τόν έδερναν, πώς δέν έδύνοντο νά τού κτυπούν δυνατώτερα, άμή εκουράζουνταν τόσον γρήγορα.
Ο δε Σακερδώς εμάνισε, και προστάσσει να τον καταξεσχίζουν με σιδηρά ονύχια άλλοι στρατιώται ωμοί καί άγριοι. Οί τινες τόσον τον εξέσχισαν, οπού δεν αφήκαν κανένα μέλος του σώματος ατιμώρητον. Αλλά ήθελες ειπεί, ότι είχε φύσιν λίθινην, και όχι σαρκίνην ο αδαμάντινος βλέπωντας τους ότι ποσώς δεν εψήφα τάς οδείνας εκείνας. Αλλά τόν έκαμνεν ό θείος έρως, τόσον δυνατόν καί στομωμένον, όπού έδειχνε τά σώμά του σιδηρόν, ή άλλο μέταλλον μάλλον, ή σάρκινον. Αλλά τούτον όλον έγίνετο διά τήν ύπερβάλλουσαν άγάπην, όπού είχε, καί πόθον πρός τόν ποθούμενον, ός τις τόν έκαμνε καί δεν εσυλλογίζετο ποσώς τάς μάστιγας, αλλά μάλλον• έπεριγέλα τόν Τύραννον, όνομάζωντας αυτόν μωρόν καί αδύνατον, έπειδή δέν έδύνετο νά νικήση ένα γυμνόν καί άοπλον άνθρωπον. Ταύτα ακούων καταισχύνετο ό αvαίσχυντος • καί βλέπων όλας του τάς μηχανουργίας, καί κολάσεις ματαίας ό μάταιος απελπίσθη όλότελα, γνωρίσας, ότι δέν έδύνετο νά νικήση τόν άήττητον άριστέα καί ίσχυρόν ό άνίσχυρος. Όθεν ήλθεν είς ταύτην τήν τελευταίαν και δεινήν, και πανόδυνον παίδευσιν• και προστάσσει ό άσπλαγχνος νά τού βάλουν σιδηρά υποδήματα, όπου είχασιν ατόφυα καρφιά άπό μέσα σουβλωτά και οξύτατα• παραγγέλλωντας τους στρατιώτας νά τόν τραβίζουν, νά περιπατή γρήγορα, έως νά τόν υπάγουν είς τήν Γάγγραν• καί φθάνοντας εκεi, νά εκκαύσουν δυνατά κάμινον, νά τον ρίψουν έσω ούτω μισαποθαμμένον άπό τούς ήλους, νά τόν καύσουν τελείως• διά νά τον ίδούν οί έπίλοιποι Χριστιανοί (τούς οποίους αυτός ο σοφός Καλλίνικος έδίδαξεν έκεί είς τήν Γάγγραν, καί τους έπίστρεψε) νά φοβηθούσι καί αυτοί, νά στρέψουν είς τήν προτέραν πλάνην, προτού νά πάθουν τά όμοια.
Λαβόντες ούν οι του άσπλαγχνου Τυράννου άσπλαγχνοι υπηρέται τόν Μάρτυρα, αυτοί μέν έκαβαλίκευσαν είς τά άλογα, τόν δέ Άγιον έσυρναν κατόπι μέ βίαν πολλήν, διά νά καρφώνουνται βαθύτερα είς τους πόδας του τά σίδηρα, νά τού δίδουσι δριμυτέραν τήν βάσανον• καί τόσον πόνον τού έδιδαν, όπου όσοι τόν έβλεπον εσυμπονούσαν, καί εδάκρυζαν. Ο δέ Μακάριος υπέμενε μεγαλοψύχως, δοξάζων τόν Κύριαν, ο Οποίος αοράτως τόν έδυνάμωνεν, ελαφραίνων τούς πόνους του μέ τήν θείαν χάριν αυτού, καί βοήθειαν άμαχον. Όθεν έλπίζωντας είς τόν Κύριον, έτρεχεν• όπισθεν τών άλόγων, εύχόμενος μετά τού Δαβίδ τού παμμάκαρος, λέγωντας• Ύπομένων υπέμενα τόν Κύριον, καί προσέσχε μοι. Καί έστησεν επί πέτραν τούς πόδας μου, καί κατεύθυνέ μου τά διαβήματα καί Κύριος φωτισμός μου, καί Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; καί άλλα παρόμοια. Τρέχοντες ούν έκαμαν έξήκοντα μίλια.
Ήτον εκείνην τήν ήμέραν άμετρος καύσις Ηλίου, καί ό τόπος περισσά άνυδρος. Οί δέ στρατιώται άπό τήν πολλήν δίψαν, όπου είχασιν, εύγάναν έξω ώς σκύλοι τάς γλώσσας τυγανιζόμενοι και καταφλεγόμενοι τόσον, όπου εκινδύνευαν είς θάνατον- άπό την άμετρον έκείνην ταλαιπωρίαν, ήγουν τόν Ιούλιον, όπού γίνονται ή μεγάλαις καύσαις. Και μή δυνάμενοι πλέον νά τρέχουσιν, έπεσαν εις τήν γήν ώς άψυχοι. Όθεν μήν έχοντες ποσώς νερόν νά πίουσcν, έμελλεν είς ολίγον νά ξεψυχήσουν. Λοιπόν μήν έλπίζοντες άπό άλλον τινά βοήθειαν, έπεσον είς τούς πόδας τού Μάρτυρος, μέ θερμότατα δάκρυα λέγοντες• Μήν ενθυμηθής τά κακά, όπού σού έκάμαμεν άμνησίκακε Άγιε, άλλά συμπάθησόν μας ώς συμπαθέστατος, καί βοηθησαί μας είς τοιούτον κίνδυνον• δος μας νερόν νά μήν αποθάνωμεν άπό τήν κακουχίαν οί τάλανες, ότι όλη ή φυσική υγρότης ήφανίσθη ολότελα καί ή δύναμίς μας, καθώς βλέπεις άπό τήν άμετρον καύσιν έχάθηκε, καί όλα τά δεινά μάς εύρήκασιν• όθεν είς άλλον τινά δέν έλπίζομεν νά μάς βοηθήση, ει μή είς τού λόγου σου .
Ταύτα άκούσας, έλυπήθη τούς φονευτάς του τούς πρώην άσυμπαθής ο συμπαθέστατος και πίπτει δι΄αυτούς είς προσευχήν, δεόμενος τόν αμνησίκακον Χριστόν ο χριστομίμητος, λέγωντας• Δέσποτα Θεέ παντοδύναμε σπλαχνίσου τούς ταλαίπωρους ανθρώπους τούτους• και καθώς παραδόξως επρόσταξες την σκληράν πέτραν, και ευγήκεν νερόν αναρίθμητον, με το οποίον επότισες άπειρον λαόν είς την έρημον• ούτω και τώρα ευδόκησον να εύγη ύδωρ ηδύτατον είς τούτον τόν άνυδρον τόπον, είς δόξαν τού σού Αγίου Ονόματος, να μην αποθάνουν από την δίψαν οί τάλανες. Ταύτα τού Μαρτύρος λέγοντος• (ώ μεγίστου και θαυμασίου τερατουργήματος) ευγήκεν από μίαν πέτραν νερόν, αναρίθμητον ώσπερ να ήτον από παλαιά βρύσις μεγάλη καί άποσος. Το οποίον ύδωρ δεν ευγήκε μόνον τότε, έπειτα να στύψη ώς είς έρημον, αλλά αναβλύζει άφθονα πλήθος ως την σήμερον. Όθεν ού μόνον, τότε οι στρατιώται εκείνοι ενεπλήσθησαν τού ποσίμου εκείνου και γλυκυτάτου νάματος, αλλά και πάντες οι μεταγενέστεροι και την ονομάζουν Βρύσιν του Καλλινίκου Μάρτυρος.
Ούτω δοξάζει ό Κύριος τούς αυτόν δοξάζοντας, καί άνατέλλει επί δικαίους καί άδίκους τόν Ήλιον, καί τρέφει καλούς καί κακούς ό άμνησίκακος• καί έλυπήθη ώς οικτίρμων καί εύπλαγχνος έκείνους τούς γονείς, όπού ύπήγεναν νά θανατώσουν τόν δουλόν του. Οίτινες άπολαύσαντες τοσαύτης εύεργεσίας, καί αναζήσαντες από τήν προτέραν όλιγοθυμίαν, εκίνησαν πάλιν τήν όδόν ώς καί πρότερον• καί εύλαβούντο μέν τόν Άγιον διά τήν άνωθεν θαυματουργίαν, αμή πάλιν διά τόν φόβον τού Αρχοντος επήρασι τόν Μάρτυρα, καί επήγασιν εις τήν Γάγγραν κατά τό πρόσταγμα. Καί φθάσαντες έκεί, εδίσταξαν, καί άμελούσαν νά τόν θανατώσουν, ενθυμούμενοι τήν πολλήν αύτού αγαθότητα. Αμή έκείνος τούς έσυμβούλευσε νά τελέσουν τό προσταττόμενον, διά νά μή τους θανατώση ό Τύραννος• καί νά λυτρωθή και εκείνος άπό τά βάσανα, νά ύπάγη μέ τόν πρόσκαιρον θάνατον εις ζωήν άθάνατον, νά βασιλεύη αίώνια, εύφραινόμενος, καί άπολαμβάνωντας τόν ποθούμενον. Άνάψαντες ούν οι υπηρέται τήν κάμινον, όταν σφοδρώς εκοκκίνησεν, έριψαν έσω τόν Άγιον χαίροντα και αγαλλιώμενον. Ο οποίος εδοξολόγα τον Θεόν, και τού ευχαρίστα μεγάλα, πώς τον εδυνάμωσε να τελειώση καλώς τον αγώνα της αθλήσεως.
Ταύτα λέγων, παρέδωκε τήν μακαρίαν ψυχήν είς τάς αχράντους χείρας τού Δεσπότου Χριστού, τη κθ. τού Ιουλίου μηνός.
Αλλά σύ μέν ώ παμμάκαρ Καλλίνικε, καλλώπισμα όντως καθαρώς πολιτευσάμενος, και καλώς αγωνισάμενος, και μεταστάς από ταύτα τα ρευστά καί μάταια, καθαρός τώ καθαρώ νυμφίω Χριστώ παριστάσαι, εστολισμένος με πολύτιμον και αμαράντινον Στέφανον.
Ημείς δε ευρισκόμεσθεν ακόμη είς τήν μεγάλην φουρτούναν της νοητής θαλάσσης περιφερόμενοι. Λοιπόν δεόμεθά σου, ενθυμήσου και ημάς, καθώς καί ημείς οι ανάξιοί σου ενθυμούμεσθεν, εορτάζοντες ευλαβώς την ιεράν σου πανήγυριν• και αξιώσαι μας να τελέσωμεν τήν πρόσκαιρον ζωήν ταύτην ατάραχα, καί αναμάρτητα• και να περάσωμεν αχείμαστα των πειρασμών τήν άγριαν θάλασσαν δια να φθάσωμεν κατευόδιον είς τον ακειμάστου λιμένα της αναπαύσεως, έχοντες κυβερνήτην και οδηγόν, διά πρεσβειών σου, τον δεσπότην και Σωτήρα Χριστόν. Ω πρέπει δόξα, τιμή, και προσκύνησις, συν Πατρί, και Αγίω Πνεύματι. ΑΜΗΝ
Απολυτίκιο. Ηχος γ'. Θείας πίστεως.
Κλήσιν σύνδρομον, έχων τω βίω, νίκος καλλίστον, ήρας εν άθλοις, καταλλήλως γεγονώς ο προκέκλησαι, συ γαρ καλώς τον αγώνα τελέσας σου, ως νικητής εδοξάσθης Καλλίνικε. Μάρτυς ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Τρίτη 28 Ιουλίου 2020
Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ
Η οσία Ειρήνη ζούσε στην Καππαδοκία στους κόλπους πλούσιας και ευγενούς οικογένειας, μετά τον θάνατο του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου (842). Όταν η Θεοδώρα ανέλαβε την αντιβασιλεία, αναζήτησε σε όλη την Αυτοκρατορία σύζυγο για το γιό της, τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ (842-867). Οι απεσταλμένοι της αυλής πρόσεξαν την
ομορφιά και ευγένεια των ηθών της Ειρήνης και την έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη μαζί με την αδελφή της, η οποία παντρεύτηκε αργότερα τον καίσαρα Βάρδα, αδελφό της Θεοδώρας. Στον δρόμο τους πέρασαν κοντά από το όρος Όλυμπος της Βιθυνίας και η Ειρήνη επισκέφθηκε τον άγιο Ιωαννίκιο τον Μέγα, ο οποίος την χαιρέτησε προλέγοντας ότι θα γινόταν ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου.
Η θεία Πρόνοια εμπόδισε τον γάμο της με τον αυτοκράτορα και, με την καρδιά της ξαλαφρωμένη και γεμάτη χαρά, μοίρασε τα υπάρχοντα της και αποσύρθηκε στην Μονή Χρυσοβαλάντου, την όποια είχε ιδρύσει ο πατρίκιος Νικήτας (Νικόλαος), κοντά στην στέρνα του Άσπαρ, σε τόπο ευάερο, μακριά από τις πλατείες και τα θορυβώδη μέρη. Στη μοναχική κουρά της, μαζί με τις τρίχες της κεφαλής έκοψε και κάθε δεσμό που την κρατούσε στον κόσμο και δόθηκε με ζήλο στους ασκητικούς αγώνες γνωρίζοντας ότι στο μέτρο που εξασθενίζει το σώμα, ο εσωτερικός άνθρωπος ανακαινίζεται και πλησιάζει το Θεό. Έχοντας μόνο ένα χιτώνα που άλλαζε μια φορά το χρόνο, τρεφόμενη με νερό και ψωμί, υποτασσόταν πρόθυμα και με χαρά σε ό,τι της όριζαν αγνοώντας τις αντιρρήσεις και τους γογγυσμούς. Η διαρκής κατάνυξη χαροποιούσε τη καρδιά της και έκανε το πρόσωπο της να λάμπει και σαν γόνιμη γη έφερε τους πλούσιους καρπούς των αγίων αρετών. Έβλεπε όλες τις αδελφές της σαν βασίλισσες και θεωρούσε τον εαυτό της ως θεραπαινίδα τους, προσφερόμενη στις πιο ευτελείς εργασίες για να τις διακονεί. Από το στόμα της έβγαιναν μόνο λόγια των Γραφών ή των αγίων Πατέρων, τους οποίους μελετούσε αδιάκοπα.
Ενώ ήταν λιγότερο από έναν χρόνο στο μοναστήρι, έχοντας διαβάσει με θαυμασμό τον βίο του αγίου Αρσενίου, ο οποίος προσευχόταν από τη δύση του ηλίου έως την αυγή, προσπάθησε να τον μιμηθεί. Και με τη βοήθεια της θείας χάριτος κατάφερε σιγά-σιγά να στέκει όρθια, με υψωμένα τα χέρια σε προσευχή, όλη την ήμερα και όλη τη νύκτα. Αγωνιζόταν με τέτοια σοφία να δουλαγωγήσει το σώμα στην ανάταση της ψυχής της προς το Θεό, ώστε καμία μέθοδος του δαίμονα δεν μπορούσε να την πλήξει. Όταν εκείνος της υπέβαλλε μνήμες από τη δόξα και την ευμάρεια της ζωής που είχε εγκαταλείψει, πήγαινε να εξομολογηθεί τους λογισμούς της στην ηγουμένη της, διπλασίαζε την άσκησή της και αμέσως ελευθερωνόταν από τις αναμνήσεις αυτές.
Μετά το θάνατο της ηγουμένης, υποδείχθηκε παρά τη θέλησή της ως διάδοχος της και χειροτονήθηκε από τον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο. Ενθυμούμενη την προφητεία του αγίου Ιωαννικίου και λογίζοντας ως καθήκον της να μη αναζητεί τα αρεστά στην ίδια έζησε έκτοτε ως άγγελος επίγειος, επιμηκύνοντας τις νηστείες της, προσευχόμενη όλη τη νύκτα και κάνοντας αμέτρητες μετάνοιες. Με τα μέσα αυτά προσείλκυσε τη χάρη του Θεού και έλαβε τόση σοφία, ώστε να μπορεί να οδηγεί πλήθος ψυχών στην οδό της Σωτηρίας. Ζητούσε από τις αδελφές να μην την θεωρούν ως ανώτερή τους, άλλα ως μία συμμονάστριά τους που είχε ορισθεί να τις υπηρετεί.
Με γλυκύτητα και υπομονή τις συμβούλευε να πολιτεύονται στα πάντα κατά το πνεύμα του Ευαγγελίου, αποτάσσοντας τα μάταια θέλγητρα της δόξας και της εκτίμησης των ανθρώπων. Αν δεν ήθελαν η αποταγή τους να είναι επιφανειακή, όφειλαν να φροντίζουν να διατηρούν όχι μόνο την αγνεία τους, αλλά και την πραότητα, αρετές υπεράνω της φύσης που χαρίζονται από το Χριστό σε όσους προσεύχονται με πίστη. Ό,τι κι αν κατακτούσαν, συμβούλευε τις μαθήτριες της να το θεωρούν ως δώρο του Θεού και να έχουν αδιαλείπτως κατάνυξη αναπέμποντας ευχαριστίες. Απαγόρευε εξάλλου σ’ αυτές να προσεύχονται για την υγεία τους, λέγοντας ότι τίποτε δεν είναι λυσιτελέστερο για τη ψυχή από την ασθένεια που γίνεται δεκτή με ευγνωμοσύνη.
Έχοντας λάβει από άγγελο Κυρίου το προορατικό χάρισμα, η οσία ήταν σαν προφήτης του Θεού στη μονή της. Αφού αναπαυόταν για λίγο μετά την Ακολουθία του Όρθρου, καλούσε τις αδελφές και μία-μία, με τέχνη και διάκριση, τις βοηθούσε να εμφανίζονται αγνές και ανυπόκριτες ενώπιον του Θεού, αποκαλύπτοντάς τους, τους πιο κρυφούς λογισμούς τους. Γρήγορα κατέστη περιώνυμη σε όλη τη Βασιλεύουσα για τις αρετές και την σοφία με την οποία καθοδηγούσε την αδελφότητά της, ώστε κάθε είδους άνθρωποι, πλούσιοι και πτωχοί, μικροί και τρανοί, προσέρχονταν κοντά της για να λάβουν τις συμβουλές της και να εναποθέσουν την ελπίδα τους στις προσευχές της. Σε όλους δίδασκε την ωφέλεια της μετανοίας, που σε κάθε στιγμή μπορεί να καταστήσει το Θεό ευμενή έναντί μας.
Με τη στήριξη της θείας χάριτος πρόκοβε ασταμάτητα στην άσκηση και την καθαρή προσευχή. Κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέχρι το Πάσχα, δεν έτρωγε ψωμί, αλλά λίγα μόνο λαχανικά, μία φορά την εβδομάδα. Η ολονύκτια αγρυπνία της είχε γίνει τόσο φυσική όσο ο ύπνος στους άλλους ανθρώπους, και περνούσε τις νύκτες της με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, βυθισμένη σε άγιες θεωρίες. Μερικές φορές, έμενε στη στάση αυτή δύο ημέρες συνέχεια, ακόμη και μία ολόκληρη εβδομάδα, σε σημείο που οι μαθήτριες της χρειαζόταν στο τέλος να την βοηθήσουν να κατεβάσει τα μουδιασμένα χέρια της. Μια νύκτα, μια μοναχή κοιτάζοντας στην αυλή είδε την οσία Ειρήνη να προσεύχεται ανυψωμένη θαυματουργικά από το έδαφος, ενώ τα δύο πελώρια κυπαρίσσια που ορθώνονταν στην αυλή του μοναστηριού είχαν λυγίσει τις κορφές τους μέχρι το έδαφος- επανήλθαν δε στη θέση τους μόνο όταν σφραγίστηκαν από την οσία με το σημείο του Σταυρού. Αυτή η νυκτερινή προσευχή ήταν φοβερή για τους δαίμονες, οι οποίοι διπλασίαζαν τις επιθέσεις τους μέσα στη νύκτα.
Μία φορά ένας από αυτούς έριξε πάνω της το αναμμένο φιτίλι μιας κανδήλας. Τα ρούχα της Ειρήνης πήραν αμέσως φωτιά. Παρέμεινε ωστόσο ατάραχη και θα είχε καεί ολόκληρη αν μία μοναχή που ξύπνησε από τη μυρωδιά της σάρκας και των ρούχων που καίγονταν δεν έμπαινε στο κελλί της ηγουμένης παραβιάζοντας την πόρτα. Μέσα στους πυκνούς καπνούς είδε την οσία στις φλόγες όρθια και απαθή να προσεύχεται. Καθώς την έσπρωξε προσπαθώντας να σβήσει τις φλόγες, η Ειρήνη χαμήλωσε τα χέρια της και της είπε επιτιμητικά: «Γιατί μου στέρησες μια τόσο μεγάλη απόλαυση με την απότομη αυτή παρέμβασή σου; Ένας άγγελος στεκόταν μπροστά μου πλέκοντας μου ένα στεφάνι από άφθαρτα άνθη, τέτοια που δεν έχει δει ανθρώπου μάτι και ήταν έτοιμος να με πάρει από δω, όταν εσύ τον έδιωξες». Κι όταν η μαθήτριά της ξεκόλλησε τα κουρέλια του υφάσματος από τη σάρκα της, θεσπέσια ευωδία γέμισε το μοναστήρι.
Μια άλλη φορά ένας ναυτικός που ήλθε από την Πάτμο παρουσιάστηκε στο μοναστήρι και έδωσε στην οσία τρία υπέροχα μήλα, τα οποία ο άγιος Απόστολος Ιωάννης του είχε αναθέσει να της παραδώσει. Το πρώτο μήλο στάθηκε αρκετό να την τρέφει για σαράντα μέρες, κατά τις οποίες το στόμα της ανέδιδε μία υπερκόσμια ευωδιά· μοίρασε το δεύτερο στην αδελφότητα τη Μεγάλη Πέμπτη και κράτησε το τρίτο ως ακριβό φυλαχτό, αρραβώνα των άφθαρτων αγαθών του Παραδείσου.
Χάρις στο προφητικό χάρισμα, η Ειρήνη
τέλεσε πλήθος άλλων θαυμάτων και πρόβλεψε συγκεκριμένα την δολοφονία του
Βάρδα, την οποία ακολούθησε λίγο αργότερα εκείνη του Μιχαήλ Γ’ (867),
καθώς και την ανάληψη της εξουσίας από τον Βασίλειο Α’ τον Μακεδόνα. Με
τη βοήθεια του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου και της αγίας Αναστασίας της
Φαρμακολύτριας θεράπευσε δαιμονισμένους και έσωσε ένα συγγενή της, τον
οποίο ο αυτοκράτορας είχε κατά νου να εκτελέσει ως προδότη, εμφανιζόμενη
στον ηγεμόνα, απαστράπτουσα και πλήρης δόξης. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος
αναγνώρισε το σφάλμα του, ζήτησε συγγνώμη και από τότε έδειξε την
ευμένειά του απέναντι στο μοναστήρι.
Η οσία Ειρήνη έφθασε σε ηλικία
εκατόν τριών ετών, διατηρώντας όλη τη δροσιά και τη φυσική ομορφιά της,
σημάδι του κάλλους της ψυχής της. Ο φύλακας Άγγελος της την
προειδοποίησε ένα χρόνο πριν για το θάνατό της και όταν έφθασε η ημέρα
συγκέντρωσε τις αδελφές της, όρισε την ηγουμένη που είχε επιλέξει ο Θεός
και αφού τις προέτρεψε να περιφρονούν ό,τι είναι πρόσκαιρο ώστε να ζουν
τον αγαπημένο Νυμφίο τους, έκλεισε γαλήνια τα μάτια της και παρέδωσε τη
ψυχή της στα χέρια του Θεού. Ενταφιάσθηκε στο παρεκκλήσι του αγίου
μάρτυρος Θεοδώρου και ο τάφος της ανέδιδε διαρκώς μία ουράνια ευωδία,
φανερώνοντας σε όλους την παρρησία που είχε αποκτήσει στο Θεό, ενώ μέχρι
τις ημέρες μας η οσία Ειρήνη δεν παύει να μεσιτεύει γι’ αυτούς που την
επικαλούνται με πίστη.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ιούλιος.
Εκδ. Ίνδικτος

![[05] Πανοραμική άποψη της Ιεράς Μονής Αγίου Αποστόλου Σίλα Καβάλας.](https://christianvivliografia.files.wordpress.com/2015/07/89cf3-89_big.jpg?w=320&h=213)
![[07] Ο Ιερός Ναός του Αγίου Σίλα (Σουλά) με το θαυματουργό αγίασμα στη Σορωνή Ρόδου.](https://christianvivliografia.files.wordpress.com/2015/07/490aa-naos6agioussoulas.jpg?w=320&h=240)
![[08] Άποψη από το εσωτερικό του Ιερού Ναού Αγίου Σίλα Σορωνής Ρόδου.](https://christianvivliografia.files.wordpress.com/2015/07/58d1a-25e125bc258b25ce25b325ce25b925ce25bf25cf2582-25ce25a325ce25af25ce25bb25ce25b125cf2582-008.jpg?w=218&h=320)